Τι περιμένουμε από το καλοκαίρι; Λίγες ημέρες ξεκούρασης σε ένα νησί, έναν απρόσμενο έρωτα σε κάποιο μπαρ του κέντρου, βραδινές βόλτες με παγωτό στο χέρι, ένα δροσερό καρπούζι στο μπαλκόνι, μια παγωμένη μπύρα στην θάλασσα, μια νουάρ ταινία σε θερινό σινεμά και συναυλίες. Ειδικά για το τελευταίο κάποιοι «ζουν και πεθαίνουν». Ανυπομονούν να ακούσουν τα αγαπημένα τους τραγούδια σε ένταση δεκάδων χιλιάδων watt, να μπλεχτούν με αγνώστους και να χορέψουν ρυθμικά όλοι μαζί, να κρατήσουν το εισιτήριο και κάτι ακόμα που θα μπορέσει να λειτουργήσει ως memorabilia της συναυλίας. Να έχουν να θυμούνται πάντα εκείνες τις στιγμές, αυτό είναι το ζητούμενο.
Το πρόβλημα, όμως, είναι πως οι περισσότεροι -κυρίως αυτοί που περνάνε καλά- σπάνια έχουν καθαρές συναυλιακές αναμνήσεις.
Πόσες φορές είπατε «αυτή την συναυλία δεν θα την ξεχάσω ποτέ», κι όμως, με δυσκολία, μπορείτε να ανακαλέσετε στη μνήμη σας βασικά σημεία από αυτή τη μουσική εμπειρία; Σε πόσες συναυλίες πήγατε και μετά ρωτούσατε φίλους και γνωστούς «Ρε συ, έπαιξαν το “τάδε” τραγούδι; Δεν θυμάμαι καθόλου» ή «Έλα τώρα, πλάκα κάνεις… Δεν το έκανα ποτέ αυτό που λες»; Σίγουρα αρκετές. Και όσο αυξάνεται ο αριθμός των συναυλιών που πηγαίνετε τόσο κάνουν fade out οι αναμνήσεις σας.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Η εύκολη απάντηση είναι το αλκοόλ -ναι, αλλά στο εξωτερικό τα πράγματα είναι πολύ πιο αυστηρά απ΄ό,τι στην χώρα μας και δεν «ξεχνάνε» μόνο οι Έλληνες. Επίσης, και οι απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες είναι μια εύκολη απάντηση, αλλά δεν αναφερόμαστε σε αυτούς που «τριπάρουν». Τι συμβαίνει λοιπόν;
Ο Ewan McNay, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Ψυχολογίας του State University της Νέας Υόρκης, λέει πως για όλα ευθύνεται ο υπέρμετρος ενθουσιασμός. «Αυτό δεν είναι ένα φαινόμενο που συμβαίνει μόνο σε συναυλίες. Μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή που βρισκόμαστε σε έντονή συναισθηματική κατάσταση», εξηγεί στο TIME. Και δεν έχει άδικο. Πόσοι άνθρωποι που παντρεύτηκαν θυμούνται με ακρίβεια τι έγινε στο πάρτι που ακολούθησε; Ελάχιστοι.
Όσο αυξάνονται τα επίπεδα άγχους στο σώμα μας είτε λόγω ενθουσιασμού είτε λόγω δυσάρεστων γεγονότων, οι νευρώνες που συνδέονται με τη μνήμη αρχίζουν να «εκπέμπουν» σε αυθαίρετη βάση. Σύμφωνα με τον McNay, αυτή η λειτουργία καθιστά «πραγματικά δύσκολο» το σχηματισμό νέων αναμνήσεων. «Αν είσαι λίγο αγχωμένος ή έχεις λίγη ενθουσιώδη διάθεση, θα θυμάσαι πραγματικά καλύτερα», λέει ο McNay. «Αλλά η υπερβολή μας οδηγεί στα άκρα ως προς τον σχηματισμό της μνήμης και είμαστε ανίκανοι να δημιουργήσουμε αναμνήσεις».
Όταν ταξίδεψα στο Λονδίνο, το 2019, για το live των Fleetwood Mac στο Wembley -μια από τις σημαντικότερες συναυλιακές μου εμπειρίες- θεώρησα πως αυτές τις στιγμές θα τις «κουβαλάω» για πάντα. Σίγουρα δεν ξεχνάω το πώς ένιωσα όταν καθόμουν στις κερκίδες του γηπέδου και άκουγα την φωνή της ιέρειας Stevie Nicks, αλλά, παράλληλα, δεν θυμάμαι πολλά περισσότερα από εκείνο το απόγευμα. Δεν είχα πιει -μια μπύρα μόνο, όταν τελείωσε το support act των Pretenders- ούτε είχα καταναλώσει κάτι άλλο που θα μπορούσε να μου θολώσει το μυαλό. Ήμουν «καθαρός» σαν τον Αττικό ουρανό τον Ιούλιο. Παρόλα αυτά, έχω περισσότερες αναμνήσεις από άλλες μικρότερες συναυλίες, στις οποίες έχω πιει περισσότερο. Για εκείνες βέβαια δεν είχα τον ίδιο ενθουσιασμό και ίσως τώρα εξηγούνται όλα.
Υπάρχει μια επιστημονική, βιολογική εξήγηση για το τι συμβαίνει ακριβώς όταν είμαστε τόσο ενθουσιασμένοι, που το σώμα μας θεωρεί πως βρισκόμαστε σε μια κατάσταση μεγάλου άγχους. Ο οργανισμός μας απελευθερώνει γλυκόζη -ένα από τα «αγαπημένα» μόρια του εγκεφάλου, μαζί με την φρουκτόζη και την γαλακτόζη, για την παροχή ενέργειας, για τη μνήμη, τη σκέψη και τη μάθηση- από το συκώτι μας στην κυκλοφορία του αίματος.
Φανταστείτε τον εαυτό σας σε ένα δάσος όπου συναντάτε μια αρκούδα ή σε μια θάλασσα όπου την ώρα που κολυμπάτε σας περικυκλώνουν τσούχτρες. Ο εγκέφαλός σας θα απελευθερώσει τέτοιες ποσότητες γλυκόζης στο αίμα, όσες χρειάζεστε για να «τρέξετε μακρία», εξηγεί ο McNay. Αυτή η «καύσιμη ύλη» θα σας κινητοποιήσει, όμως δεν θα σας βοηθήσει να χτίσετε αναμνήσεις από αυτή την εμπειρία. Ταυτόχρονα, το vagus nerve -που ρυθμίζει τις λειτουργίες των εσωτερικών οργάνων μας, σε σύνδεση με τον εγκέφαλο- διεγείρεται και εκείνη την στιγμή, είτε σε κυνηγάει μια αρκούδα είτε βρίσκεσαι στην συναυλία που τόσο πολύ ήθελες να δεις, έχει το ίδιο αποτέλεσμα στον σχηματισμό αναμνήσεων -είναι όλα θολά, αν όχι ανύπαρκτα.
Αυτός ο αυτοματισμός οδηγεί την αμυγδαλή, το τμήμα του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για την επεξεργασία των συναισθημάτων, στο να «απελευθερώσει» έναν νευροδιαβιβαστή που ονομάζεται νορεπινεφρίνη, ο οποίος βοηθάει στην κατηγοριοποίηση των αναμνήσεων. Το περιεχόμενο αυτών που χαρακτηρίζονται «υψηλής συναισθηματικής κατάστασης», αυξάνουν τις πιθανότητες τους για να αποθηκευτούν με έντονο τρόπο στα συρτάρια της μνήμης μας.
Ο McNay περιγράφει τη διαδικασία ως ένα ανεστραμμένο γράμμα “U”. «Λίγο είναι καλό, υπερβολικά πολύ είναι κακό», σχολιάζει. Επιπλέον, εάν προσθέσουμε στην εξίσωση δημιουργίας αναμνήσεων καφεΐνη ή αλκοόλ, πιθανότατα θα μετατοπίσουμε ακόμη περισσότερο την καμπύλη προς τα δεξιά, πράγμα που σημαίνει ότι ο εγκέφαλός μας θα δυσκολευτεί να δημιουργήσει και να αποθηκεύσει νέες αναμνήσεις.
Είναι εκπληκτικό -ως προς την λειτουργία του σώματος- και απογοητευτικό ταυτόχρονα να μην θυμόμαστε όλα όσα θα θέλαμε από ένα μεγάλο γεγονός, όπως μια συναυλία για την οποία ανυπομονούσαμε. Ο Robert Kraft, καθηγητής της γνωστικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Otterbein στο Westerville του Οχάιο, σχολιάζει σχετικά: «Δώσαμε αρκετά χρήματα, έχουμε προσδοκίες, και μετά, θέλουμε να απολαύσουμε τις αναμνήσεις μας από τη συναυλία. Αλλά οι προσδοκίες μας ήταν υπερβολικά υψηλές».
Η μνήμη μας, λοιπόν, καταλαβαίνουμε πως δεν είναι ένας απλός «εγγραφέας», αντίστοιχος με το REC στους ηχητικούς εξοπλισμούς μας, αλλά έχει ένα πολύπλοκο μηχανισμό που επηρεάζεται από αρκετούς εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες.
Μια βασική παρανόηση που κάνουμε σχετικά με τη μνήμη, λέει ο Kraft, είναι ότι θεωρούμε τη λήθη ως «έλλειψη». Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είμαστε σχεδιασμένοι να θυμόμαστε τα πάντα. Οι καταστάσεις στις οποίες επικεντρωνόμαστε αυστηρά για να θυμόμαστε λεπτομέρειες, είναι συνήθως περιορισμένες -όπως η περίοδος που διαβάζουμε ατέλειωτες ώρες για να δώσουμε εξετάσεις. «Δεν προσπαθούμε να θυμηθούμε τη ζωή μας. Προσπαθούμε να την ζήσουμε», λέει ο Kraft.
«Το να μη θυμάσαι είναι πραγματικά ένας τρόπος να τιμήσεις τη στιγμή και να την απολαύσεις».
Σαφώς και είναι προτιμότερο να «ζούμε» τις καταστάσεις παρά να τις θυμόμαστε -και ευτυχώς που ο οργανισμός μας λειτουργεί αυτοβούλως για να πετύχει αυτό, ωστόσο, υπάρχουν μερικά tips για να ενισχύσουμε τις αναμνήσεις μας από ένα γεγονός, εφόσον είμαστε αποφασισμένοι γι’ αυτό:
- Προσπάθησε να χαλαρώσεις -χωρίς «βοηθήματα»- και να είσα παρών στην στιγμή
- Προσέγγισε με μια φυσικότητα το γεγονός, καθότι ο οργανισμός σου προσπαθεί να αντιληφθεί αν βρίσκεται υπό απειλή
- Αντί να τα «σπάσεις» στην συναυλία, διατήρησε την ψυχραιμία σου και δώσε της μια ελεγχόμενη ενθουσιώδης χροιά
- Αν ουρλιάζεις σε μια συναυλία, για τον οργανισμό σου, θα είναι το ίδιο σαν να τρέχεις για να ξεφύγεις από μια αρκούδα, οπότε “keep it calm”
Βέβαια, το να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου, όταν ο αγαπημένους σου καλλιτέχνης ανέβει στην σκηνή να παίξει την «υπερκομματάρα» που ανυπομονούσες να ακούσεις, προσθέτει ένα είδους πίεσης και, στο τέλος, δεν θα έχεις απολαύσει τίποτα. Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Υπάρχει κάποια χρυσή τομή για να απολαύσουμε το συναυλιακό καλοκαίρι και ταυτόχρονα να θυμόμαστε τα πάντα; Η συμβουλή μου είναι «rock n’ roll», «τι είχαμε, τι χάσαμε», «άδραξε τη μέρα», «ζήσε το τώρα γιατί αύριο δεν ξέρεις», «είσαι τα πάντα και τίποτα ταυτόχρονα» και «turn on, tune in, drop out».
Όπως είχε πει και ο Paul Kanter των Jefferson Airplane, «Αν θυμάσαι τα πάντα από την δεκαετία του ’60, τότε σημαίνει πως δεν ήσουν πραγματικά εκεί». Οπότε καλύτερα να ζεις, παρά να θυμάσαι -άλλωστε, οι αναμνήσεις πάντα σβήνουν.