Στο τέλος του Μάμα Ρόμα του 1962, της σπουδαίας ταινίας του Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο ήρωας κείτεται ετοιμοθάνατος σε ένα κρεβάτι φυλακής, όπως ο νεκρός Χριστός του Mantegna ή ένας ξυπόλυτος άγιος του Caravaggio. Έχει γίνει πολύς λόγος για την αναγεννησιακή και μπαρόκ εικονογραφία στον κινηματογράφο του Παζολίνι. Η υπονοούμενη βλασφημία των φτωχών και βρώμικων Χριστών που ζωγράφιζε ο Caravaggio ενθουσίασε τον  εικονολάτρη σκηνοθέτη, του οποίου ο φρικτός του θάνατος κατά κάποιο τρόπο προμηνύεται στο ίδιο του το έργο. Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου 1975, στην Όστια, μια παραθαλάσσια παραγκούπολη που βρίσκεται λίγο έξω από τη Ρώμη, ο Παζολίνι βρέθηκε άγρια ξυλοκοπημένος, ενώ το σώμα του διαμελήστικε από ένα αυτοκίνητο που πέρασε πάνω από το σώμα του δεκάδες φορές. Το πτώμα του εντόπισε μια γυναίκα είχε παρατηρήσει κάτι μπροστά από το σπίτι της. «Έρχονται εδώ αυτά τα καθάρματα και πετάνε τα σκουπίδια τους», παραπονέθηκε.

Ο τόπος της δολοφονίας θύμιζε σκηνικό ταινίας ή μυθιστορήματος του ίδιου του Παζολίνι: διάσπαρτες παράγκες σε μια παραλία και στο βάθος υψώνονται οι φτωχογειτονιές της Όστια. Μία δολοφονία που συνεχίζει ακόμη και σήμερα να προκαλεί ερωτηματικά, για το αν δολοφόνος ήταν πράγματι ο Πίνο Πελόζι, ένας εκπορνευόμενος 17χρονος με το παρατσούκλι «Τζόι ο βάτραχος», ή μια ομάδα νεοφασιστών. Πατήθηκε αρκετές φορές με το δικό του αυτοκίνητο, ενώ μέρος του σώματός του κάηκε με βενζίνη μετά το θάνατό του.

Ο Πελόζι, το 2005, απέσυρε την ομολογία του, ισχυριζόμενος ότι δεχόταν απειλές για τον ίδιο και την οικογένειά του, ώστε να μην αποκαλύψει τους πραγματικούς ενόχους. Άλλωστε, δεν ήταν λίγες οι αναφορές που υποστήριζαν ότι το έγκλημα διεπράχθη από ομάδα νεοφασιστών, που φώναζαν «θάνατο στο βρωμοκομμούνι». Όπως ήταν αναμενόμενο οι έρευνες πάγωσαν λόγω έλλειψης στοιχείων και η υπόθεση παρέμεινε στη σφαίρα των θρυλικών μυστηρίων. Ο Παζολίνι ήταν 53 ετών.

Ωστόσο, ο  κατηγορούμενος Πίνο Πελόζι καταγόταν από ένα συγκρότημα κατοικιών έξω από τη Ρώμη που ονομάζεται Tiburtino III. Χτισμένες το 1935 σε ελώδεις εκτάσεις, οι πολυκατοικίες της φασιστικής περιόδου δεν ενσάρκωσαν  ποτέ το ουτοπικό σχέδιο που υποσχέθηκε ο Μουσολίνι. Ωστόσο, τα ιταλικά προάστια με διάσπαρτους σπασμένους νιπτήρες και παλιά λάστιχα μέσα στα οποία φυτρώνουν παπαρούνες, παρουσιάζουν ένα πασολινικό pasticcio, αποτελούμενο από έναν δυστοπικό ποιητικό ρεαλισμό. Στην εποχή του Παζολίνι το Tiburtino III διατήρησε κάτι από την ημι-αγροτική ατμόσφαιρα της l’Italietta που είναι χαρακτηριστική για τον ρωμαϊκό κινηματογράφο. Οι μετανάστες από τη νότια Ιταλία έφεραν τις δικές τους κουλτούρες και διαλέκτους, τις οποίες ο Παζολίνι κατέγραψε με εθνογραφική ακρίβεια.

Φωτ.: Italo Zannier

Στην ποίηση, τη δημοσιογραφία, τα μυθιστορήματα και τις ταινίες του, ο Παζολίνι υπερασπίστηκε τους αποκληρωμένους και καταδικασμένους της μεταπολεμικής Ιταλίας, αναμειγνύοντας έναν διανοητικό αριστερισμό με έναν έντονο φραγκισκανικό καθολικισμό. Η πιο γνωστή ταινία του, Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο του 1964, ήταν αφιερωμένη στον Ιωάννη Παύλο XXIII, τον πρώτο πάπα που άνοιξε το διάλογο μεταξύ καθολικισμού και μαρξισμού, και παρέλειψε επιτηδευμένα τη λέξη «Άγιος» από τον τίτλο του. Η ταινία γυρίστηκε στο σεληνιακό τοπίο της απομακρυσμένης περιοχής Basilicata της Ιταλίας – όπου ο Μελ Γκίμπσον επρόκειτο να πραγματοποιήσει τα γυρίσματα της υπερπαραγωγής του για την Σταύρωση του Χριστού – και συμμετείχαν αρκετοί φίλοι του Παζολίνι, μεταξύ των οποίων η μυθιστοριογράφος Ναταλία Γκίνζμπουργκ και ο μελλοντικός βιογράφος του Έντζο Σισιλιάνο.

Φωτ.: Italo Zannier

Ο Παζολίνι έγραφε τις πρώτες του ταινίες σε ρωμαϊκή διάλεκτο για να θυμίσει στην Ιταλία μια γλώσσα που είχε σε μεγάλο βαθμό αγνοούσε. Η δια βίου πολεμική του εναντίον αυτού που αποκαλούσε “la lingua dei padroni”, που πάει να πει αστική τυποποιημένη ιταλική γλώσσα, είχε βαθιές ρίζες. Αφού σπούδασε λογοτεχνία και αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια το 1943, μετακόμισε με τους γονείς του στην Casarsa, μια μικρή πόλη στο Fruili κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Η Fruili ήταν η γενέτειρα της μητέρας του Παζολίνι, Σουζάνα, και η προσήλωσή του στην περιοχή ήταν προέκταση της βαθιάς αγάπης του γι’ αυτήν. Τα πρώτα ποιήματα του Παζολίνι γράφτηκαν στη τοπική διάλεκτο και φιλοδοξία του ήταν οι αγροτικές κοινότητες που μιλούσαν την τοπική διάλεκτο της Fruili να αποκτήσουν «ιστορική συνείδηση», βάζοντας στόχο να τους οδηγήσει εκεί ο ίδιος!

Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι στη διάρκεια των γυρισμάτων της πρώτης του ταινίας, Accattone το 1960

Αφότου μετακόμισε στην Casarsa ακολούθησαν ένα σωρό σκάνδαλα. Το 1949 ο Παζολίνι κατηγορήθηκε για «διαφθορά ανηλίκων και άσεμνες πράξεις σε δημόσιο χώρο». Το τι ακριβώς συνέβη παραμένει αδιευκρίνιστο, αν και το σκάνδαλο πιθανώς συνδεόταν με την ομοφυλοφιλία του. Αποβλήθηκε από το παράρτημα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος της Casarsa και κατέφυγε με τη μητέρα του στη Ρώμη, «όπως θα συνέβαινε σε ένα μυθιστόρημα», θυμόταν μερικά χρόνια αργότερα. Η απόφαση ελήφθη χωρίς να ερωτηθεί ο πατέρας του, ο Κάρλο, ένας αλκοολικός αξιωματικός του πεζικού που είχε υπηρετήσει στην Ανατολική Αφρική υπό τον Μουσολίνι, και ο οποίος έμεινε πίσω στο Fruili.

Αν και ο Παζολίνι γεννήθηκε στην Μπολόνια, η Ρώμη του έδωσε υλικό για το μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο. Το μυθιστόρημά του «Τα παιδιά της ζωής» που εκδόθηκε στην Ιταλία το 1955, είναι μια σειρά από σύντομες κινηματογραφικές βινιέτες από τον ρωμαϊκό υπόκοσμο και αφηγείται τις περιπέτειες μιας ομάδας εφήβων του δρόμου. Η βία του δρόμου βρήκε πληρέστερη έκφραση στις ταινίες του Παζολίνι για τους ελληνικούς μύθους Οιδίπους Τύραννος του 1967 και Μήδεια του 1970, στις οποίες πρωταγωνίστησε η Μαρία Κάλλας. Η αλληλεγγύη του προς τους φτωχούς της Ρώμης ήταν κατά βάθος ρομαντική, και στο σπουδαίο ποιητικό του έργο Οι στάχτες του Γκράμσι του1952, τη συγκρίνει με τον νεανικό ιδεαλισμό του ποιητή Σέλεϊ, ο οποίος είναι θαμμένος στο ίδιο νεκροταφείο της Ρώμης με τον Αντόνιο Γκράμσι, τον μεγάλο θεωρητικό του ιταλικού μαρξισμού.

Μπροστά από τον τάφο του Αντόνιο Γκράμσι, 1970. Φωτ.: Franco Vitale

Ίσως ήταν αναπόφευκτο ότι ο 27χρονος «Ρεμπώ που στερείται ιδιοφυΐας» -όπως χαρακτήριζε ο ίδιος ο Παζολίνι τον εαυτό του με αυτοσαρκαστική διάθεση- θα ξεκινούσε τις ρωμαϊκές του μέρες ανάμεσα στους καταφρονημένους και τους διωκόμενους σε ένα παρακμιακό διαμέρισμα στο εβραϊκό γκέτο. Περιτριγυρισμένο από τον Τίβερη από τη μία πλευρά και το Largo Argentina από την άλλη, το γκέτο αυτό ήταν (και εξακολουθεί να είναι) ένας ολόκληρος κόσμος από μόνο του. Η καθολική Ιταλία, όμως, άλλαζε γρήγορα, και το Μάμα Ρόμα αποτύπωσε αυτή την κοινωνική μετατόπιση, καθώς το οικονομικό θαύμα των αρχών της δεκαετίας του 1960 έφερε τσίχλες, κοκα κόλα, τζιν και άλλα καταναλωτικά προϊόντα αμερικανικού τύπου. Η ίδια η Μάμα Ρόμα, την οποία υποδύεται η Άννα Μανιάνι, γνωστή από την ταινία «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη», είναι μια ιερόδουλη που εργάζεται στο δρόμο, αποφασισμένη να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή για τον έφηβο γιο της Έτορε. Αν κατάφερναν να μαζέψουν αρκετά χρήματα του υπόσχεται ότι θα μπορούσαν να μετακομίσουν σε μια καλύτερη περιοχή. Αλλά ο Έτορε βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στον υπόκοσμο και στην παρανομία. Το τελευταίο πλάνο της ταινίας αποτελείται από μια σειρά από ζοφερά πολυώροφα συγκροτήματα κοντά στο Cecafumo, μια έρημη έκταση έξω από την Ρώμη, όπου ουσιαστικά ο Παζολίνι φαίνεται να σαρκάζεται τη νέα «υπέρλαμπρη» καπιταλιστική συνθήκη.

Η σχέση του Παζολίνι με τη Ρώμη ήταν γεμάτη αντιπαραθέσεις. Το La Ricotta, το 35λεπτο επεισόδιο του στη συνεργατική ταινία RoGoPag  του 1963, παρουσίαζε τον Όρσον Γουέλς ως Αμερικανό σκηνοθέτη που γύριζε μια ταινία για τα πάθος του Χριστού. Πάνω από ένα tableau vivant εμπνευσμένο από μπαρόκ πίνακες της Αποκαθήλωσης, ο Γουέλς φωνάζει ιερόσυλα: «Πάρτε αυτούς τους σταυρωμένους μπάσταρδους από εδώ!». Το La Ricotta, ένα έργο πρόστυχου αισθησιακού ρεαλισμού, οδήγησε τον Παζολίνι σε ποινή φυλάκισης με αναστολή, με την κατηγορία της βλασφημίας.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έγραψε μια σειρά άρθρων σε εφημερίδες, επιτιθέμενος στην κατάχρηση ναρκωτικών, στα μακριά μαλλιά των ανδρών, στις προσβλητικές διαφημίσεις και σε οτιδήποτε άλλο συνέβαλε στην παρακμή της λατρεμένης του προβιομηχανικής Ιταλίας. Το ντοκιμαντέρ του Ερωτικές Συναντήσεις του 1964, παρείχε μια θαυμάσια ματιά στα καθολικά ήθη, τέσσερα χρόνια αφότου ο Φελίνι αποτύπωσε τη λάμψη της αναδυώμενης καταναλωτικής Ιταλίας στο Γλυκιά Ζωή (La dolce vita) – αλλά τώρα η Ιταλία «πέθαινε». Οι πιο ένθερμες επιθέσεις του Παζολίνι στόχευαν στην τηλεόραση, η οποία, όπως πίστευε, είχε αντικαταστήσει τις ιταλικές διαλέκτους με μια καταναλωτική Εσπεράντο από αλλοιωμένους αμερικανισμούς και άλλες γλωσσικές εισαγωγές. Απογοητευμένος, στράφηκε στον λεγόμενο τρίτο κόσμο για έμπνευση. Η Καππαδοκία που απεικονίζεται στην  Μήδεια ή στις  Χίλιες και μια Νύχτες του 1974 είναι οπτικά εξαίσιες εκδοχές του Salammbô του Φλομπέρ, κι αποτελούν μια κινηματογραφική άνθιση της ευρωπαϊκής παρακμής.

Φωτ.: Franco Vitale

Προς το τέλος της ζωής του, ο Παζολίνι έζησε στο χλιδάτο προάστιο EUR της Ρώμης. Αγόρασε μια Maserati για να την προσθέσει στην Alfa Romeo του, και πλέον απέρριπτε τους φτωχούς της Ρώμης ως “odiosi”, ακόμη και “orribili”- κατηγορώντας τους ότι η αγνότητά τους είχε πλέον αντικατασταθεί ν από το ιταλικό καταναλωτικό θαύμα  και είχαν γίνει άπληστοι για το κέρδος και τα υλικά αγαθά.

Παρ’ όλη τη τρομερή πολυμορφία που χαρακτήριζε στο σύνολό του το έργο του, ο Παζολίνι δεν τα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει από τη δημόσια εικόνα του ως σχολιαστή της ταραγμένης πολιτικής ζωής της Ιταλίας.Το κύκνειο άσμα του, «Σαλό» ή «120 μέρες στα Σόδομα», ήταν μια ταινία που ουσιαστικά προέβλεψε το δικό του φρικτό τέλος καθώς παρουσιάζει μια ωμή καταβύθιση στη φύση του φασισμού, με σκληρές σκηνές βίας, οργίων, σεξουαλικής υποταγής, βασανιστηρίων και δολοφονιών, που από τη μια αμφισβητήθηκε και απ’ την άλλη αγρίεψε περισσότερο τα κατάλοιπα του θλιβερού παρελθόντος  και που η προβολή της προκάλεσε φρίκη, ουρλιαχτά, βίαιες αντιδράσεις και εισαγγελικές παρεμβάσεις. Όπως προφητικά είχε δηλώσει για το «Σαλό», «η επιδίωξή μου ήταν να εξοργίσω, να θυμώσω το θεατή. Στην αρχή θα στραφεί εναντίον της ταινίας, εναντίον μου. Μερικοί όμως μπορεί να το ξανασκεφτούν. Ο φασισμός δεν καίει μόνο σάρκες, μας σπρώχνει στον ολοκληρωτικό αφανισμό».

 

Το πτώμα του Πιέρ Πάολο Παζολίνι σκεπασμένο, λίγες ώρες μετά τη δολοφονία του στην Όστια της Ρώμης, 1975

Μπορεί μετά την πάροδο τόσων χρόνων από το θάνατό του να υπάρχουν ενστάσεις για το έργο του, επιμέρους επικρίσεις για κάποιες ταινίες του, αλλά το σίγουρο είναι ότι αποτελεί πρότυπο ιδεολόγου καλλιτέχνη, που έβαζε πάνω απ’ τη φήμη του την ιδεολογία του, την ελευθερία, τον αγώνα εναντίον του φασισμού, με οποιαδήποτε μορφή κι αναμφίβολα ο Πιερ Πάολο Παζολίνι υπήρξε ένας ποιητής του σινεμά, ένας ανυπότακτος διανοούμενος, που διαμόρφωσε συνειδήσεις και πλήρωσε με τη ζωή του τις ιδέες του.