«Δεν θέλουμε έναν ΔΟΛΟΦΟΝΟ για ιδιοκτήτη της ομάδας μας».

Αυτό ανέγραφε ένα πλακάτ οπαδού της Νιουκάστλ κατά την διάρκεια μιας προ μηνών διαμαρτυρίας έξω από την έδρα της Newcastle, το Σεν Τζέιμς Παρκ.

Ο «δολοφόνος» δεν είναι άλλος από τον σαουδάραβα πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, ο οποίος τότε προαλειφόταν ως ο νέος ιδιοκτήτης της ομάδας.

Το όνομά του Μπιν Σαλμάν είχε αναμειχθεί στην πολύκροτη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι το 2018. Ο διάδοχος του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας ήθελε μετά μανίας να μπει με κάποιο τρόπο στην Premier League. Και τα κατάφερε.

Η διοργανώτρια αρχή του βρετανικού πρωταθλήματος έδωσε το «πράσινο» φως για τη μεταβίβαση του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της ομάδας από τον επιχειρηματία Μάικ Άσλεϊ, στο κρατικό fund του πρίγκιπα Μπιν Σαλμάν, το PIF (80%) και τους συνεταίρους του στην ίδια κοινοπραξία, PCP Capital Partners (10%) και RB Sports & Media (10%).

Κάπως έτσι, ο 37χρονος διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας έβγαλε από τον λογαριασμό του 353,7 εκατομμύρια ευρώ, αγόρασε την Νιουκάστλ και προσέθεσε το όνομά του στη λίστα με τους μεσανατολίτες και άραβες κροίσους που έχουν επενδύσει στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Και με την Μάντσεστερ Σίτι να ανήκει στον σεΐχη Μανσούρ από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Παρί Σεν Ζερμέν στον Νασέρ αλ Κελαϊφί από το Κατάρ, πρέπει επισήμως να μιλάμε για την «αραβοποίηση» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Και δεν είναι μόνο τα πετροδολάρια από το Κατάρ και την Σαουδική Αραβία που «επιμολύνουν» τον χώρο του ποδοσφαίρου: είναι και τα διάφορα ύποπτης και ανύποπτης φύσεως επενδυτικά funds, αμερικανικά ή μη, που αγοράζουν και πουλούν ομάδες εν ριπή οφθαλμού.

Και δίπλα σε αυτά, οι διάφοροι ρώσοι ολιγάρχες, με προεξάρχοντα τον πάλαι ποτέ ιδιοκτήτη της Τσέλσι, τον Ρομάν Αμπράμοβιτς, ο οποίος βρισκόταν στο «τιμόνι» του λονδρέζικου συλλόγου επί 19 συναπτά έτη.

Αλλά με τι αντίτιμο;

Να σε αποκαλούν «δολοφόνο» οι ίδιοι οι οπαδοί της ομάδας που αγόρασες, όπως τον Μπιν Σαλμάν; Γιατί για πολλούς οπαδούς της βρετανικής ομάδας, η εμπλοκή του Σαουδάραβα στην υπόθεση της άγριας δολοφονίας του Τζαμάλ Κασόγκι είναι δεδομένη.

Ο Κασόγκι ήταν ένας Σαουδάραβας δημοσιογράφος και πρώην γενικός διευθυντής και αρχισυντάκτης του Al-Arab News Channel, συνεργάτης της Washington Post. Στις 2 Οκτωβρίου του 2018 δηλώθηκε η εξαφάνισή του μέσα από το προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Κασόγκι βρέθηκε διαμελισμένος και δολοφονημένος μερικές ημέρες αργότερα. Σύμφωνα με τουρκικές αστυνομικές πηγές, ο Κασόγκι δολοφονήθηκε και διαμελίστηκε εντός του προξενείου από μια δεκαπενταμελή ομάδα, που έφτασε για το σκοπό αυτό από τη Σαουδική Αραβία και έφυγε μετά τη δολοφονία.

Η εφημερίδα του Μπαχρέιν «Αλ Γουάκτ» υποστήριξε τότε ότι ο Μπιν Σαλμάν ανέθεσε στον αναπληρωτή προϊστάμενο της υπηρεσίας πληροφοριών της Σαουδικής Αραβίας, Αχμάντ Ασίρι, να εκτελέσει τον Κασόγκι εντός του προξενείου.

Οι οπαδοί της Νιουκάστλ ακόμη και τώρα δεν μπορούν να συνηθίσουν τον Μπιν Σαλμάν ως ιδιοκτήτη της ομάδας. Πολλοί από αυτούς, τον «κράζουν» σε κάθε αγώνα της ομάδας.

Μια ακόμη βρετανική ομάδα υποφέρει αυτό τον καιρό από τις πράξεις και παραλείψεις των ιδιοκτητών της: Η αμερικανική οικογένεια των Γκλέιζερ σκέφτεται να πουλήσει ένα μειοψηφικό μερίδιο στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, καθώς αυξάνεται η πίεση για την εμπλοκή της στους «Κόκκινους Διαβόλους».

Πριν μερικές ημέρες, εκατοντάδες οπαδοί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ συγκεντρώθηκαν έξω από το Ολντ Τράφορντ, πριν τη σέντρα του εν εξελίξει ντέρμπι με τη Λίβερπουλ, απαιτώντας την αποχώρηση των αμερικανών ιδιοκτητών της.

“Έξω οι Γκλέιζερ (Glazer out!)”, “Αγάπα τη Γιουνάιτεντ, μίσησε τους Γκλέιζερ (Love United, Hate the Glazers)”, “Η Γιουνάιτεντ απέναντι στους Γκλέιζερ”, ήταν μερικά από τα εχθρικά συνθήματα, ενώ νωρίτερα, μια πομπή οπαδών κάλυψε τη μικρή απόσταση μεταξύ μιας παμπ, της Tollgate, και του αγάλματος της «Τριάδας» – του Τζορτζ Μπεστ, του Ντένις Λο και του Μπόμπι Τσάρλτον – ακριβώς μπροστά από το στάδιο. Στην κεφαλή της πομπής, ένα πανό έγραφε «Γιουνάιτεντ προς Πώληση (“United for $ale)», αντανακλώντας τη γενική επιθυμία να αλλάξει άμεσα χέρια ο σύλλογος.

Το Bloomberg πάντως αναφέρει ότι εδώ και καιρό ο Γκλέιζερ έχει λάβει το μήνυμα και ότι οι ιδιοκτήτες του αγγλικού συλλόγου έχουν κάνει κάποιες προκαταρκτικές συζητήσεις για το ενδεχόμενο εισαγωγής νέου επενδυτή.

Μάλιστα, «μνηστήρες» υπάρχουν, όπως φαίνεται, καθώς ο βρετανός δισεκατομμυριούχος σερ Τζιμ Ράτκλιφ, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Βρετανίας, δήλωσε προ ημερών ότι θέλει να αγοράσει την ομάδα.

«Αν ο σύλλογος είναι προς πώληση, ο Τζιμ είναι σίγουρα ένας πιθανός αγοραστής. Αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό, θα μας ενδιέφερε να μιλήσουμε για μακροπρόθεσμη ιδιοκτησία», δήλωσε στους Times εκπρόσωπος του Ράτκλιφ.

Πάντως, οι Γκλέιζερ δεν είναι ακόμη έτοιμοι να παραδώσουν τον έλεγχο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η οποία σήμερα αξίζει 5 δισεκατομμύρια λίρες, δηλαδή 6 δισεκατομμύρια ευρώ.

Ο αείμνηστος Μάλκολμ Γκλέιζερ αγόρασε τον σύλλογο το 2005 και από τότε η οικογένεια έχει αντιμετωπίσει τη δυσπιστία των πιο ένθερμων υποστηρικτών της Γιουνάιτεντ, καθώς όχι μόνο δεν έχουν δει τους τίτλους κια τα τρόπαια που τούς είχαν υποσχεθεί, ενώ επιπλέον βλέπουν την μισητή συμπολίτισσά τους, την Σίτι, να κατακτάει τα πάντα στο πέρασμά της και επιπλέον η οοικογένεια Γκλέιζερ έχει ήδη «βάλει μέσα» τον σύλλογο περίπου 500 εκατ. λίρες (600 εκατ. ευρώ).

Μετά από 19 χρόνια ως το «μεγάλο αφεντικό» της Τσέλσι, ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς κατάφερε τα πάντα: πήρε πρωταθλήματα και Τσάμπιονς Λιγκ. Ταυτόχρονα όμως, ευθύνεται για την μετατροπή της Chelsea σε «Chelski», δηλαδή μια ομάδα (υπο)στηριζόμενη από χρήματα ενός ρώσου ολιγάρχη. Με όποιο τρόπο αποκτήθηκαν, «αυγάτισαν» ή «πλύθηκαν» στους 80 βαθμούς αυτά.

Ο Ρώσος μεγιστάνας απέκτησε τους «μπλε» τον Ιούνιο του 2003, με το όραμα να τους κάνει ένα ποδοσφαιρικό μεγαθήριο αντίστοιχο των Ρεάλ Μαδρίτης και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Τους έκανε όντως. Μέχρι που βρέθηκε στο επίκεντρο των κυρώσεων της ΕΕ απέναντι στους Ρώσους ως απόρροια της εισβολής του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία.

Και ο Αμπράμοβιτς πούλησε την Τσέλσι σε μια επενδυτική κοινοπραξία που ηγείται ο αμερικανός μεγιστάνας Τοντ Μπόλι, ο οποίος είναι άγνωστο ακόμη προς τα που θα στρέψει το… μπλε καράβι. Ο Αμπράμοβιτς μάλιστα, εξέδωσε μια αποχαιρετιστήρια ανακοίνωση, στην οποία υπογραμμίζει πως «αποτέλεσε τιμή για τον ίδιον που υπήρξε μέρος της αγγλικής ομάδας την τελευταία 20ετία» και παράλληλα εύχεται «καλή επιτυχία στη νέα ιδιοκτησία».

Ο Αμπράμοβιτς υπήρξε για αρκετές φορές διχαστικό πρόσωπο στους οπαδούς της ομάδας, οι οποίοι, παρόλο που έβλεπαν διακρίσεις και τρόπαια (εν αντιθέσει με εκείνους της Γιουνάιτεντ), εντούτοις δεν ξέχασαν ποτέ τους, στα 19 αυτά χρόνια ότι της ομάδας τους ηγείτο ένας από τους πλέον κοντινούς ανθρώπους στον Πούτιν.

Αλλά και η Παρί Σεν Ζερμέν δεν διάγει δα και τις καλύτερες των ημερών της, μετά την προ εβδομάδων αποκάλυψη ότι ο ιδιοκτήτης της, ο Νασέρ Αλ Κελαϊφί, εμπλέκεται σε μια υπόθεση εκβιασμού κατά επιχειρηματία, ο οποίος ετοιμαζόταν να «ξεσκεπάσει» τον Αραβα δισεκατομμυριούχο, για παράτυπη εκλογή του Κατάρ για το φετινό Μουντιάλ.

Η γαλλική εφημερίδα Liberation σε σχετικό εκτενές ρεπορτάζ της αναφέρει ότι ο Αλ Κελαϊφί, εμπλέκεται σε μια υπόθεση εκβιασμού και παράτυπης κράτησης ενός Γαλλοαλγερινού επιχειρηματία, ο οποίος συνελήφθη τον Ιανουάριο του 2020 και κρατήθηκε ως τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, επειδή είχε στα χέρια του υλικό που αποδείκνυε διάφορες απατεωνιές του Κελαϊφί στην εκλογή του Κατάρ για την διεξαγωγή του Μουντιάλ που θα αρχίσει σε λίγες ημέρες, με το δημοσίευμα να κάνει ευθέως λόγο για μία «αυθαίρετη κράτηση» προκειμένου το ισχυρό αφεντικό της Παρί Σεν Ζερμέν να προστατέψει το όνομά του.

Ποιος είπε ότι τα «πετροδολάρια» φέρνουν την άνοιξη – ή την «καθαρότητα» στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο;

Και όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια στιγμή που σοκαριστικά είναι τα στοιχεία που αποκαλύπτονται σε σχετικό ρεπορτάζ της Guardian αναφορικά με τους μετανάστες που έχουν χάσει τη ζωή τους στα έργα για το επερχόμενο Μουντιάλ.

Για την ακρίβεια, πάνω από 6.500 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στα έργα που ξεκίνησαν το 2010. Οι πιο πολλοί από αυτούς ήταν από την Ινδία, ενώ σε αυτή τη μακάβρια λίστα ακολουθούν το Νεπάλ, το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν και η Σρι Λάνκα.

Όπως τονίζεται στο ρεπορτάζ, οι θάνατοι δεν οφείλονται μόνο σε δυστυχήματα. Για την ακρίβεια, ένα μεγάλο ποσοστό τους αποδίδεται στις κάκιστες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργατών, οι οποίοι «στοιβάζονται» σε κοντέινερ και εργάζονται για πολλές ώρες κάτω από πολύ υψηλές θερμοκρασίες.