Το 1965 στο τεύχος Νο 2 του περιοδικού «Διαγώνιος», ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος είχε δημοσιεύσει ένα διήγημα – λιβελογράφημα κατά του Βασίλη Βασιλικού με τον απίστευτο τίτλο «Το τσογλάνι». Μέσα στο διήγημα αυτό, εφτά σελίδες όλο κι όλο, ο Χριστιανόπουλος άλλαξε το όνομα του Βασιλικού σε «Αντρέας Αγοραστός», περνώντας τον γενεές δεκατέσσερις κυριολεκτικά για την -κατά τη γνώμη του- υπέρμετρη φιλοδοξία ενός νεαρού λογοτέχνη, που προσπάθησε μέσω του ιδίου και άλλων διακεκριμένων ποιητών και συγγραφέων της Θεσσαλονίκης να ενταχθεί στους λογοτεχνικούς κύκλους και να γίνει διάσημος. Αν εξαιρέσεις το όλο βιτριολικό πνεύμα του κειμένου, που σε κάνει να αναφωνείς «Μα υπήρχε άνθρωπος που να τά’χε καλά μαζί του ο Χριστιανόπουλος;», είναι ένα σημαντικό κείμενο για κάθε επίδοξο ερευνητή και μελετητή του έργου του Βασιλικού.

Μαθαίνουμε, έτσι, αν φυσικά ο Χριστιανόπουλος δεν έγραφε ό,τι του κατέβαινε κινούμενος μόνο μέσα από τις γνωστές εμμονικές του εμπάθειες, για την πρώτη γνωριμία του Βασιλικού, πάντα μέσω του ποιητή, με ποιητές σαν τον Ασλάνογλου, τον Βαρβιτσιώτη, τον Θέμελη κ.α. Αντλούμε πληροφορίες επίσης για επιστολές γνωριμίας που ο Βασιλικός/ Αγοραστός είχε αποστείλει από τα τέλη ήδη της δεκαετίες του 1950 στον Γιώργο Σεφέρη, τον Ηλία Βενέζη και τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο. Καταρχάς η μονομανία του Χριστιανόπουλου με τον Βασιλικό βασίζεται, σύμφωνα με το διήγημα, σε μία αρνητική κριτική που τόλμησε κάποτε να κάνει σ’ ένα πεζογράφημα του ο ποιητής της «Εποχής των ισχνών αγελάδων». Ο διάλογος τους είχε ως εξής, πάντα σύμφωνα με τον Χριστιανόπουλο: «Είναι αρκετά καλό αλλά όχι για δημοσίευση. Είσαι πολύ επηρεασμένος από τις λυρικές πρόζες του Ζιντ. Ξέρεις πως δεν μου αρέσει το ποιητικό στοιχείο στην πεζογραφία. Αυτοί οι ύμνοι στις ωραίες ακρογιαλιές και τον ήλιο είναι για μένα πράγματα ξεπερασμένα. Χώρια που πρέπει να διορθώσεις και την κάπως πρόχειρη έκφραση σου». Και τότε λέει «Έγινε Τούρκος. Μέσα σε μια στιγμή πήγαν περίπατο και φιλίες και τσιριμόνιες. ‘’Κύριε Χριστιανόπουλε, ήξερα βέβαια πως ήσασταν ελεεινό μούτρο αλλά ποτέ δε φανταζόμουνα ότι είχατε μέσα σας τόση χολή. Κι όμως, αυτό που διαβάσατε ήταν ένα αριστούργημα και θα το δείτε»!

Δυο μέρες μετά απ’ το διάλογο, ο Χριστιανόπουλος έλαβε από τον Βασιλικό ένα «σιχτίρ – πιλάφ» που τελείωνε με τα εξής λόγια: «Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, έως πότε έσομαι μεθ’ ημών, έως πότε ανέξομαι υμάς;». Και κάπου παρακάτω, προς το τέλος του διηγήματος, λίγο πριν αυτό αρχίζει να βρίθει από ομολογουμένως φτηνό κουτσομπολιό, ο Χριστιανόπουλος υποστηρίζει πως εκτός από «ελεεινό μούτρο», ο Βασιλικός τον είχε επίσης χαρακτηρίσει «σκατόμουτρο», όπως και τον Ασλάνογλου «νερόβραστο», τον Ιωάννου «απλώς καθηγητή» κλπ. Με μία επί του ποδός φιλολογική ή μάλλον ιστορική αποτίμηση των πραγμάτων, θα λέγαμε πως πράγματι ο Βασιλικός βασίστηκε εν πολλοίς στις παρέες του για να καθιερωθεί στα ελληνικά γράμματα και κυρίως στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν εκείνος που τον είχε καλέσει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα το 1954 για να γνώριζε τους σπουδαίους φίλους του, τον Γκάτσο, τον Κούνδουρο, τον Τσαρούχη και τον Ελύτη. Μειώνει αυτό την καλλιτεχνική αξία του συγγραφέα της περίφημης τριλογίας «Το Φύλλο – Το Πηγάδι – Τ’ Αγγέλιασμα» και τόσων άλλων σημαντικών βιβλίων; Σε καμία περίπτωση!

Ο Χριστιανόπουλος, απ’ την άλλη, παρέμεινε πιστός μέχρι το τέλος της ζωής του σε «κατ’ οίκον» περιορισμό, στη Θεσσαλονίκη δηλαδή, μην έχοντας πολλά πάρε – δώσε με την Αθήνα και αρνούμενος να ταξιδέψει «μ’ αεροπλάνα και βαπόρια» που λέει και ο Σαββόπουλος. Και πάμε στο 2009, τότε που ο Βασίλης Βασιλικός είχε συμμετάσχει στο ντοκιμαντέρ «Οδύσσειες σωμάτων – Μπαλάντα για τον Νίκο Κούνδουρο» και κατά τη διάρκεια του γυρίσματος βρήκα την ευκαιρία και τον ρώτησα γι΄ αυτή την κόντρα του με τον Χριστιανόπουλο, η οποία διαρκούσε τότε ακριβώς 44 ολόκληρα χρόνια. Θυμάμαι επί λέξει τα λόγια του: «Με είχε συναρπάσει ο Χριστιανόπουλος όταν διάβασα κάτι δικό του για πρώτη φορά. Ήταν ένα μυστήριο κράμα βυζαντινής θρησκευτικότητας και ελευθεριακού σεξουαλισμού, πρωτόγνωρου για την Ελλάδα του 1950. Τη διάθεση μου να γνωρίσω τους παλιότερους, ως νέος λογοτέχνης που ήμουν, εκείνος τη μετάφρασε αλλιώς, έτσι όπως τα είχε μες το κεφάλι του. Τον έβλεπα που προσπαθούσε να με νουθετήσει, περιαυτολογώντας πάντα. Το ίδιο όμως έκανε και με κάθε νέο ποιητή ή συγγραφέα που ζητούσε τη γνώμη του για τη δουλειά του. Πλέον δεν θέλω να τον ακούω, όπως κι αυτός δεν θέλει ν’ ακούει για μένα». Κι εκεί απάνω θυμηθήκαμε μιαν άλλη κόντρα του Χριστιανόπουλου με έναν ακόμη σπουδαίο αιρετικό των ελληνικών γραμμάτων, τον Ηλία Πετρόπουλο. Μια κόντρα που είχε απασχολήσει τον Τύπο των αρχών του 1990, αφού Πετρόπουλος και Χριστιανόπουλος «σκοτώνονταν» με επιστολές στην τότε «Ελευθεροτυπία» – αποκορύφωμα ήταν μια δημοσιευμένη επιστολή του Πετρόπουλου με τίτλο «Οι αδερφίστικες κακιούλες του Χριστιανόπουλου». Λόγια ενός ανθρώπου, που δεν θα τον χαρακτήριζες ομοφοβικό σε καμία περίπτωση, μια και, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος «λάτρευε τους πούστηδες, τα πρεζόνια, τους τραβεστί, τους φυλακόβιους και κάθε ον που βρίσκεται σε μόνιμη πάλη με τους θεματοφύλακες της κοινωνίας και του νόμου».

Τέλος, δεν μπορώ να γνωρίζω αν ο Χριστιανόπουλος άλλαξε γνώμη ή αν μαλάκωσε αναφορικά με τη στάση του απέναντι στον Βασιλικό, πάντως όταν σε συνέντευξη μας το 2013 έπεσε στο τραπέζι το όνομα του συγγραφέα του «Ζ», αρκέστηκε να απαντήσει: «Στην Αθήνα διέπρεψαν ο Ιωάννου και ο Βασιλικός. Έτσι νόμισαν δηλαδή γιατί στην πραγματικότητα η Αθήνα τους τσάκισε».