Εχθές το απόγευμα συναντήθηκα με έναν φίλο μετά τη δουλειά για φαγητό. Περάσαμε ωραία, μιλήσαμε για όλα όσα συμβαίνουν στις ζωές μας και φάγαμε υπέροχο ταϊλανδέζικο φαγητό κάπου κοντά στο Σύνταγμα, που αυτή τη στιγμή με έχει ρίξει σε διατροφικό κώμα καθώς προσπαθώ με μισόκλειστα μάτια να γράψω αυτό το κείμενο.
Αφού φάγαμε το φαγητό μας και πληρώσαμε το λογαριασμό, αποχαιρετιστήκαμε και είπαμε να συναντηθούμε το Σαββατοκύριακο για να δούμε μια ταινία. Κατευθυνόμενη προς το σπίτι μου, έβαλα τα ακουστικά μου και άρχισα να σκρολάρω στο Spotify για να βρω κάτι ενδιαφέρον να ακούσω στη διαδρομή.
Ήμουν χαρούμενη, κι ένα συναίσθημα ευφορίας κατέκλυζε το κορμί και την ψυχή μου, κι ενώ όπως θα ήταν λογικό θα μπορούσα να είχα επιλέξει ένα ανάλαφρο κι ευχάριστο μπιτ για να ακούσω, το γεγονός ότι επέλεξα το τραγούδι που επέλεξα, με έβαλε σε σκέψεις. Ήταν ένα μελαγχολικό τραγούδι που με είχε βυθίσει αμέσως στα συναισθήματα μιας ανάμνησης- κάτι που ήξερα πολύ καλά ότι δεν με βοηθούσε καθόλου. Καθώς οι επιλογές που κάνουμε συχνά επηρεάζουν τη διάθεσή μας, ήμουν περίεργη για πιο λόγο εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια ακαταμάχητη έλξη προς τη θλίψη. Θα μπορούσα να είχα επιλέξει κάτι πιο χαρούμενο για να ακούσω, αλλά για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν το ήθελα.
Συχνά πιάνω τον εαυτό μου να έλκεται προς αυτές τις πιο θλιβερές καταστάσεις – είτε μέσω της μουσικής, είτε μέσω απαισιόδοξων σκέψεων που κάνω, που στη συνέχεια με ωθούν σε βαθύτερες, τελολογικές σκέψεις. Είναι σχεδόν σα να νιώθω μια ακατανόητη άνεση σε αυτές τις καταστάσεις – μια οικειότητα που απαιτεί λιγότερη προσπάθεια για να εμπλακώ σε αυτές, από το να προσπαθήσω να κάνω τα πράγματα αλλιώς. Είναι κάπως σα να είμαι πιο άνετη στις πιο μελαγχολικές καταστάσεις, με κάνουν δυστυχώς να αισθάνομαι «σαν στο σπίτι μου». Για παράδειγμα, αν ζύγιζα ένα μελαγχολικό τραγούδι κι ένα πιο αισιόδοξο, στις περισσότερες περιπτώσεις, θα ένιωθα να με τραβάει το μελαγχολικό.
Το αν η θλίψη είναι κάτι που συνηθίζουμε και επομένως συντηρούμε, είναι κάτι που έχω σκεφτεί πολύ και εντατικά. Επιλέγουμε συνειδητά να παραμένουμε θλιμμένοι; Όπως όταν επιλέγουμε ένα λυπητερό τραγούδι αντί ένα πιο χαρούμενο, μήπως η θλίψη μας φαίνεται πιο επιθυμητή; Και θα μπορούσε αυτό να αποτελεί μια από τις αιτίες για τους οποίες η πεσμένη διάθεση και η κατάθλιψη είναι τόσο δύσκολο να ξεπεραστούν;
Με όλα τα παραπάνω στο μυαλό μου, ξεκίνησα να κάνω μια μικρή έρευνα σχετικά με τη θλίψη και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να είμαστε εθισμένοι σε αυτήν. Ακολουθούν 3 επιστημονικά τεκμηριωμένοι λόγοι:
1. Μαθημένη ανημπόρια
Η μαθημένη ανημπόρια ήταν μια έννοια που εξετάστηκε για πρώτη φορά από τον Martin Seligman τη δεκαετία του 1960 για να περιγράψει γιατί τα άτομα που εκτίθενται σε απεχθή ερεθίσματα παραιτούνται και υπομένουν τον πόνο. Ορίζεται ως η «αντιλαμβανόμενη αδυναμία ενός ατόμου να αντιδράσει σε μια κατάσταση, επειδή πιστεύει πως ότι και να κάνει θα είναι μάταιο». Στην ακραία της μορφή, η μαθημένη ανημπόρια μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει γιατί τα άτομα παραμένουν σε περιβάλλοντα κακοποίησης και μακροχρόνιας κατάθλιψης, αλλά μπορεί επίσης να εξηγήσει γιατί ανεχόμαστε οτιδήποτε μας προκαλεί συνεχή βλάβη.
Η μαθημένη ανημπόρια συχνά αναπτύσσεται στην παιδική ηλικία, όταν βιώνουμε συνεχή πόνο ή τραύμα χωρίς να έχουμε τρόπους διαφυγής. Μπορεί να αφορά θέματα ψυχικής υγείας για τα οποία δεν έχουμε την εμπειρία να κατανοήσουμε ή να ζητήσουμε βοήθεια, ή μπορεί να συμβεί μέσω εξωτερικών πιέσεων – όπως για παράδειγμα μέσω των φροντιστών μας. Θυμηθείτε, ως παιδιά, δεν έχουμε αυτονομία και εξαρτόμαστε από τους φροντιστές μας για την επιβίωσή μας. Αν μεγαλώσαμε σε να σπίτι με συγκρούσεις ή χωρίς υποστήριξη, πώς μπορούμε να περιμένουμε να βρούμε διέξοδο από τον πόνο μας;
Όποια και αν είναι η περίπτωση, η μαθημένη ανημπόρια συνεπάγεται ότι υποκύπτουμε στον πόνο μας προκειμένου να ανταπεξέλθουμε. Αντί να αναζητήσουμε μια διέξοδο – καθώς αυτό είναι συχνά αδύνατο – διαχειριζόμαστε τον πόνο μας με άλλα μέσα, όπως η αποστασιοποίηση ή άλλοι μηχανισμοί αντιμετώπισης.
Η μαθημένη ανημπόρια μπορεί να συμβάλει στην αδυναμία μας να ξεπεράσουμε τη θλίψη, καθώς το σώμα μας θα συνηθίσει να ζει αβοήθητο και χωρίς υποστήριξη. Είναι δύσκολο να συγκεντρώσουμε την ενέργεια να βρούμε λύση σε ένα πρόβλημα, όταν ολόκληρη η προσωπική μας ιστορία είναι μια ιστορία αδυναμίας. Ενώ κάποιος που μεγαλώνοντας είχε την υποστήριξη των φροντιστών του θα αισθανόταν παρακινημένος να ξεπεράσει την αρνητική ψυχική του κατάσταση, εσείς, αντιθέτως, μπορεί να βιώνετε περιόδους αποθάρρυνσης.
Το σώμα μας θυμάται το τραύμα και τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε σε αυτό. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν ΘΕΛΟΥΜΕ να ξεπεράσουμε τη θλίψη μας, το σώμα μας μπορεί ενστικτωδώς να κλείσει, καθιστώντας δύσκολο να συγκεντρώσουμε την ενέργεια να αλλάξουμε.
2. Θεωρία επιλογής
Όπως υποδηλώνει το όνομα, η θεωρία της επιλογής αφορά τη συνειδητή (ή ασυνείδητη) επιλογή μας να παραμείνουμε θλιμμένοι. Ενώ αυτό μπορεί να φαίνεται τραβηγμένη ιδέα, αλλά ωστόσο δεν είναι.
Όλοι μας κουβαλάμε υποσυνείδητες πεποιθήσεις που επηρεάζουν εν αγνοία μας την καθημερινή μας ζωή. Αιτία και αποτέλεσμα, σκέφτομαι-αισθάνομαι-επιλέγω, όπως και αν θέλετε να το δείτε, οι σκέψεις μας είναι συχνά οι αρχικοί καταλύτες που μας ωθούν σε δράση.
Αυτό σημαίνει ότι οι πεποιθήσεις που κουβαλάμε, οι οποίες στη συνέχεια επηρεάζουν τις σκέψεις μας, μπορούν να έχουν κυματιστή επίδραση σε ολόκληρη τη ζωή μας. Για παράδειγμα, η αυτοεκτίμηση (ένα σύνολο πεποιθήσεων που διέπουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και εκτιμούμε τον εαυτό μας) έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει αποτελέσματα όπως η ακαδημαϊκή επιτυχία, η επιτυχία στις σχέσεις και η κοινωνική/ψυχική/σωματική ευημερία. Εν ολίγοις, το πώς σκεφτόμαστε επηρεάζει το πώς συμπεριφερόμαστε και ποιοι τελικά είμαστε.
Η θεωρία των επιλογών σε σχέση με την παρατεταμένη θλίψη υπονοεί ότι οι υποσυνείδητες πεποιθήσεις που είναι χρωματισμένες με ντροπή/ενοχή/αυτό-απέχθεια μπορεί να σας ωθούν να σαμποτάρετε την ευτυχία σας επειδή νιώθετε ότι την αξίζετε.
Και η ουσία εδώ είναι ότι μπορεί να μην συνειδητοποιείτε καν ότι αυτές οι πεποιθήσεις κυβερνούν τη ζωή σας – εξ ου και η ασυνείδητη φύση τους. Μπορεί συνειδητά να αισθάνεστε σαν να διεκδικείτε τη δική σας ευτυχία, αλλά είστε πραγματικά;
Εδώ είναι που η δουλειά με έναν θεραπευτή είναι πολύτιμη για τον εντοπισμό αυτών των πεποιθήσεων -από πού προέρχονται και πώς να τις ξεπεράσετε.
3. Θετική ενίσχυση
Η μικρότερη αδερφή μου και εγώ είχαμε εντελώς διαφορετικές αντιδράσεις στις συγκρούσεις στο σπίτι μεγαλώνοντας. Ενώ εκείνη φούντωνε- επιθετική και συγκρουσιακή, εγώ απέφευγα. Αν και δεν είμαι απόλυτα σίγουρη γιατί επέλεξα αυτή την οδό, η αντίδρασή μου στις συγκρούσεις παρέμεινε η ίδια. Πρόκειται για μια μαθημένη συνήθεια, που δεν διαφέρει από την έννοια της μαθημένης ανημπόριας που ανέφερα παραπάνω.
Είναι πολύ πιθανό να έμαθα να αντιδρώ με αυτόν τον τρόπο ως μέσο για να ικανοποιήσω τελικά τις ανάγκες μου. Είδα πώς αντιμετώπιζαν την αδερφή μου για την επιθετικότητά της και επέλεξα την άλλη οδό. Ενώ οι γονείς μας ήταν πάντα σχετικά δίκαιοι, νομίζω ότι σε ένα βαθμό πίστευα ότι θα με ευνοούσαν επειδή ήμουν πιο συγκρατημένη.
Και ήμουν – σε ένα βαθμό, γεγονός που με ενθάρρυνε στο να συνεχίσω αυτή τη συμπεριφορά. Αυτή η συμπεριφορά έγινε στη συνέχεια συνήθεια, βαθιά ριζωμένη στην προσωπικότητά μου, σε σημείο που τώρα πρέπει να την αποδομήσω.
Αλλά αυτό είναι ένα θέμα στο οποίο θα αναφερθώ ίσως σε ένα επόμενο άρθρο.
Όταν η θλίψη μας ενθαρρύνεται ή επιβραβεύεται θετικά, κάνει πιο δύσκολη την αλλαγή της. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που τα άτομα με νοοτροπία θύματος δυσκολεύονται να αναλάβουν την ευθύνη. Κάποτε είχαν επιβραβευθεί ΓΙΑ αυτό.
Πολλά μπορούν να αλλάξουν όταν βγάλουμε τη θλίψη από τη ζωή μας. Οι άνθρωποι θα αντιδράσουν διαφορετικά απέναντί μας και οι σχέσεις μας με τους άλλους θα αλλάξουν επίσης. Γινόμαστε πιο αυτάρκεις και λιγότερο εξαρτημένοι από τους άλλους για υποστήριξη ή επιβεβαίωση. Αλλά για να γίνει αυτή η αλλαγή χρειάζεται δουλειά. Είμαστε πλάσματα της συνήθειας, οπότε θα θέλουμε πάντα να επιλέγουμε την ευκολότερη οδό. Σε αυτή την περίπτωση, αυτή είναι η παραμονή στη θλίψη.
Δείτε επίσης: Η σημασία του να παρατηρείς αγνώστους