Ο Γιάννης Πάριος ή Ιωάννης Βαρθακούρης γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1946 στην Πάρο και έχει τραγουδήσει περισσότερα από 600 τραγούδια.

Στο στερέωμα της ελληνικής μουσικής εμφανίστηκε το 1969 και έχει συνεργαστεί με γνωστούς Έλληνες συνθέτες και τραγουδιστές. Ο ίδιος έχει υπάρξει συνθέτης και στιχουργός σε ελληνικά τραγούδια που έγιναν μεγάλες επιτυχίες.

Καμία, όμως, μεγαλύτερη από αυτήν που σημείωσαν τα περίφημα Νησιώτικα, η πιο ευπώλητη δισκογραφική δουλειά εν Ελλάδι, με καμία να μην έχει καταφέρει να την ξεπεράσει μέχρι σήμερα. Ο ίδιος έχει δηλώσει αρκετές φορές ότι δεν έχει κρατήσει τίποτα από τα κέρδη των πωλήσεων. Τον δίσκο τον έκανε στη μνήμη του πατέρα του, στον οποίο είχε υποσχθεί να τραγουδήσει τραγούδια από τον τόπο τους, την Πάρο. «Θα κάνω έναν δίσκο με νησιώτικα», του είχε πει. Ο πατέρας του, σημειωτέον, δεν πρόλαβε να τα ακούσει ποτέ αυτά τα τραγούδια. Όλα τα έσοδα του δίσκου δόθηκαν στον δήμο της Πάρου. Το νησί λατρεύει τον τραγουδιστή-έμβλημά του. Υπάρχει και δρόμος «Γιάννη Πάριου» εκεί.

Τα Νησιώτικα του Γιάννη Πάριου κυκλοφόρησαν τον Μάρτιο του 1982. Από το Πάσχα εκείνης της χρονιάς και για όλο το καλοκαίρι, πολλά σπίτια και ταβέρνες τον έβαζαν στη διαπασών. Αυτό συνεχίστηκε με τα χρόνια. Σαράντα χρόνια διαπασών, δεν είναι και μικρό πράγμα, σωστά; Από το τελευταίο μικρό κλαμπ επαρχίας, μέχρι το πιο αριστοκρατικό γαμήλιο γλέντι σε κτήμα, θα έρθει η στιγμή για τον «Ικαριώτικο» ή το «Γιάντα». Πολλές γενιές είναι εξοικειωμένες με τα Νησιώτικα του Πάριου και συνεχίζουν να εξοικειώνονται. Μήπως ακούτε ένα από αυτά τα κομμάτια αυτήν την στιγμή που διαβάζετε το κείμενο; Είναι εξαιρετικά πιθανό.

«Πάμε στοίχημα ότι, ακόμα και διπλός, ο δίσκος θα περάσει τις 100.000;» , είχε δηλώσει ο Γιάννης Πάριος στον παραγωγό Μάκη Μάτσα που διατηρούσε αμφβολίες. Ο δαιμόνιος παραγωγός, από την άλλη, ο Αχιλλέας Θεοφίλου στήριξε το όλο εγχείρημα, δεδομένης και της επιμονής του να κάνουν και δεύτερο δίσκο. «Τα νησιώτικα» πούλησαν περισσότερα από 200.000 αντίτυπα την πρώτη κιόλας εβδομάδα κυκλοφορίας, ενώ μαζί με «Τα νησιώτικα Νο 2», που ακολούθησαν, κατέκτησαν την κορυφή στα πιο ευπώλητα της ελληνικής δισκογραφίας.

Ακούστε όλα τα κομμάτια εδώ.

Ο παραγωγός σκεφτόταν να εκσυγχρονιστούν οι παραδοσιακοί ήχοι με μία ενορχήστρωση που δε θα βασιζόταν αποκλειστικά στο βιολί, το λάουτο και το σαντούρι, με οράματα απήχησης κι επιτυχίας εκτός συνόρων. Κάτι σαν την δημιουργία ενός φολκ, έθνικ χρώμα με οικουμενικό ενδιαφέρον. Όμως, ο Γιάννης Πάριος εναπόθεσε όλη του την πίστη και την βεβαιότητα στην ομορφιά και την απλότητα της παράδοσης. Εικοσιτέσσερα παραδοσιακά τραγούδια, ειπωμένα σε ατμόσφαιρα κατάνυξης και γλεντιού, όπως θυμόταν να τα ακούει παιδί στα πανηγύρια του τόπου του. Έχει λεχθεί ότι η συγκεκριμένη ηχογράφηση έμοιαζε περισσότερο με πανηγύρι παρά με δουλειά.

Στην πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του, ο δίσκος σημείωσε 200.000 πωλήσεις. Οι ουρές έξω από τα δισκοπωλεία της Ελλάδας ήταν το κάτι άλλο-ήταν πολυαναμενόμενη, ούτως ή άλλως και η επιστροφή του Γιάννη Πάριου στην δισκογραφία. Με όποιον τρόπο. Πάντως, η αιγαιοπελαγίτικη παράδοση, με αυτήν την αλεγκρία και ανάταση που διαθέτει από φυσικού της, πέρασε σε όλη την χώρα. Ακόμα και σε ορεινές περιοχές, μύρισε ανατολή νησιώτικη και φύσηξαν μελτέμια, μέσα από την ζεστή φωνή και γλαφυρή ερμηνεία του Πάριου μεταδόθηκαν τα χρώματα του λευκού και του γαλάζιου.

Ο δίσκος έγινε οκτώ φορές πλατινένιος!

Το 1992,δέκα χρόνια από από την κυκλοφορία του εμβληματικού άλμπουμ, ο Γιάννης Πάριος θέλησε (και δεν τον αδικεί κανείς) να επαναλάβει τη συνταγή. Ηχογράφησε άλλα 24 παραδοσιακά τραγούδια του τόπου του, τα οποία ενέταξε σε ένα CD με τίτλο «Τα νησιώτικα Νο 2». Ξανά επιτυχία: 150.000 και βάλε πωλήσεις. Το εν λόγω άλμπουμ-sequel κυκλοφόρησε σε μια πολύ δύσκολη προσωπική περίοδο για τον ίδιο, καθώς η μητέρα του τραγουδιστή, η κυρα-Μαρουσώ, ήταν βαριά άρρωστη. Χαρακτηριστικό είναι και το αφιερωματικό σημείωμα που της απευθύνει με το σημείωμά του στο εσώφυλλο. Λίγο αργότερα, την έχασε.

Την επόμενη χρονιά, το 1993, θα συμμετάσχει στο δίσκο της Στέλλας Κονιτοπούλου «Μελτέμια αγάπης» με το «Εκτός σχεδίου», σε μουσική Βασίλη Κλουβάτου και στίχους Ελένης Ζευγώλη. Είναι το μοναδικό μη παραδοσιακό, αλλά σύγχρονο νησιώτικο που ηχογράφησε ποτέ ο τραγουδιστής του έρωτα.

Το 2002, στην επέτειο των είκοσι χρόνων, ο Πάριος κυκλοφόρησε και τρίτο διπλό άλμπουμ με νησιώτικα. Αυτή τη φορά, με τίτλο «Μια βάρκα να πας απέναντι», το άλμπουμ περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος των δύο παλαιότερων δίσκων, αλλά και τέσσερα δημοφιλή νησιώτικα τραγούδια σε νέα ηχογράφηση: το «Αρμενάκι», το «Στο ‘πα και στο ξαναλέω», το «Μεσ’ του Αιγαίου» και το «Τζιβαέρι». Χωρίς να γίνει κανένα ιδιαίτερο μπαμ αυτήν την φορά, η επιτυχία ήρθε ξανά.

Συνολικά, οι τρεις δίσκοι, μέχρι σήμερα, έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις το ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Ένας αριθμός που είχε καταγραφεί πρόσφατα κάνει λόγο για πωλήσεις 1.600.000!

Ο αρθρογράφος Στυλιανός Τζιρίτας παρατηρεί σε κείμενό του κάτι πολύ σημαντικό για το κοινωνικό momentum της κυκλοφορίας του πρώτου δίσκου με τα Νησιώτικα: 

«Οι δεσμοί των τοπικών κοινοτήτων –όπως τους διαμόρφωσε η εσωτερική μετανάστευση της δεκαετίας του 1960– παρέμεναν πολύ ισχυροί. Οι εσωτερικοί δηλαδή μετανάστες είχαν δυναμική παρουσία στην Αθήνα και η θέλησή τους να διατηρήσουν την ταυτότητα της ιδιαίτερης πατρίδας εκφραζόταν όχι μόνο στην καθημερινότητα της πρωτεύουσας (καφενεία, μαγαζιά με εδώδιμα προϊόντα κλπ.), αλλά και σε περιλάλητης κοσμοσυρροής βραδιές τοπικών συλλόγων σε κομβικές συνοικίες/αρτηρίες της πόλης: Αμπελόκηποι, Πατήσια, Νέα Ιωνία, Νέο Ηράκλειο, Νέα Φιλαδέλφεια, Άγιοι Ανάργυροι, Νέα Σμύρνη.»

Πράγματι, η δεκαετία του 80 επανέφερε το ρεμπέτικο και την δημοτική παράδοση στους νέους, μετά την φορτισμένη περίοδο της μεταπολίτευσης με τα δικά της σημαινόμενα σε σχέση με οτιδήποτε μπορούσε να δημιουργήσει συνδέσεις με την πατρίδα και το έθνος. Τα νησιώτικα του Πάριου δεν έφεραν τίποτε συντηρητικό, καμία νοσταλγικότητα. Αντιθέτως, αυτό το προσωπικό το αίσθημα δεσίματος με τον τόπο του και τον πατέρα του, κατάφερε να το μεταβολίσει σε πάνδημο αίτημα για ξενοιασιά, μνήμη αποκαθαρμένη από πολιτικές συνδέσεις, γλέντι (αρχέγονα βαλμένο στη φλέβα του Έλληνα) και, επιτέλους, ανάδειξη της Ελλάδας ως χώρας θαλασσινής, με τα νησιά της έξοχες υπενθυμίσεις της ομορφιάς της που κάνουν όλον τον πλανήτη να παραληρεί. Η Ψαρόβαρκα, το αλμυρό νερό της θάλασσας, οι όμορφες νησιώτισσες, οι χοροί μέχρι τα ξημερώματα στα πλακόστρωτα στενά, η χλωρίδα και η πανίδα του Αιγαίου, το ανεπανάληπτο φως, δομικά υλικά των νησιώτικων τραγουδιών, δυνατό χαρτί της δημοφιλίας τους.

Έτσι, ενώ ο Πάριος κατάφερε να κάνει το παραδοσιακό πράγμα που είχε στο μυαλό του, τελικά πέτυχε κάτι πολύ μεγαλύτερο: να φτιάξει κάτι ποιοτικό, με εχέγγυα διατήρησής του στον χρόνο, καθόλου φορτωμένο από κάποιον τυχόν υπερβολικό, τοπικό χρωματισμό. Ο ήχος φυσάει, η παραγωγή μοιάζει να είναι χθεσινή-εκείνη την περίοδο ό, τι νησιώτικο κυκλοφορούσε είχε μια «παλιουδίλα», που δεν μπορούσε να τραβήξει εύκολα νέα άτομα ή, εν πάση περιπτώσει, ανθρώπους που δεν είχαν αληθή και προσωπική σύνδεση με τα νησιά και τα νησιώτικα τραγούδια.

Καμία τσιφτετελική, μπαρόκ διάθεση σαν αυτές που έχουμε συνηθίσει από κυκλοφορίες έντεχνες και νεότερες λαϊκές από το 80 και ύστερα, με δυνατά τουμπερλέκια και έμντονα σκαψίματα στις κιθάρες.

Εδώ έχουμε γνήσια ρυθμικότητα, την φωνή του Πάριου όσο μπροστά χρειαζόταν να είναι, τελικά κάτι εντελώς φρέσκο και συνάμα οικείο στα αυτιά των ακροατών. Εκείνος που γνώριζε, κατάφερνε να συγκινηθεί, να αγγιχθεί. Κι εκείνος που άκουγε για πρώτη φορά, συναρπαζόταν, ξεσηκωνόταν. Πόσες φορές δεν έχουμε χορέψει, λίγο πολύ, όλες και όλοι μας, έστω ένα ρεφρέν από τα νησιώτικα του Πάριου; Βγαίνει σχεδόν αβίαστα.

Δύο από τα τραγούδια του άλμπουμ, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην τηλεόραση πριν αυτό κυκλοφορήσει. Το τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς, στις 27 Φεβρουαρίου 1982, ο Γιάννης Πάριος συμμετείχε στην εορταστική εκπομπή «Ένα σόου με το Γιώργο Μαρίνο», που προβλήθηκε στην ΕΡΤ. Έλαβαν επίσης μέρος η Λίτσα Διαμάντη και η Ελπίδα.

Κατά τη διάρκεια της εκπομπής, εκτός από επιλογές του προσωπικού ρεπερτορίου τους, οι τραγουδιστές είπαν και κάποια κομμάτια «εκτός προγράμματος». Ο Πάριος λοιπόν έκανε την έκπληξη, ερμηνεύοντας τα «Ντάρι-ντάρι» και «Θα πάρω μια ψαρόβαρκα», αποσπώντας πολύ θετικά σχόλια και από τον Τύπο.

Έγραψε μεταξύ άλλων η «Ραδιοτηλεόραση»:  «Μια ευχάριστη έκπληξη ήταν ο Γιάννης Πάριος στο αποκριάτικο σόου του Γιώργου Μαρίνου. Γιατί τον απολαύσαμε σ’ ένα είδος τραγουδιού, που μέχρι τώρα δεν είχε ερμηνεύσει. Σε αυθεντικά νησιώτικα τραγούδια, που πραγματικά ερμήνευσε με εκπληκτικό τρόπο»…

Πρέπει να σημειωθεί ότι η μπάντα που πλαισιώνει τον Πάριο στην ηχογράφηση των νησιώτικων αποτελείται από μουσικούς-βαριά πυροβολικά:

Γιώργος Κονιτόπουλος, βιολί
Βαγγέλης Κονιτόπουλος, λαούτο
Τάκης Σούκας, σαντούρι
Νίκος Τσεσμελής, κοντραμπάσο
Γιώργος Ευστρατιάδης, κιθάρες

Σημαντικές και οι δεύτερες φωνές: Χάρις Αλεξίου, Αγγελική Κονιτοπούλου & Στέλλα Κλουβάτου (Κονιτοπούλου).

Τα νησιώτικα τραγούδια δεν θα αποκτούσαν την τόσο πλατιά και μαζική απήχηση χωρίς την δουλειά που έκανε ο Γιάννης Πάριος και το χωρίς το μεράκι που έβαλε. Η συνταγή αυτή δεν άφησε ασυγκίνητη την Δέσποινα Βανδή που έκανε μεγάλη επιτυχία (ασύγκριτη σε μέγεθος και δυναμική, φυσικά) με τον δίσκο της με νησιώτικα, με τίτλο «Live στον Λυκαβηττό». Εξόχως ξεσηκωτικό κι αυτό το album! Οι νεότεροι, ιδίως, το έχουν φάει στα μούτρα στα νυχτερινά μαγαζιά νησιών και πόλεων…

Η αλήθεια είναι πως, αν επιχειρήσει κανείς ή καμιά, να αγγίξει ξανά τα νησιώτικα τραγούδια της Ελλάδας, μια σημαντικότατη παρακαταθήκη για την μουσική μας κληρονομιά, πρέπει να έχει πολύ ψηλά τον πήχη. Δύσκολα μπορούμε να σκεφτούμε πως θα υπάρξει κάτι εφάμιλλο, πολλώ δε μάλλον ανώτερο, της δουλειάς που έκανε ο Γιάννης Πάριος με τον παραγωγό και την ομάδα των συνεργατών μουσικών του.

Αλλά δεν μας νοιάζει και πολύ. Κάθε φορά που τα ακούμε τα νησιώτικά του, είναι σαν πρώτη φορά. Μας παρασέρνει η διάθεσή μας, η στιγμή μας που είναι συνήθως εν τω μέσω κάποιου γλεντιού ή πάρτυ ή βραδινής εξόδου. Κι αν βρισκόμαστε και κατά Αιγαίο μεριά στ’ αλήθεια, τόσο το καλύτερο…

*Σα να μύρισε καλοκαιράκι.