Μόνο η τέχνη θα μπορούσε να φέρει κοντά τόσο ετερόκλητους μεταξύ τους ανθρώπους: υπαλλήλους της φυλακής, δημοσιογράφους, κρατούμενους, ηθοποιούς. Μόνο η τέχνη θα μπορούσε για μία ώρα και κάτι να δημιουργήσει μια μικρή φούσκα στον χωροχρόνο και να αγκαλιάσει με την ίδια ζεστασιά δεκάδες διαφορετικές ψυχές και ζωές.

Την Παρασκευή 28 Απριλίου, το θέατρο απέδειξε, για ακόμα μια φορά, ότι μπορεί να αποτελέσει μια πράξη ελευθερίας, μια πιστοποίηση δημοκρατικότητας, μια απόδειξη ισότητας των ανθρώπων. Απέναντι στον λόγο, το φως, την μουσική, την κίνηση, όλοι είμαστε ίσοι. Παραδομένοι στην ομορφιά.

Κι αν αυτά τα διαβάζετε ως παρατραβηγμένα ή ρομαντικά, δεν έχετε δίκιο.

Έτσι ακριβώς το είδαν (κι ας μην το εξέφραζαν ποτέ τοιουτοτρόπως) και οι περίπου 45 κρατούμενοι των Φυλακών Κορυδαλλού που απόλαυσαν, με μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων και φωτογράφων, την παράσταση η «Νύχτα των Μυστικών» (κείμενο: Άκης Δήμου, σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου). Το έργο καταπιάνεται με την έμφυλη βία, αλλά και το ονειρικό σκηνικό ενός τσίρκου, σαν αντανάκλαση και συμβολισμό της πραγματικής ζωής. Σε ένα ξεπεσμένο τσίρκο εισβάλλει τυχαία ένα δυστυχισμένο ανδρόγυνο, η Μιράντα και ο Κωνσταντίνος. Συναναστρέφονται τα μαγικά πλάσματα του θιάσου, τους καλλιτέχνες και έρχονται αντιμέτωποι με την αλήθεια τους. Ο Κωνσταντίνος τιμωρείται για τις πράξεις βίας του, αλλά και η Μιράντα ανακαλύπτει την αξία του πετάγματος, με όσο ρίσκο αυτό διαθέτει. Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου παίζει βασικό ρόλο στην ατμόσφαιρα της παράστασης, η οποία παίχτηκε την φετινή σεζόν στο ανακαινισμένο και πολυσυζητημένο θέατρο Μπέλλος. Η σκηνοθέτιδα είναι μόλις 27 ετών, τα μάτια της λάμπουν.

Δηλώνει ευτυχισμένη (και πώς να μην;) που βρέθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού με την δουλειά της, μας μιλά και ακούω, από την τρίτη σειρά, την καρδιά της να βροντάει. Το «θεατράκι» στο οποίο βρισκόμαστε φτιάχτηκε με όλη την καλή πρόθεση, μοιάζει αυτοσχέδιο, γεμάτο ψυχή, μακάρι να γίνουν βελτιώσεις και προσαρμογές για να φιλοξενήσει κι άλλες παραστάσεις, να χωρέσει κι άλλα όνειρα.

Το να βλέπω την παράσταση-γεμάτη μαγεία χειροπιαστή, με συναρπαστικά κοστούμια και κινησιολογία- καθισμένη δίπλα στον Α., που έχει διαπράξει ανθρωποκτονία (με τρεις μαχαιριές στον λαιμό ενός άντρα), το να σχολιάζω μαζί του την παράσταση και μετά να κάνουμε τσιγάρο στο μικρό προαύλιο ανήκει στις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες της ζωής μου.

Μερικές σειρές πιο πίσω, την ίδια παράσταση παρακολούθησε και ο αρχηγός της 17 Νοέμβρη, ο «Λάμπρος», κατά κόσμον Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, που έχει καταδικαστεί σε 17 φορές ισόβια και σε 25 χρόνια για ηθική αυτουργία σε 17 δολοφονίες και ληστείες, ενώ μέχρι και το 2018 είχαν απορριφθεί όλα τα αιτήματά του για άδεια.

Η Μαρία Στέφη, διευθύντρια των φυλακών και η Γιολάντα Κωνσταντινίδη, κοινωνική λειτουργός που καταπιάνεται με θεατρικά πρότζεκτ στην φυλακή ήταν μαζί μας και, μάλιστα, είπαν και δυο λόγια (αρκετά τυπικά, αλλά από καρδιάς) πριν αρχίσει η παράσταση. Η Μαρία Στέφη, με εντελώς αντισυμβατικό look και ροκ διάθεση, είπε ότι αγαπά πολύ όλους τους κρατούμενους. Εκείνοι χειροκρότησαν. Λίγα λόγια είπε και ο Σωτήρης, ένας πρώην κρατούμενος, με καλλιτεχνική ψυχή, που γνώρισε τυχαία (ή μοιραία;) εκτός φυλακής τον Ορέστη Τζιόβα και τον Τάσο Λέκκα (δύο από τους ηθοποιούς της παράστασης) και κανόνισαν να πάει στις φυλακές. Ο Σωτήρης, αγαπητός πολύ στους κρατούμενους (τα «αλάνια») δήλωσε ότι προσπαθεί να οργανώσει και μια συναυλία με τον ΛΕΞ και άλλους καλλιτέχνες της ραπ και χιπ χοπ σκηνής στις φυλακές, δεχόμενος κύμα συμπαράστασης και έντονες εκδηλώσεις χαράς.

Φωτ.: Ελίνα Γιουνανλή

Η πραγματική τέχνη, όμως, έλαβε χώρα πριν και μετά την παράσταση

Όταν μπήκαμε μες στις φυλακές με την Μαρίκα Αρβανιτοπούλου, υπεύθυνη επικοινωνίας του θεάτρου Μπέλλος και συντονίστρια της δημοσιογραφικής επίσκεψης, ο έλεγχος ήταν εξονυχιστικός. Εννοείται κινητό και ταυτότητα μάς το κράτησαν. Περάσαμε από τρεις πύλες ελέγχου και κάναμε μία διαδρομή κυριολεκτικά λαβυρινθώδη. Η ιδέα απόδρασης-διαφυγής από τα κελιά στον έξω κόσμο μού προκάλεσε ίλιγγο, την βρήκα παντελώς αδύνατη. Η είσοδος στις φυλακές μοιάζει αποκαρδιωτική, αλλά η εσωτερική αυλή παραπέμπει σε αυτήν ενός σχολείου ή μοναστηριού: περιποιημένα παρτέρια,φρεσκοβαμμένα πεζούλια, κότες και κόκορες. Σαν υλικά ενός άλλου κόσμου, παραδεισένιου, όχι αυτού στον οποίο ανήκουν 1.500 περίπου έγκλειστοι για φόνους, ναρκωτικά, επιθέσεις, ληστείες και σωματεμπορία.

Προχωρώντας προς τα σπλάχνα της φυλακής, η γκρίζα πραγματικότητα επιστρέφει. Παλιά, φαγωμένα μωσαϊκά, αρρωστημένο γαλάζιο και πράσινο στους τοίχους, κάγκελα, σίδερα, συρματοπλέγματα. Τουλάχιστον μέχρι να ανεβούμε τα σκαλιά του «Σχολείου» των φυλακών. Μια ισορροπία Παραδείσου και Μουντάδας: ένα παλιό τραπέζι πινγκ πονγκ, οι αίθουσες διδασκαλίας, ο μακρύς διάδρομος με τους τοίχους ζωγραφισμένους πολύχρωμους, ένα μίνι εντευκτήριο (τραπέζι, καναπές, καρέκλες). Οι κρατούμενοι καπνίζουν, έρχονται ανά παρέες, ελάχιστοι μόνοι τους.

Στις ανδρικές φυλακές του Κορυδαλλού λειτουργούν σήμερα, μεταξύ άλλων, ένα Δημοτικό Σχολείο, ένα Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, ένα ΔΙΕΚ με τρεις ειδικότητες, τμήματα εκμάθησης ελληνικών και τμήμα κινηματογράφου. Η θεατρική ομάδα του Κορυδαλλού, με συντονισμό από εθελοντές θεατρανθρώπους, δουλεύει πάνω σε έργα, ασχολείται με κινησιολογία και θεατρικό παιχνίδι-το καλοκαίρι θα παρουσιάσουν τους Πέρσες του Αισχύλου.

Η συμμετοχή στην ομάδα βοηθά τους κρατούμενους να βαριούνται λιγότερο και, πιθανά, να επιτύχουν μείωση της ποινής τους.

Μιλάμε μαζί τους, κοιταζόμαστε, τους φέρνουμε κομμάτια από τον έξω κόσμο, οι περισσότεροι έχουν τρομερή ενέργεια και όρεξη για κουβέντα, για φλερτ, για πλάκα. Καπνίζουμε, κερνάμε ο ένας τον άλλον τσιγάρα ή φωτιά. Είναι όλοι τους, λίγο πολύ, έτοιμοι για κάτι που δεν κάνουν καθημερινά: να δουν θέατρο. Συζητώ με δύο αγόρια γύρω στα 25 για το θέατρο. Μου ομολογούν ότι δεν σκοπεύουν να το συνεχίζουν όταν βγουν από την φυλακή. Κατανοώ ότι το αντιμετωπίζουν σαν κάτι καλύτερο από το τίποτα. Περισπούδαστες απαντήσεις περί σωφρονισμού και ανάτασης και πολιτιστικού ενδιαφέροντος δεν περιμένω. Οι συγκεκριμένοι τύποι είναι μέσα λίγα χρόνια για ναρκωτικά, μικροκλοπές και επιθέσεις. Είναι γνώριμα πρόσωπα, μου θυμίζουν τον αδερφό μου στην κινησιολογία, το βλέμμα, το χαμόγελο. Είναι ντροπαλοί, δεν μπορώ να τους φανταστώ να πουλάνε χόρτο ή να βγάζουν μαχαίρι. Είναι αυτοί που είναι.

Ο Α., γίνεται ατύπως ο ξεναγός μου. Ανθρωποκτονία, λέει. Από ελληνική επαρχία η καταγωγή. Κατάλευκο δέρμα, φιγούρα λογοτεχνική, δεν νιώθω ούτε λίγο φόβο κοντά του, ίσως λίγο δέος. Του λείπει η οικογένειά του, αναρωτιέται αν μια γυναίκα θα μπορούσε να εμπιστευθεί έναν καταδικασμένο στην φυλακή για να κάνει σχέση. Σπουδάζει γραφιστική στην φυλακή. Φαίνεται ήρεμος. Μου δείχνει την βιβλιοθήκη, τις αίθουσες. «Θέλω να ταξιδέψω στην Ισπανία, μια μέρα», μου λέει.

Το φως του απριλιάτικου απογεύματος που τρυπώνει παρά τους τοίχους και τα σύρματα γεμίζει με μια επίπλαστη αισιοδοξία τα πάντα, όλα είναι καθαρά. Από τον κεντρικό διάδρομο ακούγεται η βουή των ομιλιών των κρατουμένων. Γελάνε, μιλάνε, αλληλοπειράζονται.

Αναγνωρίζω το πρόσωπο ενός συμμαθητή μου από το δημοτικό. Αγκαλιαζόμαστε σα να μην πέρασαν ποτέ είκοσι χρόνια. Στα δώδεκά μας, ήμασταν στην ίδια τάξη, πηγαίναμε στα ίδια πάρτυ. Στα 31 μας βρεθήκαμε για λίγο μαζί στην φυλακή-ο ένας έγκλειστος, η άλλη δημοσιογράφος, «ελεύθερη» υποτίθεται. Ποιος ξέρει τι συμβαίνει μες στα μυαλά μας; Μπορεί ο Π.να είναι πιο χαρούμενος από ό, τι εγώ, να έχει πιο καθαρή σκέψη. Συγκινούμαι, δεν θέλω να το δείξω.

Συζητώ με άλλους κρατούμενους, δίνουμε χειραψία, ανταλλάσσουμε ονόματα. Κάποιοι είναι πολύ όμορφοι. Προσπαθώ να παρατηρήσω τα μάτια τους: τίποτα συγκλονιστικά διαφορετικό. Κατανοώ την προέλευσή τους: λαϊκά, φτωχά νοικοκυριά. Έλληνες, Αλβανοί, Ασιάτες, δύο Αφροαμερικάνοι. Εικοσάρηδες, τριαντάρηδες, σαραντάρηδες.

Μετά το πέρας της παράστασης, είμαστε όλοι λυτρωμένοι. Πλέον, έχουμε γνωριστεί. Άρα, συζητάμε πιο άνετα. Αν μας άρεσε αυτό που είδαμε, αν βαρεθήκαμε, τι θα κάνουμε τώρα. Κάποιοι κρατούμενοι μάς ζητούν να ξαναέρθουμε, άλλοι θέλουν να δώσουν συνέντευξη, μερικοί σκυθρωποί, τους βάρυνε το έργο-η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να είναι κατά τι συντομότερο. Στην διάρκεια της παράστασης, όποιος ήθελε (και ήθελαν αρκετοί) πήγαινε τουαλέτα. Κάποιοι επέστρεφαν, άλλο όχι. Απαιτητικό κοινό, αραφινάριστο, σκέτη πρόκληση για τους ηθοποιούς της παράστασης. Ο Τάσος Λέκκας, στον ρόλο του γελωτοποιού-κλόουν, μας καθήλωσε όλους.

Τέτοιο χειροκρότημα και ποδοκρότημα (ναι, οι κρατούμενοι-θεατές βάραγαν με τα πόδια τους κάτω από τα καθίσματα με δύναμη) δεν είχα ξανακούσει στην ζωή μου. Αυτό που γράφεται σε κάποιες γελοίες θεατρικές κριτικές ότι «το κοινό δεν άφηνε τους ηθοποιούς να φύγουν», πρέπει να γραφτεί χίλια τα εκατό εν προκειμένω. Δεν ήθελαν να φύγουν οι ηθοποιοί, δεν ήθελαν να τελειώσει αυτή η μαγεία. Μπορεί να μην ενθουσίασε τους πάντες η παράσταση, όμως όλοι έγιναν κομμάτι ενός ευρύτερου σκηνικού, που νικά για λίγο την πραγματικότητα, που εγκαθιδρύει μια νέα Δύναμη για να συνεχίσεις. Τι να συνεχίσεις; Την ζωή. Στην φυλακή ή εκτός.

Χαιρετηθήκαμε, φιληθήκαμε σταυρωτά με κάποιους. Ανθρωπομάνι κοστουμαρισμένων ηθοποιών, φωτογράφων, ανθρώπων της φυλακής, φυλακισμένων, δημοσιογράφων. Γυναίκες και άντρες, καλλιτέχνες, ένοχοι, αθώοι, όλες και όλοι μια ιδόμορφη Βαβέλ με κοινό αίσθημα χαλάρωσης και απόλαυσης, μετά από το θέαμα που μοιραστήκαμε. Οι ηθοποιοί λάμπουν κυριολεκτικά. «Ασύγκριτη εμπειρία», μού λέει ο Αλέξανδρος Βάρθης. Τα δύο πανέμορφα κορίτσια που πρωταγωνιστούν (η Ελίζα Σκολίδη και η Εριφύλη Κιτζόγλου) ενθουσίασαν τους κρατούμενους, τις περιμένουν να τις χαιρετήσουν, αχ, η ομορφιά και η λάμψη, πάντα, πάντα θα νικούν, με όποιον τρόπο.

Σε λίγο, οι κρατούμενοι (κρατούμενοι; μα, τώρα γίναμε φίλοι, η λέξη τώρα δεν έχει θέση σωστή στην περιγραφή τους) θα ετοιμάζονταν για το βραδινό. Εμείς για τα υπόλοιπα ραντεβού της μέρας. «Πού έχεις να πας;», με ρωτά ο Α. «Στα Εξαρχεια, σε μια συνάντηση». Σιωπή. Όχι άβολη, αλλά σιωπή. Τι άλλο να πούμε δηλαδή;

Ό,τι θαύμα ήταν να συμβεί, συνέβη. Ο ήλιος δύει και ο Κορυδαλλός αρχίζει να σκοτεινιάζει. Εμείς οι «εξωτερικοί» στις ζωές μας, εκείνοι στις δικές τους. Μπορεί να μην τους ξαναδούμε και ποτέ. Όμως, θα έχουμε δει όλοι μας αυτή την παράσταση, εκείνο το συγκεκριμένο απόγευμα. Κι αυτό, ως εμπειρία, θα μας κρατά σε ένα Μαζί για πάντα. Σε μια άλλου τύπου δικαιοσύνη. Ολόδική μας. Ίσως πάλι με πιάνει το ποιητικό μου, εγώ, βλέπεις, έχω αυτή την πολυτέλεια, εγώ τώρα θα πάω για καφέ στην πόλη, εγώ αύριο θα πάω στην θάλασσα και το καλοκαίρι διακοπές.

Όμως, το σύμπαν μού έστειλε σημάδι ότι κάποτε και η Ποίηση συναντά την Αλήθεια: πριν κλείσουν οι μέσα πόρτες για να βγούμε στον περίβολο, ένας υπάλληλος έσερνε πάνω σε ροδάκια δύο γιγάντια ταψιά: ντοματοσαλάτα και κοτόπουλο με πατάτες. Εκείνη την ημέρα, στο σπίτι μου με περίμενε ακριβώς το ίδιο φαγητό.

Ε, τα’ μπηξα, δεν ήθελα και πολύ.