Ο Sergei Krikalev εκτοξευόταν προς το διάστημα τον Μάη του 1991 αφήνοντας πίσω την Ε.Σ.Σ.Δ. Λίγους μήνες η χώρα του θα εισερχόταν σε τροχιά αποσύνθεσης χωρίς προοπτική επιστροφής. Οι κοσμογονικές αλλαγές που συντελέστηκαν στο λυκαυγές της δεκαετίας του ‘90 οδήγησαν τις χώρες που απάρτιζαν την πάλαι ποτέ κραταιά Σοβιετική Ένωση να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους επιταχύνοντας τη λήξη του «μεγαλύτερου πολιτικού πειράματος του 20 αιώνα».

Ο αστροναύτης αναγκάστηκε να παραμείνει για 311 συναπτές ημέρες στο διάστημα, πολύ παραπάνω από τον προγραμματισμένο χρόνο της αποστολής του, καθώς οι εξελίξεις είχαν καταστήσει την προσγείωσή του στην Γη φλέγων διπλωματικό ζήτημα. Γυρνώντας  τελικά πάλι πίσω στη Γη, τον Μάρτη του 1992, θεωρήθηκε ο τελευταίος πολίτης από μια χώρα που είχε περάσει πλέον στο παρελθόν.

Στο βραβευμένο με το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2015 “Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου” της Svetlana Alexievich επιχειρείται μέσα από συνεντεύξεις «απλών» πολιτών και σημαινόντων σε αξιώματα προσώπων η καταγραφή της εμπειρίας της ζωής στη διαλυμένη πλέον χώρα της Σοβιετικής Ένωσης και οι αναμνήσεις που έχουν απομείνει από τα συντρίμμια της.

Στο βιβλίο φιλοτεχνείται μια εκτενής στο χρόνο τοιχογραφία από την γέννηση της  Σοβιετικής Ένωσης μέχρι και το θάνατο της. Από το «άλμα στον ουρανό» που χρησιμοποίησε ως βατήρα την εμβληματική επανάσταση του 1917, ως τη σταλινική ολοκληρωτική της περίοδο και τη μετέπειτα πορεία της  χώρας μέχρι την φιλελευθεροποίηση που αποπειράθηκε ο Γκορμπατσώφ με τις περιώνυμες Περεστρόικα και Γκλάσνοστ πολιτικές που προσπάθησε να εφαρμόσει. Και το τέλος της: η οριστική πτώση του σοσιαλισμού και οι ελπίδες συνυφασμένες με απογοητεύσεις που προξένησε η απότομη μετάβαση -με τις λεγόμενες νεοφιλελεύθερες θεραπείες σοκ- προς την αναγέννηση της ελεύθερης αγοράς και τον καπιταλισμό.

Η πρωτοτυπία του βιβλίου έγκειται στο γεγονός πως δίνει το βήμα στους ανθρώπους να εξιστορήσουν τις προσωπικές τους αναμνήσεις  από την καθημερινή τους ζωή στην Ε.Σ.Σ.Δ, αυτές που συνήθως μένουν  έξω από τα βιβλία της ιστορίας, αλλά είναι καταλυτικές για να κατανοήσουμε το παρελθόν από όσους το έζησαν.

Ο Σοβιετικός άνθρωπος στον οποίο αφιερώνεται το βιβλίο γεννήθηκε από την επιθυμία του σοσιαλισμού για ένα νέο τύπου ανθρώπου πάνω στον οποίο θα στηριζόταν ο επερχόμενος κομμουνισμός: είναι το υποκείμενο του βιβλίου, η συγγραφή του οποίου αποτίνει ένα επιθανάτιο φόρο τιμής.

Η κοινή συνιστώσα των ιστοριών, οι περισσότερες τον καιρό που η μετάβαση είχε επισφραγιστεί, αφηγούνται μια ζωή που παρήλθε απότομα αφήνοντας μόνο την ανάμνηση ενός κόσμου που βρίσκεται στον αντίποδα του σημερινού.

Για αρκετούς ερωτηθέντες η παραδοχή πως ο σοσιαλισμός τούς παρείχε μόνο με τα βασικά που χρειάζονταν για να ζήσουν, με αρκετές ελλείψεις κατά καιρούς, αντισταθμιζόταν από το όραμα ενός ουτοπικού κόσμου του οποίου ήταν οι σκαπανείς: αυτός ήταν ο κινητήριος μοχλός της ζωής τους παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας.

Σε άλλες συνεντεύξεις,  η σταθερή έλλειψη καταναλωτικών αγαθών αντίστοιχων της Δύσης, διόγκωνε τη δυσφορία για το πόσο τελικά επιτυχημένος  ήταν ο κομμουνισμός σε σύγκριση με το αντίπαλο του καπιταλιστικό δέος. Ταυτόχρονα, ο αποκλεισμός από κάθε μορφή επαγγελματικής καταξίωσης υπονόμευε τα όνειρα για μια άλλη ζωή, διαφορετική από τα ειωθότα της σοσιαλιστικής αταραξίας.

Η Περεστρόικα είχε ήδη κλονίσει τις πεποιθήσεις πολλών εξ αυτών για την αυτάρκεια της χώρας να υλοποιήσει τις ανάγκες των πολιτών της. Ο μακρινός  και απαγορευμένος  αντίλαλος του Δυτικού κόσμου ερχόταν πλέον κοντά μέσω τηλεοπτικών εικόνων υποσχόμενος ανέσεις που οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αποκτήσουν. Μια ζωή με μεγαλύτερη οικονομική κινητικότητα, πέρα από τις σοβιετικές αγκυλώσεις, που επέτρεπε την προοπτική της επαγγελματικής ανέλιξης  και της συνακόλουθης αύξησης του βιοτικού επιπέδου.

Στα πλαίσια της άρσης της λογοκρισίας, τα μέχρι πρότινος απαγορευμένα βιβλία, γίνονταν διαθέσιμα σε όλους ανασύροντας το πέπλο της λήθης για τη βαρβαρότητα της Σταλινικής περιόδου. Οι σελίδες από το «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» εμφανίζονταν για να υπενθυμίσουν μια από τις πιο μελανές περιόδους του «χτισίματος» του σοσιαλισμού.

Πριν η αυλαία πέσει για το «πρώτο σοσιαλιστικό κράτος», σε μια νέα γενιά στην οποία οι αναμνήσεις από την ηρωική αντίσταση στους Ναζί του Β΄ παγκοσμίου είχαν ξεθωριάσει σε μια γκρίζα πραγματικότητα, ακόμα και  το λίκνο του, η επανάσταση του 1917, εθεωρείτο ένα μουσειακό αξιοθέατο αντίστοιχο της σαρκοφάγου του Λένιν : νεκρά σύμβολα, αποστεωμένα από τις αρχικές εξαγγελίες τους, και ως εκ τούτου ανίκανα να νοηματοδοτήσουν το παρόν.

Η πτώση του κομμουνισμού ειδώθηκε από άλλους σαν ευλογία που τους χάριζε την ανέλιξη στην επαγγελματική τους ζωή και τον τρόπο να συντονιστούν με τον επίζηλο Δυτικό τρόπο ζωής. Και την ίδια ώρα σαν δυστυχία: από όσους δεν κατάφεραν να γευτούν όλα αυτά που ευαγγελιζόταν ο καινοφανής τρόπος ζωής που χώριζε εκ νέου τους ανθρώπους με ταξικά κριτήρια ανάμεσα στους πλούσιους και επιτυχημένους απέναντι στους  φτωχούς και αποσυνάγωγους της οικονομικής ευμάρειας.