Ένα μπαρ, ένα μπαρ, ω, πόσο θα ήθελα να έχω ένα μπαρ δικό μου. Κάποτε, πέρασα ξυστά από αυτό το μονοπάτι. Κόντεψα να αποκτήσω το ολόδικό μου μπαρ-δεν θα ήμουν μόνη μου σε αυτό. Βεβαίως, τα ολόδικά μας μπαρ δεν είναι κατ’ ανάγκην και ιδιοκτησία μας. Τα ολόδικά μας μπαρ είναι τσ αστέκια μας, εκείνες οι υποφωτισμένες σπηλιές της πόλης που έχουν υποδεχθεί τους έρωτές μας, τα δάκρυά μας για αυτούς όταν χάνονται, τις μεθυσμένες παρέες μας κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, οποιαδήποτε τρέλα/εξομολόγηση/έμπνευση.

Πώς είναι, όμως, να είσαι ο άνθρωπος πίσω από ένα μπαρ; Πώς νιώθεις για το μαγαζί σου; Για αυτό το μαγαζί που μπορεί να λατρεύει ο κόσμος, αλλά εσένα σου την σπάει καμιά φορά με τις φοροτεχνικοτέτοιες υποχρεώσεις του; Πώς είναι οι μέρες σου; Μήπως είναι, τελικά, λιγότερο «σέξι» από ό, τι ακούγεται;

Ρωτήσαμε τους ανθρώπους πίσω από τρία αγαπημένα μας μπαρ: ένα στον Πειραιά, ένα στα Εξάρχεια, άλλο στα Πετράλωνα. Συμφωνήσαμε να τσουγκρίσουμε σφηνάκια με το που δημοσιευτεί αυτό το άρθρο και σκοπεύουμε να τηρήσουμε τον λόγο μας.

Οι ερωτήσεις μας ήταν οι εξής:

  1. Πότε άνοιξε αυτό το μπαρ και γιατί ονομάστηκε έτσι;
  2. Τι σας ζορίζει περισσότερο στην διαχείρισή του; (Λογιστής, εφορία, κόσμος, ωραριο, ξενύχτι…)
  3. Ποια μπορεί να είναι μια τυπική ημέρα ενός ιδιοκτήτη μπαρ; Από το πρωί μέχρι το βράδυ.
  4. Ποια είναι η καλύτερη περίοδος/εποχή, από άποψης τζίρων, για το μαγαζί;
  5. Τι αγαπάτε περισσότερο στο μαγαζί σας; Και τι σας λέει ο κόσμος ότι αγαπάει σε αυτό;
  6. Θα ανοίγατε δεύτερο; Μήπως έχετε ήδη;

Ο Αρτέμης από «Το Καφέ των Αισθήσεων» αγαπά τις ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργούνται σε ένα μπαρ

Ανοίξαμε το 1994 και το όνομα το “δανειστήκαμε” από το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι – την μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων.Πιστεύω πως αυτό που ζορίζει περισσότερο κάθε επιχειρηματία εστίασης είναι το ότι, ενώ ανοίγει ένα μαγαζί με δικά του κεφάλαια, έμμεσα κάνει “συνέταιρο” και με μεγάλο ποσοστό το κράτος.

Το 70% περίπου του τζίρου πηγαίνει σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές (εργαζομένων και δικες του) και με το 30% που απομένει πρέπει να καλύψει τα πάγια έξοδα (ενοίκιο, ενέργεια κλπ), τη μισθοδοσία των εργαζομένων, την αγορά προϊόντων, την πληρωμή των εταιριών για τα πνευματικά δικαιώματα της μουσικής που χρησιμοποιεί, το επιμελητήριο, το Γ.Ε.Μ.Η, το ποσοστό της τράπεζας για τις πληρωμές που γίνονται με κάρτες, τον λογιστή, τον τεχνικό ασφαλείας, την συντήρηση μηχανημάτων (ψυγεία, κλιματιστικό, εξαερισμός) και τη δική του αμοιβή!

Επίσης ελέγχεται ανά πάσα στιγμή απο κάθε δημόσια υπηρεσία (Εφορία, Επιθεώρηση Εργασίας, Υπουργείο Εμπορίου, Υγειονομικό), την αστυνομία, τη δημοτική αστυνομία, την τουριστική αστυνομία! Για να μην πούμε πως για να δοθεί η παράταση της άδειας μουσικής (μετά τις 10 το βράδυ) από το Δήμο, εάν το μαγαζί είναι σε πολυκατοικία, όπως είναι όλα τα μαγαζιά του κέντρου, πρέπει να υπογράψουν οι ένοικοί της…

Κι αυτό κάθε χρόνο. Κι εμείς, όπως και οι υπόλοιποι σαν εμάς, έχουμε “καλούς” γείτονες…

Ένα ιδιοκτήτης μαγαζιού (αν και διαφέρουν μεταξύ τους στον βαθμό που ίσως καθορίζονται από τον τύπο της επιχείρησης) έχει μέριμνα να φροντίσει για την οικογένεια και το σπίτι του. Ακόμα και αν δουλειά τραβά μέχρι τις 3 τα ξημερώματα… Εμείς, στο Καφέ των Αισθήσεων, δουλεύουμε 9 μήνες το χρόνο γιατί το μαγαζί είναι χειμερινό, οπότε από Σεπτέμβριο μέχρι Απρίλη είναι η καλύτερη περίοδός μας.

Σε σχέση με το μαγαζί, έχω αγαπήσει την σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των ανθρώπων που δουλεύουμε μαζί και αυτή του κόσμου που μας επισκέπτεται όλα αυτά τα χρόνια! Κι ο κόσμος μας αγαπά αυτές τις σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί. Επίσης, τις μουσικές μας, την ατμόσφαιρα και τα καθαρά ποτά μας γι’ αυτό είναι και το στέκι τους.

Δε νομίζω να άνοιγα σύντομα δεύτερο μαγαζί (μπαρ ή ό, τι), αλλά δεν θα το έλεγα και απίθανο.

Ο Δαμιανός από το Homesick ξέρει ότι το μπαρ του εκπέμπει καλή ενέργεια

Το Homesick άνοιξε το 2012. Από το τραγούδι των Cure πήρε το όνομά του και δε νομίζω να με ζορίζουν ιδιαίτερα πράγματα σε σχέση με την λειτουργία του-εκτός των δεδομένων πάρε δώσε με το κράτος και την εφορία, γνωστά σε όλους που ασχολούνται με τις επιχειρήσεις. Με δυσκολεύει και με στενοχωρεί η οικονμική κατάσταση του κόσμου. Η ρουτίνα ενός barkeeper θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μερικές λέξεις: φίλοι, πελάτες, δουλειά, κούραση, συζητήσεις. Το μαγαζί έχει έναν περισσότερο, ζεστό, χειμωνιάτικο χαρακτήρα. Το καλοκαίρι αντιμετωπίζουμε ερημιά κάποιες μέρες.

Το αγαπώ το μαγαζί για.την ενέργεια που εκπέμπει. Κι ο κόσμος μάς λέει συχνά για την ιδιαίτερη διακόσμησή του, αλλά και τα κοκτέιλ μας. Δεν μπορώ να πω αν θα άνοιγα ή όχι άλλο μαγαζί. Ξέρω ότι το Homesick είναι το μαγαζί μου και το αγαπώ.

Φωτ.: @homesickcafebar

Η Κατερίνα από το Λόλα μπαρ το νιώθει σαν δεύτερο σπίτι της

Ανοίξαμε το Νοέμβριο του 2011. Λόλα λένε τη σκυλίτσα μας. Σκεφτήκαμε ότι της αξίζει ένα μαγαζί με το όνομά της. Η γραφειοκρατία είναι σίγουρα το πιο κουραστικό – και ψυχοφθόρο – κομμάτι της δουλειάς μας. Όλα τα άλλα είναι η ωραία πλευρά. Τυπική μέρα δεν υπάρχει. Ανάλογα με την δουλειά και τις ανάγκες. Το μόνο βέβαιο είναι πως ό, τι και να κάνεις το μαγαζί είναι πάντα στο μυαλό σου. Μάιο με Ιούνιο, όταν ο καιρός είναι καλός αλλά δεν κάνει ακόμη υπερβολική ζέστη, και αρχές φθινοπώρου το μαγαζί πάει καλά. Η δουλειά μας ακολουθεί την καλοκαιρία.

Η Λόλα είναι πλέον στέκι στα Πετράλωνα και πολύς κόσμος την νιώθει σαν το δεύτερο σπίτι του. Αυτό είναι που κι εμείς αγαπάμε περισσότερο στο μαγαζί μας. Δίπλα ακριβώς στην Λόλα ανοίξαμε μια κουζίνα με προσεγμένο και πολύ ποιοτικό street food. Είμαστε πλέον κομπλέ!