Πάντα είχα την απορία τι περνάει από το μυαλό ενός συγγραφέα, καλλιτέχνη ή συνθέτη όταν δημιουργεί ένα συγκεκριμένο έργο. Στον κόσμο της ψυχολογίας, η ψυχοβιογραφία αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη αξία. Σκαλίζοντας περισσότερο αυτή την ιδέα ανακάλυψα ότι ο κλάδος της ψυχοβιογραφίας συχνά καταφέρνει να ρίξει φως σε αυτή την ιδιαίτερη επικοινωνία που ένας καλλιτέχνης επιχειρεί τόσο με τους γύρω του, όσο και με τον ίδιο του τον εαυτό. Η τέχνη αποτελεί ένα κομμάτι της ζωής του καλλιτέχνη που ο ψυχοβιογράφος προσδοκά να κατανοήσει καλύτερα.

Πιο συγκεκριμένα η ψυχοβιογραφία, ή ψυχολογική βιογραφία, έχει οριστεί ως «η εντατική μελέτη της ζωής ενός προσώπου ιστορικής σημασίας για την κοινωνία και τον πολιτισμό, χρησιμοποιώντας θεωρίες και μεθόδους έρευνας από την ψυχολογία και την ιστοριογραφία». Φυσικά η ψυχοβιογραφία δεν περιορίζεται αποκλειστικά στη ζωή καλλιτεχνών, προσωπικά όμως βρίσκω μεγάλο ενδιαφέρον σε εκείνες τις ψυχολογικές βιογραφίες μουσικών και συγγραφέων. Ο ψυχοβιογράφος μελετώντας τη ζωή του καλλιτέχνη καλείται να λύσει ένα μυστήριο που του προκαλεί ενδιαφέρον. Αυτή η λύση συχνά βρίσκεται στη μελέτη προσωπικών αφηγήσεων του καλλιτέχνη (γράμματα, ημερολόγια κλπ), σε όνειρα, αναμνήσεις αλλά και στην τέχνη του. Εξετάζει ακόμη και τον τρόπο με τον οποίο ένας καλλιτέχνης εκφράζει ενδεχομένως τις εσωτερικές του συγκρούσεις μέσω της τέχνης.

Τελικά, διαβάζοντας μια ψυχοβιογραφία που με ενδιαφέρει συνήθως καταλήγω να αναρωτιέμαι: «τι σημαίνουν όλα αυτά για εμένα προσωπικά, επαγγελματικά και καλλιτεχνικά. Ποια στοιχεία της ιστορίας του καλλιτέχνη συναντούν τη δική μου ιστορία;».

Ο Άρθουρ Μίλερ, η Μέριλιν Μονρόε και οι«Μάγισσες του Σάλεμ»

Ο διάσημος ψυχοβιογράφος James W. Anderson, ο οποίος μελέτησε καλλιτέχνες και ψυχολόγους καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, δημοσίευσε αρκετά έργα για τον Άρθουρ Μίλερ (1915-2005). Στο άρθρο του Η ψυχολογία της καλλιτεχνικής δημιουργικότητας: Μια αναφορά στον Άρθουρ Μίλερ και τις Μάγισσες του Σάλεμ, μοιράστηκε ότι ο θεατρικός συγγραφέας γνώριζε πολύ καλά το προσωπικό βάρος που είχε εντάξει στο έργο του.

Μίλερ
Ο Άρθουρ Μίλερ σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε το 1966. Eric Koch / Ολλανδικά Εθνικά Αρχεία

Στο διάσημο έργο του, Οι Μάγισσες του Σάλεμ, αφηγείται μια ιστορία που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια των δικών γυναικών που κατηγορούνταν για μαγεία τον 17ο αιώνα στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης. Ο Μίλερ χρησιμοποίησε την πλοκή της ιστορίας για να μεταφέρει τους δικούς του φόβους και εμπειρίες κατά τη διάρκεια του Μακαρθισμού. Κατά τη διάρκεια αυτής της δίωξης – της οποίας ηγήθηκε ο γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι – τη δεκαετία του 1950 στις Ηνωμένες Πολιτείες, άνθρωποι κατηγορήθηκαν ως κομμουνιστές δικάστηκαν, συλλαμβάνονταν και διαπομπεύονταν δημοσίως. Ο ίδιος το 1956 είχε παρουσιαστεί μπροστά στην Επιτροπή του Μακάρθι και αρνήθηκε να δώσει ονόματα φιλο-κομμουνιστών, με κίνδυνο να φυλακιστεί: έτσι έγινε από τη μια μέρα στην άλλη ένας ήρωας της αμερικανικής αριστεράς.

Εκτός από το πλαίσιο της αφήγησης, ο Μίλερ δήλωσε ότι η ουσία του έργου ήταν η ενοχή που ένιωθε ο Τζον Πρόκτορ, ο πρωταγωνιστής στις Μάγισσες του Σάλεμ, στην ιδιωτική του ζωή. Όταν αρχίζει το έργο, ο Πρόκτορ έχει συνάψει δεσμό με την Άμπιγκεϊλ, τη νεαρή υπηρέτριά του. Είναι η Άμπιγκεϊλ, που έχει εμμονή με τον Πρόκτορ, η οποία κατηγορεί τη γυναίκα του ότι είναι μάγισσα. Έτσι, η απιστία του είναι στην πραγματικότητα η αιτία για τη δίκη της γυναίκας του. Και κάπου εδώ υπήρχουν παραλληλισμοί μεταξύ των συναισθηματικών θεμάτων του πρωταγωνιστή της ιστορίας και της ζωήςτου Μίλερ.

Εκείνη την εποχή, ο Μίλερ, ο οποίος ήταν παντρεμένος, είχε ήδη γνωρίσει τη Μέριλιν Μονρόε και είχε γοητευτεί από την ηθοποιό – για να είμαι πιο ακριβής, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του . Τα συναισθήματα αυτά τον έκαναν να αισθάνεται σαν προδότης της συζύγου του, «Δεν έμεινα ποτέ μόνος μαζί της για πέντε λεπτά -αν και η Μαίρη δεν το πίστεψε ποτέ αυτό και είναι ανίκανη να το πιστέψει» έγραψε ο Μίλερ για την πρώτη τους συνάντηση στους γονείς του στις 9 Μαΐου 1956. Παρόλο που προσπάθησε να ξεχάσει τη Μονρόε, τελικά κατέληξε να χωρίσει τη γυναίκα του και να την παντρευτεί. «Έχει περισσότερο θάρρος, περισσότερη αξιοπρέπεια, περισσότερη ευαισθησία και αγάπη για την ανθρωπότητα από οποιονδήποτε έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου» είπε στους γονείς του, ανακοινώνοντας τον έρωτά του, προσθέτοντας: «Είχαμε λίγο χρόνο μαζί, πραγματικά, και, ενώ θέλω να την παντρευτώ κάποια μέρα, δεν μπορώ να πω τώρα πότε θα γίνει αυτό».

μεριλιν μονροε
Η Μέριλιν Μονρόε και ο Άρθουρ Μίλερ

Ο Κάφκα και ο πατέρας του

Διαβάζοντας τη νουβέλα του Κάφκα Η κρίση, είναι λογικό να σκεφτεί κανείς ότι πρέπει να υπάρχει κάποια αντίστοιχη σύγκρουση στην πραγματική ζωή του συγγραφέα. Αυτό υποστηρίζει ο πολυγραφότατος ψυχοβιογράφος Τοντ Σουλτς στο άρθρο του Πίσω από τις Μάσκες. Στην ιστορία, ένας πατέρας καταδικάζει σκληρά τον γιο του σε θάνατο από πνιγμό, μια επιθυμία που ο γιος εκπληρώνει πέφτοντας στο ποτάμι.

Στο Γράμμα προς τον πατέρα του, που δημοσιεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα, ο Κάφκα τον κατηγορεί ακριβώς για τη συναισθηματική κακοποίηση που υπέστη, μεταξύ άλλων. Ο συγγραφέας συγκρίνει τον εαυτό του με παράσιτα, κάνοντας σαφές πώς κάπως έτσι τον έκανε να αισθάνεται ο πατέρας του.

Αυτό, με τη σειρά του, συνδέεται με το σπουδαίο έργο του Η Μεταμόρφωση, στο οποίο ο πρωταγωνιστής μεταμορφώνεται ξαφνικά σε έντομο, αφήνοντάς τον ανίκανο να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του.

Η μοναξιά του Έλβις

Ο Έλβις Πρίσλεϊ ερμήνευε κυρίως τις μουσικές συνθέσεις άλλων. Παρόλο που δεν έγραφε τα τραγούδια που ηχογραφούσε, μερικές φορές προσάρμοζε τα υπάρχοντα για δικούς του σκοπούς και τροποποιούσε λέξεις, φράσεις και ολόκληρους στίχους ορισμένων τραγουδιών.

Στο κεφάλαιό τους με τίτλο “Twelve ways to say “Lonesome”: Assessing error and control in the music of Elvis Presley” στο Εγχειρίδιο Ψυχοβιογραφίας, οι Άλαν Ελμς και Μπρους Χέλερ αναλύουν την ερμηνεία του τραγουδιού “Are You Lonesome Tonight?”.

Ο Έλβις συχνά «κατέστρεφε» αυτό το τραγούδι όταν το τραγουδούσε ζωντανά, είτε το ήθελε είτε όχι. Συνήθως το έκανε κάνοντας λάθη στους στίχους ή γελώντας την ώρα που το τραγουδούσε. Στην τελευταία του ζωντανή εκδοχή, ήταν στα πρόθυρα να τα χάσει εντελώς και έφτασε στο τέλος του τραγουδιού με μεγάλη δυσκολία.

Εδώ ο Έλβις ερμηνεύει το “Are You Lonesome Tonight?” στο Comeback Special του ’68, την πέμπτη εκτέλεση που αναλύθηκε από τους Ελμς και Χέλερ.

Αναλύοντας τις διάφορες ζωντανές εκτελέσεις του “Are You Lonesome Tonight?”, οι Ελμς και Χέλερ ανακάλυψαν ότι ο Έλβις έκανε πολλά λάθη ερμηνεύοντας μέρη του τραγουδιού όπου οι στίχοι εξέφραζαν την απώλεια ελέγχου και την ευαλωτότητα. Όταν όμως το μήνυμα υπονοούσε έλεγχο και δύναμη, τα λάθη ήταν πολύ λιγότερα.

Με άλλα λόγια, τα λάθη που έκανε ο Έλβις φαινόταν να έχουν μια ψυχολογική εξήγηση πίσω τους: Ο Έλβις προστάτευε τον εαυτό του. Ο τραγουδιστής φοβόταν πολύ τη μοναξιά σε όλη του τη ζωή και αυτό τον δυσκόλευε να τραγουδήσει το τραγούδι.

Ο Μπετόβεν και ο θάνατος

Στην ψυχοβιογραφική έρευνα της ψυχολόγου Άμπιγκέιλ Γκόμεζ για τη μορφή του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827), ήταν πολύ δύσκολο να βρει μια προφανή μεταφορά της ιστορίας του στο έργο του.

Ο Μπετόβεν υπέφερε από πολλαπλές ασθένειες, κάποιες πιο σοβαρές από άλλες. Παρόλο που τις αντιμετώπισε όλες με στωική στάση, σε μια περίπτωση πίστεψε όντως ότι πέθαινε. Ένιωθε ότι είχε ακόμη πάρα πολλά να προσφέρει στον κόσμο και ότι δεν μπορούσε να φύγει από τη ζωή.

Όταν κατάφερε να συνέλθει, εμπνευσμένος από αυτή την εμπειρία, συνέθεσε ένα από τα ωραιότερα έργα του: το τρίτο μέρος του Κουαρτέτου εγχόρδων αρ. 15 σε λα ελάσσονα, το οποίο ονόμασε Heiliger Dankgesang eines Genesenen an der Gottheit, in der Lydischen Tonart, που μεταφράζεται περίπου ως «Ιερό άσμα ευχαριστίας προς τον Θεό για μια ανάρρωση».

Το Κουαρτέτο εγχόρδων της Δανίας ερμηνεύει το τρίτο μέρος του Κουαρτέτου αρ. 15 σε λα ελάσσονα, έργο 132, του Μπετόβεν (Molto adagio).

Με βάση την εμπειρία τους σε διάφορους τομείς, ερευνητές και ψυχοβιογράφοι αναφέρονται στην σχεδόν αδύνατη διάκριση αυτού που είναι κανείς, στα βάσανα, τους πόθους και το περιεχόμενο του καλλιτεχνικού τους έργου.

Ο προβληματισμός, ωστόσο, δεν είναι πάντα τόσο άμεσος και σαφής, αλλά μερικές φορές περισσότερο συμβολικός ή μεταφορικός. Και φυσικά, οι περισσότεροι καλλιτέχνες δεν έχουν καν επίγνωση ότι το κάνουν.