Το φθινόπωρο του 1878, ο Τόμας Άλβα Έντισον είχε ένα πρόβλημα. Δεν είχε εφεύρει τον λαμπτήρα—ακόμα. Ή, για να το θέσουμε ακριβέστερα, είχε εφεύρει μια λάμπα, αλλά δεν μπορούσε να την κρατήσει αναμμένη για περισσότερο από λίγα λεπτά τη φορά. Δεν ήξερε ακόμα πώς να ρυθμίσει τη θερμοκρασία του εσωτερικού νήματος του λαμπτήρα πυρακτώσεως, που σημαίνει ότι θα υπερθερμανόταν και το νήμα θα έλιωνε αμέσως.

Δυστυχώς, για τον Έντισον ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος του. Σε όλη τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, εφευρέτες σαν αυτόν εργάζονταν -και κατοχύρωναν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας- τα δικά τους ηλεκτρολογικά έργα. Αργά ή γρήγορα, κάποιος θα κατέληγε να αξιοποιήσει την ηλεκτρική ενέργεια. Ο Άγγλος χημικός Τζόζεφ Σουάν, δούλευε σκληρά πάνω σε έναν αντίπαλο λαμπτήρα. Δύο Καναδοί, ο Χένρι Γούντγουορντ και ο Μάθιου Έβανς, είχαν ήδη πατεντάρει ένα αναποτελεσματικό σχέδιο τέσσερα χρόνια πριν.

Αλλά εκείνο το φθινόπωρο, ο Έντισον είχε μια ακόμη πιο πιεστική προθεσμία να αντιμετωπίσει: οι δημοσιογράφοι ερχόντουσαν. Τον Σεπτέμβριο, είχε διαβεβαιώσει τον Τύπο ότι η τελευταία του εφεύρεση, ο λαμπτήρας πυρακτώσεως, είχε ολοκληρωθεί. «Το έχω τώρα», είπε στη New York Sun, περηφανευόμενος. «Όλοι θα αναρωτιούνται γιατί δεν το σκέφτηκαν ποτέ, αλλά είναι τόσο απλό».

Και το είχε πουλήσει ήδη καλά: «Όταν η λαμπρότητα και η φθηνότητα των φώτων γίνουν γνωστά στο κοινό» (που θα γινόταν, υποσχέθηκε στη Sun, σε «λίγες μόλις εβδομάδες»), η Αμερική θα υποστεί μια νέα επιστημονική επανάσταση . Ο «φωτισμός με αέριο υδρογόνου με καρμπυρατέρ»—οι αναποτελεσματικοί, ακριβοί και συχνά επικίνδυνοι λαμπτήρες αερίου που συνηθίζονταν στους αμερικανικούς δρόμους και σπίτια—θα «απορρίπτονταν», δίνοντας τη θέση τους στις ηλεκτρικές λάμπες.

Ο ηλεκτρισμός, για το zeigeist του Gilded Age (1877-1900), δεν ήταν απλώς μια τεχνολογία. Ήταν μια μυστηριώδης, συναρπαστική, αόρατη, σχεδόν μαγική δύναμη που είχε γίνει συνώνυμη με την επιστημονική ανακάλυψη και ολόκληρο το τόξο της ανθρώπινης προόδου. Ήταν η πηγή όχι μόνο του φωτός αλλά της ίδιας της ζωής.

Αν ο ηλεκτρισμός ήταν δύναμη μαγική, τότε ο Έντισον ήταν ο σπουδαιότερος μάγος της εποχής, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Τύπο. Ήταν ο «Μάγος του Μένλο Παρκ», μια αναφορά στο εργαστήριό του στο Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και ο «Ναπολέων της Επιστήμης», η «Ιδιοφυΐα του Μένλο Παρκ» και ο «Κολόμβος του Νιου Τζέρσεϊ». Ήταν σχεδόν σίγουρα ο μεγαλύτερος εφευρέτης της Αμερικής. Αλλά ήταν επίσης ένας από τους πιο έξυπνους αυτο-προωθητές της χώρας, σφυρηλατώντας στενές προσωπικές σχέσεις με δημοσιογράφους, οι οποίοι τον εξυμνούσαν στα αφιερώματά τους.

Μόλις ένα χρόνο νωρίτερα, ο Έντισον είχε εφεύρει τον φωνογράφο. Ανήσυχος, είχε υποσχεθεί αμέσως στους δημοσιογράφους ότι «θα παράγει κάτι τουλάχιστον τόσο καλό όσο ο φωνογράφος κάθε χρόνο». Οι εφημερίδες είχαν ενισχύσει αυτή την αφήγηση, αφού η κυκλοφορία τους ενισχύθηκε από δεκάδες θαυμαστές που ήθελαν να μάθουν τι θα έκανε ο αγαπημένος τους μάγος στη συνέχεια.

Η ώρα της συνέντευξης Τύπου πλησίαζε. Ήδη, οι φήμες για την επικείμενη αποκάλυψη είχαν προκαλέσει κάτι σαν οικονομική κρίση στο Λονδίνο, καθώς οι μετοχές του φυσικού αερίου κατρακύλησαν εν αναμονή της τελευταίας επιτυχίας του Έντισον. Ένας από τους συνεργάτες του εφευρέτη τον προέτρεψε να ανοίξει μια εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας και στην Αγγλία το συντομότερο δυνατό, για να αξιοποιήσει την «μαζική δωρεάν διαφήμιση» που του είχαν δώσει η Sun, η New York Herald και άλλες εφημερίδες. Διαφήμιση που «δε θα μπορούσες ούτε με χρήματα να αγοράσεις».

Η εφεύρεση του Έντισον μπορεί να μην ήταν ακόμα έτοιμη, αλλά ο Έντισον σίγουρα ήταν. Ο εφευρέτης, όπως πάντα, είχε ένα σχέδιο. Τον Νοέμβριο, ενημέρωσε τους δημοσιογράφους ότι ο καθένας θα λάμβανε μια σύντομη, ιδιωτική επίδειξη των δυνατοτήτων του νέου λαμπτήρα στο εργαστήριό του στο Μένλο Πάρκ. Έτσι, θα μπορούσαν να θαυμάσουν την εφεύρεση για λίγο, προτού ο Έντισον τους απομακρύνει γρήγορα, διασφαλίζοντας ότι θα είχαν βγει από το δωμάτιο πολύ πριν καεί η λάμπα. Η φήμη του Έντισον ως πονηρής ιδιοφυΐας θα παρέμενε ανέπαφη.

Το σχέδιο λειτούργησε. Ο Τύπος, εύπιστος όσο ποτέ, εκθείαζε το φως: «καθαρό, κρύο και όμορφο». Σε αντίθεση με τα περίφημα σκληρά φώτα ηλεκτρικού τόξου, το πιο κοινό διαθέσιμο ηλεκτρικό φως μέχρι τότε, «δεν ενοχλούσε το μάτι». Αντίθετα, οι εφημερίδες θαύμαζαν ότι «μπορούσες να διακρίνεις τις φλέβες στα χέρια σου και τις κηλίδες και τις γραμμές στα νύχια σου από τη φωτεινότητά του». Ο Τύπος χαρακτήρισε την εφεύρεση «τέλεια». Ο Έντισον, από την πλευρά του, διατήρησε καλά την παρωδία, λέγοντας σε έναν άλλο επισκέπτη δημοσιογράφο ότι η λάμπα που εκτίθεται θα καίει «για πάντα, σχεδόν».

Στο τέλος, φυσικά, ο Έντισον τελειοποίησε τα χαρακτηριστικά αυτού που θα γινόταν μια από τις πιο εμβληματικές εφευρέσεις του 19ου αιώνα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1879 – λίγο περισσότερο από ένα χρόνο μετά τη συέντευξη Τύπου – ο Έντισον φιλοξένησε μια άλλη, μεγαλύτερη δημόσια έκθεση, αυτή τη φορά με μια λάμπα που δεν κάηκε. (Το μυστικό ήταν το νήμα άνθρακα, όπως είχε ανακαλύψει ο Έντισον τον Οκτώβριο του ίδιου έτους.)

Το στοίχημα του εφευρέτη είχε αποδώσει, συνδυάζοντας γνήσια τεχνολογική καινοτομία με μερικά λευκά ψέματα και μια στενή σχέση με τον Τύπο. Είχε αξιοποιήσει όχι μόνο τον ηλεκτρισμό αλλά και μια άλλη αόρατη κι επίσης μαγική δύναμη: τη διασημότητα.

Ο Έντισον κατάλαβε ότι το μυστικό της επιτυχίας στην εποχή του ήταν η σκληρή δουλειά και η προσεκτική διαχείριση των προσδοκιών του κοινού. Όταν είχε εφεύρει τον φωνογράφο, μερικοί καλεσμένοι τον ρώτησαν ποια ιστορική φυσιογνωμία θα ήθελε περισσότερο να ακούσει. Την απάντηση δεν την περίμεναν, αφού ο Έντινσον διάλεξε τον Ναπολέοντα. Όπως εξήγησε στο ακροατήριό του, που προφανώς περίμενε ότι θα ονομάσει τον Ιησού Χριστό, «Μου αρέσουν τα λαμόγια».

Με πληροφορίες από το βιβλίο «The Wizard of Menlo Park : how Thomas Alva Edison invented the modern world» και το Smithsonian Magazine.