Ο Jean Cocteau, ένας από τους πιο πολυσχιδείς δημιουργούς του 20ού αιώνα, ήταν ένα πλάσμα που περιπλανιόταν στα όρια της πραγματικότητας και του ονείρου, σε κόσμους όπου το φως και η σκιά συνυπάρχουν αρμονικά. Το έργο του, είτε πρόκειται για ποίηση, κινηματογράφο, ζωγραφική ή θέατρο, ήταν πάντα μια μορφή μαγικού καθρέφτη, που αναδείκνυε το κρυμμένο βάθος πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Σαν ένας αλχημιστής της τέχνης, ο Cocteau δημιουργούσε κόσμους γεμάτους φαντασία, όπου τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και την ψευδαίσθηση έμοιαζαν να διαλύονται.

Στο κέντρο του καλλιτεχνικού του σύμπαντος, ο Cocteau έθεσε τον Άνθρωπο, όχι ως κυρίαρχο της φύσης ή του μυστηρίου, αλλά ως έναν ταπεινό ταξιδιώτη, παγιδευμένο ανάμεσα στις δυνάμεις του σύμπαντος και τις δικές του αδυναμίες. Στις ταινίες του, όπως το “La Belle et la Bête” ή το “Orphée”, βλέπουμε τη μαγεία να εισχωρεί στις καθημερινές στιγμές, τη φαντασία να ελευθερώνει την ψυχή, αλλά και να εγκλωβίζει το σώμα. Η κάμερά του συλλαμβάνει το αόρατο, σαν να αποτυπώνει τις φευγαλέες στιγμές ανάμεσα στο ξύπνημα και τον ύπνο, όταν η λογική υποχωρεί και το άλογο αναδύεται. Σε αυτόν τον ονειρικό τόπο, τα αντικείμενα ζωντανεύουν, οι τοίχοι αναπνέουν και οι καθρέφτες ανοίγουν πύλες σε άλλες διαστάσεις.

Η ποίησή του, από την άλλη πλευρά, ήταν σαν μια εσωτερική εξομολόγηση, γεμάτη από την αγωνία και το πάθος ενός ανθρώπου που αναζητούσε τη δική του αλήθεια, παλεύοντας με το βάρος της ίδιας του της φαντασίας. Οι λέξεις του ήταν συχνά απλές, μα κάθε μία τους κουβαλούσε μέσα της μια κοσμική σοφία, σαν μικρά κομμάτια ενός αχανούς παζλ που οι αναγνώστες του καλούνταν να συμπληρώσουν. Ήταν σαν να προσκαλούσε το κοινό του να κοιτάξει πέρα από τον ορίζοντα της καθημερινότητας, να βυθιστεί στην αβεβαιότητα του ονείρου, εκεί όπου ο χρόνος χάνει τη γραμμικότητά του και η ζωή γίνεται ποίημα, εικόνα, μύθος.

Και κάπως έτσι, ο Jean Cocteau, με την ευαίσθητη, εκκεντρική του ψυχή, συνεχίζει να μαγεύει. Μας οδηγεί σε μια περιπλάνηση στα πιο απόκρυφα μονοπάτια της ύπαρξης, υπενθυμίζοντάς μας ότι η τέχνη, όπως και το όνειρο, δεν γνωρίζει όρια. Μπορεί να μας απελευθερώσει, να μας τυλίξει και να μας μεταμορφώσει σε κάτι βαθύτερο, πιο αληθινό, μα και πιο ακατανόητο. Σε αυτό το ταξίδι, ο Cocteau δεν υπήρξε ποτέ απλός οδηγός, αλλά ένας συνοδοιπόρος που μας έσπρωχνε να κοιτάξουμε μέσα στον καθρέφτη και να αποδεχθούμε το άγνωστο που κρύβεται στο βάθος του.

Λίγες είναι οι μορφές του 20ού αιώνα που μοιάζουν να περιπλανιούνται ανάμεσα στη φήμη και την αινιγματικότητα τόσο όσο ο Jean Cocteau. Μοιάζει σαν να περπατά σε έναν ομιχλώδη κήπο, πάντα ορατός, αλλά ποτέ πραγματικά κατανοητός, σαν μια φιγούρα που ξεγλιστρά από το βλέμμα μας, αφήνοντας πίσω της μόνο αχνά ίχνη, αδύνατο να τα ακολουθήσεις ως το τέλος. Ο ίδιος, σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, μίλησε για την παράδοξη φύση της ύπαρξής του: διάσημος αλλά άγνωστος, σαν κάποιος που βρίσκεται πάντα μπροστά στα φώτα, και ταυτόχρονα χάνεται μέσα στη σκιά του ίδιου του του έργου.

«Δεν εκθέτω, εκτίθεμαι», έλεγε, σαν να άνοιγε ένα παράθυρο στην ψυχή του, αποκαλύπτοντας την ευάλωτη ουσία της δημιουργίας του. «Εκτίθεμαι στη γελοιότητα». Οι λέξεις του αυτές έμοιαζαν να απλώνονται σαν πέπλα που τον κάλυπταν, δείχνοντας πως το να είναι καλλιτέχνης δεν είναι μόνο να δημιουργείς, αλλά να παραδίδεις τον εαυτό σου, να αφήνεσαι σε ένα αιώνιο παιχνίδι ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Δεν ήταν ποτέ απλά ένας δημιουργός, αλλά ένας τεράστιος μυστηριώδης καθρέφτης, όπου ο κάθε θεατής έβλεπε κάτι διαφορετικό, κάτι που έμενε ασαφές αλλά και συνάμα αποκαλυπτικό.

Ο Cocteau, αυτός ο «βαρώνος φάντασμα της γαλλικής τέχνης», όπως τον χαρακτήρισε η Le Monde, δεν περπατούσε ποτέ μόνος του. Στη διαδρομή του, συναντούσε καλλιτέχνες, ποιητές, ηθοποιούς, κάθε προσωπικότητα του καιρού του, σαν να τους έλκυε με τη μυστηριώδη ενέργειά του. Βραβευμένος από την Γαλλική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών, τόσο λατρεύτηκε όσο και μισήθηκε, γιατί δεν ήταν αυτό που περίμενε κάποιος από τον μοντέρνο καλλιτέχνη. Ήταν το αρνητικό της εικόνας – όχι μόνο μια παραλλαγή, αλλά ένα πλήρες αντίθετο. Σαν ένα όνειρο που δεν μπορούσε να εξηγήσει κανείς, αλλά που άφηνε το στίγμα του βαθιά χαραγμένο στη συνείδηση.

Εστέτ, κοσμικός, νάρκισσος και απίστευτα φιλόδοξος, αναζήτησε τη φήμη, το θαυμασμό, την ηδονή, ασχολήθηκε με όλα, με την ποίηση, τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, με την τέχνη, με την μόδα ακόμα και με τον κινηματογράφο. Βέβαια, αν κάποιος κοιτάξει με προσοχή στις λεπτομέρειες της ζωής του, θα καταλάβει ότι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο έργο του ήταν η ίδια του η ζωή. «Μια οριζόντια πτώση», όπως έλεγε και ο ίδιος, ποιητική και σουρεαλιστική, γεμάτη πάθη και τραγική «αγωνία». Θεωρώντας τον εαυτό του ένα ταπεινό όχημα ξένων δυνάμεων προς τη συνείδηση και τη λογική, πολλαπλασίαζε συνέχεια τα εκφραστικά του μέσα για να παγιδεύσει «τη νύχτα που οι αιώνες συσσωρεύουν στο άτομό μου».

Είναι περίεργο, πώς καμιά φορά ορισμένοι άνθρωποι ζουν τόσο κοντά με το θάνατο, ώστε να εξοικειώνονται τόσο καλά με την σκοτεινή εικόνα του και ύστερα να την περιγράφουν στα έργα τους με ένα υπερφυσικό τρόπο. Ο Cocteau γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1889, σένα αστικό προάστιο των Βερσαλιών. Οι βιογράφοι αναφέρουν ότι ο Cocteau ήταν ένα παραχαϊδεμένο παιδί, ευαίσθητο, νευρικό και με δύσκολο χαρακτήρα. Ο πατέρας του Georges Cocteau, δικηγόρος και ερασιτέχνης ζωγράφος, αυτοκτόνησε όταν ο μικρός Jean ήταν εννέα ετών. Η αυτοκτονία του πατέρα έπεσε πάνω ακριβώς στους ενθουσιασμούς της παιδικής ηλικίας.

Βαθιά ταραγμένος από το χαμό του πατέρα του, εύθραυστος, φιλάσθενος, ψάχνοντας την παραμικρή δικαιολογία για να μην πάει σχολείο, είχε ως μοναδικό σκοπό τα χάδια της μητέρας του, η οποία με τη σειρά της δεν περίμενε τίποτα παρά μόνο αυτά τα χάδια και ή να διασκεδάζει ντύνοντάς τον με γυναικεία ρούχα. Προς μεγάλη της ευχαρίστηση μάλιστα, αφού όταν γεννήθηκε εκείνη περίμενε ένα κορίτσι. Ωστόσο, για τον μικρό Jean τίποτα δεν θα είναι ξανά το ίδιο στην ζωή του. Όμως τόσο η μητέρα του, όσο και οι έμπιστες, οι φίλες, οι ερωμένες και οι μούσες που ακολούθησαν, σημάδεψαν όλες, κάθε μια με τη σειρά της, τη ζωή του καλλιτέχνη. Ο παππούς του, βιολιστής και φίλος του Rossini, τον μύησε αισθητικά στην Τέχνη. Ωστόσο, γύρω στα δεκαπέντε του ο Jean Cocteau το έσκασε από το θείο του ο οποίος είχε την κηδεμονία του και η αστυνομία τον ανακάλυψε να κάνει βόλτες στους κακόφημους δρόμους της Μασσαλίας και τον γύρισε πίσω. Από την εφηβική του ηλικία ο Cocteau άρχισε να χρησιμοποιεί τις οικογενειακές γνωριμίες προκειμένου να βοηθήσει έτσι την καριέρα του.

Σε έναν ονειρικό χορό με τις σκιές της ιστορίας, ο Jean Cocteau θα συναντήσει τον Proust, την αυτοκράτειρα Ευγενία και άλλες φιγούρες του αριστοκρατικού κύκλου, φιγούρες που πλανώνται σαν φαντάσματα του 19ου αιώνα. Οι συζητήσεις τους, γεμάτες από την αίσθηση ενός παρελθόντος μεγαλείου, θα αφήσουν τον Cocteau με την αίσθηση πως βρίσκεται σε έναν κόσμο που ξεθωριάζει, σε έναν κόσμο που δεν ανήκει πλέον στο παρόν, ούτε στο μέλλον. Θα νιώσει το κάλεσμα της αλλαγής, σαν ένα αόρατο χέρι να τον τραβά απαλά, ωθώντας τον προς μια νέα κατεύθυνση, προς τον μοντερνισμό, προς την ανανέωση της Τέχνης.

Ο Cocteau, με μια προφητική διαίσθηση, θα καταλάβει ότι ο μοντερνισμός δεν είναι απλώς μια νέα αισθητική, αλλά το ίδιο το ρεύμα που θα μεταμορφώσει την εποχή του. Αυτός ο άνεμος αλλαγής θα τον παρασύρει σε όλα όσα θα δημιουργήσει – στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στη ζωγραφική. Το πρώτο του ποιητικό βήμα στον κόσμο θα γίνει στις 4 Απριλίου 1908, σε ένα θέατρο που λουσμένο από τα φώτα της φαντασίας, στα Ηλύσια Πεδία, θα ακούσει τις λέξεις του να αντηχούν σαν ψίθυροι από ένα μέλλον που έρχεται να τον συναντήσει. Η επιτυχία θα του χαρίσει την ώθηση να εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή, “Το λυχνάρι του Αλαντίν”, μια πύλη προς έναν κόσμο μαγικό, γεμάτο φως και όνειρα. Και αμέσως μετά, σαν μια μαριονέτα που χορεύει υπό τον ήχο των λέξεων, θα ακολουθήσει “Ο Επιπόλαιος Πρίγκηπας” το 1909 και “Ο χορός του Σοφοκλή” το 1912, κάθε συλλογή ένα βήμα προς την αυτοανακάλυψη.

Το 1913, στα 24 του χρόνια, το πνεύμα του Cocteau θα ταξιδέψει στην Ελβετία, όπου μαζί με τον Ιγκόρ Στραβίνσκι θα ονειρευτούν το μπαλέτο “Δαβίδ”, μια παράσταση που θα συνδέσει τη μουσική και την κίνηση, όπως τα όνειρα συνδέουν τις στιγμές της νύχτας με τον άγνωστο κόσμο του υποσυνείδητου. Όμως, το έργο αυτό θα μείνει ανολοκλήρωτο, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα όνειρα, όταν η πραγματικότητα παρεμβαίνει, καθώς ο Στραβίνσκι θα επιστρέψει στο Παρίσι για να δουλέψει πάνω στο μπαλέτο “Το Αηδόνι”.

Και τότε, με το ξέσπασμα του πολέμου, θα γεννηθεί το πρώτο πεζό έργο του Cocteau, “Ο Ποτομάκ”. Ένα σουρεαλιστικό δημιούργημα, σαν έναν λαβύρινθο χωρίς ορατό κέντρο, γεμάτο από εικόνες, σκέψεις και όνειρα, που κυλούν σαν ποτάμι μέσα από το μυαλό του αναγνώστη. Στην καρδιά του, μια τεράστια μέδουσα, μια μορφή μυθική και παράδοξη, απλώνει τα πλοκάμια της στη συνείδηση και το υποσυνείδητο, οδηγώντας την πλοκή όπως ένας ασθενής στην ψυχανάλυση απελευθερώνει τις ασύνδετες σκέψεις του για να ανακαλύψει το κρυμμένο νόημα πίσω από τα λόγια. Το κείμενο αυτό, μαζί με τα σχέδια που το συνοδεύουν, είναι σαν τα πρώτα ψήγματα μιας καλλιτεχνικής φωνής που σύντομα θα ακουστεί καθαρά, σφραγίζοντας το ύφος και την αισθητική του Cocteau, ένας προάγγελος των όσων θα ακολουθήσουν, ένα όνειρο που αρχίζει να ξεδιπλώνεται στο σκοτάδι της νύχτας.

Στην αρχή του πολέμου (1914-1915) θα εκδώσει το περιοδικό “Η Λέξη”, θα διασκευάσει για το τσίρκο το “Όνειρο θερινής νυκτός” του Σαίξπηρ, θα συχνάζει στα καλλιτεχνικά στέκια της Μονμάρτης, θα γνωριστεί με τον Picasso, τον Modigliani, τον Apollinaire, και τον Bretton. Από όλους αυτούς η προσωπικότητα και το στυλ του Πικάσο θα ασκήσουν καθοριστική επιρροή στον Cocteau και το 1919 θα γράψει προς τιμήν του το ποιήμα “Ωδή στον Πικάσο”. Γνωρίζεται ακόμη με τον αεροπόρο Ρολάν Γκαρός και τον ακολουθεί στις αεροπορικές του επιδείξεις, από τις οποίες εμπνέεται για την ποιητική του συλλογή “Το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας”. Την ίδια περίοδο συναντά και την Coco Chanel, στην οποία αργότερα θα αναθέσει να σχεδιάσει τα κοστούμια για την “Αντιγόνη” και άλλα θεατρικά του έργα. Στις αρχές της δεκαετίας του 20 ο ντανταϊσμός και ο σουρεαλισμός είναι τα δύο βασικά κινήματα της εποχής. O πρόωρος θάνατος του αγαπημένου του φίλου και συγγραφέα Raymonde Radiguet σε ηλικία είκοσι χρονών θα βυθίσει τον Cocteau σε βαθιά θλίψη και απελπισία με αποτέλεσμα να αρχίσει να καπνίζει συστηματικά όπιο.

Το 1929 ο Cocteau γράφει το γνωστό μονόπρακτο “Η ανθρώπινη φωνή”, ένα σπαρακτικό τηλεφωνικό μονόλογο μιας γυναίκας προς τον εραστή της που την εγκαταλείπει για να παντρευτεί. Το 1930 θα γυρίσει την πρώτη του κινηματογραφική ταινία “Το αίμα ενός ποιητή”, το 1932 γράφει τη “Δαιμόνια μηχανή”, ελεύθερη διασκευή του οιδιπόδειου μύθου, το 1933 ανεβάζει το μονόπρακτο “Το φάντασμα της Μασσαλίας” με την Edith Piaf, το 1934 δημοσιεύει το ποίημα “Μυθολογία” με εικονογράφηση του De Chirico, τον οποίο είχε υπερασπιστεί το 1925 όταν δεχόταν επίθεση από τους σουρεαλιστές, ενώ το 1937 σηματοδοτείται από τη γνωριμία του Cocteau με τον ηθοποιό Jean Marais, τον οποίο πρωτοεμφανίζει στο θέατρο με τον “Οιδίποδα Τύραννο”. Στη διάρκεια της κατοχής, σε αντίθεση με τους περισσότερους διανοούμενους ο Cocteau δεν θα εγκαταλείψει το Παρίσι. Το 1945 θα ξεκινήσει τα γυρίσματα της ταινίας “Η Πεντάμορφη και το Τέρας”. Το έργο αυτό, εμπνευσμένο από το γνωστό παραμύθι με πρωταγωνιστή τον Marais, αποτελεί αποκορύφωμα του σουρεαλιστικού συμβολισμού (ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα) και θα επηρεάσει αργότερα πολλούς σκηνοθέτες όπως ο Bergman και ο Truffaut.

Orphée, 1950

Σαν να υπήρξε περισσότερο Έλληνας από τους Έλληνες, ο Cocteau ερμήνευσε τους μύθους με τέτοιο τρόπο που φανέρωσε την διαχρονικότητά τους, τονίζοντας την αιώνια πάλη του ανθρώπου με τη μοίρα, την επιθυμία και την πραγματικότητα. Το ίδιο του το σπίτι, διακοσμημένο από τον ίδιο με θέματα εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία, υπήρξε μια ζωντανή αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο οι μύθοι έθρεψαν την καλλιτεχνική του ψυχή. Η επίσκεψή του στα ελληνικά νησιά το 1952 δεν ήταν τυχαία· το λιτό τοπίο, η ξηρασία, τα ανελέητα μελτέμια και η ταπεινότητα της καθημερινής ζωής τον γαλήνευαν. Εδώ βρήκε ένα είδος πνευματικής ανακωχής, μια επιστροφή σε μια προαιώνια αλήθεια που ο ίδιος αναζητούσε μέσα από την τέχνη του.

Και όμως, παρά την αγάπη του για την Ελλάδα, τα θεατρικά του έργα σπάνια παίχτηκαν στη χώρα μας. Μονάχα το μονόπρακτο “Ανθρώπινη Φωνή” άφησε μια ανεξίτηλη σφραγίδα στην αθηναϊκή σκηνή, κυρίως χάρη στη συγκλονιστική ερμηνεία της Έλλης Λαμπέτη. Ίσως αυτή η σχετική αδιαφορία προς το θεατρικό του έργο στην Ελλάδα να αντανακλά την ευρύτερη φύση του Cocteau: μια προσωπικότητα που ήταν πάντα λίγο έξω από το πλαίσιο, πάντα λίγο παρεξηγημένη. Ο ίδιος το συνόψισε με τρόπο λακωνικό, αλλά ουσιώδη, στην ποιητική του διαθήκη “Ρέκβιεμ” (1962): «Θα ήταν δίκαιο να με εξηγήσουν αφού πρώτα με έχουν παρεξηγήσει». Μια δήλωση που αποκαλύπτει τη βαθιά επίγνωση του Cocteau για το παράδοξο της ύπαρξής του: ήταν καταδικασμένος να παραμένει ένα μυστήριο για όσους προσπαθούσαν να τον κατανοήσουν, αλλά και ανοιχτός σε αυτούς που ήταν διατεθειμένοι να τον προσεγγίσουν με μια ματιά πέρα από το προφανές.

Καθώς γερνούσε, αντί να παραδοθεί στο βάρος της ηλικίας, στράφηκε στις γραφικές τέχνες, αναζητώντας νέους τρόπους έκφρασης. Παράλληλα, αγωνιζόταν ενάντια στο άγχος των γηρατειών με τρόπους εκκεντρικούς, όπως το λίφτινγκ και η υιοθέτηση μιας ιδιαίτερης εμφάνισης με δερμάτινα παντελόνια και κάπες ταυρομάχου. Ήταν ένας ακαδημαϊκός που αρνήθηκε να συμβιβαστεί με τις συμβάσεις, ένας άνθρωπος που αγκάλιασε την εκκεντρικότητα ως στάση ζωής. Ο θάνατός του, το 1963, ήταν απόλυτα συνυφασμένος με τον μύθο που είχε δημιουργήσει γύρω από τον εαυτό του. Ετοιμάζοντας μια εκπομπή για την Edith Piaf, πληροφορήθηκε τον θάνατό της και απάντησε με το χαρακτηριστικό του ύφος: «Α, η Piaf είναι νεκρή, τώρα μπορώ να πεθάνω». Και έτσι έγινε, αφήνοντας τον κόσμο, όχι με μια συνηθισμένη έξοδο, αλλά με μια τελευταία, παράδοξη χειρονομία που ταίριαζε απόλυτα με τις εμμονές και το δράμα της ζωής του.

Ο Cocteau υπήρξε, τελικά, μια φιλοσοφική παραβολή για το πώς η τέχνη και η ζωή αλληλοδιαπλέκονται, και πώς η αναζήτηση της αλήθειας μέσα από την τέχνη οδηγεί πάντα στη βαθύτερη κατανόηση του εαυτού. Ένας άνθρωπος που διαρκώς εκτίθεται, που ρισκάρει να παρεξηγηθεί, γνωρίζοντας ότι μόνο μέσα από την παρεξήγηση μπορεί να αποκαλυφθεί το αληθινό.

 

 

☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookX/Twitter και Instagram.