Είναι πολύ λίγα εκείνα τα πολύ σπουδαία πρόσωπα στην ιστορία του εικοστού αιώνα που παραμένουν τόσο διάσημα και συγχρόνως ουσιαστικά άγνωστα, όσο ο Jean Cocteau. To είχε πει και ο ίδιος, άλλωστε, σε μια από τις συνεντεύξεις των τελευταίων χρόνων της ζωής του, προσθέτοντας όμως ότι το να είναι κανείς διάσημος και άγνωστος σημαίνει ότι είναι διατεθειμένος στην έκθεση και προσφέρεται για να τον ανακαλύψουμε. «Δεν εκθέτω, εκτίθεμαι, εκτίθεμαι στην γελοιότητα», έλεγε χαρακτηριστικά όπου τον ρωτούσαν για την τέχνη του.

O Cocteau, o «βαρώνος φάντασμα της γαλλικής τέχνης» όπως τον αποκάλεσε κάποτε η Le Monde, γνώρισε στο πέρασμά του τους πάντες. Βραβεύτηκε από την Γαλλική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών, αγαπήθηκε αλλά και μισήθηκε με πάθος, γιατί στην ουσία αποτέλεσε το αρνητικό της εικόνας που κάποιος μπορεί να έχει για τον μοντέρνο καλλιτέχνη των αρχών του αιώνα.

Εστέτ, κοσμικός, νάρκισσος και απίστευτα φιλόδοξος, αναζήτησε τη φήμη, το θαυμασμό, την ηδονή, ασχολήθηκε με όλα, με την ποίηση, τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, με την τέχνη, με την μόδα ακόμα και με τον κινηματογράφο. Βέβαια, αν κάποιος κοιτάξει με προσοχή στις λεπτομέρειες της ζωής του, θα καταλάβει ότι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο έργο του ήταν η ίδια του η ζωή. «Μια οριζόντια πτώση», όπως έλεγε και ο ίδιος, ποιητική και σουρεαλιστική, γεμάτη πάθη και τραγική «αγωνία». Θεωρώντας τον εαυτό του ένα ταπεινό όχημα ξένων δυνάμεων προς τη συνείδηση και τη λογική, πολλαπλασίαζε συνέχεια τα εκφραστικά του μέσα για να παγιδεύσει «τη νύχτα που οι αιώνες συσσωρεύουν στο άτομό μου».

Είναι περίεργο, πώς καμιά φορά ορισμένοι άνθρωποι ζουν τόσο κοντά με το θάνατο, ώστε να εξοικειώνονται τόσο καλά με την σκοτεινή εικόνα του και ύστερα να την περιγράφουν στα έργα τους με ένα υπερφυσικό τρόπο. Ο Cocteau γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1889, σένα αστικό προάστιο των Βερσαλιών. Οι βιογράφοι αναφέρουν ότι ο Cocteau ήταν ένα παραχαϊδεμένο παιδί, ευαίσθητο, νευρικό και με δύσκολο χαρακτήρα. Ο πατέρας του Georges Cocteau, δικηγόρος και ερασιτέχνης ζωγράφος, αυτοκτόνησε όταν ο μικρός Jean ήταν εννέα ετών. Η αυτοκτονία του πατέρα έπεσε πάνω ακριβώς στους ενθουσιασμούς της παιδικής ηλικίας.

Βαθιά ταραγμένος από το χαμό του πατέρα του, εύθραυστος, φιλάσθενος, ψάχνοντας την παραμικρή δικαιολογία για να μην πάει σχολείο, έχει ως μοναδικό σκοπό τα χάδια της μητέρας του, η οποία με τη σειρά της δεν περιμένει τίποτα παρά μόνο αυτά τα χάδια και διασκεδάζει ντύνοντάς τον με γυναικεία ρούχα. Προς μεγάλη της ευχαρίστηση μάλιστα, αφού όταν γεννήθηκε αυτή περίμενε κορίτσι. Ωστόσο, για τον Jean τίποτα δεν θα είναι ξανά το ίδιο στην ζωή του. Όμως τόσο η μητέρα του, όσο και οι έμπιστες, οι φίλες, οι ερωμένες και οι μούσες που ακολούθησαν, σημάδεψαν όλες, κάθε μια με τη σειρά της, τη ζωή του καλλιτέχνη. Ο παππούς του, βιολιστής και φίλος του Rossini, τον μυεί αισθητικά στην Τέχνη. Ωστόσο, γύρω στα δεκαπέντε του ο Jean Cocteau θα το σκάσει από το θείο του ο οποίος είχε την κηδεμονία του και η αστυνομία θα τον ανακαλύψει να κάνει βόλτες στους κακόφημους δρόμους της Μασσαλίας και θα τον γυρίσει πίσω. Από την εφηβική του ηλικία ο Cocteau αρχίζει να χρησιμοποιεί τις οικογενειακές γνωριμίες προκειμένου να βοηθήσει έτσι την καριέρα του.

Θα συναντηθεί με τον Proust, με την αυτοκράτειρα Ευγενία και άλλα σημαντικά πρόσωπα του αριστοκρατικού κύκλου, αλλά σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι τόσο οι γνωριμίες του όσο και η μόρφωσή του εστιάζονται στο ύφος του 19ου αιώνα ενώ εκείνος πιστεύει ότι είναι καιρός να στρέψει το ενδιαφέρον του προς τον μοντερνισμό, με την αισθητική έννοια του όρου.

Κατά τρόπο προφητικό, αυτό θα είναι και το κυρίαρχο ρεύμα που θα σφραγίσει την εποχή και το έργο του στη λογοτεχνία, το θέατρο, τον κινηματογράφο και τη ζωγραφική. Η πρώτη δημόσια ανάγνωση των ποιημάτων του έγινε στις 4 Απριλίου 1908 στο θέατρο του Φεμινά στα Ηλύσια Πεδία. Η επιτυχία της εκδήλωσης αυτής οδηγεί τον ποιητή στη δημοσίευση, την ίδια χρονιά, της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τίτλο “Το λυχνάρι του Αλαντίν”, ενώ τον επόμενο χρόνο θα ακολουθήσει η συλλογή “Ο επιπόλαιος πρίγκηπας” και το 1912 “Ο χορός του Σοφοκλή”.

Το 1913, σε ηλικία 24 ετών, ετοιμάζει στην Ελβετία μαζί με τον Στραβίνσκι το μπαλέτο “Δαβίδ”, που όμως θα διακοπεί επειδή ο συνθέτης επέστρεψε στο Παρίσι προκειμένου να εργαστεί πάνω στο μπαλέτο “Το αηδόνι”. Με το ξέσπασμα του πολέμου, ο Cocteau ολοκληρώνει το πρώτου πεζό έργο, με τον τίτλο “Ο Ποτομάκ”. Ένα σουρεαλιστικό έργο, επιφανειακά χωρίς λογική δομή, που αναφέρεται στα ποιητικά όνειρα μιας τεράστιας μέδουσας. Η πλοκή ωστόσο του έργου θυμίζει, όχι τυχαία, την τεχνική των λεγόμενων ελεύθερων συνειρμών στην ψυχανάλυση. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, ο ασθενής λέει ασυνάρτητα ό,τι σκέφτεται ή ό,τι περνάει από το μυαλό του προκειμένου να εκφράσει το υποσυνείδητο του. Τόσο το κείμενο, όσο και τα σχέδια που το συνοδεύουν αποτελούν προάγγελο του κατοπινού ύφους και γενικότερα της αισθητικής του Cocteau.

Στην αρχή του πολέμου (1914-1915) θα εκδώσει το περιοδικό “Η Λέξη”, θα διασκευάσει για το τσίρκο το “Όνειρο θερινής νυκτός” του Σαίξπηρ, θα συχνάζει στα καλλιτεχνικά στέκια της Μονμάρτης, θα γνωριστεί με τον Picasso, τον Modigliani, τον Apollinaire, και τον Bretton. Από όλους αυτούς η προσωπικότητα και το στυλ του Πικάσο θα ασκήσουν καθοριστική επιρροή στον Cocteau και το 1919 θα γράψει προς τιμήν του το ποιήμα “Ωδή στον Πικάσο”. Γνωρίζεται ακόμη με τον αεροπόρο Ρολάν Γκαρός και τον ακολουθεί στις αεροπορικές του επιδείξεις, από τις οποίες εμπνέεται για την ποιητική του συλλογή “Το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας”. Την ίδια περίοδο συναντά και την Coco Chanel, στην οποία αργότερα θα αναθέσει να σχεδιάσει τα κοστούμια για την “Αντιγόνη” και άλλα θεατρικά του έργα. Στις αρχές της δεκαετίας του 20 ο ντανταϊσμός και ο σουρεαλισμός είναι τα δύο βασικά κινήματα της εποχής. O πρόωρος θάνατος του αγαπημένου του φίλου και συγγραφέα Raymonde Radiguet σε ηλικία είκοσι χρονών θα βυθίσει τον Cocteau σε βαθιά θλίψη και απελπισία με αποτέλεσμα να αρχίσει να καπνίζει συστηματικά όπιο.

Το 1929 ο Cocteau γράφει το γνωστό μονόπρακτο “Η ανθρώπινη φωνή”, ένα σπαρακτικό τηλεφωνικό μονόλογο μιας γυναίκας προς τον εραστή της που την εγκαταλείπει για να παντρευτεί. Το 1930 θα γυρίσει την πρώτη του κινηματογραφική ταινία “Το αίμα ενός ποιητή”, το 1932 γράφει τη “Δαιμόνια μηχανή”, ελεύθερη διασκευή του οιδιπόδειου μύθου, το 1933 ανεβάζει το μονόπρακτο “Το φάντασμα της Μασσαλίας” με την Edith Piaf, το 1934 δημοσιεύει το ποίημα “Μυθολογία” με εικονογράφηση του De Chirico, τον οποίο είχε υπερασπιστεί το 1925 όταν δεχόταν επίθεση από τους σουρεαλιστές, ενώ το 1937 σηματοδοτείται από τη γνωριμία του Cocteau με τον ηθοποιό Jean Marais, τον οποίο πρωτοεμφανίζει στο θέατρο με τον “Οιδίποδα Τύραννο”. Στη διάρκεια της κατοχής, σε αντίθεση με τους περισσότερους διανοούμενους ο Cocteau δεν θα εγκαταλείψει το Παρίσι. Το 1945 θα ξεκινήσει τα γυρίσματα της ταινίας “Η Πεντάμορφη και το Τέρας”. Το έργο αυτό, εμπνευσμένο από το γνωστό παραμύθι με πρωταγωνιστή τον Marais, αποτελεί αποκορύφωμα του σουρεαλιστικού συμβολισμού (ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα) και θα επηρεάσει αργότερα πολλούς σκηνοθέτες όπως ο Bergman και ο Truffaut.

Beauty and the Beast, 1946

O πολυτάλαντος Jean Cocteau αγάπησε πολύ την Ελλάδα, όπως πιστοποιεί το έργο του, κυρίως το ζωγραφικό του, εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία. Το σπίτι του ήταν ζωγραφισμένο στο εσωτερικό, από τον ίδιο, με θέματα από την ελληνική μυθολογία. Η πολυσυζητημένη ελληνικότητά του, κατά ένα παράδοξο τρόπο, φαίνεται να έγκειται στο γεγονός ότι υπήρξε περισσότερο Έλληνας από τους Ελληνες, παίζοντας με τους μύθους τους για να τονίσει αυτό για το οποίο οι μύθοι είναι προορισμένοι: την αυτογνωσία των ανθρώπου. To 1952 επισκέφθηκε τα ελληνικά νησιά, και η αλήθεια είναι ότι το λιτό τοπίο, η ξηρασία, τα μελτέμια και η φτώχεια των νησιών τον γαλήνευαν, αν και τα θεατρικά του έργα σπάνια παίχτηκαν στην χώρα μας το μονόπρακτο “Ανθρώπινη φωνή” έχει μείνει στη μνήμη του αθηναϊκού θεατρόφιλου κοινού με την καθοριστική ερμηνείας της Έλλης Λαμπέτη.

Ο ίδιος ο Cocteau, στην ποιητική του διαθήκη “Ρέκβιεμ” (1962) γράφει «Θα ήταν δίκαιο να με εξηγήσουν αφού πρώτα με έχουν παρεξηγήσει». Στην τελευταία δεκαετία του ζωής του στράφηκε στις γραφικές τέχνες, καταπολέμησε το άγχος της ηλικίας και των γηρατειών κάνοντας λίφτινγκ και έγινε ο πιο εκκεντρικός ακαδημαϊκός, φορώντας δερμάτινα παντελόνια και κάπες ταυρομάχου. Πέθανε το 1963, μ’ έναν τρόπο παράδοξο, ταιριαστό, ωστόσο, με τις εμμονές της υπόλοιπης ζωής του. Ετοίμαζε μια εκπομπή για την Edith Piaf και όταν άκουσε την είδηση του θανάτου της, είπε: «Α, η Piaf είναι νεκρή, τώρα μπορώ να πεθάνω». Και έπεσε νεκρός.