Σαν σήμερα, στις 30 Οκτώβρη του 1960, γεννιόταν ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα στην Αργεντινή. Η φήμη των ποδοσφαιρικών του επιτευγμάτων προφυλάσσεται με αγάπη τόσο στη γενέτειρα του, η οποία από τότε που αποσύρθηκε το μεγάλο της δεκάρι, αναζητά ένα νέο Μαραντόνα για να την οδηγήσει στη κορυφή του Μουντιάλ (κάτι που ο Λιονέλ Μέσι απέτυχε μέχρι τώρα να επιτύχει) όσο και στην Ιταλική πόλη της Νάπολη. Σε αυτή τη πόλη του Ιταλικού Νότου, η φιγούρα του,κατοχυρωμένη στη δημόσια μνήμη της πόλης σε απειράριθμα γκράφιτι, και στο γήπεδο της ομώνυμης ομάδας που φέρει -μετά τον θάνατο του το 2020- τιμητικά το όνομα του, δεν είναι απλά συνώνυμη με το ποδόσφαιρο. Είναι ο προστάτης Άγιος της πόλης.

Ο ημιτελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου στις 3 Ιουλίου του 1990  διεξαγόταν στην Ιταλία. Η διοργανώτρια χώρα θα αντιμετώπιζε την Αργεντινή στην πολή της Νάπολη στην ομάδα της οποίας αγωνιζόταν με απίθανη επιτυχία ο Μαραντόνα.

Πριν τον αγώνα ο Αργεντίνος είχε προβεί σε δηλώσεις που το περιεχόμενο τους φιλοδοξούσαν να παρακινήσουν τους Ναπολιτάνους να υποστηρίξουν τη δική ομάδα, την Αργεντινή, και όχι εκείνη της πατρίδας τους της Ιταλίας.

Ο Μαραντόνα αναφέρθηκε στο γεγονός πως η χώρα είναι χωρισμένη στα δύο: ανάμεσα στον πλούσιο Βορρά και τον μονίμως φτωχό Νότο. Οι διαχωριστικές τους γραμμές ήταν έκδηλες σε κάθε έκφανση της ζωής με τους Νότιους να θεωρούνται κατώτεροι και τεμπέληδες, ανίκανοι να συναγωνιστούν τα οικονομικά επιτεύγματα του Βορρά. Ο Μαραντόνα κάλεσε τους Ναπολιτάνους να κοιτάξουν πέρα από τη σημαία που θεωρητικά ενώνει τους δύο αντικρούομενους πόλους της ευμάρειας και της ένδειας και να διαδηλώσουν την αγανάκτηση τους για τη διαιώνιση των ταξικών διακρίσεων που υφίσταντο τόσα χρόνια.

Ο ίδιος, με την ομάδα της Νάπολη, είχε καταφέρει το ακατόρθωτο: να φέρει στο ποδοσφαιρικό προσκήνιο τον ανυπόληπτο Νότο και να τον καθιερώσει σαν πρωταθλητή σε πείσμα των εύπορων βιομηχανικών πόλεων του Βορρά. Ήταν σαν επανάσταση πως το κατεστημένο κατέρρεε μπροστά στις ντρίπλες του κοντόσωμου Αργεντίνου και παρουσιαζόταν ανίκανο να τον δαμάσει όσο αυτός οδηγούσε τη Νάπολη από το ένα πρωτάθλημα στο άλλο.

Αναντίρρητα, η απόφαση του μετά τη Mπαρτσελόνα να πάει στη Νάπολη και από κοινού να αλλάξουν την ιστορία του Ιταλικού και του Παγκόσμιου ποδοσφαίρου ήταν ιστορική. Ο Μαραντόνα, στην ομάδα της Βαρκελώνης, υπήρξε σπουδαίος αλλά η μεταγραφή σε μια μεσαία δυναμικότητας ομάδα της Ιταλίας ήταν αυτή που τον έκανε τελικά θρύλο.

Πολλές φορές ένας παίχτης έχει αποκληθεί Μεσσίας, αυτός που φέρνει στην ομάδα του τη σωτηρία όταν αυτή βρίσκεται λίγο πρίν αγγίξει τα τάρταρα. Στη περίπτωση του όμως βρίσκει τη τέλεια εφαρμογή: δεν ήταν μόνο ένα ποδοσφαιρικό θαύμα που αλώνιζε ασυγκράτητος το γήπεδο, ήταν και ένας άνθρωπος που οι λαϊκές μάζες μπορούσαν να ταυτιστούν μαζί του. Ο Μαραντόνα έφερε τις οικονομικές εσχατιές της Ιταλίας στην επιφάνεια: όταν αντιλαλούσε το όνομα της Νάπολι τα στερεότυπα θρυμματίζονταν, οι θεωρούμενοι ως απόκληροι είχαν δικαίωμα στην ελπίδα.

Καταγόμενος από φτωχή οικογένεια είχε βιώσει τις συνθήκες διαβίωσης πολλών που φώναζαν το όνομα του στο γήπεδο. Μέλος μιας πολυμελούς οικογένειας ζούσε σε σπίτι χωρίς ηλεκτρισμό και νερό απροστάτευτο από το κρύο. Μόνο το ποδόσφαιρο ήταν ικανό να τον ξεκολλήσει από το περιθώριο.

Αυτές του οι προσωπικές του εμπειρίες τον έκαναν να ταχθεί με τους καταφρονημένους και τους μη προνομιούχους. Ο μεγάλος λογοτέχνης Εντουάρντο Γκαλεάνο έγραφε στους Καθρέφτες πως κανένας άλλος ποδοσφαιριστής «δεν είχε μιλήσει ανοιχτά εναντίον των αφεντικών του εμπορικού ποδοσφαίρου. Το έκανε ο πιο διάσημος και δημοφιλής όλων των εποχών, υπερασπιζόμενος τους λιγότερο διάσημους και λιγότερο δημοφιλείς παίκτες.»

To 1986, o Mαραντόνα, στα πλαίσια του Μουντιάλ του Μεξικού, σημειώνει το καλύτερο γκόλ που έχει μπεί ποτέ στη διοργάνωση. Είχε προηγηθεί το αποκαλούμενο από τον ίδιο ως χέρι του Θεού το οποίο με πονηριά το χρησιμοποίησε για να σκοράρει παρατύπως στην εστία των Άγγλων. Ο ίδιος δεν μετάνιωσε ποτέ για τη πράξη και το θεώρησε ως πράξη εκδίκησης για τα δεινά που υπέστη η χώρα του στην εμπόλεμη σύγκρουση στα νησιά Φόκλαντς. Στο δεύτερο και νικητήριο γκολ, ο ίδιος ο Θεός μπαίνει στο σώμα του και τον κάνει να ελίσσεται σαν άνεμος ανάμεσα στους αποσβολωμένους Αγγλους που ματαίως προσπαθούσαν να τον ανακόψουν. Στο τέλος της ξέφρενης διαδρομής όταν έχει περάσει τη μισή αντίπαλη ομάδα, περναει και τον τερματοφύλακα. Το πιο απίθανο γκόλ που σημειώθηκε ποτέ ήταν την ίδια ώρα ο θρίαμβος του ταλέντου αλλά και των πιστεύω του.

Απο την άλλη, σαν πραγματικός Μεσσίας, είχε θνητή πλευρά η οποία από ένα σημείο και μετά βουτήχθηκε στις καταχρήσεις και το παραλογισμό των ναρκωτικών, στις επαφές με τον υπόκοσμο, στην αποδόμηση των προοπτικών που είχε σαν ποδοσφαιριστής. Ήταν επιλογές που κάποιος μπορεί να ηθικολογήσει ή να τον αναγάγει σε κάποια μορφή καταραμένου ήρωα που στο αποκορύφωμα της δόξας αποζητά τη καταστροφή. Όταν αποχωρούσε, εν μέσω θλιβερών συνθηκών, από την αγαπημένη του Νάπολη, η πόλη και η ομάδα της δεν θα ήταν ποτέ οι ίδιες.

Όμως αυτή του εικόνα δεν μπορεί να ακυρώσει το πάθος και την ειλικρίνεια των όσων πίστευε και αποκαλύπτονταν στο τατουάζ στο δεξιό του χέρι: την εικόνα του συμπατριώτη επαναστάτη Τσε Γκεβάρα. Για αυτό το λόγο, υπήρξε υποστηρικτής των μεγάλων πολιτικών της Λατινικής Αμερικής που πρέσβευαν την ανακατανομή τους πλούτου προς τους φτωχούς, πολιτικοί όπως ο Έβο Μοράλες και Ούγκο Τσάβες ήταν προσωπικοί του φίλοι. Η φωνή του δεν σίγησε ούτε αντικρίζοντας το πλούτο του Βατικανού και την κραυγαλέα του αντίθεση με όσα κηρύσσει η χριστιανική θρησκεία της ταπεινότητας και της ενσυναίθησης του ανθρώπινου πόνου. Ούτε για τους αγώνες της Παλαιστίνης. Ενδεχομένως ο λόγος του να ηταν μερικές φορές αντιφατικός, χαμένος ίσως σε παραισθήσεις, δεν έπαψε όμως ποτέ να μιλά για τους ανθρώπους που τον λάτρευσαν στη Νάπολη: τους λιγότερο ευνοημένους, τους αποσυνάγωγους της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα είναι εκείνη μαζί με τον αγαπημένο του Φιντέλ Κάστρο. Ο Μαραντόνα δεν θαύμαζε μόνο τις επιτυχίες της Κούβας: όντας απομονωμένη από το εμπάργκο που της είχε επιβληθεί, κατάφερνε να παραμένει πιστή στο σοσιαλιστικό της όραμα, αλλά είχε εγκάρδιες σχέσεις με τον ηγέτη της. Είναι μια εικόνα από εποχή των θρύλων του Εικοστού αιώνα που όσο απομακρυνόμαστε απο αυτήν τόσο εξαντλούνται και οι προοπτικές που υποσχέθηκαν. Η εποχή που ένας παίχτης μπορούσε να αλλάξει το κόσμο όταν υπήρχε ακράδαντη η βεβαιότητα πως μπορούσε να αλλάξει.