Το πρώτο πράγμα που μας είπε ο καθηγητής μας στο μάθημα Κλινικής Ψυχολογίας ήταν «Σε αυτό το μάθημα θα αποκτήσετε μερικές βασικές γνώσεις ψυχολογίας. Αυτό δε σημαίνει ότι θα είστε σε θέση να ψυχαναλύσετε τους γύρω σας ή τον εαυτό σας». Στο βασίλειο του ίντερνετ με τη δωρεάν γνώση και την εκλαϊκευμένη ψυχιατρική και ψυχολογία, θα δείτε αμέτρητο κόσμο να μιλά για την κατάθλιψη, τις αγχώδεις διαταραχές, το OCD («είμαι ψυχαναγκαστικός, μου αρέσει να πλένω πιάτα») και άλλες πολλές ψυχικές παθήσεις.
Πρόσφατα είχα διαβάσει ποστ κοπέλας που έλεγε ότι έχει «κατάθλιψη, αγχώδη διαταραχή, διπολική διαταραχή, οριακή διαταραχή, ναρκισσιστική διαταραχή, imposter syndrome, ψυχαναγκασμούς, ιδεοληψίες, κρίσεις πανικού, κρίσεις άγχους, αγοραφοβία, μικροβιοφοβία, διαταραχές ύπνου, God complex, προβλήματα διαχείρησης θυμού, mommy issues, trust issues, ψυχώσεις και νευρώσεις». Η κοπέλα είχε καταπιεί το DSM-5, φύλλο-φύλλο.
Δεν αρνούμαι ότι πολλοί άνθρωποι έχουν διαγνωστεί από επαγγελματίες ψυχικής υγείας με τις εν λόγω διαταραχές, αλλά -πώς να το κάνουμε- κάποιοι δεν έχουν διαγνωστεί. Αρκούνται στις επιδερμικές και απλουστευμένες γνώσεις που επιπλέουν στα social media. Αυτό δεν περιορίζεται μόνο στην αυτο-διάγνωση. Το έχω δει να συμβαίνει επίσης όταν μερικοί προσπαθούν να εξηγήσουν τις πράξεις και τις συμπεριφορές των γύρω τους, συχνά παθολογικοποιώντας τες (για περισσότερα εδώ). Πόσες φορές έχουμε ακούσει να βαφτίζουν την κυκλοθυμία «διπολικότητα» ή την θλίψη, ως απάντηση σε ανθρώπινες εμπειρίες, «κατάθλιψη».
Στις μέρες μας υπάρχει τόσος κόσμος που προσπαθεί να αυτο-βελτιωθεί, καταναλώνοντας άφθονο περιεχόμενο ψυχικής υγείας, από βιβλία, άρθρα, podcasts και social media. Σε αυτό το πλαίσιο, πώς απενεργοποιεί κανείς την επιθυμία να ψυχαναλύσει έναν φίλο και απλώς να είναι εκεί για αυτόν; Είναι ποτέ οκ να ψυχαναλύεις τους φίλους σου;
Αρχικά, για άτομα που έχουν γνώσεις ψυχολογίας ή που κάνουν χρόνια ψυχανάλυση, είναι φυσιολογικό, όπως παρατηρούν πράγματα για τον εαυτό τους, έτσι να παρατηρούν και τους γύρω τους. Αυτό είναι φυσικό επόμενο και ως έναν βαθμό δύσκολο να ελεγχθεί. Για παράδειγμα, όταν μαθαίνεις για τον τρόπο που τα παιδικά σου τραύματα έχουν δομήσει τη ζωή και την προσωπικότητά σου, είναι εύκολο να δεις το «τραυματισμένο παιδί» στο πρόσωπο των γονιών σου, των φίλων σου ή των συντρόφων σου.
Παρατηρείς τους ανθρώπους και προσπαθείς να εξηγήσεις τις συμπεριφορές τους, με τις γνώσεις (έστω τις ερασιτεχνικές) που έχεις. Το πρόβλημα αρχίζει όταν εξωτερικεύεις αυτές τις «διαγνώσεις». «Μήπως ο λόγος που δεν ξεπέρασες ποτέ τον πρώην σου είναι γιατί κατά βάθος είσαι ερωτευμένη με την νυν του και λόγω καταπιεσμένης σεξουαλικότητας δεν το δέχεσαι;». Ε τώρα μου απαύτωσες την κουβέντα. Τι να πούμε τώρα; Εγώ ήθελα να κάνουν ένα ελαφρή stalkάρισμα και ψιλικοκό σαν φιλενάδες. Κι εσύ πέταξες τη βόμβα και μας άφησες να ψάχνουμε την προκήρυξη.
Θέλω να πω, στο «ντιβάνι» ενός ψυχαναλυτή, έχουμε δώσει τη συναίνεση να ψυχαναλυθούμε. Έχουμε συναινέσει στο να γδυθούμε συναισθηματικά και να σκάψουμε το μέσα μας. Θέλει διεργασία, λεπτότητα και επαγγελματισμό. Το «συναισθηματικό στριπτίζ» δεν είναι για συζητήσεις με ποτάρες ή για καφέδες μεσημέρι Κυριακής. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που διαχωρίζει τις βαθιές, μεστές κουβέντες με φίλους από τις αυτόκλητες «ψυχολογικές» συμβουλές. Οι δεύτερες έχουν κάτι το εξουσιαστικό και καθόλου φιλικό. Είτε η «διάγνωση» της πολυθρόνας έχει βάση είτε όχι, είναι εξαιρετικά άβολη κι αχρείαστη. Είναι σαν να σου «κλέβει» κανείς κάτι από το μέσα σου.
Στις σχέσεις, φιλικές και ερωτικές, η ψυχανάλυση είναι καλό να αποφεύγεται. Όπως μας είχε πει ένας καθηγητής στο μεταπτυχιακό, αυτή η τάση μας να ψυχαναλύουμε τους πάντες, συμβαίνει γιατί συχνά μας απασχολεί περισσότερο να νιώθουμε χρήσιμοι από το να είμαστε χρήσιμοι. Σας έχει συμβεί ποτέ να θέλετε να μιλήσετε για ένα πρόβλημα στη δουλειά και ο φίλος σας να θέλει να σας το λύσει; Οι λύσεις τους μπορεί να ακούγονται κούφιες, επειδή δεν αναγνώρισαν αυτό που πραγματικά χρειαζόσασταν εκείνη τη στιγμή: να νιώσετε ότι ο φίλος σας είναι δίπλα σας και σας ακούει. Αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά χρήσιμοι, πρέπει να επιτρέπουμε στους γύρω μας να έχουν τη δική τους δύναμη και έλεγχο πάνω στα πράγματα, να τους επιτρέπουμε να έχουν το δικό τους agency. Αντί να τους λύνουμε τα προβλήματά τους, πρέπει να στεκόμαστε δίπλα τους, καθώς αγωνίζονται να βρουν μόνοι τους τις λύσεις.
Αυτό που είναι επίσης σαφές είναι ότι όταν οι φίλοι κάνουν αυτές τις «παρατηρήσεις», αποφασίζουν ποια διαταραχή / σύνδρομο / σύμπλεγμα / τραύμα έχουν οι άνθρωποι με βάση τα στερεότυπα, τα οποία είναι πολλά και ανακριβή. Κάτι τέτοιες ερασιτεχνικές «διαγνώσεις» επιτρέπουν τη διαιώνιση των στερεοτύπων που σχετίζονται με τις ψυχικές διαταραχές, υπεραπλοποιώντας τες και παρερμηνεύοντάς τες.
Στην τελική, η αλήθεια είναι ότι εάν δεν έχετε γνώσεις ψυχιατρικής και ψυχολογίας, δεν είστε ικανοί να πείτε στον εαυτό σας ή στους άλλους τι έχουν. Κάνοντάς το, όχι μόνο κινδυνεύεται να γίνεται πατροναριστικοί και να παρεξηγηθείτε, αλλά παράλληλα υπάρχει ο κίνδυνος να βοηθήσετε στη διαιώνιση στερεότυπων και παρανοήσεων σχετικά με τις ψυχικές διαταραχές, ένα έτσι κι αλλιώς θέμα ταμπού.
Και τότε πώς βάζουμε ένα τέλος στην επιθυμία μας να ψυχαναλύουμε τους φίλους μας (τους γονείς μας, τους συναδέλφους μας, κλπ);. Η παρόρμηση για ψυχανάλυση μοιάζει με οποιαδήποτε παρόρμηση. Δεν ξεπερνάμε τις ορμές θάβοντάς τες. Τις ξεπερνάμε, αρχικά, αναγνωρίζοντας και κατανοώντας τες, και στη συνέχεια προσέχοντας όταν πάνε να κάνουν την εμφάνισή τους.