Jean-Michel Basquiat, Keith Haring, David Wojnarowicz. Η καλλιτεχνική σκηνή του κέντρου της Νέας Υόρκης στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 έβγαλε μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του κόσμου της τέχνης – ευτυχώς για εμάς έχουμε αρκετά στοιχεία για την ζωή και την εποχή τους. Αλλά πώς φαίνεται αυτή η ιστορική εποχή μέσα από τον φακό ενός καλλιτέχνη που «δεν τα κατάφερε ποτέ»;

Το “Make Me Famous”, ένα νέο ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία του Brian Vincent, αφηγείται την ιστορία του Edward Brezinski: ενός έντονου και ιδιόρρυθμου ζωγράφου που κινούνταν στους ίδιους κύκλους με τις θρυλικές μορφές της σκηνής του Big Apple, αλλά ο οποίος, παρά την επιδίωξή του να αποκτήσει φήμη και καταξίωση, απλώς δεν τα κατάφερε.

Η ταινία είναι ταυτόχρονα μια διερεύνηση του «γιατί» και ένα εναλλακτικό πορτρέτο της σκηνής στο σύνολό της. Ένα πορτρέτο όπου ο Basquiat, ο Haring κ.ά. ελίσσονται στο παρασκήνιο των αρχείων και όχι στο προσκήνιο, και όπου οι ιστορίες για τις άθλιες αυτοσχέδιες γκαλερί, τους «πεινασμένους καλλιτέχνες» και τις άγριες νύχτες στο Club 57 και το Max’s Kansas City αφηγούνται μέσα από νέες και αστείες προοπτικές.

Καθώς το ντοκιμαντέρ βγαίνει στις βρετανικές αίθουσες, το Dazed έριξε μια ματιά σε μερικά από τα πράγματα που μάθαμε για την τέχνη, τη βιομηχανία και τις προσπάθειες των καλλιτεχνών «να τα καταφέρουν» στο κέντρο της Νέας Υόρκης τις δεκαετίες του ’70 και του ’80.

Η Magic Gallery

Δεν μπήκε ποτέ στον κανόνα των διάσημων πλέον χώρων του East Village, αλλά η Magic Gallery του Edward Brezinski – την οποία διατηρούσε από το ετοιμόρροπο διαμέρισμά του απέναντι από ένα “καταφύγιο” γκέι ανδρών στην Third Avenue – ήταν η επιτομή του τι σήμαινε η «σκηνή της Νέας Υόρκης». Δηλαδή, την ομάδα παθιασμένων και εξαθλιωμένων περίεργων καλλιτεχνών που ήταν υπερβολικά ατημέλητοι για την γκλαμουριά του SoHo και έτσι έφτιαξαν τη δική τους «φάση», όπως το αποκαλούμε σήμερα.

Εκεί, ο Brezinski παρουσίασε ένα συνονθύλευμα έργων τέχνης και χάους. Ήταν ένα μέρος όπου ο David Wojnarowicz μπορούσε να κάνει πράγματα που «καμία άλλη γκαλερί δεν τον άφηνε να κάνει» – όπως το να στήνει πτώματα γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο αίμα, όπου ο συγγραφέας και κριτικός πολιτισμού Gary Indiana “αυτοπυρπολήθηκε”, όπου ο διάσημος ποιητής Miguel Piñero έκανε «έντονες αναγνώσεις» και από όπου η γκαλερίστα και έμπορος τέχνης Annina Nosei (που ανακάλυψε τον Jean-Michel Basquiat) κάποτε έφυγε σχεδόν αμέσως μετά την άφιξή της, καθώς τόσο αμήχανη ήταν από το χάος και τη βρωμιά του χώρου.

Φωτ.: Gary Azon

Η πειραματική και προκλητική τέχνη εναντίον του κατεστημένου

Τέτοια έργα και περφόρμανς μπορεί να ήταν έργα αγάπης για τους “παράξενους” και ανατρεπτικούς καλλιτέχνες του East Village καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, αλλά «Δεν μπορούσες να βγάλεις λεφτά πετώντας κρασί στα πρόσωπα των ανθρώπων ή κάνοντας συναυλίες πιάνου γυμνός», λέει ο συγγραφέας και ηθοποιός Eric Bogosian. «Ήμουν στην πρώτη σεξουαλική έκθεση του Robert Mapplethorpe σε γκαλερί και δεν πούλησε ούτε ένα έργο».

«Οι έμποροι τέχνης δεν ήθελαν αυτό, αλλά μινιμαλισμό και έργα από χώμα και πράγματα από κόντρα πλακέ», προσθέτει ο καλλιτέχνης Duncan Hannah, αναφερόμενος στα λιτά έργα καλλιτεχνών όπως ο Ellsworth Kelly ή ο Donald Judd.

Στην πραγματικότητα, αυτό για το οποίο ο Brezinski έγινε αναμφισβήτητα διάσημος ήταν μια υποτιθέμενη διαμαρτυρία κατά της εννοιολογικής τέχνης αργότερα το 1989, όπου έφαγε ένα ντόνατ που εκτίθετο στην πρώτη μεγάλη έκθεση του Robert Gober στο SoHo, θεωρώντας το «απλώς ένα ντόνατ», αντί για τέχνη αξίας 8.000 δολαρίων. Το ντόνατ είχε υποστεί επεξεργασία με τοξική ρητίνη και ο Brezinski κατέληξε στο νοσοκομείο.

«Το να προσπαθείς να γίνεις ζωγράφος στη δεκαετία του ’70 ήταν αυτοκτονία», συνεχίζει o Hannah. Αλλά όταν ο Julian Schnabel άρχισε να φέρνει στο σπίτι σπασμένα πιάτα από τη δουλειά του σε εστιατόριο και να τα συναρμολογεί ως καμβάδες για εξπρεσιονιστικά πορτρέτα το 1978 –  συνδυάζοντας στοιχεία της εννοιολογικής τέχνης με την αφηρημένη ζωγραφική της δεκαετίας του 1950 – ο διάσημος έμπορος τέχνης Bruno Bischofberger τα αγόρασε κατευθείαν.

«Η ζωγραφική επέστρεψε δυναμικά», λέει o Hannah. «Ξαφνικά, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το να είσαι νέος ζωγράφος [στη Νέα Υόρκη] ήταν ό,τι καλύτερο». Οι γκαλερί άρχισαν να ξεφυτρώνουν φαινομενικά εν μία νυκτί: Civilian Warfare, New Math, FUN, και πολλές άλλες που – σε αντίθεση με τη Magic Gallery του Brezinki – συνέχισαν να αποκτούν νοσταλγικό πολιτιστικό καθεστώς.

Φωτ.: James Romberger & Marguerite Van Cook

Κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει αν κάποιος «θα τα κατάφερνε»

Σε εκείνη την σκηνή υπήρχε άφθονο ταλέντο, αλλά η τύχη, ο συγχρονισμός και οι ιδιοτροπίες των ιδιοκτητών γκαλερί και των εμπόρων τέχνης έπαιξαν μεγάλο ρόλο – το χάρισμα, το ταλέντο, μάλλον δεν έπαιξαν κάποιον ρόλο. «Όλοι ξεκίνησαν από το δρόμο», λέει ο ζωγράφος Frank Holliday. «Και μετά ορισμένοι άνθρωποι έγιναν πολύ επιτυχημένοι. Και έγινε πολύ ιεραρχικό».

Αυτή είναι πραγματικά η ουσία του ντοκιμαντέρ “Make Me Famous”. Είναι λιγότερο μια προσπάθεια να πλαισιώσει αναγκαστικά τον Brezinski ως μια από «χαμένη ιδιοφυΐα» που δεν αναγνωρίστηκε, παρά μια εξερεύνηση του πώς κάποια μέλη μιας κοινότητας κατάφεραν να αποκτήσουν φήμη και πλούτη, ενώ άλλα καταδικάστηκαν στον “θάνατο”.

Ο Brezinski ήταν πικραμένος και θυμωμένος γι’ αυτή την κατάσταση. Δυσανασχετούσε βαθιά, σε τέτοιο βαθμό που, αφού η γκαλερίστα Nosei (αυτή που ανακάλυψε τον Basquiat) του είπε ότι θα ερχόταν σε μια από τις εκθέσεις του και στη συνέχεια δεν εμφανίστηκε ποτέ, την περιέλουσε με κόκκινο κρασί σε εγκαίνια στο SoHo και υποτίθεται ότι απείλησε να τη σκοτώσει.

Η επιδημία τους AIDS διαμόρφωσε την σκηνή

Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιο ντοκιμαντέρ παρουσιάζει στοιχεία για το πώς ο HIV επηρέασε τον χώρο της τέχνης (και όχι μόνο) στη Νέα Υόρκη, αλλά οι αφηγήσεις της καλλιτέχνιδας Marguerite Van Cook για ανθρώπους που μαχαιρώθηκαν στην καρδιά ή παλουκώθηκαν στα κάγκελα του φράχτη, αφού διαγνώστηκαν με AIDS, είναι κάτι το συγκλονιστικό.

Μετά τα χρόνια του «ελεύθερου έρωτα» χωρίς προφυλακτικά, όπου το να είσαι μέρος της σκηνής σήμαινε να τριγυρνάς αμέριμνος στο Limbo Lounge, στο Studio 54 και στο Mudd Club, «υπήρξε μια περίοδος όπου, βασικά, η κοινωνική σκηνή της πόλης ήταν οι κηδείες», λέει ο Kenny Scharf. «Ή να επισκέπτεσαι ανθρώπους στα νοσοκομεία».

«Μέχρι το 1986, είχα παρακολουθήσει περισσότερες κηδείες φίλων από όσες είχαν παρακολουθήσει οι γονείς μου», λέει ο γκαλερίστας Patrick Fox.

Φωτ.: Kathy Dumas

Το “σφράγισμα” του East Village

Όταν εμφανίστηκαν στο East Village οι Jeff Koons και Haim Steinbach, το είδος τέχνης άλλαξε καθώς «Δεν μπορούσες απλώς να βρεις [πράγματα] στα σκουπίδια, να τα συναρμολογήσεις και να τα ζωγραφίσεις», λέει ο καλλιτέχνης Robert Hawkins. «Δεν υπήρχε αυτή η οικειοποίηση των αντικειμένων που δημιούργησαν οι φτωχοί καλλιτέχνες του East Village».

Ήταν το είδος της τέχνης που χρειαζόσουν χρήματα για να την κάνεις και χρήματα για να την αγοράσεις, και χρησίμευε για να επαναπροσδιορίσει την τέχνη ως ένα εγγενές εμπόρευμα, δηλαδή το αντίθετο του ήθους του East Village. «Το East Village δεν πρέπει να συλλέγεται», είχε πει ο Richard Hambleton, γνωστός και ως “νονός” της street art. «Θα έπρεπε απλώς να καταγράφεται».

Ο Kostabi αναφέρει πως ο γκαλερίστας Jeffrey Deitch είχε πει πως ο λόγος που οι Jeff Koons, Damien Hirst και Richard Prince είναι «πιο επιτυχημένοι από καλλιτέχνες που είναι εξίσου καλοί, αν όχι καλύτεροι, είναι ότι είναι επιχειρηματίες. Είναι καλλιτέχνες, αλλά είναι επίσης και επιχειρηματίες».

Φυσικά, ο καπιταλισμός επηρέασε την τέχνη και σε αυτή την περίπτωση. Τα ενοίκια κλιμακώθηκαν και μέχρι το 1985, η πρωτοποριακή γκαλερί FUN Gallery αναγκάστηκε να κλείσει λόγω του μειωμένου ενδιαφέροντος της αγοράς, και μέχρι το 1988, σχεδόν όλες οι γκαλερί του East Village που είχαν ξεπηδήσει από το 1980 είχαν είτε μετακομίσει στο SoHo ή στο Chelsea είτε είχαν κλείσει.

Φωτ.: Gary Azon

Σκηνοθετημένοι θάνατοι για επιβίωση (;)

Όταν οι τιμές και η αξία των έργων καλλιτεχνών, όπως του Basquiat, του Keith Haring και του Peter Hujar, εκτοξεύτηκαν στα ύψη μετά το θάνατό τους (μεταξύ 1987-90), δεν είναι περίεργο που άλλοι καλλιτέχνες της σκηνής αναρωτήθηκαν τι θα γινόταν αν “πέθαιναν” και αυτοί.

«Πίνακες που πούλησα το 1982 για 5.000 δολάρια, όπως αυτοί του Jean Michel-Basquiat, πωλούνται τώρα σε δημοπρασία για 110 εκατομμύρια δολάρια», λέει ο γκαλερίστας Nosei.

Μετά τους θανάτους του Haring και του Basquiat, ο Kenny Scharf πάλευε να πουλήσει οτιδήποτε. Είχε ένα σπίτι στη Βραζιλία χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. «Σκέφτηκα, ίσως θα έπρεπε να πάω εκεί και να πω ότι πέθανα».

Ο Scharf μπορεί να αστειεύεται, αλλά καθώς το ντοκιμαντέρ πλησιάζει στο τέλος του, μαθαίνουμε ότι δεν υπάρχει πιστοποιητικό θανάτου για τον Edward Brezinski – στη γαλλική Ριβιέρα όπου υποτίθεται ότι πέθανε το 2007, δεν υπάρχει αρχεία νεκροψίας, ούτε κανείς υπάρχει, όπως φαίνεται, που να μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα για τον θάνατό του.

Βέβαια, θα πρέπει να είσαι πολύ εκκεντρικός για να οργανώσεις τον ψεύτικο θάνατό σου – ή πολύ φτωχός.

Τα έργα του Edward Brezinksi μπορεί να αναγνωρίστηκαν μετά θάνατον, αλλά η αξία τους δεν ακολουθήσε την αυξητική τάση άλλων καλλιτεχνών που έχουν πεθάνει. Τουλάχιστον, υπάρχει η τέχνη του στο MoMA της Νέας Υόρκης και ένα ντοκιμαντέρ που αναφέρεται σε αυτόν.

Με πληροφορίες από: Dazed, That Self