Θα σας συγχωρούσαμε αν δεν αναγνωρίζατε το όνομα Κωστής Μπέζος, και όχι, δεν είναι συγγενής του ιδρυτή της Amazon Τζεφ, ούτε θείος του γνωστού ηθοποιού ηθοποιού. Απεναντίας, ο Κώστας Μπέζος είναι ένας σπουδαίος μουσικός, ο οποίος έχει αφήσει τεράστια μουσική παρακαταθήκη στη χώρα μας. Σήμερα, ρίχνουμε φως στην σπουδαία ζωή και το έργο του Μπέζου, του ανθρώπου που τη δεκαετία του 1930 δημιούργησε μια πολιτιστική γέφυρα ανάμεσα στη Χαβάη και την Ελλάδα.

Γεννημένος το 1905, στο χωριό Μπολάτι Κορινθίας, από τον Βλάσιο Μπέζο και τη δεύτερη γυναίκα του, Φωτεινή Δανή καλός μαθητής στο σχολείο αλλά και από μικρός ανυπάκουος, μετά το γυμνάσιο, που τελείωσε στην Κόρινθο, πήγε στην Αθήνα και έδωσε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πέρασε αλλά δεν τελείωσε ποτέ, αφού στράφηκε στη μουσική μαθαίνοντας κιθάρα. Το πληθωρικό του ταλέντο στη ζωγραφική εκφραζόταν συνέχεια και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 συνεργάστηκε με την καθημερινή και μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Πρωία, της οποίας έγινε ο βασικός σκιτσογράφος, ενώ συχνά αρθρογραφούσε και ήταν και συνάδελφος του Κώστα Βάρναλη. Εργάστηκε, επίσης, και στην εφημερίδα Ακρόπολις. Ζούσε μια διπλή ζωή ως τραγουδιστής και κιθαρίστας σε διάφορες ταβέρνες και τα νυχτερινά κέντρα της πρωτεύουσας. Έγινε πανελλαδικά γνωστός ως frontman της μπάντας Λευκά Πουλιά πρώτης ορχήστρας με χαβάγιες (από την κιθάρα χαβάγια -γνωστό και ως yodelling), ενός μουσικού στυλ εμπνευσμένου από τη Χαβάη, το οποίο γεννήθηκε στην Αθήνα της εποχής του μεσοπολέμου.

Υπήρξε ένας από τους γνησιότερους “αριστοκράτες μάγκες”. Όμορφος, ψηλός, λεπτός, χιουμορίστας και περιζήτητος από τον “γυναικείο πληθυσμό” του χώρου του.

Ένα μείγμα παραδοσιακής ελληνικής μουσικής με χαβανέζικες steel κιθάρες και ukuleles προσδιόρισε το μοναδικό στυλ των Bezos and the White Birds. Η μουσική εμπλουτιζόταν επίσης σποραδικά με πιο σκοτεινές πινελιές, όπως αλπικές ιαχές και πολιτική σάτιρα.

Ντυμένοι πάντα στα κατάλευκα, αυτό το ηχητικά και αισθητικά εντυπωσιακό εννεαμελές συγκρότημα γνώρισε τεράστια επιτυχία στην αθηναϊκή νυχτερινή σκηνή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του ’40.

Κωστής Μπέζος
Ο Κωστής Μπέζος έγινε πανελλαδικά γνωστός ως frontman της μπάντας Λευκά Πουλιά πρώτης ορχήστρας με χαβάγιες (από την κιθάρα χαβάγια -γνωστό και ως yodelling), ενός μουσικού στυλ εμπνευσμένου από τη Χαβάη, το οποίο γεννήθηκε στην Αθήνα της εποχής του μεσοπολέμου.

Είναι άγνωστο αν ο Κωστής Μπέζος υπήρξε πρωτοπόρος σ’ αυτή τη μόδα των χαβάγιας, αλλά οπωσδήποτε τον ακολούθησαν και άλλοι. Στη δεκαετία του 1930 εμφανίστηκαν στη δισκογραφία τουλάχιστον άλλες έξι ορχήστρες με χαβάγιες, όπως του Αρίσταρχου Δημητρίου -που υπήρξε συνεργάτης του Κωστή Μπέζου-, του Γιώργου Μακρή, του Ζοζέφ Κορίνθιου, του Τάκη Παναγόπουλου, του Βασίλη Μαυρομιχάλη και του Σπύρου Τσόκαλη (Αττικές Χαβάγιες).

Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο Κωστής Μπέζος υπήρξε ένα σημαντικό πρόσωπο της μουσικής και εν γένει της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας στη δεκαετία του 1930, με την πολυσχιδή δράση και παρουσία του στη δισκογραφία, στη δημοσιογραφία, στο θέατρο και στη ζωγραφική. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η παρουσία του αντίστοιχη με αυτή των μεταπολεμικών υπαρξιστών στο Παρίσι και να παραλληλιστεί η ζωή του με αυτή του Μπορίς Βιάν ή του Ζορζ Μπρασένς. Ο ίδιος έζησε μια ζωή στα πρότυπα του μποέμ, του ρεμπέτη, του “ανυπότακτου” κοινωνικά. Υπήρξε ένας από τους γνησιότερους “αριστοκράτες μάγκες”. Όμορφος, ψηλός, λεπτός, χιουμορίστας και περιζήτητος από τον “γυναικείο πληθυσμό” του χώρου του.

Αυτό που κάνει τον Κωστή Μπέζο να ξεχωρίζει είναι η τολμηρή ενασχόληση του τόσο με τη χαβάγια, όσο και με το ρεμπέτικο. Ηχογραφώντας στο στούντιο ως Α. Κωστής, εμβαθύνει στα ρεμπέτικα, με κιθαριστικά ντουέτα που παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από τον πιο παραδοσιακό ήχο του μπουζουκιού.

Πραγματοποίησε πολλές περιοδείες με τη διάσημη ορχήστρα του σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, την Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο κ.α. (Δεν κατάφερε ποτέ να πάει στην Αμερική, δεν πρόλαβε). Επισκεπτόταν συχνά τη Θεσσαλονίκη με το συγκρότημα του Αττίκ ή με το συγκρότημά του. Συνεργάστηκε στη δισκογραφία και στα κέντρα και με άλλα γνωστά πρόσωπα της μουσικής ζωής, όπως ο Νίκος Χατζηαποστόλου, ο Εντουάρντο Μπιάνκο, ο Χρήστος Χαιρόπουλος, ο Σώσος Ιωαννίδης, ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, ο Ιωάννης Κυπαρίσσης, ο Αιμίλιος Σαββίδης, ο Πωλ Μενεστρέλ, ο Βασίλης Μεσολογγίτης, ενώ τραγούδια του ερμήνευσαν μεταξύ άλλων και οι: Ορέστης Μακρής, Νικόλαος Μοσχονάς, Τάσος Βάμπαρης, Δανάη Στρατηγοπούλου (της οποίας τη σπουδαία φωνή ανακάλυψε πρώτος ο Μπέζος), Κάκια Μένδρη, Χρήστος Μνηματίδης, Ρένος Τάλμας, Νίκος Γούναρης.

Με τραγικό τρόπο, ο Μπέζος υπέκυψε στη φυματίωση το 1943 κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Πέθανε στις 14 Ιανουαρίου του 1943, μόλις 38 ετών, και η ταφή του έγινε στο Γ΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Η μουσική του πέρασε στην αφάνεια μέχρι το 2015, όταν η Olvido Records με έδρα το Πόρτλαντ ανέστησε μια συλλογή με 32 τραγούδια του, που αρχικά κυκλοφόρησαν σε δίσκους 78 στροφών. Η επανέκδοσή τους συνέπεσε με το σύγχρονο κύμα αναβίωσης του βινυλίου, εισάγοντας μια νέα γενιά στον μοναδικό ήχο των χαβάγιας.

Οι από καιρό χαμένες ηχογραφήσεις, που συγκεντρώθηκαν από την Olvido Records στο άλμπουμ The Jail’s a Fine School, απασχόλησαν τους ιστορικούς του ρεμπέτικου για αρκετές δεκαετίες, μέχρι που οι ερασιτέχνες ερευνητές Gordon Ashworth και Tony Klein έλυσαν το μυστήριο της πραγματικής ταυτότητας του Α. Κωστή.

Μεταξύ των τραγουδιών του Μπέζου που έχουν διασωθεί, το “Πάμε στη Χονολουλού” (“Let’s Go To Honolulu”) έχει κερδίσει τη μεγαλύτερη προσοχή τα τελευταία χρόνια μετά τη συμμετοχή του σε μια διαφήμιση της iPhone που γυρίστηκε στην αγροτική Ελλάδα. Περισσότερες από επτά δεκαετίες μετά την άνθησή τους, τα χαβάγιας αποτελούν πλέον μια από εκείνες τις άγνωστες πτυχές στην ιστορία της μουσικής που τον 21ο αιώνα απολαμβάνουν την δική τους αναβίωση.

 

❈ Δείτε επίσης: Όταν ο Ντέιβιντ Μπάουι και ο Ντένις Χόπερ αποφάσισαν να περάσουν κρυφά ναρκωτικά στην ψυχιατρική κλινική όπου βρισκόταν ο Ίγκι Ποπ