Μεγαλώνοντας, ο Miles Davis περνούσε τα καλοκαίρια του στο Noble Lake, στο Αρκάνσας , εκεί που ο παππούς του τον έμαθε ιππασία και του χάρισε το δικό του άλογο σε ηλικία επτά ετών. Η ιππασία, όπως και ο αυτοσχεδιασμός στην τρομπέτα, απαιτούσε δεξιότητα και ευαισθησία, φυσική κατάσταση και έντονη διανοητική προσαρμογή, γνώσεις που αποκτήθηκαν μέσα από ώρες εξάσκησης και εμπειρίας. Όταν ο Davis έφτασε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 18 ετών, τον Σεπτέμβριο του 1944, για να ακολουθήσει τις σπουδές στο Juilliard, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν οι γονείς του, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ψάξει να βρει τον Charlie Parker και τον Dizzy Gillespie. Το δεύτερο πράγμα ήταν να ψάξει που υπάρχουν στάβλοι με άλογα, τους οποίους τελικά βρήκε στο Upper West Side. «Οι επιστάτες με κοίταξαν περίεργα, υποθέτω επειδή δεν είχαν συνηθίσει να βλέπουν έναν μαύρο να έρχεται να ιππεύσει άλογα», έγραψε αργότερα. «Αλλά σκέφτηκα ότι αυτό ήταν πρόβλημά τους».
Ο Miles Davies ήταν ένας άνθρωπος που του άρεσε να προκαλεί και να κινείται στα όρια αλλά και να τα ξεπερνά αρκετές φορές. Είχε επιρροές αλλά όχι προηγούμενα, οπαδούς αλλά όχι αληθινούς συνεχιστές του. Η μουσική του άνοιξε πόρτες σε χώρους που κανείς άλλος δεν σκέφτηκε ή δεν τόλμησε να εξερευνήσει. Μερικές φορές το έκανε αυτό με λεπτή ακρίβεια, μερικές φορές με αφηρημένη ελευθερία, χρησιμοποιώντας τι άλλο, τα μουσικά όργανα όπως κανείς άλλος, για να χαρτογραφήσει νέα εδάφη μακριά από τις έως τότε καταστάσεις. Αναζητούσε μια μουσική που θα ήταν χωρίς περιορισμούς. Όπως ήταν και ο ίδιος. Δεν ήθελε να παίζει σε τζαζ κλαμπ. Χρειαζόταν μεγαλύτερους χώρους, νεώτερο κοινό, δυνατότερους ήχους. Ήταν ανήσυχος, άλλαζε τον ήχο του, άλλαζε τα ρούχα του, αισθητικά ήταν απαιτητικός. Ήταν ο Ντύλαν πριν από τον Ντύλαν, ο Bowie πριν τον Bowie.
Προκάλεσε τους άλλους να τον ακολουθήσουν. Και ένα πράγμα τα συνέδεε όλα αυτά: η ζωή που ζούσε, η μουσική που έκανε, τα ρούχα που φορούσε, και η σχεδόν τέλεια σειρά αυτοκινήτων που οδηγούσε κατά τη διάρκεια της ζωής του. «Η κίνησή μου έπρεπε να είναι προς τα εμπρός». Αυτές είναι μερικές από τις πρώτες λέξεις στην αυτοβιογραφία του. Έτσι δεν ήταν έκπληξη, που όταν άρχιζε να κερδίζει αρκετά χρήματα, άρχισε να αγοράζει άλογα. Όχι σαν τα άλογα που καβαλούσε στο Αρκάνσας, αλλά ιπποδύναμη σε super car. Ακόμα και όταν ήταν διάσημος, οι άνθρωποι, η αστυνομία ειδικότερα, τον κοίταζαν περίεργα γιατί δεν ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν έναν μαύρο άνδρα πίσω από το τιμόνι μιας Ferrari 275 GTB/4 ή μιας Lamborghini Miura. «Θυμάμαι όταν ζούσα σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι στο Μαλιμπού, οδηγούσα μια κίτρινη Ferrari αξίας 60.000 δολαρίων και η αστυνομία με είχε ήδη σταματήσει τρεις φορές», είπε στον Quincy Troupe το 1985 για ένα άρθρο στο Spin. «Αυτό συμβαίνει συνέχεια. Πάντα λένε ότι νόμιζαν ότι ήμουν μεθυσμένος, ότι έκανα επικίνδυνη οδήγηση, ειδικά τη νύχτα στον αυτοκινητόδρομο Pacific Coast Highway».
Υπάρχουν πολλές τέτοιες ιστορίες του Davis όσα και τα αυτοκίνητα που οδήγησε. Και υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα. Με την πρώτη επιταγή που πήρε από την Columbia για το πρώτο του άλμπουμ του “Round About Midnight” του 1957, αγόρασε μια μπλε Mercedes 190SL. Το αυτοκίνητο του έκλεισε το μάτι, έλεγε, κάθε φορά που περνούσε μπροστά από την έκθεση. Και έτσι το έκανε δικό του. Αυτή η αγάπη, όμως, δεν είχε μεγάλη διάρκεια, και σύντομα αντικατέστησε το Mercedes με μια Jaguar XK120. Αλλά και αυτό το ειδύλλιο ήταν επίσης σύντομο. Η Jaguar θεωρούσε ο Davis δεν είχε την κατάλληλη επιτάχυνση. Είχε αγοράσει ένα σπίτι στην 312 West 77th Street, και όταν έστριψε στη West Side Highway από την 96η οδό, η Jaguar απλά δεν είχε το ρεπρίζ που ήθελε. Και έτσι, το 1958, αγόρασε την πρώτη του Ferrari. Ο φίλος του και σαξοφωνίστας Allen Eager, τον είχε συστήσει στον Luigi Chinetti, που ήταν ιδιοκτήτης ενός Ferrari showroom. Ο Eager ήταν σαξοφωνίστας που είχε παίξει με τον Charlie Parker. Ο Eager δίδασκε ιππασία και αγαπούσε τα αυτοκίνητα τόσο πολύ που το 1961, πήρε την πρώτη θέση στη κατηγορία GT στις 12 ώρες του Sebring, οδηγώντας μια Ferrari 250 GT μαζί με τη μία και μοναδική Denise McCluggage.
Όταν ο Davis επισκέφθηκε τον Chinetti και τον εκθεσιακό χώρο της Ferrari, ερωτεύτηκε. Και αυτός ήταν ένας έρωτας που δεν θα ξεθώριαζε ποτέ. Περνούσε ώρες στο showroom του Chinetti, πηγαίνοντας από το ένα μέρος της έκθεσης στο άλλο, από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο για να δει πώς ένιωθε το καθένα, συζητώντας τις λεπτομέρειες των κινητήρων, παρακολουθώντας τους μηχανικούς στο γκαράζ. Η πρώτη Ferrari που αγόρασε ήταν λευκή, όχι κόκκινη. Μεταχειρισμένη και όχι καινούργια, μια και ήταν απρόσιτη αν την αγόραζε από τον εκθεσιακό χώρο. Ξόδεψε 8.500 δολάρια, περίπου 88.000 σημερινά δολάρια. Όπως κάνει ο κάθε ερωτευμένος, ο Davis ήταν συνέχεια μαζί της. Όπως έκανε και με τους επόμενους έρωτες που κατέκτησε. Πήγαινε με τη Ferrari παντού. Δεν την οδηγούσε μόνο Σαββατοκύριακο. Σε κάθε συναυλία που είχε έφτανε με στυλ. Του άρεσε να επιδεικνύει στον συνοδηγό του τι μπορούσε να κάνει με τη Ferrari. Το 1960, οδήγησε με τη Ferrari μέχρι τη Φιλαδέλφεια για μια συναυλία. Ενώ ήταν εκεί, πήρε τον σαξοφωνίστα Jimmy Heath που επίσης αγαπούσε τα αυτοκίνητα για να του δείξει τη Ferrari. Οι δυο τους έκαναν βόλτες στην πόλη, μιλώντας για μουσική, και ο Davis παραπονιόταν ότι ο Sonny Stitt, ο σαξοφωνίστας του, τα έκανε θάλασσα στο “So What”, το εναρκτήριο κομμάτι του άλμπουμ “Kind of Blue”, ένα άλμπουμ τζαζ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών.
«Του έδειχνα πόσο γρήγορα έτρεχε το αυτοκίνητο στο Broad Street, όπου το όριο ταχύτητας είναι περίπου είκοσι πέντε μίλια την ώρα», θυμόταν ο Davis στην αυτοβιογραφία του. «Είπα στον Jimmy ότι αυτό το αυτοκίνητο μπορούσε να προλάβει όλα τα φανάρια πριν γίνουν κόκκινα ή κίτρινα. Οπότε κατέβασα ταχύτητα και το αυτοκίνητο επιτάχυνε πριν προλάβει να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Πηγαίνουμε λοιπόν πολύ γρήγορα και πέφτουμε σε ένα φανάρι που αλλάζει και πρέπει να πατήσω φρένο, σωστά; Αλλά ξέρω τι αυτοκίνητο έχω, και ξέρω ότι τα φρένα μόλις τα πατήσω, θα πιάσουν αμέσως και θα σταματήσουμε σε ένα γαμημένο δευτερόλεπτο. Οπότε κατεβάζω ταχύτητα από περίπου 60 μίλια την ώρα και σταματάω αμέσως όπως ήξερα ότι θα γινόταν, και ο Jimmy δεν μπορούσε να το πιστέψει”. Δίπλα τους όμως για κακή τους τύχη ήταν δύο μπάτσοι, οι οποίοι τους ξετίναξαν ψάχνοντας για ναρκωτικά .(οι δύο μουσικοί είχαν κυνηγήσει τόσο τη μουσική όσο και την ηρωίνη στο παρελθόν, ο Heath ήταν με αναστολή και ο Davisείχε περάσει έξι χρόνια από τη συνήθειά του, αν και η κοκαΐνη ήταν μέρος της ζωής του). Οι αστυνομικοί δεν βρήκαν τίποτα, αλλά όπως πάντα, ο Davis ήταν ένας μαύρος άνδρας με δύναμη, στυλ, ταχύτητα και ήταν εκεί. «Φίλε, ήταν πολύ βαρετό».
Η Ferrari 275, η 308 και μια Testarossa ήταν στη συλλογή του, μαζί με το πρώτο του αυτοκίνητο, ένα 1948 Dodge convertible που ο Sonny Rollins του έδωσε το παρατσούκλι “Blue Demon”. Συνήθιζαν να κυκλοφορούν στην πόλη και αγόραζαν ηρωίνη με αυτό, αλλά σύντομα η ντόπα σήμαινε ότι το αυτοκίνητο κατασχέθηκε. Η κίνηση και η ταχύτητα που έβρισκε τόσο γοητευτική στα αυτοκίνητα, έγινε μέρος της μουσική του. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και μετά από μια δεκαετία με συνεχείς εμφανίσεις και παραγωγές άλμπουμ με ορόσημο το «Birth of the Cool», ο Davis άρχισε να παίζει με “σιωπηλό” τρόπο , καλλιεργώντας μια εντελώς νέα μυσταγωγία ήσυχης, μυστικοπαθούς ακρίβειας.
«Σε μια εποχή που ο τρομπετίστας συμβόλιζε ένα συγκεκριμένο είδος σύγχρονου άνδρα, έναν ψηλό, δυνατό και αρρενωπό μουσικό, ο Μάιλς έπαιζε απαλά μετατρέποντας την τρομπέτα προέκταση του εαυτού του, παίζοντας επίτηδες λάθος νότες, σαν να ήθελε να υπενθυμίσει στο κοινό ότι ήταν ένας άνθρωπος παράσταση και όχι ένα διδακτικό δοκίμιο για τον μοντερνισμό», έγραψε ο John Szwed στη βιογραφία “So What:The Life of Miles Davis”. Το να παίζει με σίγαση, του επέτρεψε να πλησιάσει την τρομπέτα μέχρι το μικρόφωνο όταν ηχογραφούσε το οποίο δημιουργούσε ένα νέο επίπεδο οικειότητας. Δημιούργησε επίσης μια μεγάλη αίσθηση προσμονής γύρω από κάθε του παύση. «Διαισθάνθηκε ότι ένα μικρόφωνο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όπως ένας κοντινός φακός στις κινηματογραφικές ταινίες, εστιάζοντας και ενισχύοντας μικρές χειρονομίες και συναισθήματα», δήλωσε ο Szwed. «Όταν οι άνθρωποι παίζουν με σίγαση, τα πάντα ακούγονται άνετα», δήλωσε ο πιανίστας, ενορχηστρωτής, συνθέτης, και έμπιστος του Davis, ο Gil Evans. «Αλλά με τον Miles υπάρχει μια εξαιρετική ένταση».
Ο Miles Davis εγκατέλειψε την ηρωίνη και ασχολήθηκε σοβαρά με την πυγμαχία περίπου την ίδια εποχή, το 1954. Θαύμαζε τον πρωταθλητή μεσαίων βαρών Sugar Ray Robinson, ένας γοητευτικός γυναικάς όταν ήταν στα μπαρ και ένας πρωταθλητής χωρίς χαμόγελο στο ρινγκ. Ο Davis έγινε φίλος με τον Sugar Ray, παρακολουθώντας τον να προπονείται και κάνοντας παρέα μαζί του στο μπαρ που είχε ο Ρόμπινσον στην έβδομη λεωφόρο στο Χάρλεμ. Όπως ο Davis, έτσι και ο Ρόμπινσον λάτρευε τα αυτοκίνητα, αγοράζοντας ως γνωστόν μια Cadillac του 1950 που στη συνέχεια την έβαψε σε μια ροζ απόχρωση για να ταίριαζει με μια γραβάτα που του άρεσε. Όταν γύρω στο 1960 ο Davis αγόρασε στο Μανχάταν ένα πενταώροφο κτήριο που ήταν πριν ρωσική ορθόδοξη εκκλησία, έφτιαξε ένα studio και στο υπόγειο ένα γυμναστήριο. Εκεί ξεκινούσε τις μέρες του κάνοντας σχοινάκι, ασκήσεις στο σάκο και κωπηλατική. «Πρέπει να έχεις καλό ρυθμό και καλό χρόνο για να κάνεις και τα δύο», είπε, συγκρίνοντας την πυγμαχία με μουσική. «Το να κάνεις γυμναστική σε κάνει να σκέφτεσαι καθαρά και νιώθεις το αίμα σου να κυκλοφορεί. Σε κάνει να σκέφτεσαι πιο δυνατά, νιώθεις πιο δυνατός και μπορείς να παίξεις οποιοδήποτε όργανο με μεγαλύτερη δύναμη, είτε είναι σωστό ή λάθος». Η πυγμαχία, είπε, ήταν «σαν να εξασκείσαι με ένα μουσικό όργανο ξανά και ξανά».
Ο Miles Davis είδε στην πυγμαχία μια κατάσταση ροής, αυτό το συναίσθημα της ενεργοποιημένης, εστιασμένης εμβύθισης που μπορεί να μεταμορφώσει ή να επιβραδύνει το χρόνο, αφήνοντας περισσότερο χώρο για να εμπλακούν τόσο στη διάνοια όσο και στο ένστικτο, ή φέρνοντας μια αίσθηση της ευκολίας και του παιχνιδιού σε αντιδράσεις δευτερολέπτων. Αυτή η κατάσταση, η υπερσυγκέντρωση που οι οδηγοί αγωνιστικών αυτοκινήτων αναζητούν επίσης, είναι κοινό έδαφος στην ιππασία, τα γρήγορα αυτοκίνητα, την πυγμαχία και τον μουσικό αυτοσχεδιασμό.
Τη νύχτα της 18ης Αυγούστου 1969, ο Davis και κάποιοι άλλοι από το συγκρότημά του έπαιξαν ένα ή δύο κομμάτια στο σπίτι του και στη συνέχεια κάθισαν να παρακολουθήσουν ταινίες πυγμαχίας. Την επόμενη μέρα άρχισαν τις ηχογραφήσεις για ένα νέο άλμπουμ. Στην αρχή ήταν γνωστό ως Listen to This, αλλά καθώς από ένα single μεταμορφώθηκε σε ένα διπλό άλμπουμ, απέκτησε νέο τίτλο: Το εκπληκτικό “Bitches Brew”. Περισσότερο από μια δεκαετία πριν, ο Davis είδε τους Les Ballets Africains από τη Γουινέα, και ήταν κατενθουσιασμένος από τον τρόπο και τον ρυθμό που έπαιζαν οι ντράμερ και καθοδηγούσαν τις κινήσεις των χορευτών. «Δεν ήθελα να το αντιγράψω, αλλά πήρα μια ιδέα από αυτό», θυμάται. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, μετατόπισε τη μουσική στο ρυθμό και απομακρύνθηκε από τη μελωδία. Κυρίως όταν ο 17χρονος ντράμερ Tony Williams («ένας από τους πιο κακούς γαμιόληδες που είχαν παίξει ποτέ ντραμς») εντάχθηκε στο συγκρότημά του, το 1963. Ο Williams έπαιζε συνέχεια πολυρυθμίες, και ο Miles έπαιζε πάνω από το ρυθμό, ακριβώς μπροστά από αυτόν, σχεδόν πάντα στο όριο. Στο ομότιτλο κομμάτι του 1968, το Nefertiti, ο Ντέιβις είπε στην μπάντα ότι τα πνευστά θα ακολουθήσουν τη μελωδία του σαξοφωνίστα Wayne Shorter, και όχι το σόλο του, απελευθερώνοντας με αυτό το τρόπο τον Williams, τον πιανίστα Herbie Hancock, και τον μπασίστα Ron Carter, για να να εξερευνήσουν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ήταν διακριτικά επαναστατικό, γιατί χωρίς να αλλάξει η ενορχήστρωση ή τον όγκο του γκρουπ του με οποιονδήποτε τρόπο, ο Davis έτσι απλά ανέτρεψε ολόκληρη την τζαζ. Και μετά άρχισε να αλλάζει την ενορχήστρωση και την ένταση του γκρουπ του, συνθέτοντας και ηχογραφώντας με ένα ηλεκτρικό πιάνο Fender Rhodes και προσθέτοντας στο μείγμα ηλεκτρικό μπάσο και κιθάρα.
«Είχα αρχίσει να ακούω πολύ James Brown», θυμάται. Είχε επίσης αρχίσει να βλέπει τη Betty Mabry, τη γυναίκα που θα γινόταν η δεύτερη σύζυγός του, της οποίας η επίδραση πάνω του ήταν τεράστια. Ήταν μοντέλο, τραγουδίστρια και τραγουδοποιός. Αυτή τον σύστησε στον Sly Stone και τον Jimi Hendrix όχι μόνο στη μουσική τους, αλλά και στους ίδιους. Η Mabry εμφανίζεται στο εξώφυλλο του “Davis’s Filles de Kilimanjaro”. To τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το “Mademoiselle Mabry”, που ηχογραφήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1968, βασίστηκε στο “The Wind Cries Mary” του Hendrix. «Ήθελα να κάνω τον ήχο να μοιάζει περισσότερο με ροκ», δήλωσε ο Davis για το επόμενο άλμπουμ του, “In a Silent Way”, που κυκλοφόρησε το 1969.
Η μουσική ήταν, όπως έδειχνε και ο τίτλος, στοχαστική, ένας συνδυασμός της ψυχεδέλειας και εξερεύνησης του εσωτερικού μας κόσμου, και των ρυθμικών καινοτομιών του James Brown. Αλλά με το “Bitches Brew”, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για την πρόθεση. O κιθαρίστας John McLaughlin, ο οποίος έπαιζε με ένα λεπτεπίλεπτο άγγιγμα στο “In a Silent Way”, ήταν απελευθερωμένος, παρέχοντας αιχμηρές ρυθμικές συγχορδίες και σόλο εξορμήσεις, μερικές φορές γλιστρώντας πάνω από όριο. Ήταν η κιθάρα που ταίριαζε στην επιθετική δύναμη των εκρήξεων της τρομπέτας του Davis. Ο Davis ενίσχυσε επιπλέον τον ήχο του με δύο ντράμερ, δύο μπασίστες, τρεις πληκτράδες σε ηλεκτρικά πιάνο, δύο κρουστά, δύο πνευστά ακόμα, και μιαν κιθάρα. Έβαλε τους ντράμερ τον ένα δίπλα στον άλλο, και τοποθέτησε τους υπόλοιπους σε ένα ημικύκλιο με τον εαυτό του στη μέση. Διηύθυνε τη μουσική, κάνοντας χειρονομίες με τα χέρια του ή ένα βλέμμα του. «Υπήρχαν μουγκρητά, ματιές, και χαμόγελα», είπε ο Chick Corea.
Κάποιοι από τους μουσικούς είχαν κάνει πρόβες για αυτό, αλλά όχι όλοι. Το στοιχείο του αγνώστου ήταν ζωτικής σημασίας, με τους μουσικούς να παίζουν σε αυτό που ο Davis αποκαλούσε μουσικά σκίτσα, απλές χορδές, και γενικές οδηγίες σχετικά με το χρώμα των τόνων, αλλά τίποτα περισσότερο. Δεν υπήρχαν καθορισμένες δομές, δεν υπήρχαν στίχοι ή ρεφρέν. Η μουσική ζούσε τη στιγμή, και οι μουσικοί αργότερα είπαν ότι δεν είχαν καμία αίσθηση της τελικής παραγωγής. Το Bitches Brew κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1970. O επόμενος μήνας βρήκε τον Miles Davis μαζί με τους Grateful Dead στο Fillmore West.Τον Αύγουστο, ένα ένα χρόνο μετά τo “Bitches Brew”, ο Davis έπαιξε στο Tanglewood, μαζί με τον Santana.
Σε εκείνη τη συναυλία ο Davis οδηγούσε μια Lamborghini Miura και έφτασε αργοπορημένος, ενοχλώντας τον διάσημο διοργανωτή συναυλιών, Bill Graham. «Η συναυλία ήταν σε εξωτερικό χώρο και υπήρχε ένας χωματόδρομος», θυμάται ο Davis. «Κατέβηκα εκεί με όλη αυτή τη σκόνη να σηκώνεται παντού. Σταμάτησα μέσα σε αυτό το σύννεφο σκόνης και ο Μπιλ ήταν εκεί και με περίμενε. Όταν βγήκα έξω, φορούσα ένα παλτό από δέρμα ζώου. Ο Μπιλ με κοιτούσε σαν να ήθελε να με χτυπήσει. Οπότε του λέω, “Τι είναι, Μπιλ; Περίμενες να βγει κάποιος άλλος από το από το αμάξι; Και αυτό τον έκανε να ξεσπάσει”.
Το “Bitches Brew” ήταν και παραμένει πρωτοποριακό για την τζαζ σκηνή. Ο Davis αφιέρωσε το άλμπουμ ως φόρο τιμής στον Jack Johnson που το 1908, είχε γίνει ο πρώτος Αφροαμερικανός πυγμάχος παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών. Ο Davis κυνήγησε αυτόν τον ήχο αμείλικτα για πέντε χρόνια, μέχρι την πρόωρη απoχώρηση του, το 1975. Ήταν μια μουσική που φαινόταν να έχει σκοπό αλλά όχι δομή, ρυθμό αλλά όχι μελωδία. Κάποιοι το άκουσαν λανθασμένα σαν να προσπαθούσε ο Davis να συμβαδίσει με τις τάσεις που κυριαρχούσαν. «Εγώ δεν παίζω ροκ, παίζω μαύρο», έλεγε, και σε κάποιο βαθμό αυτή η μουσική ήταν η υλοποίηση της ιδέας που του ήρθε παρακολουθώντας τα Les Ballets Africains χρόνια πριν. Δεν είχε ξεκάθαρη αρχή ή τελειώματα, «Δεν τελειώνω ποτέ τα τραγούδια, απλά συνεχίζουν», είπε. Ατελείωτα ρυθμικά vamps που υποστήριζαν πνευστά, πληκτράδες και κιθαρίστες, μια επική επέκταση όλων των αφρο-φουτουριστικών προτύπων που ο Hendrix δεν έζησε αρκετά για να τα υλοποιήσει.
Αυτός ο ήχος του Miles, ήταν απαιτητικός τόσο για τους μουσικούς όσο και για το κοινό, και ο τρόπος που καταργούσε τα όρια μεταξύ τζαζ και ροκ, παρελθόντος και μέλλοντος είχε το τίμημά του. Το 1975, ο Ντέιβις είχε εξαντληθεί. Το σώμα του είχε καταστραφεί από τη δρεπανοκυτταρική αναιμία , το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Αποσύρθηκε στο σπίτι του στο Upper West Side, χαμένος σε μια ομίχλη από κοκαΐνη, ηρωίνη και Heineken. Όταν επέστρεψε, το 1981, με το νέο του άλμπουμ, “The Man with the Horn”, είχε προηγηθεί ένα ολονύκτιο πάρτι στη Βοστώνη. Οι εμφανίσεις του εκεί ήταν μια γιορτή, και ο ίδιος εμφανιζόταν κάθε βράδυ με στυλ. «Είχα αγοράσει μια ολοκαίνουργια, κίτρινη 308 GTSi Ferrari σπορ κουπέ, με ανοιχτή οροφή», θυμάται. «Η υπόλοιπη μπάντα είχε έρθει με αεροπλάνο στη συναυλία, αλλά ήθελα να με δουν όλοι να φτάνω στη δουλειά με τη νέα μου Ferrari. Ήθελα να ξέρουν ότι πραγματικά επέστρεψα, ακόμα κι αν έμενα ακριβώς απέναντι από το κλαμπ και θα μπορούσα απλά να πάω περπατώντας κάθε βράδυ. Λίγο σόου μπιζ δεν βλάπτει μερικές φορές.»
Ο Miles ζήτησε να ταφεί δίπλα στον Duke Ellington στο νεκροταφείο Woodmere στο Μπρονξ. Νομίζω ότι είναι ταιριαστό που βρίσκονται μαζί, γιατί αν κάποιος επηρέασε τη μουσική του 20ου αιώνα μέσω της φωνής της τζαζ, είναι σίγουρα αυτοί οι δύο καλλιτέχνες. Άλλωστε ο Miles έχει πει: «Ο κόσμος ήταν πάντα γεμάτος αλλαγές. Οι άνθρωποι που δεν αλλάζουν θα βρεθούν σαν τους λαϊκούς μουσικούς, που θα παίζουν σε μουσεία και θα είναι ντόπιοι σαν γαμιόληδες. Γιατί η μουσική και ο ήχος έχει [sic] γίνει διεθνής και δεν έχει νόημα να προσπαθείς να επιστρέψεις σε κάποια μήτρα όπου ήσουν κάποτε. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να επιστρέψει στη μήτρα της μητέρας του».
Μεγαλώνοντας, ο Miles Davis περνούσε τα καλοκαίρια του στο Noble Lake, στο Αρκάνσας , εκεί που ο παππούς του τον έμαθε ιππασία και του χάρισε το δικό του άλογο σε ηλικία επτά ετών. Η ιππασία, όπως και ο αυτοσχεδιασμός στην τρομπέτα, απαιτούσε δεξιότητα και ευαισθησία, φυσική κατάσταση και έντονη διανοητική προσαρμογή, γνώσεις που αποκτήθηκαν μέσα από ώρες εξάσκησης και εμπειρίας. Όταν ο Davis έφτασε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 18 ετών, τον Σεπτέμβριο του 1944, για να ακολουθήσει τις σπουδές στο Juilliard, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν οι γονείς του, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ψάξει να βρει τον Charlie Parker και τον Dizzy Gillespie. Το δεύτερο πράγμα ήταν να ψάξει που υπάρχουν στάβλοι με άλογα, τους οποίους τελικά βρήκε στο Upper West Side. «Οι επιστάτες με κοίταξαν περίεργα, υποθέτω επειδή δεν είχαν συνηθίσει να βλέπουν έναν μαύρο να έρχεται να ιππεύσει άλογα», έγραψε αργότερα. «Αλλά σκέφτηκα ότι αυτό ήταν πρόβλημά τους».
Ο Miles Davies ήταν ένας άνθρωπος που του άρεσε να προκαλεί και να κινείται στα όρια αλλά και να τα ξεπερνά αρκετές φορές. Είχε επιρροές αλλά όχι προηγούμενα, οπαδούς αλλά όχι αληθινούς συνεχιστές του. Η μουσική του άνοιξε πόρτες σε χώρους που κανείς άλλος δεν σκέφτηκε ή δεν τόλμησε να εξερευνήσει. Μερικές φορές το έκανε αυτό με λεπτή ακρίβεια, μερικές φορές με αφηρημένη ελευθερία, χρησιμοποιώντας τι άλλο, τα μουσικά όργανα όπως κανείς άλλος, για να χαρτογραφήσει νέα εδάφη μακριά από τις έως τότε καταστάσεις. Αναζητούσε μια μουσική που θα ήταν χωρίς περιορισμούς. Όπως ήταν και ο ίδιος. Δεν ήθελε να παίζει σε τζαζ κλαμπ. Χρειαζόταν μεγαλύτερους χώρους, νεώτερο κοινό, δυνατότερους ήχους. Ήταν ανήσυχος, άλλαζε τον ήχο του, άλλαζε τα ρούχα του, αισθητικά ήταν απαιτητικός. Ήταν ο Ντύλαν πριν από τον Ντύλαν, ο Bowie πριν τον Bowie.
Προκάλεσε τους άλλους να τον ακολουθήσουν. Και ένα πράγμα τα συνέδεε όλα αυτά: η ζωή που ζούσε, η μουσική που έκανε, τα ρούχα που φορούσε, και η σχεδόν τέλεια σειρά αυτοκινήτων που οδηγούσε κατά τη διάρκεια της ζωής του. «Η κίνησή μου έπρεπε να είναι προς τα εμπρός». Αυτές είναι μερικές από τις πρώτες λέξεις στην αυτοβιογραφία του. Έτσι δεν ήταν έκπληξη, που όταν άρχιζε να κερδίζει αρκετά χρήματα, άρχισε να αγοράζει άλογα. Όχι σαν τα άλογα που καβαλούσε στο Αρκάνσας, αλλά ιπποδύναμη σε super car. Ακόμα και όταν ήταν διάσημος, οι άνθρωποι, η αστυνομία ειδικότερα, τον κοίταζαν περίεργα γιατί δεν ήταν συνηθισμένοι να βλέπουν έναν μαύρο άνδρα πίσω από το τιμόνι μιας Ferrari 275 GTB/4 ή μιας Lamborghini Miura. «Θυμάμαι όταν ζούσα σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι στο Μαλιμπού, οδηγούσα μια κίτρινη Ferrari αξίας 60.000 δολαρίων και η αστυνομία με είχε ήδη σταματήσει τρεις φορές», είπε στον Quincy Troupe το 1985 για ένα άρθρο στο Spin. «Αυτό συμβαίνει συνέχεια. Πάντα λένε ότι νόμιζαν ότι ήμουν μεθυσμένος, ότι έκανα επικίνδυνη οδήγηση, ειδικά τη νύχτα στον αυτοκινητόδρομο Pacific Coast Highway».
Υπάρχουν πολλές τέτοιες ιστορίες του Davis όσα και τα αυτοκίνητα που οδήγησε. Και υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα. Με την πρώτη επιταγή που πήρε από την Columbia για το πρώτο του άλμπουμ του “Round About Midnight” του 1957, αγόρασε μια μπλε Mercedes 190SL. Το αυτοκίνητο του έκλεισε το μάτι, έλεγε, κάθε φορά που περνούσε μπροστά από την έκθεση. Και έτσι το έκανε δικό του. Αυτή η αγάπη, όμως, δεν είχε μεγάλη διάρκεια, και σύντομα αντικατέστησε το Mercedes με μια Jaguar XK120. Αλλά και αυτό το ειδύλλιο ήταν επίσης σύντομο. Η Jaguar θεωρούσε ο Davis δεν είχε την κατάλληλη επιτάχυνση. Είχε αγοράσει ένα σπίτι στην 312 West 77th Street, και όταν έστριψε στη West Side Highway από την 96η οδό, η Jaguar απλά δεν είχε το ρεπρίζ που ήθελε. Και έτσι, το 1958, αγόρασε την πρώτη του Ferrari. Ο φίλος του και σαξοφωνίστας Allen Eager, τον είχε συστήσει στον Luigi Chinetti, που ήταν ιδιοκτήτης ενός Ferrari showroom. Ο Eager ήταν σαξοφωνίστας που είχε παίξει με τον Charlie Parker. Ο Eager δίδασκε ιππασία και αγαπούσε τα αυτοκίνητα τόσο πολύ που το 1961, πήρε την πρώτη θέση στη κατηγορία GT στις 12 ώρες του Sebring, οδηγώντας μια Ferrari 250 GT μαζί με τη μία και μοναδική Denise McCluggage.
Όταν ο Davis επισκέφθηκε τον Chinetti και τον εκθεσιακό χώρο της Ferrari, ερωτεύτηκε. Και αυτός ήταν ένας έρωτας που δεν θα ξεθώριαζε ποτέ. Περνούσε ώρες στο showroom του Chinetti, πηγαίνοντας από το ένα μέρος της έκθεσης στο άλλο, από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο για να δει πώς ένιωθε το καθένα, συζητώντας τις λεπτομέρειες των κινητήρων, παρακολουθώντας τους μηχανικούς στο γκαράζ. Η πρώτη Ferrari που αγόρασε ήταν λευκή, όχι κόκκινη. Μεταχειρισμένη και όχι καινούργια, μια και ήταν απρόσιτη αν την αγόραζε από τον εκθεσιακό χώρο. Ξόδεψε 8.500 δολάρια, περίπου 88.000 σημερινά δολάρια. Όπως κάνει ο κάθε ερωτευμένος, ο Davis ήταν συνέχεια μαζί της. Όπως έκανε και με τους επόμενους έρωτες που κατέκτησε. Πήγαινε με τη Ferrari παντού. Δεν την οδηγούσε μόνο Σαββατοκύριακο. Σε κάθε συναυλία που είχε έφτανε με στυλ. Του άρεσε να επιδεικνύει στον συνοδηγό του τι μπορούσε να κάνει με τη Ferrari. Το 1960, οδήγησε με τη Ferrari μέχρι τη Φιλαδέλφεια για μια συναυλία. Ενώ ήταν εκεί, πήρε τον σαξοφωνίστα Jimmy Heath που επίσης αγαπούσε τα αυτοκίνητα για να του δείξει τη Ferrari. Οι δυο τους έκαναν βόλτες στην πόλη, μιλώντας για μουσική, και ο Davis παραπονιόταν ότι ο Sonny Stitt, ο σαξοφωνίστας του, τα έκανε θάλασσα στο “So What”, το εναρκτήριο κομμάτι του άλμπουμ “Kind of Blue”, ένα άλμπουμ τζαζ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών.
«Του έδειχνα πόσο γρήγορα έτρεχε το αυτοκίνητο στο Broad Street, όπου το όριο ταχύτητας είναι περίπου είκοσι πέντε μίλια την ώρα», θυμόταν ο Davis στην αυτοβιογραφία του. «Είπα στον Jimmy ότι αυτό το αυτοκίνητο μπορούσε να προλάβει όλα τα φανάρια πριν γίνουν κόκκινα ή κίτρινα. Οπότε κατέβασα ταχύτητα και το αυτοκίνητο επιτάχυνε πριν προλάβει να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Πηγαίνουμε λοιπόν πολύ γρήγορα και πέφτουμε σε ένα φανάρι που αλλάζει και πρέπει να πατήσω φρένο, σωστά; Αλλά ξέρω τι αυτοκίνητο έχω, και ξέρω ότι τα φρένα μόλις τα πατήσω, θα πιάσουν αμέσως και θα σταματήσουμε σε ένα γαμημένο δευτερόλεπτο. Οπότε κατεβάζω ταχύτητα από περίπου 60 μίλια την ώρα και σταματάω αμέσως όπως ήξερα ότι θα γινόταν, και ο Jimmy δεν μπορούσε να το πιστέψει”. Δίπλα τους όμως για κακή τους τύχη ήταν δύο μπάτσοι, οι οποίοι τους ξετίναξαν ψάχνοντας για ναρκωτικά .(οι δύο μουσικοί είχαν κυνηγήσει τόσο τη μουσική όσο και την ηρωίνη στο παρελθόν, ο Heath ήταν με αναστολή και ο Davisείχε περάσει έξι χρόνια από τη συνήθειά του, αν και η κοκαΐνη ήταν μέρος της ζωής του). Οι αστυνομικοί δεν βρήκαν τίποτα, αλλά όπως πάντα, ο Davis ήταν ένας μαύρος άνδρας με δύναμη, στυλ, ταχύτητα και ήταν εκεί. «Φίλε, ήταν πολύ βαρετό».
Η Ferrari 275, η 308 και μια Testarossa ήταν στη συλλογή του, μαζί με το πρώτο του αυτοκίνητο, ένα 1948 Dodge convertible που ο Sonny Rollins του έδωσε το παρατσούκλι “Blue Demon”. Συνήθιζαν να κυκλοφορούν στην πόλη και αγόραζαν ηρωίνη με αυτό, αλλά σύντομα η ντόπα σήμαινε ότι το αυτοκίνητο κατασχέθηκε. Η κίνηση και η ταχύτητα που έβρισκε τόσο γοητευτική στα αυτοκίνητα, έγινε μέρος της μουσική του. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και μετά από μια δεκαετία με συνεχείς εμφανίσεις και παραγωγές άλμπουμ με ορόσημο το «Birth of the Cool», ο Davis άρχισε να παίζει με “σιωπηλό” τρόπο , καλλιεργώντας μια εντελώς νέα μυσταγωγία ήσυχης, μυστικοπαθούς ακρίβειας.
«Σε μια εποχή που ο τρομπετίστας συμβόλιζε ένα συγκεκριμένο είδος σύγχρονου άνδρα, έναν ψηλό, δυνατό και αρρενωπό μουσικό, ο Μάιλς έπαιζε απαλά μετατρέποντας την τρομπέτα προέκταση του εαυτού του, παίζοντας επίτηδες λάθος νότες, σαν να ήθελε να υπενθυμίσει στο κοινό ότι ήταν ένας άνθρωπος παράσταση και όχι ένα διδακτικό δοκίμιο για τον μοντερνισμό», έγραψε ο John Szwed στη βιογραφία “So What:The Life of Miles Davis”. Το να παίζει με σίγαση, του επέτρεψε να πλησιάσει την τρομπέτα μέχρι το μικρόφωνο όταν ηχογραφούσε το οποίο δημιουργούσε ένα νέο επίπεδο οικειότητας. Δημιούργησε επίσης μια μεγάλη αίσθηση προσμονής γύρω από κάθε του παύση. «Διαισθάνθηκε ότι ένα μικρόφωνο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όπως ένας κοντινός φακός στις κινηματογραφικές ταινίες, εστιάζοντας και ενισχύοντας μικρές χειρονομίες και συναισθήματα», δήλωσε ο Szwed. «Όταν οι άνθρωποι παίζουν με σίγαση, τα πάντα ακούγονται άνετα», δήλωσε ο πιανίστας, ενορχηστρωτής, συνθέτης, και έμπιστος του Davis, ο Gil Evans. «Αλλά με τον Miles υπάρχει μια εξαιρετική ένταση».
Ο Miles Davis εγκατέλειψε την ηρωίνη και ασχολήθηκε σοβαρά με την πυγμαχία περίπου την ίδια εποχή, το 1954. Θαύμαζε τον πρωταθλητή μεσαίων βαρών Sugar Ray Robinson, ένας γοητευτικός γυναικάς όταν ήταν στα μπαρ και ένας πρωταθλητής χωρίς χαμόγελο στο ρινγκ. Ο Davis έγινε φίλος με τον Sugar Ray, παρακολουθώντας τον να προπονείται και κάνοντας παρέα μαζί του στο μπαρ που είχε ο Ρόμπινσον στην έβδομη λεωφόρο στο Χάρλεμ. Όπως ο Davis, έτσι και ο Ρόμπινσον λάτρευε τα αυτοκίνητα, αγοράζοντας ως γνωστόν μια Cadillac του 1950 που στη συνέχεια την έβαψε σε μια ροζ απόχρωση για να ταίριαζει με μια γραβάτα που του άρεσε. Όταν γύρω στο 1960 ο Davis αγόρασε στο Μανχάταν ένα πενταώροφο κτήριο που ήταν πριν ρωσική ορθόδοξη εκκλησία, έφτιαξε ένα studio και στο υπόγειο ένα γυμναστήριο. Εκεί ξεκινούσε τις μέρες του κάνοντας σχοινάκι, ασκήσεις στο σάκο και κωπηλατική. «Πρέπει να έχεις καλό ρυθμό και καλό χρόνο για να κάνεις και τα δύο», είπε, συγκρίνοντας την πυγμαχία με μουσική. «Το να κάνεις γυμναστική σε κάνει να σκέφτεσαι καθαρά και νιώθεις το αίμα σου να κυκλοφορεί. Σε κάνει να σκέφτεσαι πιο δυνατά, νιώθεις πιο δυνατός και μπορείς να παίξεις οποιοδήποτε όργανο με μεγαλύτερη δύναμη, είτε είναι σωστό ή λάθος». Η πυγμαχία, είπε, ήταν «σαν να εξασκείσαι με ένα μουσικό όργανο ξανά και ξανά».
Ο Miles Davis είδε στην πυγμαχία μια κατάσταση ροής, αυτό το συναίσθημα της ενεργοποιημένης, εστιασμένης εμβύθισης που μπορεί να μεταμορφώσει ή να επιβραδύνει το χρόνο, αφήνοντας περισσότερο χώρο για να εμπλακούν τόσο στη διάνοια όσο και στο ένστικτο, ή φέρνοντας μια αίσθηση της ευκολίας και του παιχνιδιού σε αντιδράσεις δευτερολέπτων. Αυτή η κατάσταση, η υπερσυγκέντρωση που οι οδηγοί αγωνιστικών αυτοκινήτων αναζητούν επίσης, είναι κοινό έδαφος στην ιππασία, τα γρήγορα αυτοκίνητα, την πυγμαχία και τον μουσικό αυτοσχεδιασμό.
Τη νύχτα της 18ης Αυγούστου 1969, ο Davis και κάποιοι άλλοι από το συγκρότημά του έπαιξαν ένα ή δύο κομμάτια στο σπίτι του και στη συνέχεια κάθισαν να παρακολουθήσουν ταινίες πυγμαχίας. Την επόμενη μέρα άρχισαν τις ηχογραφήσεις για ένα νέο άλμπουμ. Στην αρχή ήταν γνωστό ως Listen to This, αλλά καθώς από ένα single μεταμορφώθηκε σε ένα διπλό άλμπουμ, απέκτησε νέο τίτλο: Το εκπληκτικό “Bitches Brew”. Περισσότερο από μια δεκαετία πριν, ο Davis είδε τους Les Ballets Africains από τη Γουινέα, και ήταν κατενθουσιασμένος από τον τρόπο και τον ρυθμό που έπαιζαν οι ντράμερ και καθοδηγούσαν τις κινήσεις των χορευτών. «Δεν ήθελα να το αντιγράψω, αλλά πήρα μια ιδέα από αυτό», θυμάται. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, μετατόπισε τη μουσική στο ρυθμό και απομακρύνθηκε από τη μελωδία. Κυρίως όταν ο 17χρονος ντράμερ Tony Williams («ένας από τους πιο κακούς γαμιόληδες που είχαν παίξει ποτέ ντραμς») εντάχθηκε στο συγκρότημά του, το 1963. Ο Williams έπαιζε συνέχεια πολυρυθμίες, και ο Miles έπαιζε πάνω από το ρυθμό, ακριβώς μπροστά από αυτόν, σχεδόν πάντα στο όριο. Στο ομότιτλο κομμάτι του 1968, το Nefertiti, ο Ντέιβις είπε στην μπάντα ότι τα πνευστά θα ακολουθήσουν τη μελωδία του σαξοφωνίστα Wayne Shorter, και όχι το σόλο του, απελευθερώνοντας με αυτό το τρόπο τον Williams, τον πιανίστα Herbie Hancock, και τον μπασίστα Ron Carter, για να να εξερευνήσουν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ήταν διακριτικά επαναστατικό, γιατί χωρίς να αλλάξει η ενορχήστρωση ή τον όγκο του γκρουπ του με οποιονδήποτε τρόπο, ο Davis έτσι απλά ανέτρεψε ολόκληρη την τζαζ. Και μετά άρχισε να αλλάζει την ενορχήστρωση και την ένταση του γκρουπ του, συνθέτοντας και ηχογραφώντας με ένα ηλεκτρικό πιάνο Fender Rhodes και προσθέτοντας στο μείγμα ηλεκτρικό μπάσο και κιθάρα.
«Είχα αρχίσει να ακούω πολύ James Brown», θυμάται. Είχε επίσης αρχίσει να βλέπει τη Betty Mabry, τη γυναίκα που θα γινόταν η δεύτερη σύζυγός του, της οποίας η επίδραση πάνω του ήταν τεράστια. Ήταν μοντέλο, τραγουδίστρια και τραγουδοποιός. Αυτή τον σύστησε στον Sly Stone και τον Jimi Hendrix όχι μόνο στη μουσική τους, αλλά και στους ίδιους. Η Mabry εμφανίζεται στο εξώφυλλο του “Davis’s Filles de Kilimanjaro”. To τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το “Mademoiselle Mabry”, που ηχογραφήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1968, βασίστηκε στο “The Wind Cries Mary” του Hendrix. «Ήθελα να κάνω τον ήχο να μοιάζει περισσότερο με ροκ», δήλωσε ο Davis για το επόμενο άλμπουμ του, “In a Silent Way”, που κυκλοφόρησε το 1969.
Η μουσική ήταν, όπως έδειχνε και ο τίτλος, στοχαστική, ένας συνδυασμός της ψυχεδέλειας και εξερεύνησης του εσωτερικού μας κόσμου, και των ρυθμικών καινοτομιών του James Brown. Αλλά με το “Bitches Brew”, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για την πρόθεση. O κιθαρίστας John McLaughlin, ο οποίος έπαιζε με ένα λεπτεπίλεπτο άγγιγμα στο “In a Silent Way”, ήταν απελευθερωμένος, παρέχοντας αιχμηρές ρυθμικές συγχορδίες και σόλο εξορμήσεις, μερικές φορές γλιστρώντας πάνω από όριο. Ήταν η κιθάρα που ταίριαζε στην επιθετική δύναμη των εκρήξεων της τρομπέτας του Davis. Ο Davis ενίσχυσε επιπλέον τον ήχο του με δύο ντράμερ, δύο μπασίστες, τρεις πληκτράδες σε ηλεκτρικά πιάνο, δύο κρουστά, δύο πνευστά ακόμα, και μιαν κιθάρα. Έβαλε τους ντράμερ τον ένα δίπλα στον άλλο, και τοποθέτησε τους υπόλοιπους σε ένα ημικύκλιο με τον εαυτό του στη μέση. Διηύθυνε τη μουσική, κάνοντας χειρονομίες με τα χέρια του ή ένα βλέμμα του. «Υπήρχαν μουγκρητά, ματιές, και χαμόγελα», είπε ο Chick Corea.
Κάποιοι από τους μουσικούς είχαν κάνει πρόβες για αυτό, αλλά όχι όλοι. Το στοιχείο του αγνώστου ήταν ζωτικής σημασίας, με τους μουσικούς να παίζουν σε αυτό που ο Davis αποκαλούσε μουσικά σκίτσα, απλές χορδές, και γενικές οδηγίες σχετικά με το χρώμα των τόνων, αλλά τίποτα περισσότερο. Δεν υπήρχαν καθορισμένες δομές, δεν υπήρχαν στίχοι ή ρεφρέν. Η μουσική ζούσε τη στιγμή, και οι μουσικοί αργότερα είπαν ότι δεν είχαν καμία αίσθηση της τελικής παραγωγής. Το Bitches Brew κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1970. O επόμενος μήνας βρήκε τον Miles Davis μαζί με τους Grateful Dead στο Fillmore West.Τον Αύγουστο, ένα ένα χρόνο μετά τo “Bitches Brew”, ο Davis έπαιξε στο Tanglewood, μαζί με τον Santana.
Σε εκείνη τη συναυλία ο Davis οδηγούσε μια Lamborghini Miura και έφτασε αργοπορημένος, ενοχλώντας τον διάσημο διοργανωτή συναυλιών, Bill Graham. «Η συναυλία ήταν σε εξωτερικό χώρο και υπήρχε ένας χωματόδρομος», θυμάται ο Davis. «Κατέβηκα εκεί με όλη αυτή τη σκόνη να σηκώνεται παντού. Σταμάτησα μέσα σε αυτό το σύννεφο σκόνης και ο Μπιλ ήταν εκεί και με περίμενε. Όταν βγήκα έξω, φορούσα ένα παλτό από δέρμα ζώου. Ο Μπιλ με κοιτούσε σαν να ήθελε να με χτυπήσει. Οπότε του λέω, “Τι είναι, Μπιλ; Περίμενες να βγει κάποιος άλλος από το από το αμάξι; Και αυτό τον έκανε να ξεσπάσει”.
Το “Bitches Brew” ήταν και παραμένει πρωτοποριακό για την τζαζ σκηνή. Ο Davis αφιέρωσε το άλμπουμ ως φόρο τιμής στον Jack Johnson που το 1908, είχε γίνει ο πρώτος Αφροαμερικανός πυγμάχος παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών. Ο Davis κυνήγησε αυτόν τον ήχο αμείλικτα για πέντε χρόνια, μέχρι την πρόωρη απoχώρηση του, το 1975. Ήταν μια μουσική που φαινόταν να έχει σκοπό αλλά όχι δομή, ρυθμό αλλά όχι μελωδία. Κάποιοι το άκουσαν λανθασμένα σαν να προσπαθούσε ο Davis να συμβαδίσει με τις τάσεις που κυριαρχούσαν. «Εγώ δεν παίζω ροκ, παίζω μαύρο», έλεγε, και σε κάποιο βαθμό αυτή η μουσική ήταν η υλοποίηση της ιδέας που του ήρθε παρακολουθώντας τα Les Ballets Africains χρόνια πριν. Δεν είχε ξεκάθαρη αρχή ή τελειώματα, «Δεν τελειώνω ποτέ τα τραγούδια, απλά συνεχίζουν», είπε. Ατελείωτα ρυθμικά vamps που υποστήριζαν πνευστά, πληκτράδες και κιθαρίστες, μια επική επέκταση όλων των αφρο-φουτουριστικών προτύπων που ο Hendrix δεν έζησε αρκετά για να τα υλοποιήσει.
Αυτός ο ήχος του Miles, ήταν απαιτητικός τόσο για τους μουσικούς όσο και για το κοινό, και ο τρόπος που καταργούσε τα όρια μεταξύ τζαζ και ροκ, παρελθόντος και μέλλοντος είχε το τίμημά του. Το 1975, ο Ντέιβις είχε εξαντληθεί. Το σώμα του είχε καταστραφεί από τη δρεπανοκυτταρική αναιμία , το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Αποσύρθηκε στο σπίτι του στο Upper West Side, χαμένος σε μια ομίχλη από κοκαΐνη, ηρωίνη και Heineken. Όταν επέστρεψε, το 1981, με το νέο του άλμπουμ, “The Man with the Horn”, είχε προηγηθεί ένα ολονύκτιο πάρτι στη Βοστώνη. Οι εμφανίσεις του εκεί ήταν μια γιορτή, και ο ίδιος εμφανιζόταν κάθε βράδυ με στυλ. «Είχα αγοράσει μια ολοκαίνουργια, κίτρινη 308 GTSi Ferrari σπορ κουπέ, με ανοιχτή οροφή», θυμάται. «Η υπόλοιπη μπάντα είχε έρθει με αεροπλάνο στη συναυλία, αλλά ήθελα να με δουν όλοι να φτάνω στη δουλειά με τη νέα μου Ferrari. Ήθελα να ξέρουν ότι πραγματικά επέστρεψα, ακόμα κι αν έμενα ακριβώς απέναντι από το κλαμπ και θα μπορούσα απλά να πάω περπατώντας κάθε βράδυ. Λίγο σόου μπιζ δεν βλάπτει μερικές φορές.»
Ο Miles ζήτησε να ταφεί δίπλα στον Duke Ellington στο νεκροταφείο Woodmere στο Μπρονξ. Νομίζω ότι είναι ταιριαστό που βρίσκονται μαζί, γιατί αν κάποιος επηρέασε τη μουσική του 20ου αιώνα μέσω της φωνής της τζαζ, είναι σίγουρα αυτοί οι δύο καλλιτέχνες. Άλλωστε ο Miles έχει πει: «Ο κόσμος ήταν πάντα γεμάτος αλλαγές. Οι άνθρωποι που δεν αλλάζουν θα βρεθούν σαν τους λαϊκούς μουσικούς, που θα παίζουν σε μουσεία και θα είναι ντόπιοι σαν γαμιόληδες. Γιατί η μουσική και ο ήχος έχει [sic] γίνει διεθνής και δεν έχει νόημα να προσπαθείς να επιστρέψεις σε κάποια μήτρα όπου ήσουν κάποτε. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να επιστρέψει στη μήτρα της μητέρας του».