Όταν ο Ηλίας Σταδιάτης, εκείνη την ημέρα της άνοιξης του 1900, κατέβηκε στo μπλε βυθό, αναζητούσε σφουγγάρια.

Φορώντας μια χάλκινη καταδυτική στολή, ο Σταδιάτης έφτασε τελικά στον πυθμένα της θάλασσας και τότε αντίκρισε ένα στοιχειωμένο σκηνικό: γύρω του υπήρχαν τα ασαφή περιγράμματα ανθρώπων. Καθώς βγήκε ξανά στην επιφάνεια, ενημέρωσε τον καπετάνιο ότι είχε βρει έναν «σωρό από πτώματα».

Αυτό που δεν γνώριζε ο Σταδιάτης ακόμη ήταν ότι είχε ανακαλύψει τυχαία ένα από τα σημαντικότερα ναυάγια όλων των εποχών: το ναυάγιο των Αντικυθήρων, δηλαδή τα απομεινάρια ενός ρωμαϊκού φορτηγού πλοίου που είχε βυθιστεί πάνω από δύο χιλιετίες νωρίτερα. Σύντομα έγινε σαφές ότι ο βυθός στο σημείο που καταδύθηκε ο Σταδιάτης δεν ήταν γεμάτος από ανθρώπινα πτώματα, αλλά από έργα τέχνης και συγκεκριμένα από μαρμάρινα γλυπτά και χάλκινα αγάλματα, ανάμεσα σε φύκια, σφουγγάρια και ψάρια.

Περισσότερα από 100 χρόνια μετά, το ναυάγιο των Αντικυθήρωνμε το πιο γνωστό εύρημά του, τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων – εξακολουθεί να γοητεύει το κοινό. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη πολλά βυθισμένα ναυάγια που περιμένουν να ανακαλυφθούν, γράφει το BBC Future.

Λόγου χάρη, η πρόσφατη αποστολή της UNESCO πραγματοποιήθηκε στο Skerki Bank, έναν ρηχό ύφαλο σε μια πολυσύχναστη θαλάσσια εμπορική οδό που συνδέει την ανατολική με τη δυτική Μεσόγειο.

Χρησιμοποιώντας σόναρ και υποβρύχια ρομπότ, μια ομάδα επιστημόνων από οκτώ διαφορετικές χώρες χαρτογράφησε ενδελεχώς τον πυθμένα της θάλασσας στην γύρω περιοχή και κατόπιν ανακοίνωσε την ανακάλυψη τριών νέων ναυαγίων που χρονολογούνται στον 1ο αιώνα π.Χ., στον 2ο αιώνα μ.Χ. και στον 19ο ή 20ο αιώνα.

Τα αρχαιότερα ναυάγια

Το παλαιότερο γνωστό πλοιάριο που έχει βρεθεί είναι ένα ξύλινο κανό που κατασκευάστηκε πριν από 10.000 χρόνια και βρέθηκε τυχαία κατά την κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου στην Ολλανδία. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι όλα ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα, όταν πριν από περίπου 50.000 χρόνια μια ομάδα τροφοσυλλεκτών από τη ΝΑ Ασία διέσχισε μια συστάδα νησιών μήκους εκατοντάδων μιλίων, επειδή λίγο καιρό αργότερα, σύμφωνα με τους επιστήμονες και τους αρχαιολόγους, εμφανίστηκαν στη λίμνη Μάνγκο, στη Νέα Νότια Ουαλία, οι πρώτοι Αβορίγινες της Αυστραλίας.

Ο κανόνας ως προς τα ναυάγια πάει ως εξής: όπου υπάρχουν θαλάσσιες διαβάσεις, υπάρχουν και ναυάγια. Σήμερα οι ωκεανοί είναι γεμάτοι από τα σκαριά πλοίων και καραβιών, είτε παλιά πειρατικά φορτωμένα με ασήμι, είτε φορτηγά πλοία κατά μήκος του θαλάσσιου «Δρόμου του Μεταξιού», είτε πολυτελή βασιλικά σκάφη, είτε αρχαία αλιευτικά σκάφη, είτε πολεμικά πλοία και υποβρύχια, είτε φαλαινοθηρικά του 19ου αιώνα, είτε φυσικά τεράστια επιβατηγά υπερωκεάνια, όπως ο Τιτανικός.

«Σαν ξεχασμένες χρονοκάψουλες, όλα αυτά τα πλοία έχουν γοητεύσει τους αρχαιολόγους και έχουν γεμίσει μουσεία σε όλον τον κόσμο με αρχαία θαύματα, μεταξύ των οποίων και ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων», αναφέρει το άρθρο.

Πόσα είναι όμως συνολικά τα ναυάγια και πόσα παραμένουν ακόμα κρυμένα στα βάθη των ωκεανών; Έχει κάτσει να τα υπολογίσει κάποιος;

Υπάρχουν πολλές βάσεις δεδομένων για τα ναυάγια του κόσμου, ωστόσο οι εκτιμήσεις τους για τον συνολικό αριθμό των ναυαγίων που έχουν βρεθεί διαφέρουν ελαφρώς. Η ιστοσελίδα wrecksite.eu διαθέτει έναν κατάλογο 209.660 σκαφών που είναι γνωστό ότι βυθίστηκαν, 179.120 από τα οποία βρίσκονται σε γνωστή τοποθεσία και μπορούν να μελετηθούν πάραυτα.

Η Global Maritime Wrecks Database (GMWD), από την άλλη πλευρά, περιέχει τα αρχεία περισσότερων από 250.000 βυθισμένων πλοίων, αν και ορισμένα από αυτά δεν έχουν ακόμη βρεθεί.

Σύμφωνα με μια εκτίμηση, μόνο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βυθίστηκαν περίπου 15.000 πλοία, από θωρηκτά έως δεξαμενόπλοια που είναι διασκορπισμένα από τον Ειρηνικό μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό.

Επίσης πιστεύεται ότι τα ναυάγια που έχουν μέχρι στιγμής καταγραφεί αντιπροσωπεύουν μόνο ένα απειροελάχιστο κλάσμα του συνόλου καθώς σύμφωνα με μια ανάλυση της UNESCO υπάρχουν πάνω από τρία εκατομμύρια που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη στους πέντε ωκεανούς.

Που συμβαίνουν τα περισσότερα ναυάγια

Οπως είναι αναμενόμενο, υπάρχουν πολλά σημεία για ναυάγια, όπως το Αρχιπέλαγος των Φούρνων της Ικαρίας, όπου έχουν ανακαλυφθεί 58 πλοία μέχρι στιγμής, 23 από τα οποία σε μόλις 22 ημέρες, το 2015. «Το Αρχιπέλαγος των Φούρνων δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα επικίνδυνο γιατί συνήθως το χρησιμοποιούσαν για αγκυροβόλιο, οπότε πιστεύεται ότι ο τεράστιος όγκος της κυκλοφορίας οδήγησε σε μεγάλη συγκέντρωση σκαφών που έδεναν εκεί για να αναπαυθούν», σημειώνει το δημοσίευμα, ενώ συνεχίζει εμφατικά ότι:

«Τα ναυάγια που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη, ενδεχομένως και να κρύβουν συναρπαστικές λεπτομέρειες για το πώς ζούσαν κάποτε οι άνθρωποι, ενώ μπορεί επίσης να περιέχουν μέσα τους και πλούτη ανυπολόγιστης αξίας. Και αυτό από μόνο του μπορεί να είναι προβληματικό».

Τρανταχτή απόδειξη προς αυτή την εκδοχή είναι η ύπαρξη του «San José», που είχε αποπλεύσει από την Ισπανία το 1706, αποτελώντας τη ναυαρχίδα της ισπανικής Armada de la Guardia de la Carrera de las Indias, μιας νηοπομπής με πλοία φορτωμένα με ζάχαρη, μπαχαρικά, πολύτιμα μέταλλα αλλά και σεντούκια γεμάτα με ασήμι, σμαράγδια και μια τεράστια ποσότητα χρυσών δουβλονιών.

Τον Ιούνιο του 1708 το πλοίο αυτό, καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει από την καταδίωξη ενός βρετανικού πλοίου κοντά στη νήσο Μπαρού, νότια της Καρταχένα της Κολομβίας, το καράβι βυθίστηκε αύτανδρο μαζί με 600 άτομα.

Περίπου 300 χρόνια αργότερα, το 2015, το Ναυτικό της Κολομβίας εντόπισε τελικά τα υπολείμματά του, μαζί με κανόνια, κεραμικά και νομίσματα. Συνολικά, το φορτίο του υπολογίζεται ότι αξίζει περίπου 17 δισ. δολάρια (16 δισ. ευρώ).

Το θαλάσσιο εύρημα, ωστόσο, οδήγησε αμέσως σε μια τεράστια διαμάχη ως προς το ποιος έχει την ιδιοκτησία του ναυαγίου. Μια διαμάχη που, λογικά, θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια ακόμη…