The 90s, so many memories, no evidence: Αυτή είναι η φράση που συμπυκνώνει μέσα της την πεμπτουσία όλων όσων ζήσαμε τις ηλεκτρονικές νύχτες της δεκαετίας του ’90 στις πίστες της Αθήνας, χορεύοντας ξέφρενα χαμογελώντας σε αγνώστους που μας υπενθύμιζαν να πίνουμε νερό και μας προειδοποιούσανε ότι πάμε να ανάψουμε το τσιγάρο μας ανάποδα. Χωρίς κινητά. Ζώντας τις στιγμές που καταγράφονταν μόνο μέσα μας.

Ανήκω στη γενιά που είχε την τύχη να ζήσει την νύχτα των 90s, μια χρυσή εποχή που υπήρχε πραγματική διασκέδαση, γιατί ο κόσμος έβγαινε έξω για να επικοινωνήσει. Τότε ακόμη, για να γνωρίσεις ανθρώπους και να ζήσεις καταστάσεις έπρεπε να κυκλοφορήσεις. Δεν μπορούσες να το κάνεις από το σπίτι σου μέσω διαδικτυακών εφαρμογών και κοινωνικών δικτύων.

Τα 90s σε ήθελαν αυτόπτη μάρτυρα, όχι απομακρυσμένο παρατηρητή. 

Ξεκίνησα να βγαίνω τις νύχτες πολύ μικρή: Στα 14 μου χρόνια πήγαινα ήδη στα clubs και ζούσα τη φάση από μέσα ακούγοντας μουσική, γνωρίζοντας κόσμο, χορεύοντας στα dancefloor, μαθαίνοντας τη μεγάλη πόλη.

Στην αρχή ήταν λίγοι οι clubbers που ακολουθούσαν το rave κίνημα με τα πάρτυ να μαθαίνονται από στόμα σε στόμα, σιγά σιγά όμως, η φάση μεγάλωνε, τα flyers πήραν τη θέση του word of mouth και όλοι περιμέναμε πως και πως τον DJ που θα ανέβαινε στα decks το Σάββατο το βράδυ, ζούσαμε για αυτό το πάρτυ και προετοιμαζόμασταν μια ολόκληρη εβδομάδα για να βγούμε και να βρεθούμε ανάμεσα στο crowd του κάθε club.

Θυμάμαι πως αγαπούσαμε τα αθλητικά παπούτσια στα οποία βάζαμε έξτρα πάτους, φορούσαμε τα γυαλιά ηλίου μας καθώς χορεύαμε μπροστά στα ηχεία, βάζαμε ένα τσαντάκι eastpack χιαστί στο στήθος και αφηνόμασταν στη μπότα του μπάσου. Έτσι περνούσαν αμέτρητες νύχτες στις οποίες μιλούσαμε με αγνώστους στις τουαλέτες των clubs, ανταλλάσαμε τσίχλες, ζητούσαμε αναπτήρες και κάναμε μεγάλες αγκαλιές.

Ήμασταν η γενιά των ravers που τόσο πολύ παρεξηγήθηκε από τους πάντες: τα ΜΜΕ, τους γονείς και τους δασκάλους μας, τη γειτονιά και όσους δεν άκουγαν στους εργοστασιακούς ήχους της μουσικής μας την ίδια μελωδία. Δεν μας ένοιαζε καθόλου. Συνεχίζαμε να ακολουθούμε τη φάση όπου κι αν μας οδηγούσαν τα beats της: φτάσαμε στα δάση της Βαρυπόμπης και στη Στενή Ευβοίας, στα Οινόφυτα και στα νησιά του Αιγαίου.

Βάση μας η Αθήνα. Η πόλη στην οποία κάθε σεζόν γεννιόταν ένας καινούριος ναός, ένα club που θα φιλοξενούσε τις μουσικές μας, τις εμπειρίες μας, τους DJs μας και τις καρδιές μας. Και κάθε τέτοιο μαγαζί, δεν σβήστηκε ποτέ από το μυαλό και την ψυχή μας. Είναι ακόμη εκεί, καλά φυλαγμένο, σαν ένα memorabilia του παρελθόντος που ναι, πλέον θυμόμαστε με νοσταλγία, γιατί ήταν όλα τόσο rawμαντικά ασύδοτα αθώα.

Αν πήραμε drugs; Ναι πήραμε drugs. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν πήγαμε και χωρίς να πάρουμε. Είναι πολύ ατυχής η πλήρης σύνδεση της φάσης με τα χορευτικά ναρκωτικά. Τα ναρκωτικά είναι πάντοτε και παντού. Δεν πήραμε ναρκωτικά για να ακούσουμε αυτή τη μουσική. Ακούγαμε αυτή τη μουσική και πήραμε κάποια ναρκωτικά. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Και την ακούμε ακόμα, χωρίς να παίρνουμε τίποτα. Προσοχή στο κενό.

Alsos

Ήταν στο Πεδίον του Άρεος, όταν το μαγαζί με τα διαφορετικά επίπεδα που στο καθένα έπαιζε ένα άλλο είδος μουσικής αποτέλεσε τον μεγάλο ναό της ηλεκτρονικής μουσικής. Στην πόρτα, η Μαίρη Ζώκου. Απ’έξω ουρές. Μέσα στο club, υπήρχε boutique που πουλούσε T shirts. Στον ένα χώρο, έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά Drum n bass, στον άλλο house, στον τρίτο psychedelic trance. Η ομάδα του Sunrize Zone έκανε τα κουμάντα για τα πιο εμβληματικά πάρτυ που έλαβαν χώρα στο Άλσος. Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν τύπο που κυκλοφορούσε ζωσμένος με χριστουγεννιάτικα λαμπάκια και στο backpack στην πλάτη του κουβαλούσε μια τεράστια μπαταρία για να τα φορτίζει.

Στα αρκετά σκαλιά που υπήρχαν μέσα στο μαγαζί, είχα καθίσει μια φορά δίπλα σε έναν τύπο που είχε βάλει τα κλάματα. Δεν τον ήξερα καθόλου. Ήθελα όμως να τον παρηγορήσω.

“Τι έχεις ρε φίλε;” τον ρώτησα. ” Έφαγα ένα ecstasy ρε κοπελιά που είχε πάνω ένα κρεμμύδι και μου έχουν σκάσει κάτι παράξενα feelings” μου απάντησε. ” Δεν ήξερα ότι τα ecstasy με κρεμμύδια σε κάνουν να κλαις. Μπας και πρώτα το καθάρισες; ” του απάντησα. Σταμάτησε να κλαίει, με κοίταξε, έσκασε στα γέλια, με πήρε αγκαλιά και τότε κοιταχτήκαμε με νόημα. Αν δεν κλάψεις μέσα σε club, δεν βαφτίζεσαι clubber.

Βattery

Σχεδόν την ίδια εποχή με το Άλσος, άνοιξε και το Battery, μια πιο hardcore εκδοχή του. Βρισκόταν ακριβώς δίπλα στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων στον Κηφισό. Σκληρή psychedelic trance, με εκείνο το κομμάτι, το African Express όταν μπαίνει στα decks να κάνει τους ανθρώπους που έβλεπες τριγύρω σου να πολλαπλασιάζονται ξαφνικά, καθώς σηκώνονταν όλοι όσοι ήταν καθιστοί και όλοι όσοι κάπου βρίσκονταν κρυμμένοι. Στον πάνω όροφο, καλά καβατζωμένο, ένα δωματιάκι στο οποίο γίνονταν πολλές αθώες αμαρτίες. Σχεδόν κάθε Σάββατο μέσα στο μαγαζί πολλοί αστυνομικοί με πολιτικά. Ασφαλίτες κοινώς. Μια φορά, ένας από αυτούς μου ζήτησε το τσιγάρο που κάπνιζα. Το πήρε, τράβηξε μια τζούρα και μου το επέστρεψε. Ήθελε να ελέγξει αν ήταν νόμιμο. Ήταν. Το έσβησα στο πάτωμα πατώντας το με το τρίπατο FILA μου.

Amfitheatro

Το Αμφιθέατρο ήταν φαντασμαγορικό μαγαζί. Υπερπολυτελές, πανέμορφο, με επιβλητική διακόσμηση και κοσμοπολίτικο αέρα. Οι εντυπωσιακές σκάλες του στην είσοδο το έκαναν να μοιάζει με πραγματικό παλάτι. Κούνιες με πολύ μακρυά συρματόσχοινα κρέμονταν από το ταβάνι και χορεύτριες αιωρούνταν πάνω από τα κεφάλια του πλήθους που διασκέδαζε. Βασικός resident o Βασίλης Τσιλιχρήστος. Ο κόσμος που πήγαινε είχε κυρίως οικονομικοκοινωνική επιφάνεια, μάζευε αρκετούς celebrities και απ έξω πάρκαραν πανάκριβα αυτοκίνητα. Αξέχαστη μου έχει μείνει μια Ferrari Cabrio στην οποία είχαν καταφέρει να χωρέσουν πέντε άτομα. Ακριβώς γι αυτό, υπήρχε πολύς λαός που έφτανε στο μαγαζί μέσω θαλάσσης. Όσοι ήθελαν να μπουν στο Αμφιθέατρο και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα, είχαν βρει έναν τρόπο να περνούν κολυμπώντας από το παραδίπλα μαγαζί και να ανεβαίνουν στην εξέδρα που είχε στην παραλία του σκαρφαλώνοντας στο σκοτάδι. Κάποιοι είχαν μαζί τους ένα σακίδιο με μια αλλαξιά ρούχα, κάποιοι άλλοι άραζαν και βρεγμένοι. Τι πιο σύνηθες.

To 1995 που άνοιξε, το Amfithetro ψηφίστηκε από το “DJ MAGAZINE” ως το καλύτερο club στον κόσμο.

+Soda

Ή αλλιώς η Μέκκα. Αν δεν είχες πάει στο +Soda, δεν είχες πάει πουθενά. Ήταν η αρχή και το τέλος. Ήταν το άλφα, ήταν και το ωμέγα. Στοχοπροσηλωμένο περισσότερο στην αγνή house αλλά και στις διάφορες παραλλαγές της, το +Soda έστεκε εκεί, στο τέλος της Ερμού για πάρα πολλά χρόνια, ανοίγοντας τις πόρτες του σε όλους όσους ήθελαν να μπουν στη φάση κι από κάπου έπρεπε να ξεκινήσουν, σε όσους την γνώριζαν καλά και σε όσους την είχαν κάνει τρόπο ζωής τους. Εκεί μέσα ενηλικιώθηκα. Έγινα 18 ετών χορεύοντας στο dancefloor του +Soda και δεν μπορούσα να το έχω ζήσει καλύτερα.

Εξίσου σημαντικό ήταν και το καλοκαιρινό +Soda, στην παραλία, που την αυγή, άνοιγε η οροφή και καλοσωρίζαμε όλοι μαζί τον ήλιο χορεύοντας υπό τους ήχους εκπληκτικών κρουστών- τουμπερλέκια συνόδευαν την tribal house που βάραγε δυνατά- τοποθετώντας τα γυαλιά ηλίου από το κεφάλι μας στα μάτια μας και παρακαλώντας τον DJ για ένα ακόμη τελευταίο κομμάτι. Τα πιο πολύτιμα encore έχουν ζητηθεί σε αυτή την πίστα.

Κάποτε είχα σκεφθεί πως αν οι τουαλέτες του +Soda είχαν φωνή και μιλούσαν, θα είχαν αλλάξει την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. 

Mια παραμονή χριστουγέννων, περίμενα έξω από το +Soda ανάμεσα σε πολλούς άλλους για να μπούμε μέσα στο μαγαζί και η αναμονή ήταν πολύωρη μέσα στο κρύο. Όταν επιτέλους έφτασα στην πόρτα, ακριβώς μπροστά στην πορτιέρισσα που θα άνοιγε το κορδονάκι για να ανέβω στο deck και να περάσω μέσα, δίπλα μου στεκόταν μια κοπέλα που φορούσε μια εντυπωσιακή ολόλευκη γούνα και πάνω στο πέτο της είχε ξεμείνει ένας ανθός κάνναβης. Όταν το παρατήρησα, γύρισα και της είπα γελώντας: “ Το δεντράκι δεν το στόλισες όμως κοπελιά, μέρα χριστούγεννα κρίμα είναι.” Γελάσαμε πολύ, τινάξαμε το δεντράκι και μπήκαμε στο +Soda.

Q Base

Η σκληρή techno, είχε μια μεγάλη θέση στην αθηναϊκή νύχτα. Σε πιο underground μαγαζιά, με λιγότερο, αλλά πιο πιστό και πορωμένο κόσμο, ενωμένο ανέκαθεν με την LGBTQ+ κοινότητα και go go boys να χορεύουν ημίγυμνα πάνω στα boxes τους. Ήταν το Factory, ήταν το Dom, ήταν το Q base, ήταν και το Playroom, τα περισσότερα υπόγεια – το Playroom άγγιζε σε βάθος τις σύραγγες του μετρό. Σε κάθε πάρτυ resident o Μikee. Στα περισσότερα, guests μεγάλα ονόματα του εξωτερικού – καλησπέρα Laurent Garnier και Terry Francis. Στην πόρτα του Playroom η Έλσα Mατθαιλή. Το χειμώνα του ’99 στην είσοδο του Qbase μας έδιναν μια καρτούλα πάνω στην οποία έγραφε πως απαγορεύεται η χρήση ναρκωτικών και μάλιστα, στα σκίτσα έδειχνε ένα ανθρωπάκι που απαγορεύεται να τρώει χάπια και να πίνει σκόνη γιατί θα το πετούσαν έξω.

Όταν ζούσαμε τα ηλεκτρονικά και χορευτικά 90s, μπορεί να περνούσαμε ωραία, αλλά δεν ξέραμε ότι γινόμασταν μέρος μιας ιστορίας. Μιας σημαντικής όμορφης ιστορίας, αυτής των τελευταίων ημερών της Πομπηίας, όπως αλλιώς θα μπορούσε να ονομάσει κανείς τα τελευταία νυχτερινά μαγαζιά στα οποία ο κόσμος έβγαινε πραγματικά για να διασκεδάσει και όχι για να φλεξάρει απαθανατίζοντας το παραμικρό με το κινητό του.

Σήμερα, τρεις δεκαετίες μετά, τουλάχιστον έχουμε να θυμόμαστε πως είναι η ζωή να βρίσκεται εκεί έξω και εσύ να πρέπει να βγεις για να την ανακαλύψεις, πως είναι η μουσική να ενώνει ανθρώπους που δεν θα είχαν συναντηθεί υπό άλλες συνθήκες και πως είναι να χορεύεις μέχρι να ανατείλλει ο ήλιος ανάμεσα σε αγνώστους με τους οποίους είχες συνδεθεί σαν να υπήρξαν χρόνια φίλοι σου. The 90s, so many memories, no evidence.