Jean-Paul Belmondo και Omar Sharif στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1971.

Μεσούσης της Χούντας.

Να γυρίζουν μια ταινία που περιλαμβάνει μερικά εντυπωσιακά σκηνικά καταδίωξης μέσα από τα οποία μπορεί να δει κανείς την Αθήνα, τον Πειραιά και τα προάστια της εποχής εκείνης.

Με τους κασκαντέρ που τους αντικαθιστούσαν στην ταινία να κάνουν κόντρες και «μπαντιλίκια» στην Πανεπιστημίου, την Καστέλλα και τη Γλυφάδα.

Όλα αυτά συνέβησαν στα γυρίσματα της ταινίας «Οι διαρρήκτες» (γαλλικά: Le Casse), μια αστυνομική ταινία γαλλικής και ιταλικής συμπαραγωγής 1971 σε σκηνοθεσία και σενάριο του Ανρί Βερνέιγ (Henri Verneuil), βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Ντέιβιντ Γκοντίς με την μουσική της ταινίας να υπογράφει ο Ένιο Μορικόνε. 

Η ταινία – στην οποία από ελληνικής πλευράς ξεχώριζε το όνομα του Σωτήρη Μουστάκα – περιγράφει μία ληστεία πολύτιμων λίθων που πραγματοποιεί μία συμμορία στην Αθήνα με αρχηγό τον Belmondo και τον Sharif στον ρόλο ενός διεφθαρμένου έλληνα αστυνομικού που θέλει τη λεία για τον εαυτό του.

 

Η πλοκή πάει ως εξής: Το 1970 θα φθάσει στη Αθήνα μια ομάδα από επαγγελματίες διαρρήκτες με επικεφαλής τον Αζάντ (Μπελμοντό) με σκοπό να κλέψουν μια συλλογή από πανάκριβα σμαράγδια, που ανήκει σε έναν πάμπλουτο έλληνα έμπορο, τον Τάσκο. Οι διαρρήκτες θα φθάσουν στην Βίλα του έλληνα έμπορου την νύχτα και αφού αναισθητοποιήσουν τον φύλακα, θα μπούνε μέσα και με υπερσύγχρονα μηχανήματα θα ανοίξουν το χρηματοκιβώτιο και θα αφαιρέσουν την συλλογή σμαραγδιών.

Κατά την διάρκεια της κλοπής, θα εμφανιστεί ένας περαστικός Έλληνας αστυνόμος, ο Άμπελ Ζαχαρίας (Σαρίφ) ο οποίος Θα δει το αμάξι των διαρρηκτών παρκαρισμένο έξω από την βίλα του Τάσκο και θα το θεωρήσει ύποπτο. Ο Αζάντ θα αντιληφθεί τον Έλληνα αστυνόμο και θα πάει στο αυτοκίνητο προσποιούμενος ότι υπέστη μηχανική βλάβη και ότι είχε πάει να καλέσει για βοήθεια. Ο αστυνόμος Ζαχαρία θα προσποιηθεί ότι τον πίστεψε και θα τους αφήσει να ολοκληρώσουν την κλοπή των σμαραγδιών.

Τελικά ο αστυνόμος Ζαχαρίας θα αποδειχθεί ότι είναι διεφθαρμένος και ότι θέλει τα σμαράγδια για τον εαυτό του και δεν τον πολυενδιαφέρει να συλλάβει τους διαρρήκτες. Ένα κυνηγητό μεταξύ τους θα αρχίσει με τον Αζάντ θα ξεγλιστράει συνεχώς από την πίεση που θα δέχεται από τον Ζαχαρία, ο οποίος και θα τον καταδιώκει μέχρι να του παραδώσει τα κλεμμένα σμαράγδια.

Στις πιο εντυπωσιακές σκηνές της ταινίας, γίνεται ένα πραγματικό κυνηγητό με ένα FIAT 124 και ένα Opel Rekord Α στο Φάληρο, στους δρόμους του Πειραιά, στο Μικρολίμανο, την Καστέλλα αλλά και το κέντρο της Αθήνας και την Γλυφάδα.

Στη σκηνή αυτή ο Ομάρ Σαρίφ (υποτίθεται ότι) καταδιώκει με το μαύρο αυτοκίνητό του Opel Rekord A, τον Μπελμοντό που οδηγούσε ένα κόκκινο Fiat 124 Special T.

Και λέμε «υποτίθεται» γιατί για λογαριασμό των διάσημων ηθοποιών οδήγησαν οι κορυφαίοι κασκαντέρ Rémy Julienne και Remo Mosconi, που κυριολεκτικά… διέλυσαν τα αυτοκίνητα καθώς κατά το κυνηγητό στους κεντρικούς δρόμους και τις γειτονιές του Πειραιά, μεσολάβησαν από συγκρούσεις, προσκρούσεις σε διαζώματα και τοίχους καθώς και απότομες καταβάσεις σε χωμάτινους δρόμους, μέχρι και στα σκαλιά του ΗΣΑΠ.

Belmondo και Sharif στα απαιτητικά γυρίσματα της ταινίας

Το σήμα για την εκκίνηση των γυρισμάτων δόθηκε το μεσημέρι της 8ης Φεβρουαρίου του 1971.

Δυο ημέρες μετά, στις 10 Φεβρουαρίου, έπρεπε να γυριστούν οι σκηνές καταδίωξης στην περιοχή του Νέου Φαλήρου και στον Πειραιά. Για το λόγο αυτό είχε διακοπεί η κυκλοφορία από την Τροχαία και παρόλο που τα δυο αυτοκίνητα στην πραγματικότητα δεν πήγαιναν γρήγορα, αλλά η αίσθηση αυτή δόθηκε στον θεατή από το «τρέξιμο» της ταινίας σε γρήγορη κίνηση (fast motion).

Τα δυο ΙΧ ανεβοκατεβαίνουν στις ανηφόρες και τις κατηφόρες του Προφήτη Ηλία με φόντο, αν το προσέξετε καλά στην ταινία, τους δεκάδες ντόπιους και κατοίκους να παρακολουθούν τα γυρίσματα όπως αντίστοιχα και τα παιδιά της περιοχής τα οποία, παρά το γεγονός ότι ήταν μια απλή καθημερινή και τα σχολεία θα έπρεπε να λειτουργούν, από τα περισσότερα σχολεία του Πειραιά τότε έχει δοθεί άδεια «εκπαιδευτικού περιπάτου» για όλους τους μαθητές και προκειμένου να μην υπάρξει κάποιο πρόβλημα στα γυρίσματα – ή, ακόμη χειρότερα, κάποιο ατύχημα.

Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων όμως, που κράτησαν πάνω από ένα μήνα, συνέβησαν διάφορα ωραία.

Ο Μπελμοντό και ο Σαρίφ στον ελεύθερο χρόνο τους επισκέπτονταν κοσμικά κέντρα ή γραφικά ταβερνάκια του Πειραιά και της Γλυφάδας, ενώ στις 7 Μαρτίου του 1971 αμφότεροι βρέθηκαν στις εξέδρες του Σταδίου Καραϊσκάκη προκειμένου να παρακολουθούν από την εξέδρα των επισήμων τον αγώνα Εθνικός Πειραιά – Αιγάλεω που έληξε ισόπαλο 1-1.

Μια εφημερίδα της εποχής εκείνης τους «συνέλαβε» στα επίσημα του «Καραίσκάκης».

Ο Jean-Paul Belmondo

Ο Ζαν Πολ Μπελμοντό (9 Απριλίου 1933 – 6 Σεπτεμβρίου 2021) ήταν Γάλλος ηθοποιός, ο οποίος συνδέθηκε αρχικά με το Γαλλικό Νέο Κύμα (Νουβέλ Βαγκ) της δεκαετίας του 1960. Ο πατέρας του, Πολ Μπελμοντό, ήταν γλύπτης με ιταλικές ρίζες και η μητέρα ζωγράφος. Ωστόσο, ο μικρός Μπελμοντό δεν είχε φανερώσει καμία καλλιτεχνική κλίση στα εφηβικά του χρόνια. Αντιθέτως, έδειξε από την αρχή κλίση στα αθλητικά. Δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο και το πάθος του σε αυτή την ηλικία ήταν το μποξ και το ποδόσφαιρο, ενώ μάλιστα έκανε και προπονήσεις μποξ.

Αποφάσισε έτσι να γίνει πυγμάχος και στη σύντομη καριέρα του στα ρινγκ ήταν μάλιστα αήττητος. Το ντεμπούτο του το έκανε το 1949 ρίχνοντας νοκάουτ τον αντίπαλό του από τον πρώτο γύρο, αν και την επόμενη κιόλας χρονιά, συνειδητοποιώντας τις θυσίες που έπρεπε να κάνει για να γίνει επαγγελματίας, τα παράτησε.

Τότε στράφηκε στην υποκριτική και έγινε δεκτός στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης του Παρισιού και αποφοιτώντας το 1956 βρήκε αμέσως δουλειά στο σινεμά. Με ένα τσιγάρο μόνιμα στο στόμα του, ο Ζαν Πολ Μπελμοντό ξεκίνησε την καριέρα του το 1957 παίζοντας μερικά μικρορολάκια σε γαλλικές ταινίες της εποχής και βρέθηκε στην αντίπερα όχθη από τον υπερβολικά όμορφο Αλέν Ντελόν, με τους κριτικούς να χαρακτηρίζουν τον Μπελμοντό «γοητευτικά άσχημο» – αν και πολλές θαυμάστριές του και μη, θα διαφωνούσαν με αυτό.

O Omar Sharif

Ο Ομάρ Σαρίφ (10 Απριλίου 1932 – 10 Ιουλίου 2015) ήταν Αιγύπτιος ηθοποιός με λιβανέζικη καταγωγή. Ξεκίνησε την καριέρα του στην ιδιαίτερη πατρίδα του την δεκαετία του 1950 αλλά είναι γνωστός για τις εμφανίσεις του σε αγγλικές και αμερικάνικες παραγωγές. Στις ταινίες του περιλαμβάνονται Ο Λώρενς της Αραβίας (1962), Δόκτωρ Ζιβάγκο (1965) και Ένα αστείο κορίτσι (1968). Είχε τιμηθεί με τρεις Χρυσές Σφαίρες και ένα Βραβείο Σεζάρ. Είχε προταθεί για Βραβείο Όσκαρ. Είχε λάβει διάκριση από το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

Ο Σαρίφ, που μιλούσε άπταιστα αραβικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και ιταλικά, συχνά συμμετείχε σε ταινίες υποδύομενος κάποιον τουρίστα. Η κυβέρνηση του Αιγύπτιου πρωθυπουργού Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ τού επέβαλλε περιορισμούς και ο Σαρίφ οδηγήθηκε σε αυτοεξορισμό στην Ευρώπη. Αυτό το γεγονός οδήγησε σε ένα φιλικό διαζύγιο από τη σύζυγό του, την Αιγύπτια ηθοποιό Φατέν Χαμαμά. Είχε ασπαστεί το Ισλάμ προκειμένου να την παντρευτεί. Ήταν φανατικός του ιπποδρόμου και κάποτε κατετάγη μεταξύ των καλύτερων παικτών του ιπποδρόμου παγκοσμίως.