Δεν νομίζω πως πλέον υπάρχει άνθρωπος που σοκάρεται με την είδηση πως, τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερες Ελληνίδες επιλέγουν να μην κάνουν παιδιά. Πρόκειται για μια πραγματικότητα που την παρατηρούμε καθημερινά γύρω μας και που επιβεβαιώνουν και οι αντίστοιχες έρευνες. Πέρα από τους αυτονόητους λόγους που μια γυναίκα επιλέγει να μην κάνει παιδιά, όπως η έλλειψη οικονομικής, επαγγελματικής και στεγαστικής ασφάλειας, η απουσία επιδομάτων, δομών και επαρκούς δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης, βοήθειας στο σπίτι, επιδομάτων τοκετού κτλ., έρχεται να προστεθεί και το ότι πολλοί άνθρωποι θεωρούν πλέον τη μη απόκτηση παιδιών μια ηθική και οικολογική επιλογή, που γίνεται για την προστασία του περιβάλλοντος, των ανθρώπων και άλλων ειδών. Το να μην κάνεις παιδιά σημαίνει να είσαι «πράσινος». Κατά συνέπεια, αναδύονται πιο θετικοί λόγοι γύρω από την μη απόκτηση παιδιών.
Αυτό όμως δεν συνέβαινε πάντα. Στις κοινωνίες που ενθαρρύνουν την αύξηση των γεννήσεων, η μητρότητα παρουσιάζεται συχνά ως κάτι φυσικό και στοργικό. Εν τω μεταξύ, οι γυναίκες χωρίς παιδιά συχνά περιγράφονται ως βιολογικά αποτυχημένες ή αποκλίνουσες. Για παράδειγμα, στη λαϊκή κουλτούρα οι άτεκνες γυναίκες συχνά παρουσιάζονται είτε ως φιλόζωες, όπως η «τρελή cat lady», είτε το αντίθετο, ως δολοφόνοι ζώων, όπως η Cruella de Vil. Σε αυτά τα παραδείγματα, η εστίαση στο ζώο αντιπροσωπεύει την υποτιθέμενη ανικανότητά τους να φροντίσουν τους ανθρώπους, το είδος τους, την «φύση» τους.
Τον 19ο αιώνα, οι γυναίκες χωρίς παιδιά είχαν ήδη περιγραφεί ως εγωίστριες και μη φυσικές. Ο φυσικός κόσμος χρησιμοποιήθηκε αντίθετα για να περιγράψει τις γόνιμες γυναίκες, οι οποίες συχνά συγκρίνονταν στη λογοτεχνία με ανθισμένα λουλούδια.
Ο συσχετισμός των γυναικών με τα φυτά και τη γονιμότητα είναι αρχαίος και συναντάται ιδιαίτερα στις αγροτικές παγανιστικές φιγούρες. Η Δήμητρα, η θεά της γεωργίας, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, θεωρούνταν όχι μόνο η θεά των σπόρων, αλλά και του γάμου και της γονιμότητας. Ήταν το αρχέτυπο της μητρότητας και της γονιμότητας.
Πολλές αναπαραστάσεις επίσης συνδέουν το αναπαραγωγικό σύστημα των γυναικών με τα άνθη και τα φυτά. Στα γαλλικά, το λουλούδι είναι μια μεταφορά για το αιδοίο. To “avoir ses fleurs” (να έχεις τα λουλούδια σου) είναι μια έκφραση για την περίοδο, και το να είσαι “une jeune fille en fleur” (μια νεαρή γυναίκα σε ανθοφορία) σημαίνει ότι η νεαρή γυναίκα είναι έτοιμη για γάμο – και επομένως για αναπαραγωγή.
Οι ίδιες οι γυναίκες συγκρίνονται επίσης με λουλούδια: στα αγγλικά, τόσο το “pretty flower” όσο και το “English rose” περιγράφουν ελκυστικές νεαρές γυναίκες. Η μεταφορά των γυναικών σε λουλούδια, μέσω αυτών των συγκρίσεων, δεν είναι μόνο μυσογύνικος, αλλά ενισχύει την κοινωνική πίεση για την «έγκαιρη» παραγωγή παιδιών. Ο χρόνος είναι σημαντικός σε αυτές τις μεταφορές, καθώς τα λουλούδια μαραίνονται γρήγορα.
Η μη τεκνοποίηση τον 19ο αιώνα
Τι γίνεται όμως με τις γυναίκες χωρίς παιδιά, αυτά τα λουλούδια που δεν θα παράξουν σπόρους; Κοιτάζοντας στη λογοτεχνία και στους πίνακες ζωγραφικής του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα φαίνεται ότι συχνά παρουσιάζονταν ως τερατώδη υβριδικά φυτά.
Εκείνη την εποχή, αυτά τα «υβριδικά φυτά» – τα οποία συχνά ήταν στείρα – ήταν η πιο συνηθισμένη μεταφορά για να περιγράψουν τις σεξουαλικά ενεργές γυναίκες που είτε δεν μπορούσαν είτε αρνούνταν να κάνουν παιδιά. Στη Γαλλία, η απόκτηση και η ανατροφή παιδιών θεωρούνταν φυσικό και πολιτικό καθήκον της γυναίκας για το έθνος. Αντίθετα, οι γυναίκες που ήταν σεξουαλικά ενεργές αλλά χωρίς παιδιά θεωρούνταν συχνά αφύσικες και επικίνδυνες.
Οι συγκρίσεις που περιέγραφαν τις γυναίκες ως λουλούδια αφορούσαν ιστορικά τη γονιμότητα. Πώς έγινε λοιπόν τα λουλούδια να γίνουν μεταφορά της στειρότητας στα τέλη του 19ου αιώνα;
Η έμφαση στα λουλούδια ως σεξουαλικά όργανα και ως μεταφορά για τη σεξουαλικότητα και γονιμότητα των γυναικών φαίνεται ότι άρχισε να χρησιμοποιείται περισσότερο όταν ο Σουηδός βοτανολόγος Carl Linnaeus συζήτησε ανοιχτά τη σεξουαλικότητα των φυτών με ανθρωπομορφική γλώσσα στα τέλη του 18ου αιώνα.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι άνδρες πίστευαν ότι τα λουλούδια ήταν σεξουαλικά όργανα αμιγώς θηλυκά. Δεν πίστευαν ότι τόσο αρσενικά όσο και θηλυκά όργανα συμμετείχαν στην παραγωγή των καρπών.
Μόλις καθιερώθηκε η σεξουαλική φύση των φυτών, η φύση της αλληγορίας των λουλουδιών άλλαξε και η αθωότητα του λουλουδιού χάθηκε. Τα λουλούδια σταδιακά μετατράπηκαν το σύμβολο μιας νεαρής γυναίκας με αναδυόμενη σεξουαλικότητα ή που ανέμενε να «καρποφορήσει».
Υβριδικά φυτά
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτοκρατορίας στη Γαλλία (1852-1870) και την αρχή της Τρίτης Δημοκρατίας (1870-1840), τα υβριδικά φυτά ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς.
Οι κηπουροί ανέπτυξαν μεγάλα φυτά και λουλούδια, όπως η cattleya, ο ιβίσκος, το nidularium, τα οποία συχνά έμοιαζαν με διογκωμένα γεννητικά όργανα (τα φυσικά φυτά είναι συχνά πολύ μικρότερα και όχι τόσο πολύχρωμα). Αυτά τα υβρίδια έκαναν τη σεξουαλική αναλογία ακόμη πιο εμφανή.
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, τα υβριδικά αυτά φυτά χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή, -σχεδόν με έμμεσο τρόπο- πορνογραφικών σκηνών. Ακολουθεί ένα παράδειγμα από το βιβλίο La Curée (Το Μερτικό των Σκύλων), ένα διάσημο μυθιστόρημα του Émile Zola. Αντί να περιγράφει τους χαρακτήρες που κάνουν έρωτα, περιγράφει τα φυτά:
«Καθώς τα βλέμματά τους εισχωρούσαν στις γωνίες του θερμοκηπίου, το σκοτάδι γέμιζε με την άγρια ακολασία των φύλλων και των μίσχων- μη μπορώντας να διακρίνουν στα πεζούλια ανάμεσα στις μαράντες, μαλακές σαν βελούδο και τις πορφυρές γεμάτες χυμούς φλέβες, τις γκλοξίνιες, με τις μωβ καμπανούλες, τις δράκαινες, που πρότασσαν τα φύλλα τους όρθια και λακαριστά αν σαν λεπίδες- ήταν ένας μεγάλος χορός ζωντανών φυτών που κυνηγούσαν το ένα το άλλο με ακόρεστο πόθο».
Πολλά από τα υβριδικά φυτά που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή ήταν στείρα. Ως εκ τούτου, αποτέλεσαν μια αλληγορία για την «μη παραγωγική» σεξουαλικότητα. Επειδή ήταν τεχνητά, μπορούσαν να θεωρηθούν ως διαστροφή στον νόμο της φύσης. Η σύγκριση των γυναικών με αυτά τα υβρίδια ήταν ένας τρόπος για να επικριθεί αυτό που θεωρήθηκε τεχνητό, δηλαδή η στειρότητα ή η απόφασή τους να μην κάνουν παιδιά.
Οι γόνιμες, γυναίκες που είχαν τεκνοποιήσει συγκρίνονταν συχνά με φυσικά, πιο κλασικά λουλούδια, όπως τα τριαντάφυλλα ή οι κρίνοι.
Εκείνη την εποχή, η Γαλλία είχε εμμονή με την υπογεννητικότητα. Πολλοί πολιτικοί πίστευαν ότι αυτό εξηγούσε γιατί η Γαλλία είχε χάσει τον πόλεμο εναντίον της Πρωσίας (1870-1871). Ως εκ τούτου, οι άτεκνες γυναίκες θεωρούνταν επίσης κακοί πολίτες.
Μέσω της σύγκρισής τους με τα υβριδικά φυτά και τα άγονα λουλούδια, οι γυναίκες που δεν μπορούσαν ή που επέλεγαν να μην αναπαραχθούν θεωρούνταν μη Γαλλίδες, ανεπιθύμητες και, κατά κάποιον τρόπο, τερατώδεις.
Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι γυναίκες συνδέονται με τη φύση και πολύ συχνά συγκρίνονται με τα λουλούδια είναι απαραίτητη για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο το να είσαι άτεκνη γυναίκα εξακολουθεί να δαιμονοποιείται στη σύγχρονη κοινωνία. Όπως καταδεικνύει η σύγχρονη τέχνη, ο πολιτισμός και η ίδια η γλώσσα που χρησιμοποιούμε, οι γυναίκες χωρίς παιδιά εξακολουθούν συχνά να περιγράφονται ως «αφύσικες» ή βιολογικά αποκλίνουσες.