Στις μέρες μας, η χειρότερη απειλή που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι πινακες του Κλωντ Μονέ είναι να στοχοποιηθούν από ακτιβιστές ενάντια στην κλιματική αλλαγή με πουρέ πατάτας ή κολοκυθσούπα, καθώς και να καούν σε μια πυρκαγιά.

Στην εποχή του ιμπρεσιονιστή οι πίνακες αντιμετώπιζαν έναν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο: Τον ίδιο τον Μονέ. Δυσαρεστημένος με τους πίνακές του, τους πετούσε μαχαίρια και τις μπότες του, αντί να τους στείλει σε περιζήτητες εκθέσεις στο Παρίσι, συμπεριλαμβανομένης μιας που είχε προγραμματιστεί για το 1907, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε μέχρι το 1909 γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.

Ο Μονέ δεν αποτελεί τον μοναδικό καλλιτέχνη στην ιστορία που υπήρξε ένοχος για επιθέσεις στα ίδια του τα έργα. Καλλιτέχνες από τον Μιχαήλ Άγγελο μέχρι τον Τζον Μπαλντεσάρι, κι από την Άγκνες Μάρτιν μέχρι τον Γκέρχαρντ Ρίχτερ, ήταν επιρρεπείς στην καταστροφή αλλά και στη δημιουργία, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.

Άλλοι έχουν χρησιμοποιήσει νομικά μέσα ή καμπάνιες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να προσπαθήσουν να επιτύχουν τον ίδιο σκοπό: ο Κέιντι Νόλαντ αποκήρυξε ένα έργο αφού έμαθε ότι είχαν αντικατασταθεί μέρη του, και ο Ρίτσαρντ Πρινς αποκήρυξε ένα έργο που πούλησε στην Ιβάνκα Τραμπ.

Μονέ
«Τα Νούφαρα» του Κλωντ Μονέ στο Μουσείο της Οραντζερίας, Παρίσι

Ο Οίκος Sotheby’s εκτιμά ότι ο Μονέ μπορεί να έχει καταστρέψει έως και 500 πίνακες. Μια εφημερίδα από το 1908 αναφέρει ότι κατέστρεψε 15 μόνο εκείνη τη χρονιά και εκτιμά την αξία τους σε 100.000 δολάρια, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τον πληθωρισμό, θα ισοδυναμούσε με 3,4 εκατομμύρια δολάρια σήμερα.

Φυσικά, η αξία των πινάκων του έχει εκτοξευθεί στα ύψη έκτοτε, οπότε το πραγματικό αντίτιμο είναι ανυπολόγιστο. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την απίστευτη εκτίναξη της αξίας του έργου αλλά και της φήμης του, είναι οξύμωρο να διαβάζει κανείς τα ίδια του τα λόγια: «Η ζωή μου δεν ήταν παρά μια αποτυχία, και το μόνο που μου μένει να κάνω είναι να καταστρέψω τους πίνακές μου πριν εξαφανιστώ», είχε πει κάποτε.

Οι άνθρωποι γύρω του υπέφεραν εξαιτίας της δικής του δυστυχίας. «Κάθε μέρα τρυπάει τους καμβάδες», έγραψε η σύζυγός του Άλις σε έναν φίλο το 1908. «Είναι πραγματικά οδυνηρό. Τη μια μέρα τα πράγματα μπορεί να είναι εντάξει, και την επόμενη μέρα όλα να γίνονται θάλασσα».

Κλωντ Μονέ
Κλωντ Μονέ, 1899. Φωτ.: Nadar

Αφού δημιούργησε έναν κήπο γεμάτο πεζογέφυρες ιαπωνικού τύπου πάνω από λίμνες γεμάτες νούφαρα, προς μεγάλη του δυσαρέσκεια προσπάθησε να αναπαραστήσει την ομορφιά του στον καμβά. Το 1908, την ίδια χρονιά που φέρεται να κατακρεούργησε αυτούς τους 15 πίνακες, ο 68χρονος καλλιτέχνης, ο οποίος έκανε μια αναδρομή στην καριέρα του, έγραψε σε έναν φίλο του: «Αυτά τα τοπία με το νερό και τις αντανακλάσεις έχουν γίνει εμμονή. Είναι πέρα από τις δυνάμεις μου ως ηλικιωμένος άνθρωπος, κι όμως θέλω να φτάσω να μεταφέρω αυτό που αισθάνομαι… Ελπίζω ότι μετά από τόσες προσπάθειες, κάτι θα βγει».

Οι πίνακες με τα νούφαρα που εξήλθαν σώοι από το εργαστήριο του Μονέ έχουν κρεμαστεί στους τοίχους των μουσείων σε όλο τον κόσμο και αποτελούν βασικό στοιχείο της αγοράς. Ο πίνακας του Nymphéas en fleur (Νερολούλουδα) του 1914-17 πωλήθηκε για περίπου 84,6 εκατομμύρια δολάρια στον οίκο Christie’s στη Νέα Υόρκη το 2018, αποτελώντας τον ακριβότερο πίνακα του με το συγκεκριμένο θέμα.

Claude Monet, Nymphéas en fleur/ 1914-17

Ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Ζορζ Κλεμανσώ, ο οποίος ήταν στενά συνδεδεμένος με τον ζωγράφο, δήλωσε σε έναν δημοσιογράφο μετά τον θάνατό του ότι «ο Μονέ επιτίθετο στους καμβάδες του όταν ήταν θυμωμένος. Και ο θυμός του γεννιόταν από τη δυσαρέσκεια για τη δουλειά του. Ήταν ο μεγαλύτερος κριτικός του εαυτού του».

«Μόνο ο τάφος», έλεγε ο καλλιτέχνης, θα τον έσωζε από τη δυσαρέσκειά του. «Όταν πεθάνω», είπε στον Κλεμανσώ, «θα βρίσκω τις ατέλειές τους λιγότερο δυσβάστακτες».

Φυσικά, χωρίς να δει κανείς τους κατεστραμμένους πίνακες, είναι εύκολο να υποθέσει ότι ήταν εξαιρετικής ποιότητας και ότι ήταν μόνο η πικρία που τους έστειλε στον κάδο των αχρήστων. Αλλά τουλάχιστον ένας σύγχρονος παρατηρητής ενέκρινε την προσπάθεια του καλλιτέχνη να επιβάλει τα δικά του υψηλά πρότυπα, λέγοντας στους New York Times: «Είναι κρίμα, ίσως, που κάποιοι άλλοι ζωγράφοι δεν κάνουν το ίδιο».

Δείτε επίσης: Οι τελευταίοι πίνακες του Μαρκ Ρόθκο ήταν ένα προμελετημένο αντικαπιταλιστικό σαμποτάζ