Κάνοντας μία βόλτα στον Εθνικό Κήπο, πέρα από τα δεκάδες παρτέρια με τα εκατοντάδες λουλούδια και δέντρα, θα συναντήσουμε μία πληθώρα από ξύλινα παγκάκια, τα οποία ακόμα βρίσκονται εκεί μετά από 100 και πλέον χρόνια από την αρχική τοποθέτησή τους το 1923.

Αλήθεια, έχετε αναρωτηθεί πόσες ιστορίες θα μπορούσαμε να μάθουμε αν έστω ένα παγκάκι της Αθήνας μπορούσε να μας διηγηθεί ψιθυριστά όσα έχει ζήσει; Άραγε, πόσα πρώτα φιλιά, ραντεβού, δάκρυα πένθους, μυστικά, χαρές θα έχει βιώσει το καθένα από αυτά; Μάλλον αμέτρητα και, δεν θα μας έφτανε μία ζωή για να ακούσουμε όσα θα είχε να μας πει.

Από το πρώτο ραντεβού του Καρυωτάκη και της Πολυδούρη που λέγεται ότι έδωσαν σε ένα παγκάκι στον Εθνικό Κήπο δίπλα στο Κυπαρίσσι του Μπαρώ, ένα δέντρο που φύτεψε ο ομώνυμος αρχικηπουρός της βασίλισσας Αμαλίας το 1847, μέχρι την ταινία “Τσίου” του Μάκη Παπαδημητράτου, στην οποία το παγκάκι στο μικρής έκτασης πάρκο ανάμεσα στην Αγίου Μελετίου και τον σταθμό Αττικής είναι ένα εμβληματικό στοιχείο για την ταινία, αυτό το λιτό κάθισμα ανάπαυσης (και όχι μόνο) αποτελεί ένα ιδιαίτερης σημασία αθηναϊκό τοπόσημο που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ταυτότητα της πόλης.

Το αθηναϊκό ξύλινο παγκάκι, δεν είναι ένα ακόμη αντικείμενο που απλά υπάρχει στην Αθήνα και σίγουρα είναι πολλά παραπάνω από ένα σημείο ξεκούρασης των περαστικών. Το παγκάκι ζει την πόλη και τους πολίτες της, κυριολεκτικά. Το ξύλο από το οποίο είναι κατασκευασμένο, απορροφά το καυσαέριο, τη βροχή, το χιόνι, μέρος της ηχορύπανσης και ως ζωντανός οργανισμός εκπέμπει μία ξεχωριστή και μοναδική ενέργεια.

Κάθε φορά που περνάω δίπλα από κάποιο παγκάκι, το κοιτώ με ένα ιδιαίτερο τρόπο, ξεχωριστό κάθε φορά ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Αν έχω χρόνο, αφιερώνω μερικά δευτερόλεπτα και το περιεργάζομαι. Προσπαθώ να μαντέψω τις κρυμμένες του ιστορίες, αν και μερικές μπορεί τελικά να μου τις λέει από μόνο του. 

Δεκάδες χαραγμένα «Σ’ ΑΓΑΠΩ», καρδούλες με αρχικά από ονόματα, ημερομηνίες γέννησης και θανάτου, ένα μικρό κομμάτι κόκκινης μπογιάς στην άκρη που πιθανώς να έπεσε καθώς έγραφαν σε κάποιο πανό συνθήματα για μία επερχόμενη πορεία, όλα μπορούν να χωρέσουν σε μόλις μερικά εκατοστά και να κάνουν το παγκάκι να μιλήσει κατά κάποιο τρόπο. Όλη η ποίηση της Αθήνας είναι αφημένη σε αυτά τα μοναδικής πολιτισμικής αξίας καθίσματα.

Το παγκάκι είναι ένα δώρο για κάθε γειτονιά και μέρος. Θεωρώ ότι είναι το ιδανικότερο μέρος παρατήρησης του κόσμου και μελέτης του εαυτού. Η ενέργειά του σε καλεί σε αναστοχασμό, να φέρεις τα πάνω κάτω στο μυαλό σου, να κάνεις αναδρομές, όνειρα και να βρίσκεσαι πνευματικά σε μία διαρκή κίνηση, παρ’ όλη τη στατικότητά που -φαινομενικά- έχεις καθώς κάθεσαι σε αυτό.

Ακόμα κι αν το παγκάκι βρίσκεται στο πιο πολυσύχναστο μέρος της Αθήνας, μπροστά από ένα δρόμο με συνεχόμενα κορναρίσματα και διαρκή βοή από τους περαστικούς, καταφέρνει να διατηρεί τη ψυχοθεραπευτική λειτουργία. Είναι σα να έχεις δωρεάν πρόσβαση σε ένα panic room, το οποίο απορροφά όλες τις εσωτερικές σου κραυγές και σκέψεις. Ακούει ακόμα και τη σιωπή, η οποία σε αυτά τα ελάχιστα τετραγωνικά αποκτά μία διαφορετική υπόσταση.

Συνήθως νιώθεις ότι παρακολουθείσαι, δεν μπορείς να σκεφτείς, να ηρεμήσεις και να χαλαρώσεις – ακόμα κι όταν είσαι σπίτι, χωρίς την παρουσία κάποιου άλλου. Οι τοίχοι και τα γνώριμα έπιπλα, λειτουργούν περιοριστικά. Σαν να πλακώνουν τη σιωπή και με έναν τρόπο δεν την αφήνουν να αναπνεύσει. Όμως με το παγκάκι δεν συμβαίνει αυτό. Έχει αυτή την ιδιαίτερη ελευθερία και μία ακόμα πιο ιδιαίτερη συνθήκη.

Κάθε φορά που κάθεσαι είναι σαν να συμμετέχεις και σε μία διαφορετική παράσταση. Πότε κάνεις μονόλογο, πότε έχεις καλεσμένους, απροσκάλεστους ή ενοχλητικούς θεατές που μπορεί απλά να υπάρχουν γύρω από εσένα και να συνθέτετε όλοι μαζί μία performance. Το αξιοσημείωτο στοιχείο αυτής της παράστασης είναι ότι πάντα εμείς επιλέγουμε πότε θα τελειώσει. Το φινάλε το ορίζουμε εμείς, χωρίς να χρειάζεται να υποκλιθούμε. 

Πρόκειται για μία συνθήκη με συνεχείς και πολλαπλές αναγνώσεις. Και αυτό συμβαίνει μόνο με το ξύλινο παγκάκι και με κανένα άλλο. Επιτρέψτε μου, να επιμείνω σε αυτό. 

Έχετε δοκιμάσει να καθίσετε στα νέα παγκάκια που τοποθετήθηκαν στο κάτω μέρος της πλατείας Συντάγματος; Εγώ το δοκίμασα και δυστυχώς, και το λέω πραγματικά με μεγάλη λύπη, νιώθεις σα να κάθεσαι σε μνήματα. Φτιαγμένα από μάρμαρο, ένα κρύο υλικό συνδεδεμένο με το θάνατο, σου ξυπνάει αμέσως ένα αίσθημα κενότητας και καταστρέφει απευθείας οποιοδήποτε στοιχείο ζεστασιάς αν έχεις μέσα σου. Τουλάχιστον σε εμένα, αυτό συνέβη.

παγκάκι
Φωτ.: Βασίλης Ρεμπάπης/ Eurokinissi

Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στην πλατεία Κοραή, που βρίσκεται στην στάση Πανεπιστήμιο της γραμμής 2 του μετρό. Περιμετρικά από το σταθμό, λοιπόν, έχουν τοποθετηθεί παγκάκια -αν μπορούμε να τα ονομάσουμε έτσι- φτιαγμένα από τσιμέντο. Άλλο ένα “νεκρό” υλικό, το οποίο αποτελεί και πολύ καλό αγωγό θερμότητας. Αυτό σημαίνει ότι το καλοκαίρι, δεν υπάρχει πιθανότητα να τα πλησιάσει κάποιος για να ξαποστάσει και επομένως, για μία εποχή του χρόνου, δεν επιτελούν ούτε τον βασικό τους σκοπό.

Και στις δύο περιπτώσεις, τα νέα παγκάκια δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως κάτι άλλο, πέρα από ένα σημείο ξεκούρασης για μερικά λεπτά. Είναι σα να κάθεσαι σε καθίσματα καταστημάτων με προϊόντα take away. Το υλικό, η ίδια η κατασκευή και η απουσία πλάτης, σε ωθούν να φύγεις το συντομότερο δυνατό.

Βέβαια, ίσως ο σχεδιασμός τους είναι επιτηδευμένα άβολος. Ίσως ακολουθεί τη νέα τάση της εποχής που έχουμε αναγκαστεί να ακολουθούμε τα τελευταία χρόνια στις μεγαλουπόλεις. Όλα τα κάνουμε στα γρήγορα, γιατί δεν προλαβαίνουμε. Σκεφτόμαστε γρήγορα. “Χαλαρώνουμε” γρήγορα. Πίνουμε έναν καφέ στα γρήγορα. Κανείς δεν καταφέρνει να ξαποσταίνει για πολύ, γιατί όλοι βρίσκονται σε ένα διαρκές τρέξιμο και κυνήγι ευκαιριών. Η απόλαυση της παρατήρησης και η ουσιώδης σκέψη δεν χωράνε στη σύγχρονη, αγχώδη με τους ξέφρενους ρυθμούς καθημερινότητα.

Χιλιάδες άνθρωποι θα περνάνε καθημερινά από δίπλα τους, αλλά μόνο λίγοι θα είναι αυτοί που θα τα επιλέξουν να ξεκουραστούν, ελάχιστοι θα παραμείνουν καθισμένοι σε αυτά για αρκετή ώρα, ακόμα πιο λίγοι θα νιώσουν άνετα να συνομιλήσουν μεταξύ τους και μηδαμινοί θα ερωτευτούν. Αυτή είναι μία προσωπική εκτίμηση, έχοντας προσπαθήσει να δώσω μία ευκαιρία στα τσιμεντένια μακρόστενα καθίσματα “ξεκούρασης” του δήμου Αθηναίων.

Στα νέα παγκάκια δεν μπορείς να συναντήσεις τίποτα το ποιητικό. Ακόμα και το φως που πέφτει πάνω τους, καταφέρνει με έναν τρόπο να μοιάζει θαμπό και αδιάφορο, ενώ όποια παράσταση κι αν ανέβει, θα κατέβει σε μερικά δευτερόλεπτα. Τόσο αποτυχημένη θα είναι!

Όταν μιλάμε για αθηναϊκό παγκάκι, πάντα θα έρχεται στο μυαλό μας το ξύλινο, το φιλόξενο που αγκαλιάζει κάθε φορά το σώμα μας και είναι φορτισμένο με χιλιάδες μνήμες και ιστορίες. 

Ελπίζω τα μελλοντικά σχέδια ανάπλασης να μην περιλαμβάνουν το ξύλωμα των αγαπημένων διαχρονικών παγκακιών, αλλά μόνο την ανανέωσή τους. Δεν θέλουμε να αλλάξει αυτό το μέρος του χαρακτήρα της πόλης. Ίσως είναι από τα ελάχιστα τόσο γοητευτικά πράγματα που έχουν απομείνει στην Αθήνα.

Το παγκάκι είναι ένα αθηναϊκό τοπόσημο, ένα σύμβολο που πρέπει να διατηρηθεί και γιατί όχι να πολλαπλασιαστεί, αφού πια τα υπάρχοντα παγκάκια δεν φτάνουν για όλους τους κατοίκους της Αθήνας.

Αφήστε μας να σκεφτούμε, να ερωτευτούμε και να ονειρευτούμε, καθισμένοι στο πιο ζωντανό αντικείμενο της πόλης.

Ζήτω τα ξύλινα παγκάκια!