Έναν αιώνα και κάτι πριν, τον Δεκέμβρη του 1914, κατά τη διάρκεια του Α ’Παγκοσμίου Πολέμου, Βρετανοί και Γερμανοί στρατιώτες βρίσκονταν αντιμέτωποι στα αιματηρά χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου. Ο πόλεμος, που είχε ξεκινήσει από τον Αύγουστο του 1914, βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή, καθώς τα Γερμανικά στρατεύματα είχαν εισβάλλει στο Λουξεμβούργο και το Βέλγιο, αποκτώντας στη συνέχεια τον στρατιωτικό έλεγχο σημαντικών βιομηχανικών περιοχών στη Γαλλία.

Το τσουχτερό κρύο και ο σκληρές καιρικές συνθήκες έκαναν την παραμονή στο μέτωπο του Βελγίου ήταν εφιαλτική, ενισχύοντας την τραγικότητα ενός πολέμου που στοίχισε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους. Ο Πάπας Βενέδικτος XV, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Σεπτέμβριο, είχε ζητήσει μια χριστουγεννιάτικη εκεχειρία, σαν ένα διάλειμμα από την απόλυτη δυστυχία της καθημερινής ζωής στα υγρά, σκοτεινά χαρακώματα -μια ιδέα που επισήμως απορρίφθηκε. Στις ΗΠΑ κατατέθηκε πρόταση για την παύση των εχθροπραξιών 20 μέρες πριν τα Χριστούγεννα, ενώ σύλλογοι γυναικών σε Αγγλία και Γερμανία έστειλαν επιστολές εκεχειρίας. Όλες οι προσπάθειες όμως ήταν μάταιες, καθώς καμία επίσημη αρχή δεν συμφώνησε για κατάπαυση του πυρός.

Η τραγικότητα όμως της κατάστασης και το κρύο της παραμονής Χριστουγέννων του 1914, οδήγησε σε μία αυθόρμητη εκεχειρία που έμεινε στην ιστορία και απέδειξε την ύπαρξη ανθρωπιάς και αλληλεγγύης ακόμα και σε καιρούς πολέμου.

Ο Βρετανός πολυβολητής Bruce Bairnsfather, μετέπειτα εξέχων σκιτσογράφος, έγραψε γι’ αυτό στα απομνημονεύματά του.
«Περίπου στις 10 μ.μ. την παραμονή των Χριστουγέννων άκουσα ένα θόρυβο. Μακριά από το χωράφι, ανάμεσα στις σκοτεινές σκιές πέρα, μπορούσα να ακούσω το κάποιες φωνές να μουρμουράνε». Όπως οι περισσότεροι από τους συναδέλφους του 1ου τάγματος του Βασιλικού Συντάγματος Warwickshire, περνούσε την παραμονή των εορτών τρέμοντας μέσα στις λάσπες, προσπαθώντας να ζεσταθεί και βέβαια να επιβιώσει από τις εχθρικές ριπές. Είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος των τελευταίων μηνών πολεμώντας τους Γερμανούς. Και τώρα, σε ένα μέρος του Βελγίου που ονομάζεται Bois de Ploegsteert, ήταν σκυμμένος σε μια τάφρο που εκτεινόταν μόλις ένα μέτρο βάθος και ένα μέτρο πλάτος, ενώ οι μέρες και οι νύχτες του σηματοδοτήθηκαν από έναν ατελείωτο κύκλο αϋπνίας, φόβου, μπαγιάτικων μπισκότων και βρεγμένων τσιγάρων.

«Ακούς τι συμβαίνει;» Είπε σε έναν άλλον στρατιώτη. «Ναι», ήρθε η απάντηση. Οι Γερμανοί έλεγαν τα κάλαντα, καθώς ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Στο σκοτάδι, μερικοί από τους Βρετανούς στρατιώτες άρχισαν να τραγουδούν πίσω.

«Πρώτα οι Γερμανοί έλεγαν ένα από τα κάλαντα τους και μετά εμείς ένα δικό μας, ώσπου όταν ξεκινήσαν το “Silent night” (Άγια Νύχτα) ενωθήκαμε αμέσως τραγουδώντας τον ίδιο ύμνο στα γερμανικά και στα αγγλικά. Και σκέφτηκα, πως αυτό που ζούμε είναι μοναδικό – δύο έθνη τραγουδούν και τα δύο τα ίδια κάλαντα στη μέση ενός πολέμου».

«Ξαφνικά», θυμάται ο Bairnsfather, «ακούστηκε μια ακατανόητη φωνή από την άλλη πλευρά. Όλοι σταματήσαμε να καταλάβουμε». Η φωνή ήταν από έναν εχθρικό στρατιώτη, που μιλούσε στα αγγλικά με έντονη γερμανική προφορά. Έλεγε: «Έλα εδώ». Ένας από τους Βρετανούς λοχίες απάντησε: «Έλα στα μισά του δρόμου. Έρχομαι στα μισά του δρόμου».

Στο βιβλίο του για την εκεχειρία  ο ιστορικός Stanley Weintraub προσδιορίζει ότι ο ήταν Walter Kirchhoff, Γερμανός αξιωματικός και ενίοτε μέλος της Όπερας του Βερολίνου που ξεκίνησε να το τραγουδάει τόσο στα γερμανικά όσο και στα αγγλικά.

Το επόμενο πρωί, Γερμανοί στρατιώτες βγήκαν από τα χαρακώματα τους, φωνάζοντας «Καλά Χριστούγεννα» στα αγγλικά. Οι Σύμμαχοι βγήκαν επιφυλακτικοί για να τους χαιρετήσουν. Οι Γερμανοί κρατούσαν πινακίδες που έγραφαν «You no shoot, we no shoot». Κατά τη διάρκεια της ημέρας, περίπου 100.000 στρατιώτες που συμμετείχαν στη Χριστουγεννιάτικη εκεχειρία αντάλλαξαν δώρα με τσιγάρα, τρόφιμα και καπέλα. Η χριστουγεννιάτικη εκεχειρία επέτρεψε επίσης και στις δύο πλευρές να θάψουν επιτέλους τους νεκρούς συντρόφους τους, τα σώματα των οποίων βρίσκονταν για εβδομάδες στο «No Man’s Land», το έδαφος ανάμεσα σε αντίπαλα χαρακώματα.

εκεχερία Χριστουγέννων
A. C. Michael/The Guardian, Πρώτη δημοφίευση:The Illustrated London News, January 9, 1915/ Wikipedia

Περιγραφές της εκεχειρίας των Χριστουγέννων εμφανίζονται σε πολυάριθμα ημερολόγια και επιστολές της εποχής.

Ένας Βρετανός στρατιώτης, ένας τυφεκοφόρος ονόματι J. Reading, έγραψε ένα γράμμα στο σπίτι στη σύζυγό του περιγράφοντας την εμπειρία των διακοπών του το 1914: «Η παρέα μου έτυχε να βρίσκεται στη γραμμή βολής την παραμονή των Χριστουγέννων και ήταν η σειρά μου… να πάω σε ένα ερειπωμένο μέχρι τις 6:30 το πρωί των Χριστουγέννων. Τα ξημερώματα οι Γερμανοί άρχισαν να τραγουδούν και να φωνάζουν, όλα σε καλά αγγλικά. Φώναξαν: «Είσαι η Ταξιαρχία τουφεκιού; εχεις εφεδρικο μπουκαλι; αν ναι, εμείς θα έρθουμε στα μισά και εσείς θα έρθετε στο άλλο μισό.»

«Αργότερα την ίδια μέρα ήρθαν προς το μέρος μας», περιέγραψε ο Reading. «Και οι δικοί μας βγήκαν να τους συναντήσουν… Έδωσα τα χέρια με μερικούς από αυτούς και μας έδωσαν τσιγάρα και πούρα. Δεν πυροβολήσαμε εκείνη τη μέρα και όλα ήταν τόσο ήσυχα που έμοιαζαν σαν όνειρο».

Ένας άλλος Βρετανός στρατιώτης, ονόματι John Ferguson, διηγήθηκε: «Γελούσαμε και κουβεντιάζαμε με άντρες τους οποίους μόνο λίγες ώρες πριν προσπαθούσαμε να σκοτώσουμε!»

Άλλα ημερολόγια και επιστολές περιγράφουν Γερμανούς στρατιώτες που χρησιμοποιούν κεριά για να στολίσουν τα δέντρα γύρω από τα χαρακώματα τους. Ένας Γερμανός στρατιώτης περιέγραψε πώς ένας Βρετανός στρατιώτης έστησε ένα αυτοσχέδιο κουρείο, χρεώνοντας στους Γερμανούς μερικά τσιγάρα ο καθένας για ένα κούρεμα.

Σταυρός που τοποθετήθηκε στην περιοχή Saint-Yves του Βελγίου για να τιμήσει την Χριστουγεννιάτικη εκεχειρία. Πηγή: Redvers/ Wikipedia

Η “Άγια Νύχτα” (Stille Nacht, heilige Nacht στο πρωτότυπο), ξεκινώντας από το γερμανόφωνο χωριό, μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα κατόρθωσε να κατακτήσει ολόκληρο τον πλανήτη και σήμερα υπάρχουν εκδοχές της σε 320 γλώσσες και διαλέκτους

Ο Joseph Mohr (1792-1849), ο βοηθός ιερέα στην ενορία του Oberndorf, έγραψε τους πρωτότυπους γερμανικούς στίχους του “Silent Night! Heilige Nacht!” το 1816. Ο Μορ είχε προηγουμένως υπηρετήσει στους Ναπολεόντειους Πολέμους και οι εμπειρίες του στην Αυστρία  την εποχή της αποχώρησης των βαυαρικών στρατευμάτων επηρέασαν αναμφίβολα τη σύνθεση του κειμένου. Στη συνέχεια, ο οργανοπαίκτης της ενορίας στο Oberndorf, Franz Xaver Gruber συνέθεσε τη μουσική με σκοπό να ακουστεί το κομμάτι στη λειτουργία της παραμονής Χριστουγέννων το 1818. Το όργανο της εκκλησίας ήταν όμως εκτός λειτουργίας, με αποτέλεσμα ο Gruber να συνθέσει τον ύμνο για δύο φωνές με συνοδεία κιθάρας.

Οι αγγλικές μεταφράσεις εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1850 και νέες εκδόσεις συνέχισαν να δημοσιεύονται μέχρι τον 20ο αιώνα. Οι περισσότεροι μεταφράζουν μόνο τρεις από τις έξι στροφές του Mohr – και αυτή η συντομευμένη μορφή έχει γίνει επίσης το πρότυπο στις γερμανόφωνες χώρες.

Το τραγούδι αντανακλά την ανθρώπινη επιθυμία για συνολική ειρήνη, μεταφέρει ένα αίσθημα αδελφοσύνης και προωθεί την αλληλεγγύη και την αμοιβαία κατανόηση. Έχει επίσης μια διαγενεακή, ενωτική επίδραση  καθώς έχει τη δύναμη να ενώσει ανθρώπους διαφορετικών ηλικιακών ομάδων και εθνοτήτων.

Η αντίθεση μεταξύ του μηνύματος γαλήνης και ελπίδας του κομματιού και της βίας του πολέμου είναι προφανής και συναρπαστική, αλλά η οικειότητα και η απλότητα της μουσικής του Gruber ήταν επίσης σημαντική για να ζεστάνει τις καρδιές σαν ένα αντίδοτο στη ζοφερότητα του πολέμου των χαρακωμάτων.

 

 

 

 

 

Το βάθος της σημασίας που αποδίδεται στο Silent Night συνοψίζεται στο γεγονός ότι συμπεριλήφθηκε στη λίστα άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO το 2011. Λέξεις, μουσική και αφηγήσεις συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μία κατανυκτική ατμόσφαιρα, καθιστώντας το ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα των τρόπων με τους οποίους η μουσική και η δύναμη των στίχων διαμορφώνουν τις εμπειρίες μας αλλά και μπορούν να αλλάξουν τον ρου της ιστορίας.