Για εμάς που έχουμε τάσεις φυγής, ο Μπωντλαίρ σε ένα ποίημά του κατέγραψε την αναπαράσταση ενός εσωτερικού διαλόγου όπου η ψυχή μαργωμένη αναζητά καταφύγιο στην τροπική Μπατάβια και στο κοσμοπολίτικο Ρότερνταμ. Στην ηλιόλουστη και μελαγχολική Λισσαβώνα και ακόμα σε χώρες σκοτεινές που μοιάζουν του θανάτου, στην Τόρνεα και στις εσχατιές της Βαλτικής, στον Πόλο κάτω από τη βαριά σκιά του Βόρειου Σέλατος. Φτάνοντας ακόμα πιο μακριά ακόμα, οπουδήποτε εκτός του κόσμου.

Οπουδήποτε εντός κι εκτός του κόσμου που ο πλάνητας (flaneur) αυτός μπορεί να διατηρήσει την ψυχή του ζωντανή και τις επιθυμίες του φλογισμένες.

Στο ποίημα «Οπουδήποτε εκτός του κόσμου», ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ , περιγράφει ουσιαστικά την βαθιά επιθυμία του πλάνητα να περιπλανηθεί στον κόσμο, την τάση φυγής της ψυχής του που δεν στεριώνει πουθενά και παραμένει πάντα ανικανοποίητη και απεδαφικοποιημένη. Η περιπλάνηση – flânerie φαντάζει ως μια μόνιμη κατάσταση που φτάνει στα όρια του ψυχαναγκασμού. Ο κόσμος ολόκληρος μοιάζει κατοικία για τον πλάνητα που αισθάνεται σαν το σπίτι του σε όλες τις γωνιές του κόσμου απ’ άκρη σ’ άκρη, μέχρι και την μακρινή ανταρκτική, και ακόμα πιο μακριά ακόμα, εκτός του κόσμου.

Εμάς τους ανθρώπους μας καταβάλλουν μανίες και παθήσεις που συχνά μας παρακινούν σε πράξεις ακούσιες, αλλότριες προς εμάς. Συνήθως οι πράξεις αυτές είναι φευγαλέες ή εντελώς αλλόκοτες. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η δρομομανία, η ακόρεστη παρόρμηση για ταξίδια ή περιπλάνηση, η οποία γνώρισε μια έξαρση τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου κάποιοι άνθρωποι ταξίδευαν μεγάλες αποστάσεις σε όλο τον κόσμο χωρίς καν να το συνειδητοποιούν.

Η δρομομανία είναι μια ψυχιατρική διάγνωση που χαρακτηρίζεται από μια ανεξέλεγκτη παρόρμηση για περιπλάνηση ή περπάτημα. Ο όρος προέρχεται προφανώς από τις λέξεις “δρόμος”, που ορίζεται ως η λωρίδα εδάφους που εξυπηρετεί τη συγκοινωνία δυο γεωγραφικών σημείων, ή τον αγώνα τρεξίματος και τη λέξη μανία. Αρχικά επινοήθηκε τον 17ο αιώνα για να περιγράψει τον ενθουσιασμό προς μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, ο όρος της μανίας βρήκε τελικά την πιο κοινή του χρήση ως μιας μορφής κλινική διάγνωση.

Κατά τη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η δρομομανία έγινε ευρύτερα γνωστή ως ψυχιατρική διαταραχή παρόμοια με τις πιο ευρέως αναγνωρισμένες διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων, όπως η κλεπτομανία, η πυρομανία νυμφομανία κ.α. Υπήρξε ιδιαίτερα γνωστή μεταξύ 1887-1909, ειδικά ανάμεσα στους κύκλους όσων μελετούσαν τον ανθρώπινο εγκέφαλο και την ανθρώπινη συμπεριφορά. Στον νεοσύστατο τομέα της ψυχιατρικής, οι Γάλλοι επαγγελματίες διαδραμάτισαν βασικό ρόλο στη μελέτη της δρομομανίας. Τα συμπτώματα της διαταραχής περιλαμβάνουν μια αυτόματη κατάσταση κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αμνησία, απώλεια της προσωπικής ταυτότητας και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη τάσεις αυτοτραυματισμού.

Δρομομανία
Ο Νταντάς έφτανε από τα ταξίδια του εξαντλημένος και μπερδεμένος

Ίσως η πιο διάσημη περίπτωση δρομομανίας ήταν αυτή του Ζαν-Αλμπερτ Νταντάς, ενός απλού εργάτη από το Μπορντό της Γαλλίας. Ο ανυποψίαστος άνδρας ξεκινούσε ξαφνικά πεζοπορικά ταξίδια που κάλυπταν τεράστιες αποστάσεις, φτάνοντας σε μακρινές πόλεις όπως η Μόσχα, η Πράγα ή η Βιέννη. Το απίστευτο με αυτό είναι ότι δεν είχε καμία ανάμνηση από τα ταξίδια του. Για καλή του τύχη, τις περισσότερες φορές κατάφερνε με κάποιο περίεργο τρόπο να επιστρέφει στην πατρίδα του, αν και το 1886 νοσηλεύτηκε σε κάποιο νοσοκομείο στο εξωτερικό λόγω εξάντλησης.

Ο Νταντάς έφτανε από τα ταξίδια του εξαντλημένος και μπερδεμένος. Ο ψυχαναγκασμός του για ταξίδια πιστεύεται ότι ξεκίνησε μετά την λιποταξία του από τον γαλλικό στρατό το 1881. Λιποτάχτησε από την υπηρεσία του με τα πόδια από την Πράγα και κατέληξε σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ανατολικής Ευρώπης.

Τελικά, ο ο Δρ Φιλίπ Ογκίστ Τισιέ γοητεύτηκε τόσο πολύ από την ιστορία του Νταντάς και αποφάσισε να την μελετήσει περισσότερο. Η έρευνά του δημοσιεύτηκε ως έκθεση περίπτωσης με τίτλο “Οι τρελοί ταξιδιώτες”.

Η Δρομομανία ήρθε να συνδυαστεί με την περιγραφή του νομαδικού τρόπου ζωής και ταξινομήθηκε επίσης ως εγκληματική διαταραχή, που συχνά συνδέεται με την ψυχοπάθεια. Ορισμένοι τη συνέδεσαν ακόμη και με την έλλειψη στέγης, με την πεποίθηση ότι η αντιληπτή αδυναμία των αστέγων να διατηρήσουν σταθερή στέγη ήταν απότοκο της μανίας.

Παρόλο που η διάγνωση της δρομομανίας εξασθένησε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ο όρος επανήλθε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, καθώς αφορούσε τη νόσο Αλτσχάιμερ και την άνοια. Επί του παρόντος, η δρομομανία έχει εξελιχθεί και χρησιμοποιείται πλέον για να περιγράψει άτομα με έντονη συναισθηματική ή σωματική ανάγκη να ταξιδεύουν συνεχώς. Ορισμένοι αναφέρονται στην επικρατούσα κουλτούρα των συχνών μακρινών ταξιδιών στις δυτικές κοινωνίες, που έγινε πολύ πιο εύκολη χάρη στις εξελίξεις των μέσων μεταφοράς και της τεχνολογίας, ως δρομομανία.

Όπως τα περισσότερα πράγματα στον κόσμο της ιατρικής και της ψυχολογίας, ο ορισμός της δρομομανίας έχει μετατοπιστεί και αλλάξει, καθώς η μελέτη της συνεχίζεται μέσα στην πάροδο του χρόνου. Αν και μπορεί ακόμη να μην μας είναι πλήρως κατανοητή, πριν από έναν αιώνα αποτέλεσε φλέγον ζήτημα, καθώς οι άνθρωποι που λέγεται ότι έπασχαν από την πάθηση αντιμετωπίζονταν με περιέργεια και απορία, ενώ οι άνθρωπο γοητεύονταν από αυτούς που έκαναν μακρινά και… λησμονημένα ταξίδια.

Φανταστείτε ωστόσο κάποιον που σχολαει από το γραφείο του και αποφασίζει να φύγει με τα πόδια από τη Βασιλίσσης Όλγας και αρχίζει να περπατά και να περπατά. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και δεν σταματά ποτέ, ούτε σε βροχές ούτε σε χιόνια. Από την Αθήνα φτάνει στη Θεσσαλονίκη και από την Θεσσαλονίκη στο Μαυροβούνιο από εκεί στην Βουλγαρία και μετά στην Ρωσία, και ακόμα πιο μακριά. Έτσι, δεν επιστρέφει ποτέ στη δουλειά του γιατί βρίσκεται ήδη μακριά, πολύ μακριά. Δεν ακούγεται και τόσο φριχτό, έτσι;

 

✥ Δείτε επίσης: Flâneurs: Οι ευτυχισμένοι περιπλανητές της πόλης