Σαλπάρουμε

«Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Ξεκίνησα για να ταξιδεύω»

Οι θάλασσες του Νίκου Καββαδία δεν είναι παραλίες τουριστικών φυλλαδίων. Είναι, σχεδόν πάντα, αγριεμένες με τα λιμάνια τους σκοτεινά, θολά και μελαγχολικά. Τα καράβια του δεν είναι πολυτελή κρουαζιερόπλοια, αλλά καρβουνιάρικα με σκοτεινά καταστρώματα, φαντάζουν σαν πειρατικά, με τα φανάρια τους στην πρύμνη. Κι ήλιος που λούζει αυτόν και τους συντρόφους του δεν μαυρίζει αγαλματένια κορμιά, είναι σκληρός και ανελέητος. Ο Νίκος Καββαδίας είναι ίσως ο μόνος που αξίζει τον χαρακτηρισμό του απόλυτα βιωματικού στην ποίησή του. Μιλάει πάντα για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους έρωτες, τους καυγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια, με τη ναυτική γλώσσα να μπλέκεται με ιδιωματισμούς της Κεφαλλονιάς, και όλα μαζί να δίνουν μια γνήσια λαϊκή (δική του) εκδοχή της γλώσσας.

Η ποίησή του αντλεί από τον νεορομαντισμό, και την ταξιδιωτική κοσμοπολίτικη ποίηση. Eχει όμως τέτοια ανεπτυγμένα και εντελώς δικά της χαρακτηριστικά, που την καθιστούν περίπτωση μοναδική, αλλά καί εξαιρετικά γοητευτική και περιπετειώδη. Η γλώσσα του Καββαδία είναι τόσο εμπλουτισμένη με στοιχεία του ναυτικού ιδιώματος, αλλά από την άλλη παραμένει διακριτική, εκφραστικότατη και πειστική. Τα έμμετρα ποιήματα του, υποτάσσονται σε μια απίστευτη ομοιοκαταληξία χωρίς να χάνουν την αφηγηματική τους ικανότητα, χωρίς να υποβιβάζουν το καλλιτεχνικό τους στοιχείο. Μέσα στα ποιήματά του περιγράφεται η σκληρή, η μοναχική, η άσωτη ζωή των ναυτικών, χωρίς βέβαια να μην υπάρχουν και πιο τρυφερά στιγμιότυπα, προεκτάσεις προβληματισμού και ευρύτερα φιλοσοφημένες πτυχές της ζωής. Πρόκειται, η αλήθεια είναι, για μια απόκοσμα κοσμοπολίτικη ποίηση, καθόλου ψυχρή ή απόμακρη, γεμάτη απίστευτες εικόνες. Οι λέξεις του σε μεθάνε λίγο λίγο, και μετά σε ταξιδεύουν σε τοπία που δεν μπορείς να προσδιορίσεις, ή που τελικά δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία να καταλάβεις που βρίσκονται.

Σιγά σιγά τα μοτίβα γίνονται πιο σκοτεινά, πιο εσωτερικά, πιο ερωτικά. Τα σύμβολα πάνε κι έρχονται. Αντικείμενα, σαν το γνωστό «μαχαίρι», λειτουργούν μόνο και μόνο για να υποσκάψουν αυτό το κοσμοπολίτικο στοιχείο, ενώ πρωταγωνιστές σαν την «μαϊμού του ινδικού λιμανιού» παραβιάζουν κάθε τρυφερότητα και μέσα από μια ωμή ματιά τολμάνε να δουν τη γυμνή μοναξιά της ζωής πάνω στα καράβια και στο γκρίζο κόσμο των ναυτικών.

Ο Καββαδίας δεν είναι πολιτικός ποιητής, είναι όμως βαθιά επαναστατικός με έναν ήρεμο, γνήσια προσωπικό τρόπο. Η επαναστατικότητά του συγχωνεύεται με το αίσθημα ανεξαρτησίας και προσωπικής ελευθερίας και περνά όχι ως πολιτική άποψη, αλλά ως στάση και θέση ζωής. Είχε το χάρισμα να ντύνει με έναν μαγικό λυρισμό όλες τις εικόνες που ζούσε και με μια χαρακτηριστική ναυτική γλώσσα οι ταξιδιωτικές του περιγραφές αναδεικνύουν όχι μόνο συναισθήματα πόνου ή φυγής, αλλά όνειρα ζωής, έρωτα και θανάτου. Τον έρωτα εκείνον που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, ορατός σε κάθε στίχο του και τόσο δυνατός που διαπερνά τον αναγνώστη, τον κάνει να ξεχάσει τις άγνωστες λέξεις, τους ναυτικούς όρους είναι σαν να τους καταλαβαίνει χωρίς πραγματικά να τους ξέρει, για να πέσει τελικά ελεύθερος στην μεγάλη αλήθεια του λόγου του ποιητή.

Τον Ιανουάριο του 1947 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πούσι» και επανεκδόθηκε, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια το εξαντλημένο «Μαραμπού» (με τρία επιπλέον ανέκδοτα ποιήματα) από το Θανάση Καραβία, ο οποίος τον Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και τη «Βάρδια» το μοναδικό πεζό του ποιητή. Σε αυτό το πεζογράφημα η θάλασσα, όπως σχεδόν σε όλα τα έργα του, είναι ο βασικός άξονας, ενώ η πλοκή κινείται ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα. Η περιγραφή είναι ανάγλυφη σαν πίνακας ζωγραφικής και το φως και τα χρώματα αφθονούν σε κάθε εικόνα του. Στην καμπίνα του ασυρματιστή Καββαδία, οι μικροί τοίχοι είναι γεμάτοι με αντίγραφα έργων γάλλων ιμπρεσσιονιστών.

Από το τελευταίο του ταξίδι επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη. Τον πρόλαβε ο θάνατος, λόγω εγκεφαλικού. Τρεις μήνες άντεξε μακριά από τη θάλασσα. Ο Νίκος Καββαδίας έφυγε ξαφνικά στις 10 Φεβρουαρίου του 1975. Στην ατζέντα του βρέθηκαν οι τρεις παραπάνω στίχοι, που ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο», αλλά αυτό ήταν κάτι δεν έγινε ποτέ.

«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε».

Κάποτε είχε πει: «Είναι καλύτερο να ονειροποιείς τα πράγματα σου παρά να πραγματοποιείς τα όνειρά σου…». Ωστόσο, τρία χρόνια μετά το θάνατό του, ένας τολμηρός συνθέτης, ο Θάνος Μικρούτσικος δεν τον άκουσε και έκανε πραγματικότητα το όνειρό του να μελοποιήσει τα ποιήματά που μιλούσαν για μακρινούς ωκεανούς και εξωτικά λιμάνια. Ο νέος, άκρως πολιτικοποιημένος και ανήσυχος συνθέτης, γράφει μια σειρά τραγουδιών πάνω στη συγκλονιστική ποίηση του Καββαδία και ανατρέπει το σκηνικό του ελληνικού τραγουδιού. Σε μια εποχή όπου το ελληνικό τραγούδι ζει σε μια (σχεδόν) υπερρεαλιστική αφασία ο συνθέτης ηχογραφεί μια σειρά τραγουδιών και κυκλοφορεί το άλμπουμ «Ο Σταυρός του Νότου». Οι μουσικοκριτικοί της εποχής ξίνουν με αμηχανία τα κεφάλια τους, κρίνοντας τα τραγούδια ακατάλληλα για ναυτικούς. Όμως, ως παράδειγμα ποίησης και μελοποίησης γίνεται το απόλυτο μοντέλο ανάπτυξης όχι μόνο για τον συνθέτη, αλλά και για πολλούς μετέπειτα τραγουδοποιούς.

Πολλοί, ωστόσο, έχουν χαρακτηρίσει την ποίηση του Καββαδία απαισιόδοξη, έχουν υπάρξει πολλές συγκρίσεις με τον Καρυωτάκη και ίσως γι’ αυτό να έφταιγε ο σκοτεινός του λόγος. Αλλά, εκείνος έμεινε σταθερός σε μια υπόσχεση, που όπως είχε γράψει

«Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής,
των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων»

Κράτησε την υπόσχεσή του. Ταξίδεψε, λάτρεψε ανθρώπους, ζωές και λιμάνια, τραγούδησε μέσα από στίχους μοναδικής ψυχικής καθαρότητας. Κι έφυγε μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, αφήνοντάς μας τις σκέψεις και τους λόγους του για να ορίσουμε εμείς μετά τις θολές γραμμές των δικών μας οριζόντων.