Με ανάρτηση του στο facebook το αγαπημένο μπαρ της Πατησίων ενημέρωσε τους πελάτες του ότι ο ιδιοκτήτης του, Λύσανδρος Παπαθεοδώρου έφυγε από τη ζωή. Με μπλε σκούρο φόντο, η ανάρτηση έγραφε: «Το Au Revoir απόψε θα μείνει κλειστό. Καλό ταξίδι στο φως».

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο Λύσανδρος, μαζί με τον αδερφό του Θοδωρή δημιούργησαν ένα μπαρ που όπως δείχνουν τα πράγματα, θα άντεχε στο χρόνο. Στο ξενοδοχείο όπου δούλευε γνώρισε τον Αριστομένη Προβελλέγιο (έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες αρχιτέκτονες). Όταν του είπε το όνειρο του να ανοίξει μπαρ, ο αρχιτέκτονας του προσέφερε την υπηρεσία του αμισθί και έτσι έφτιαξαν ένα καταπληκτικό μπαρ με πρότυπα γαλλικής αισθητικής, που έμελλε να γίνει το πιο ρομαντικό μπαρ της Αθήνας.

Όλα αυτά τα χρόνια πέρασαν από την μπάρα του εκατοντάδες διάσημότητες και μποέμ προσωπικότητες. Ανάμεσά τους ποιητές, φοιτητές, δημοσιογράφοι, συγγραφείς κι άνθρωποι της γειτονιάς. Αποτελούσε το κατεξοχήν στέκι των ηθοποιών μετά από παραστάσεις, του Ηλιόπουλου, του Χατζηχρήστου, του Αυλωνίτη, της Κοντού και της Καλουτά, μια παράδοση που επιβιώνει μέχρι και τις μέρες μας. Μάλιστα το 62′, μετά από τη συναυλία του στο Ηρώδειο, ο Φρανκ Σινάτρα κάθισε στη μπάρα του, όπου ο Λύσανδρος τον σέρβιρε Τζακ Ντάνιελς. Το μόνο σίγουρο είναι πως οι θαμώνες του ήταν πιστοί, κι όποιος πήγαινε μια φορά, ξαναπήγαινε ξανά και ξανά.

Μακρινές μουσικές ακούγονταν σαν μέσα από γραμμόφωνο, φαινομενικά αταίριαστες ενώ παράλληλα έδεναν μεταξύ τους αρμονικά και γλυκά, συνθέτοντας το ψηφιδωτό που δίνει στο χώρο τη μοναδική του ταυτότητα. Δεν ήταν απλώς ένα μπαρ, αλλά ένα μεγάλο πλοίο (καμιά φορά αυτό των τρελών του Μπος) όπου η μικρή του μπάρα του μεταμορφωνόταν σε κουπαστή, κι ο Λύσανδρος ήταν ο καπετάνιος. Βρίσκαμε εκεί φιλους, κι αλλους που δεν ήταν φίλοι αλλά μπορεί και να γίνονταν μέχρι το τέλος της νύχτας. Μια αίσθηση γλυκιάς, δροσερής θαλπωρής.

Θυμάμαι τον Λύσανδρο πάντα σοβαρό, αλλά συνάμα χαμογελαστό με ένα μειλίχιο μειδίαμα και μια εύρυθμη ευγένεια να φροντίζει τους πελάτες του με μια αριστοκρατική τρυφερότητα, με τους οποίους υπήρχε μια ανομολόγητη αγάπη και αμοιβαίος σεβασμός. Συνόδευε πάντα τα ποτά με μικρά καλούδια για να μην σου «τρυπήσει» το στομάχι το αλκοόλ, μια κίνηση που έβρισκα πάντα πολύ φιλόξενη, που μιλά την αντίθετη γλώσσα της αγοράς. Τοστάκια, φρουτάκια, πατατάκια, κριτσίνια και τυριά.

Το στέκι της Πατησίων είναι η δική μας πολιτισμική κληρονομιά. Ένας δημόσιος χώρος των παθών, των εξομολογήσεων, ερωτισμού, ένας χώρος αισθησιολογικός. Βελούδινα βλέμματα, μουσικές, μπάρες, μπύρες, τζιν και μπέρμπον.  Με το που με το που ανοίγεις την πόρτα του, ο χρόνος και ο χώρος θολώνουν γλυκά. Ο Λύσανδρος δημιούργησε ένα καταφύγιο των αισθήσεων, και τον ευχαριστούμε πολύ γι’αυτό. Καλό του ταξίδι στο φως λοιπόν.