Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα πολύ πολύ μακριά, σε μια μικρή, παραμυθένια πόλη, χτισμένη στις όχθες του ποταμού Φούλντα, μια ξανθιά, ροδαλή φροϊλάην καθήλωνε το κοινό της με τα γλαφυρά της παραμύθια και τα σηκωμένα ως το γόνατα φουστάνια της. Βρισκόμαστε στην πόλη Κάσσελ, το έτος 1811. Η νεαρή παραμυθού ονομάζεται Ντόρτσεν, ενώ το φανατικό της κοινό είναι κυρίως δύο αδέλφια – οι Βίλχελμ και Γιάκομπ Γκριμμ.

Δύο αιώνες αργότερα, κανένας δεν θυμάται το όνομα της θαυμαστής παραμυθούς, όλοι όμως γνωρίζουν τους αδελφούς Γκριμμ. Από την «Ωραία Κοιμωμένη» μέχρι τη «Σταχτοπούτα» και τον «Γενναίο Ραφτάκο», τα παραμύθια που τα δυο αδέλφια δημοσίευσαν το μακρινό 1812 βρίσκονται στον πυρήνα του κανόνα του κλασικού παραμυθιού της Δύσης. Μαζί με τον Δανό σύγχρονό τους Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, οι αδελφοί Γκριμμ εξακολουθούν να διαβάζονται από εκατομμύρια μικρά παιδιά σε όλο τον κόσμο μέχρι και σήμερα.

Όταν εκδόθηκαν τα παραμύθια τους για πρώτη φορά, τα δυο αδέρφια συνήθιζαν να λένε πως επρόκειτο για ιστορίες που είχαν συλλέξει από πολύ ηλικιωμένες γυναίκες που ζούσαν στις απομονωμένες παρυφές του Μαύρου Δάσους – βγαλμένες, λες, μέσα από τα ίδια τους τα παραμύθια – υπονοώντας ότι το δύσκολο έργο της συλλογής των μέχρι τότε προφορικών μονάχα ιστοριών συνιστούσε πράξη διαφύλαξης και προστασίας της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και, συγκεκριμένα,  μιας γερμανικής λαογραφικής παράδοσης που βρισκόταν στα πρόθυρα εξαφάνισης. Το «λειτούργημά» τους, όμως, αυτό δεν ήταν και τόσο κοπιαστικό όσο το παρουσίαζαν οι ίδιοι, μιας και στην πραγματικότητα τα εν λόγω παραμύθια τα συνέλεγαν φλερτάροντας.

Οι Γιάκομπ και Βίλχελμ συνήθιζαν να προσκαλούν τους φίλους τους στο μικροσκοπικό τους διαμέρισμα, όπου έμεναν με τα υπόλοιπα αδέλφια τους. Φυσικά, επίτιμη καλεσμένη ήταν πάντοτε η όμορφη παραμυθού Ντόρτσεν, γύρω από τα φουστάνια της οποίας κάθονταν σαν μαγεμένα νήπια και άκουγαν ιστορίες για μιαν αδελφή και έναν αδελφό και μια νηπιοφάγο μάγισσα που έμενε σε ένα σπίτι-δόλωμα, φτιαγμένο από ζαχαρωτά. Δεν ήταν μόνο οι ιστορίες της που γοήτευαν τα δυο αδέρφια. Ειδικά ο Βίλχελμ ήταν πολύ τσιμπημένος με την ευφάνταστη και πνευματώδη Ντόρτσεν, και, για καλή του τύχη, ο έρωτας ήταν αμοιβαίος.

Τόσο ο Βίλχελμ όσο και η Ντόρτσεν άφησαν πίσω τους επιστολές κι ημερολόγια που επιβεβαιώνουν πως η γαλανομάτα φροϊλάην με τις ιστορίες της τροφοδοτούσε την επιθυμία του νεαρού τότε Γκριμμ σαν άλλη, βορειοευρωπαία Σεχραζάντ∙ τα παραμύθια της ήταν το όχημα του μεταξύ τους φλερτ. Κάτι που επιβεβαιώνει και ο διάχυτος ερωτισμός στην πρώτη εκείνη έκδοση των παραμυθιών του 1812. Στην πορεία, βέβαια, τα παραμύθια δέχθηκαν σημαντικές εκδοτικές αλλαγές, έτσι ώστε η μακρυμαλλούσα  «Ραπουνζέλ», για παράδειγμα, να χάσει κάθε ίχνος ερωτικής επιθυμίας και πόθου.

Πολλά από τα αγαπημένα μας παραμύθια πρωτοεμφανίστηκαν ως μια μορφή γενναίου φλερτ και σαγήνης από νεαρές γυναίκες του 19ου αιώνα που είχαν το θάρρος να διεκδικήσουν αυτό που ήθελαν. Κάπως έτσι, λοιπόν, από τα 86 παραμύθια που δημοσίευσαν για πρώτη φορά οι Γκριμμ το 1812, περισσότερα από 50 τους τα είχαν διηγηθεί νεαρές δεσποινίδες που έτρεφαν κρυφές φαντασιώσεις, πολλές από τις οποίες ήταν σεξουαλικές ή βίαιες. Πέρα από την προσπάθεια να εντυπωσιάσουν τα αγόρια, οι δυναμικές αυτές φροϊλάην χρησιμοποιούσαν τις αφηγήσεις τους για να παλέψουν και με άλλα, εξίσου περίπλοκα συναισθήματα, όπως η ανάγκη να πάρουν μια κάποια εκδίκηση από τα πρόσωπα που συχνά εξουσίαζαν τις ζωές τους. Γι’ αυτό και σε πολλά από αυτά τα παραμύθια υπάρχει η έννοια της Θείας Δίκης και οι δυνάστες παίρνουν πάντοτε στο τέλος αυτό που, θεωρητικά, τους αξίζει.

Μέσα από τις γλαφυρές τους αφηγήσεις αρκετές νεαρές κοπέλες της εποχής των αδελφών Γκριμμ βρήκαν την πρωτοφανή ελευθερία να αντιμιλήσουν στους μεγαλύτερους, απουσία εκείνων σαφώς. Τα παραμύθια αυτά εκφράζουν την τεράστια απογοήτευση που πρέπει να ένιωθε κάθε έξυπνη νεαρή γυναίκα στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, η οποία ήταν αναγκασμένη από να περιοριστεί σε έναν κορσέ από έθιμα και συμβάσεις που δεν της άφηναν άλλη επιλογή από το να ετεροκαθορίζεται από έναν άντρα∙ να είναι η κόρη, η μητέρα, η αδελφή ή η σύζυγος κάποιου.

Έτσι, οι νεαρές παραμυθούδες διηγούνταν τις ιστορίες τους όχι μόνο για να αποπλανήσουν και να προκαλέσουν, αλλά και για να παρηγορηθούν και να ονειρευτούν μια καλύτερη ζωή. Ελπίδα, αντίσταση και διακριτικό, μα έντονο φλερτ∙ αυτά ήταν τα κοινά στοιχεία όλων των ιστοριών που είχαν συμπεριληφθεί στις πρώτες εκδόσεις των παραμυθιών των Γκριμμ.

Αρχικά, οι Γκριμμ έκαναν αναφορά στα ονόματα των νεαρών γυναικών στις οποίες ανήκαν οι αφηγήσεις αυτές. Στην πορεία όμως, η πρώτη έκδοση των παραμυθιών δέχθηκε μεγάλη επεξεργασία από τους δυο αδελφούς, ειδικά πριν από τις αγγλικές μεταφράσεις του Έντγκαρ Τέιλορ, που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1823. Σε αυτό το σημείο, τα ονόματα των νεαρών γυναικών, όπως αυτό της Ντόρτσεν, εξαφανίστηκαν από τις εκδόσεις, με αποτέλεσμα να μην αναγνωριστεί ποτέ ως σήμερα η συμβολή τους. Οι αδελφοί Γκριμμ, στον πρόλογό τους, απέδιδαν τις ιστορίες της συλλογής τους σε μια ανώνυμη και απρόσωπη «προφορική παράδοση» που συλλέχθηκε από ετοιμοθάνατες γυναίκες στην ύπαιθρο, οι οποίες υποτίθεται ότι «λιγόστευαν όλο και περισσότερο».

Οι Γκριμμ δεν είναι οι μόνοι σε αυτή την πράξη ματαίωσης της γυναικείας δημιουργίας και επινόησης. Στη Γαλλία, ο Σαρλ Περώ μνημονεύεται ως ο πατέρας των παραμυθιών. Ωστόσο, ήταν αριστοκράτισσες στα παρισινά σαλόνια της δεκαετίας του 1690 που επινόησαν όχι μόνο τη σύγχρονη λέξη «παραμύθι» (contes de fée στα γαλλικά), αλλά και ένα από τα πιο ανθεκτικά παραδείγματά του, το πολύ αγαπητό παραμύθι «Η Πεντάμορφη και το Τέρας». Εκτιμάται σήμερα ότι περίπου τα 2/3 από τα 90 παραμύθια που σώζονται από εκείνη την περίοδο ξεπήδησαν από τη φαντασία ευφυών γυναικών, ακόμη και αν αυτό δεν είναι διόλου γνωστό. Την ίδια μοίρα είχαν και οι παραμυθούδες της Ανατολής, όπως η Χάννα Ντιγιάμπ από τη Συρία, η οποία έφερε τον Αλαντίν και τον Αλί Μπαμπά στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα.

Είναι πολύ πιθανόν να οφείλουμε τα περισσότερα από τα κλασικά μας παραμύθια στην προφορική παράδοση της αφήγησης που οι γυναίκες διατηρούσαν ζωντανή για χιλιάδες χρόνια. Οι γυναίκες αφηγούνταν ιστορίες ανά τους αιώνες. Ενδεχομένως, για εκείνες να ήταν ένας τρόπος να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό περιβάλλον, να σώσουν την ψυχή τους, αν όχι τη ζωή τους, σε έναν κόσμο που είχε φτιαχτεί για τους άνδρες.