Στη σημερινή μετανεωτερική ολυμπιακή πραγματικότητα, η χρήση αναχρονιστικών βιολογικών δεδομένων ή βιολογίστικων θεωρήσεων, βάσει των οποίων θεσμοθετήθηκαν και δομήθηκαν οι έμφυλες ιεραρχίες στον αθλητισμό αμφισβητείται και επαναπροσδιορίζεται. Σ’ ένα υπό εξέλιξη θεωρητικό διάλογο στην κοινωνική περιοχή του αθλητισμού και της φυσικής αγωγής, είναι ερευνητικά τεκμηριωμένο ότι το «ανήκειν σε ένα φύλο» είναι αποτέλεσμα πολλών και πολύπλοκων κοινωνικών διεργασιών—πέραν της βιολογικής διαφοράς. Πέρα όμως από τη σχετική δημόσια συζήτηση, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι λέει και η επιστήμη για το ζήτημα αυτό.

Σε μια νέα μελέτη, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο αξιολόγησαν τη δύναμη και την αερόβια ικανότητα των διεμφυλικών γυναικών που υποβάλλονται σε μακροχρόνια ορμονοθεραπεία, καθώς και εκείνων των cisgender ανδρών και γυναικών που βρίσκονταν στην ίδια ηλικία και σε ανάλογο επίπεδο αθλητικής δραστηριότητας. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι διεμφυλικές γυναίκες είχαν περίπου 40% μεγαλύτερη μυϊκή μάζα από τις cisgender γυναίκες. Επιπλέον, ήταν περίπου 19% πιο δυνατές και είχαν 20% μεγαλύτερη καρδιοπνευμονική ικανότητα. Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες του NCAA και των Ολυμπιακών Αγώνων, οι γυναίκες αυτές επιτρέπεται να αγωνίζονται σε αθλητικές διοργανώσεις γυναικών.

Το κατά πόσον οι διεμφυλικές γυναίκες θα πρέπει να επιτρέπεται ή όχι να συμμετέχουν σε αθλήματα μαζί με τις cisgender γυναίκες είναι αμφιλεγόμενο, με έντονα και πειστικά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές.

Όσοι αντιτίθενται στη συμμετοχή τους υποστηρίζουν γενικά ότι οι διεμφυλικές γυναίκες – οι οποίες γεννήθηκαν βιολογικά ως αρσενικά – έχουν αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των cisgender ανταγωνιστριών τους λόγω της προηγούμενης ανάπτυξής τους ως άνδρες, η οποία ενίσχυσε τις σωματικές τους ικανότητες. Όσοι τάσσονται υπέρ της συμμετοχής τους υποστηρίζουν ότι ο αποκλεισμός τους βλάπτει την ευημερία τους και παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.

Αν και είναι δύσκολο για την επιστήμη να σταθμίσει τον τελευταίο ισχυρισμό, αλλά σίγουρα μπορεί να ενημερώσει για τον πρώτο. Μια πρόσφατη μελέτη έκανε ακριβώς αυτό.

Βιολογική πραγματικότητα

Ερευνητές με έδρα το Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο στη Βραζιλία προσέλαβαν 15 υγιείς, διεμφυλικές γυναίκες με μέση ηλικία 34 ετών, οι οποίες υποβάλλονταν σε μακροχρόνια ορμονοθεραπεία επιβεβαίωσης του φύλου τους. Οι γυναίκες αυτές ξεκίνησαν τη μετάβασή τους σε μέση ηλικία 17 ετών και έπαιρναν ορμόνες κατά μέσο όρο 14,4 χρόνια. Στη συνέχεια, οι ερευνητές προσέλαβαν άνδρες και γυναίκες του ίδιου φύλου που αντιστοιχούσαν στην ηλικία και στο επίπεδο σωματικής δραστηριότητας ώστε να συγκρίνουν τα αποτελέσματα.

Όλοι οι συμμετέχοντες προσκλήθηκαν στο εργαστήριο και υποβλήθηκαν σε διάφορες μεταβολικές και σωματικές εξετάσεις. Για παράδειγμα, οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα τεστοστερόνης, τον δείκτη μάζας σώματος, τη μυϊκή μάζα και το ποσοστό σωματικού λίπους. Στη συνέχεια, η δύναμη των ατόμων αξιολογήθηκε με τη συνήθη διαδεδομένη δοκιμασία χειρολαβής και η καρδιοπνευμονική τους ικανότητα (που ορίζεται ως «η μέγιστη ικανότητα του καρδιαγγειακού συστήματος να παρέχει οξυγόνο στους ασκούμενους σκελετικούς μύες και των ασκούμενων μυών να εξάγουν οξυγόνο από το αίμα») προσδιορίστηκε μέσω τρεξίματος σε διάδρομο με αυξανόμενη δυσκολία μέχρι εξάντλησης.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, αν και οι διεμφυλικές γυναίκες είχαν περίπου τα ίδια επίπεδα τεστοστερόνης με τις cisgender γυναίκες, είχαν περίπου 40% μεγαλύτερη σκελετική μυϊκή μάζα. Επιπλέον, ήταν περίπου 19% πιο δυνατές και είχαν 20% μεγαλύτερη καρδιοαναπνευστική ικανότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι οι αθλητικοί δείκτες των διεμφυλικών γυναικών γενικά έπεσαν ακριβώς στη μέση μεταξύ των cisgender ανδρών και γυναικών.

Η Hubbard ήταν η πρώτη τρανς γυναίκα που αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες

Η ορμονοθεραπεία δεν αλλάζει εντελώς το σώμα

«Η μακροχρόνια έκθεση σε οιστρογόνα και η καταστολή της τεστοστερόνης δεν ήταν αρκετές για να μετατοπίσουν πλήρως τη σύνθεση του σώματος των διεμφυλικών γυναικών προς το γυναικείο πρότυπο, παρά τις άμεσες και έμμεσες επιδράσεις τους στο λίπος και την μυϊκή μάζα», έγραψαν οι ερευνητές.

Η έρευνα αναμφισβήτητα περιορίζεται από το μικρό μέγεθος του δείγματος. Επίσης, δεν μελετήθηκαν μαθητές γυμνασίου ή ακόμη και φοιτητές, για τους οποίους διεξάγεται έντονη δημόσια συζήτηση σχετικά με τη συμμετοχή των διεμφυλικών γυναικών σε αθλητικά αγωνίσματα. Επιπλέον, όλες οι τρανσέξουαλ γυναίκες που μελετήθηκαν έκαναν τη μετάβαση μετά την ηλικία των 12 ετών, οπότε πιθανότατα βίωσαν αρκετή σεξουαλική ανάπτυξη κατά την εφηβεία. (Η ορμονική μετάβαση δεν συνιστάται γενικά πριν από τα μέσα της εφηβείας τουλάχιστον). Τέλος, ενώ οι συμμετέχουσες έτειναν να είναι αρκετά σωματικά δραστήριες, καμία δεν ήταν επισήμως αθλήτρια.

Παρόλα αυτά, η έρευνα δείχνει ότι ακόμη και οι διεμφυλικές γυναίκες που υποβάλλονται σε μακροχρόνια ορμονοθεραπεία, με επίπεδα τεστοστερόνης συγκρίσιμα με τα επίπεδα των cisgender γυναικών, έχουν πιθανότατα ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην πρωτογενή φυσική ικανότητα σε σχέση με τις γυναίκες που γεννήθηκαν βιολογικά γυναίκες. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες του NCAA και των Ολυμπιακών Αγώνων, οι γυναίκες αυτές επιτρέπεται να αγωνίζονται σε αθλητικές διοργανώσεις γυναικών.

Το ερώτημα που γεννάται εδώ είναι τί είναι δίκαιο σε αυτή την περίπτωση; Σίγουρα οι  ισχύοντες κανόνες του NCAA και των Ολυμπιακών Αγώνων, να επιτρέπεται στις διεμφυλικές γυναίκες να αγωνίζονται σε αθλητικές διοργανώσεις γυναικών είναι ένα πολύ μεγάλο βήμα ως προς την συνολίκή πρόοδο της κοινωνίας σε ό,τι αφοράτα έμφυλα ζητήματα. Ωστόσο, ποια θα ήταν η λύση που να εξισορροπεί την ένταξη των τρανς γυναικών στο γυναικείο αθλητισμό, ενώ ταυτόχρονα θα εγγυάται την ανταγωνιστική δικαιοσύνη και ασφάλεια; Μάλλον κάποια μαγική λύση δεν υπάρχει και ίσως θα πρέπει εν τέλει να δοθεί μια προτεραιότητα σε ένα από τα δύο. Και η ΔΟΕ με την πρόσφατη απόφασή της η οποία αναφέρει ότι δεν χρειάζεται οι τρανς γυναίκες να μειώνουν την τεστοστερόνη τους για να ανταγωνιστούν τις cisgender γυναίκες, επιλέγει να πάει ένα βήμα παραπέρα και να αγνοήσει την επιστήμη για το φύλο, το γένος και τις επιδόσεις και να εστιάσει κυρίως στην ένταξη. Εν κατακλείδη, η γέννηση, και η ζωή αποτυπώνουν με βιολογικούς όρους την ανθρώπινη διαδρομή, αλλά αποκτούν νόημα μόνο μέσα σε συλλογικά συμφραζόμενα.