Αν περάσεις από τη συμβολή των λεωφόρων Αμαλίας και Βασιλίσσης Όλγας, θα συναντήσεις τη Μνήμη. Η Μνήμη προσωποποιείται στη μορφή γυναίκας με φυσικά χαρακτηριστικά, σε φυσικό μέγεθος, που γονατίζει και προσφέρει στη σεμνότητα λίγα λουλούδια . Ο τίτλος, το θέμα, ο ιδεαλισμός και ο συμβολισμός του παραπέμπουν στην ταφική τέχνη. Ενδιαφέρον έχει ότι το γλυπτό αυτό δεν έχει βανδαλιστεί ποτέ, παρά το χαμηλό του μέγεθος. Αντίθετα είναι ιδιαίτερα αγαπητό, γεγονός που φαίνεται από τα φρέσκα μωβ καμπανοειδή ανθάκια που βλέπω όποτε περάσω, που κατά την περίοδο της άνοιξης οι Αθηναίοι προσφέρουν στα χέρια της χάλκινης Μνήμης.
Από πού προέρχονται όμως αυτά τα μωβ άνθη που γίνονται προσφορά των σύγχρονων Αθηναίων στον βωμό της Μνήμης; Η απάντηση βρίσκεται λίγα μέτρα πιο κάτω, σε ένα μωβ μονοπάτι που διασχίζει το Ζάππειο. Είναι τώρα η εποχή που ανθίζουν οι εξωτικές τζακαράντες, επιστεγάζοντας τον ερχομό της άνοιξης. Στέκονται ψηλά ανάμεσα στο πράσινο της πόλης, τα αγάλματα και τους νεοκλασικούς κίονες. Με τα φορτωμένα κλαδιά τους που μοιάζουν να αγκαλιάζονται, σχηματίζουν έναν μωβ θόλο που οδηγεί από την Λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας στην Ηρώδου Αττικου. Ίσως το ομορφότερο σημείο της Αθήνας είναι εδώ.
Κάθε άνοιξη, εκατομμύρια άνθρωποι περπατούν στην πρωτεύουσα της χώρας κάτω από μια έκρηξη μωβ ανθέων. Κάθε άνοιξη, τα χρωματιστά αυτά πέταλα σηματοδοτούν ότι ήρθε η ώρα να απολαύσουμε τη ζεστή εποχή και να περπατήσουμε πάνω σε ένα λεπτό χαλί από απαλά πέταλα, σαν μια υπενθύμιση της φύσης για μια κατεπείγουσα ανάγκη για απαλότητα. «Βγείτε έξω και παίξτε», ψιθυρίζουν οι τζακαράντες με μια φωνή που μοιάζει τόσο ξένη όσο και οικεία.
Τι είναι όμως οι τζακαράντες; Παραθέτω τη σημείωση του Γ. Π. Σαββίδη από τη δέκατη τρίτη έκδοση των Ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη (ΙΤο τκαρος, 1981): «τζακαράντες: είδος τροπικού δέντρου [jacaranda mimosaefolia, με λουλούδια μενεξεδένια και καρπούς που όταν κινούνται κροταλίζουν].»
Εδώ και περίπου 180 χρόνια οι Αθηναίοι απολαμβάνουν την εποχή της τζακαράντας
Πώς, όμως, έφθασε στην πόλη των Αθηνών αυτό το τροπικό δέντρο; Φημολογείται ότι ήρθε στην Αθήνα το 1839 μαζί με τα 15.000 καλλωπιστικά φυτά που έφερε από τη Γένοβα ο Φρανσουά Λουί Μπαρό, ο Γάλλος αρχικηπουρός της βασίλισσας Αμαλίας που τον προσέλαβε για να ομορφύνει την χασιέντα της ή αλλιώς τον τότε ονομαζόμενο Βασιλικό Κήπο.
Είναι φυλλοβόλα δέντρα, που σημαίνει ότι χάνουν το φύλλωμά τους κάθε χρόνο όταν ο καιρός κρυώσει αρκετά. Και όταν οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν, τα γυμνά, δαιδαλώδη κλαδιά τους γεμίζουν με τσαμπιά από μικρά μωβ καμπανοειδή ανθάκια. Μπουμ! Αμέσως, όχι σταδιακά, ολόκληρο το δέντρο γεμίζει με υπέροχα λουλούδια, ενώ μπορεί ξεπεράσει σε ύψος τα 20 μέτρα με χαρακτηριστικό πρασινωπό φύλλωμα του θυμίζει φτέρη.
Τα λουλούδια αναπτύσσονται σε τσαμπιά και φέρουν ένα γλυκό μοβ-μπλε χρώμα λόγω των ανθοκυανίδων, μιας χρωστικής ουσίας που βρίσκεται επίσης στις ντάλιες, τα μούρα, τα μαύρα φασόλια και τις γλυκοπατάτες. Αυτό το μενεξεδί χρώμα είναι ένας οιωνός για μια αναγέννηση.
Το όνομα τζακαράντα σημαίνει «αρωματικό» στη γλώσσα των Γκουαρανί, των ιθαγενών της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Βολιβίας και της Παραγουάης απ’ όπου κατάγεται. Από εκεί έφυγε στις αρχές του 19ου αιώνα για να εγκατασταθεί παντού στον κόσμο, από την Καλιφόρνια μέχρι την Αυστραλία, τη Μεσόγειο και τη Νότια Αφρική, όπου το κλίμα είναι θερμό.
Εξάλλου, η Πρετόρια, η διοικητική πρωτεύουσα της Νότιας Αφρικής είναι ευρέως και ποιητικά γνωστή ως «Jacaranda City» («Πόλη της Τζακαράντα») ή στα Αφρικάανς «Jakarandastad», λόγω του μεγάλου αριθμού των περίφημων δέντρων.
Εδώ και περίπου 180 χρόνια λοιπόν, οι κάτοικοι της Αθήνας απολαμβάνουν την εποχή της τζακαράντας: μια συναρπαστική μαγεία που φέρνει λίγο από το τροπικό δάσος του Αμαζονίου στο κατώφλι των κατοίκων της πόλης. Και όταν τα άνθη πέφτουν, ο ουρανός μοιάζει να ανθίζει στο έδαφος, μια απροσδόκητη λιλά έκρηξη στα πόδια των ανθρώπων.
Εκτός από το ανθοστόλιστο Ζάππειο, τα πανέμορφα δέντρα στολίζουν κι άλλους δρόμους ή περιοχές της Αθήνας όπως στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου, δίπλα στην πλατεία Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και στην Καλλιθέα. Ομορφαίνουν επίσης το πάρκο της Δαβάκη και την οδό Θησέως, ενώ στη Γλυφάδα, στους Αμπελόκηπους, στη Βασιλέως Κωνσταντίνου και σε πολλά ακόμα σημεία της πρωτεύουσας το τοπίο είναι μαγικό. Θα τις βρεις επίσης πίσω από την Καπνικαρέα, στη Μητρόπολη, αλλά και στην πολύβουη οδό Αθηνάς.
Χάρη στο μέγεθός τους δημιουργούν πλούσια σκιά, όπου τουρίστες, περιπατητές, αθλούμενοι, ερωτευμένοι, παιδιά και άστεγοι βρίσκουν καταφύγιο από τη ζέστη του μεσημεριού, ενώ στο μέσο μιας κουραστικής μέρας, με μια ανοδική περιστροφή του βλέμματος, θα βρεις μεγάλη παρηγοριά.
Τα μενεξεδιά δέντρα ύμνησε μέχρι και ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα του «Κerk Str. Oost, Pretoria, Τransvaal» από την συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β’»,
Οι τζακαράντες παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας / ρίχναν γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι. Αδιάφορα όλα τ’ άλλα, κι αυτό / το Βένουσμπεργκ της γραφειοκρατίας με τους διπλούς / τους πύργους και τα διπλά του επίχρυσα ρολόγια / ναρκωμένα βαθιά σαν ιπποπόταμος μες στο γαλάζιο. / Και τρέχαν τ’ αυτοκίνητα δείχνοντας / γυαλιστερές πλάτες όπως τα δελφίνια. / Στο τέλος του δρόμου μας περίμενε / δρασκελώντας αργόσχολα μες στο κλουβί του / ο ασημένιος φασιανός της Κίνας / ο Ευπλόκαμος Νυχθήμερος όπως τον λένε.
Και να σκεφτείς πως ξεκινήσαμε αποχαιρετώντας / με την καρδιά γεμάτη σκάγια / τον Ονοκρόταλο τον Πελεκάνο – αυτόν / που είχε ύφος τσαλαπατημένου πρωθυπουργού / στο ζωολογικό κήπο του Καϊρου
Γιωργος Σεφερης Πραιτώρια, Οχτώβρης 1941»
Σε μια πόλη με γέρικα δέντρα και στραβά πεζοδρόμια, οι τζακαράντες εναρμονίζονται με το αστικό περιβάλλον: Οι ρίζες τους τείνουν να αναπτύσσονται προς τα κάτω -αντί προς τα πλάγια- αφήνοντας σχεδόν ανέγγιχτες τις αστικές υποδομές. Αλλά επειδή μεγαλώνουν σε ύψος (μπορούν να φτάσουν μέχρι και τα 80 πόδια), μπορεί να γίνουν νέμεση των ηλεκτρικών καλωδίων και στόχος των κλαδευτικών του Δήμου.
Το αστικό τοπίο της Αθήνας αλλάζει διαρκώς: όλο και περισσότερα κτίρια αλλάζουν χρήση κάθε μέρα, ιστορικά σινεμά και τοπωνύμια της πόλης χάνονται, ιστορικά μαγαζιά χάνονται στο βωμό του κέρδους, με αποτέλεσμα το αστικό κέντρο μοιάζει πλέον ανοίκειο.
Ωστόσο, αν κάτι θα επιβιώσει, ελπίζουμε αυτό να είναι οι τζακαράντες. Ούτως ώστε να εξακολουθούμε τουλάχιστον να προσφέρουμε τα μωβ μενεξεδιά ανθάκια τους στο άγαλμα της Μνήμης. Γιατί όπως λέει και ο Φερνάντο Πεσσόα, «Όποιος έχει λουλούδια, ανάγκη τον Θεό δεν έχει», και μάλλον έχει δίκαιο.
Δείτε επίσης: Η αθηναϊκή άνοιξη επιβεβαιώνεται με τις μοβ γλυσίνες