Ο Νίκος Παπάζογλου είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για την ελληνική μουσική, μια χαρισματική φυσιογνωμία για την ελληνική, μουσική σκηνή. Το “ηλεκτρικό” του ξεκίνημα έδεσε αρμονικά με την αγάπη για τους λαϊκούς δρόμους και ρυθμούς, δημιουργώντας ένα πρωτάκουστο για την εποχή ύφος.Τα στοιχεία της παράδοσης, που είχε εξάλλου σαν βιώματα από την προσφυγική οικογένειά του και ο ξεχωριστός τρόπος ερμηνείας, ήρθαν να το “δέσουν” γερά και να το καθιερώσουν.Η πολυπραγμοσύνη και η διάθεση να ελέγχει πλήρως τα τραγούδια του, τον έκαναν να στήσει με τα χέρια του ένα από τα πρώτα στούντιο στη Θεσσαλονίκη.

Εκεί μαστόρεψε, προβάρισε, δημιούργησε και έδωσε το πρώτο βήμα σε μια γενιά εσωστρεφών καλλιτεχνών και σχημάτων, που έμελλε να παίξουν ως τις μέρες μας καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της μουσικής του τόπου.

Το ντοκιμαντέρ «Εγώ κι ο ίσκιος μου» καταφέρνει, με έναν τρόπο που θα ταίριαζε απολύτως στην χειροποίητη και μερακλίδικη αισθητική του Νίκου Παπάζογλου, να βάλει τον θεατή στο έναστρο, αλάνικο, ροκ σύμπαν του τραγουδοποιού με το κόκκινο φουλάρι-και όχι μέσω πεπατημένης.

Ο Μιχάλης Αριστείδου και ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος ανέλαβαν τη σκηνοθεσία μιας ταινίας που, στην αρχή, είχε διάρκεια σχεδόν τρεις ώρες. Οι δυο τους έχουν συνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν, με μεγαλύτερη διάκριση το βραβείο κοινού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, για το ντοκιμαντέρ “Βιογραφία μιας ηχογράφησης”.

Οι παρουσιαστές του ντοκιμαντέρ που συναντούν τους ανθρώπους οι οποίοι μιλούν για τον Παπάζογλου, ο Γιώργος Δορλής και ο Κώστας Σαλλής συνεργάζονται μουσικά τα τελευταία δέκα χρόνια, μελετώντας κυρίως το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και προτείνοντας δικές τους δημιουργίες.

Όλοι μαζί έκαναν την ερευνά μεταξύ 2014-2016. Με την έναρξη των γυρισμάτων, προστεθήκαν δυο έμπειροι φίλοι και συνεργάτες: Ο Γιώργος Σαγανάς στον ήχο και ο Πέτρος Κολοτούρος στην εικονοληψία.

Συναντώ τον Ιωάννη Γρηγορόπουλο λίγες μέρες αφού έχω δει, από καθαρή τύχη το ντοκιμαντέρ, στο λάπτοπ ενός φίλου μουσικού. Λέω καθαρή τύχη, γιατί το ντοκιμαντέρ δεν κυκλοφορεί «ελεύθερο κι ωραίο», όπως θα του άξιζε, ούτε καν βρίσκεται σε κάποια πλατφόρμα, όπου, με χρήματα, θα μπορούσε κανείς να το απολαύσει.

Αυτό είναι ένα λεπτό, πολύ λεπτό ζήτημα το οποίο δεν αναλύεται όσο θα επιθυμούσα ή όσο θα έπρεπε, ενδεχομένως, σε αυτό το κείμενο.

Γι’ αυτόν τον λόγο, σας παραπέμπω στην σελίδα του ντοκιμαντέρ στο Facebook, όπου μπορείτε να απεθυνθείτε για απορίες, επιθυμία παρακολούθησης του ντοκιμαντέρ (καλή τύχη με αυτό) και ό, τι άλλο μπορεί να σας ενδιαφέρει.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε χάρη σε μια μουσική βραδιά που στήθηκε στο εξαιρετικό γαστροκαφενείο Ρουμπαγιάτ στα Πατήσια, νέτα σκέτα, αφιερωμένη στο Νίκο Παπάζογλου. Εκεί ήταν το ραντεβού μου με τον Γρηγορόπουλο, γνώρισα όμως και μερικούς άλλους από την ομάδα. Αντάλλαξα μερικές κουβέντες και με τον Γιώργο Δορλή, κάναμε συζήτηση γύρω από τον Παπάζογλου και το ντοκιμαντέρ, κυρίως όμως τσούγκρισα ωραία ρακή και απόλαυσα τις πενιές (Δορλής-Σιφναίος-Κονταράτος).

 

Το αφισάκι της βραδιάς που έγινε η συνέντευξη υπό τον ήχο των τραγουδιών του Νίκου Παπάζογλου

Θέλω να ρωτήσω για την διαδρομή αυτής της ταινίας. Πότε πρωτοξεκίνησε ως ιδέα; Πώς αποφάσισαν αυτοί οι τέσσερις τύποι να συνεργαστούν και πώς πήγε αυτό; Η κουβέντα τσούλησε ομαλά και αβίαστα με τον Ιωάννη…

«Η ιδέα έπεσε στο τραπέζι το 2011, νομίζω. Με τον Γιώργο μέναμε στην φοιτητική εστία της Πάτρας. Στην Πάτρα βρίσκονταν και άλλα σημαντικά μέλη της ταινίας. Γυρνούσαμε ένα ντοκιμαντέρ για την φοιτητική εστία της Πάτρας. Ήμουν σπουδαστής δημοσιογραφίας. Ο Γιώργος ήταν αυτός που είχε την ιδέα να κάνουμε κάτι για τον Παπάζογλου., ο οποίος πέθανε το 2011. Μετά από κάποιον καιρό αδράνειας, το βάλαμε μπρος, όταν βρεθήκαμε όλοι μαζί στην Θεσσαλονίκη, και με τον άλλο σκηνοθέτη, δηλαδή. Βγήκαμε ένα βράδυ στην Πριγκιπέσσα, ένα ρεμπετάδικο και συναντήσαμε τον μπουζουξή του Παπάζογλου, τον Παναγιώτη Κουτσούρα, και του πιάσαμε την κουβέντα. Μας έδωσε το μέιλ της Βαρβάρας και κάπως έτσι ξεκίνησε.»

Πρώτο βήμα, λοιπόν, των παιδιών ήταν να έρθουν σε επαφή με τη γυναίκα του Νίκου Παπάζογλου, την Βαρβάρα Γουίλιαμς, το 2013 ή το 2014-δεν θυμούνται ακριβώς. Τους απάντησε μετά από τρεις μήνες. Όπως γράφουν και στην σελίδα του ντοκιμαντέρ: «H ίδια μας εμπιστεύτηκε το εγχείρημα και μας έδωσε σημαντικές επαφές και αρχειακό υλικό.Ταξιδέψαμε σε Αθήνα-Νίσυρο-Θεσσαλονίκη-Κω, για να γνωρίσουμε τον Νίκο μέσα από φίλους και συνεργάτες.»

Η Βαρβάρα Γουίλιαμς εξήγησε στην ομάδα ότι δεν είναι οι πρώτοι άνθρωποι που της ζητούν την άδεια για να κάνουν κάτι για τον Παπάζογλου. Χρειάστηκε λοιπόν να τους γνωρίσει από κοντά, να καταλάβει τις προθέσεις τους, να τους εμπιστευθεί. «Της αρέσαμε σαν τύποι, μας έδωσε το οκ να προχωρήσουμε, αλλά η συμφωνία ήταν ξεκάθαρη από την αρχή: θα έβλεπε το τελικό υλικό μας και μόνο αν το ενέκρινε θα μπορούσαμε να το προχωρήσουμε. Εμείς δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να συμφωνήσουμε. Το υλικό της μάς στάθηκε πολύτιμο, σπάνιες, προσωπικές βιντεοκασέτες, αλλά και μια μεγάλη λίστα με ονόματα ανθρώπνω-κλειδιά για την ζωή και την τέχνη του Παπάζογλου, φίλους, συνεργάτες…Εν τω μεταξύ, μιλούσαμε με κάθε έναν από αυτούς και οδηγούμασταν αυτομάτως και σε άλλα πρόσωπα. Η έρευνα και η συλλογή του υλικού μας κράτησε πάνω από έναν χρόνο. Έτσι, αποφασίσαμε, κάνοντας μια πρώτη διαλογή, ποιους θα περιλάβουμε τελικά.»

Τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ ξεκίνησαν, με αυτά και με εκείνα, το 2015. Κράτησαν τρεις μήνες.

«Στη Νίσυρο μείναμε στο σπίτι του Νίκου Παπάζογλου, μας βοήθησε πολύ η Βαρβάρα με τις μετακινήσεις, τις γνωριμίες, την φροντίδα. Μετά τα γυρίσματα, περάσαμε στο μοντάζ. Δύσκολο κομμάτι. Είχαμε τέσσερις ώρες ταινία και δεν ξέραμε τι να πρωτοκόψουμε. Φτάσαμε στα 100 λεπτά, ενώ στοχεύαμε την μία ώρα. Ήταν αδύνατο να μείνουμε στα 60 λεπτά. Σκεφτήκαμε μέχρι και να στήναμε επεισόδια μιας μίνι σειράς, αλλά παραμείναμε στον αρχικό μας στόχο που ήταν να παρουσιάσουμε ένα ολοκληρωμένο πράγμα, ενιαίο. Και μετά, αν πήγαινε καλά, μπορεί και να προχωρούσαμε-έτσι λέγαμε- στην σειρά, για να αξιοποιήσουμε το κομμένο υλικό.»

Από όλη την παρέα του ντοκιμαντέρ, ο Ιωάννης είναι ο μόνος μη μουσικός. Αλλά πάντα του άρεσε να ακούει Παπάζογλου, χωρίς ποτέ να έχει υπάρξει φανατικός ακροατής ή γνώστης. Στην πορεία του ντοκιμαντέρ, ήταν φυσικό να τον αγαπήσει. Εντρυφώντας, τον γνώρισε και σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη πολύ περισσότερο. Κι ας είχε φύγει από την ζωή, ο Παπάζογλου ήταν φωτεινός, υπαρκτός, αξέχαστος. Κοινό, εν τω μεταξύ, αποκτά ακόμα, κάθε μέρα, κάθε τόσο, και ας μην παίζονται συχνά τα κομμάτια του από τα μεγάλα ραδιόφωνα και ας μην γίνονται όσα αφιερώματα του αξίζουν. Νέες φουρνιές φοιτητών, παιδιών ακούν κομμάτια του παιγμένα από μπάντες και κομπανίες σε καφενεία και ρεμπετάδικα, ενώ μερικά σουξέ του συνοδεύουν άπειρα γλέντια και μουσικές κατανύξεις: ο Αύγουστος, το Φύσηξε ο Βαρδάρης, το Πότε Βούδας πότε Κούδας και αρκετά ακόμα, ασφαλώς, όπως το all time classic Μπαγλαμαδάκι(ραγίζει απόψε η καρδιά…).

Γιατί, όμως, ο Νίκος Παπάζογλου δεν έχει, δέκα χρόνια και βάλε από τον θάνατό του, την προβολή και την αναγνώριση που του αξίζει; Γιατί δεν είναι ευρύτερα γνωστή η ιδιαίτερη, ορίτζιναλ σχέση του με την ροκ μουσική, αισθητικά και καλλιτεχνικά; Έπαιζε σε δεκάδες σχήματα, έκανε εμφανίσεις σε πολλά κέντρα, το έργο του δεν έχει αποτιμηθεί επαρκώς ακόμα. Ο τρόπος με τον οποίο πάντρεψε το ροκ και το λαϊκό, με αυτόν τον ιδιαίτερο ήχο, αλλά και η ραγισματική του φωνή η οποία, όπως εύστοχα έχει σημειώσει ο καθηγητής μουσικής και μπουζουκίστας Στάθης Σαββίδης, πολλαπλασιάζει από φυσικού της την κάθε νότα, βρίσκονται ακόμα σε μια…σκιά, κατά κάποιον τρόπο. Ανανέωσε την χρήση και το στίγμα του μπουζουκιού ως οργάνου, επιχειρώντας να το περάσει σε μια σφαίρα διαχρονίας, πιθανώς αποσυνδεδεμένης από την βαθιά εντοπιότητά της. Ένα όργανο με καταγωγή περισσότερο από το σύμπαν, παρά από την Ελλάδα.

Αυτό το κομμάτι αποκαλύπτει στο μεγαλείο του, κατά την άποψή μου, ό, τι προσπαθώ να σας περιγράψω αυτήν την στιγμή. Ένα εμπνευσμένο, μεθυστικό fusion μουσικών ιδών, αποκαλυτπικό του ντουέντε του Παπάζογλου και της λαμπερής έκθεσης της ψυχής του μέσα από την ερμηνεία. Εδώ, ο Παπάζογλου τραγουδά τους στίχους τους και την μουσική του από τα έγκατα της ύπαρξής του, γίνεται ένα με την μουσική, δύσκολα κατατάσσεται ή, ακόμα και κατανοείται.

Εδώ, ο Παπάζογλου νιώθει και ζητά και από τον ακροατή να νιώσει, απλώς να νιώσει. Ή μάλλον, δεν ζητά τίποτε. Ο αμανές του, προς το τέλος του κομματιού, κατάγεται από το ρεμπέτικο, τους τεκέδες και την Ανατολή συλλήβδην. Έρχεται, ύστερα, το μαγευτικό ταξίμι του μπουζουκιού και τα λόγια αρχίζουν να καθίστανται περιττά.

 

Όπως επισημαίνει ο Γρηγορόπουλος, ο Παπάζογλου δεν συμβιβάστηκε ποτέ, δεν έγινε ποτέ φίλος κανενός συστήματος.

«Έκανε τα πράγματα με τον τρόπο που εκείνος θεωρούσε σωστό. Και δεν εξαγοράστηκε ποτέ. Ίσως γι’ αυτό το λόγο, δεν είναι τόσο προβεβλημένος στο σήμερα. Μας έχουν πει ιστορίες που αποκαλύπτουν το ήθος του, αλλά και την αισθητική του. Του πρότειναν, ας πούμε, φιλανθρωπικές συναυλίες και εκείνος έθετε τους όρους του: να φέρει όλο τον εξοπλισμό, να δει μια απόδειξη στο τέλος για το ποσό που μαζεύτηκε και την επόμενη μέρα να διαβάσει στην εφημερίδα ότι αυτό το συγκεκριμένο ποσό δόθηκε εκεί κι εκεί. Τα άκουγαν αυτά οι διοργανωτές και δεν προχωρούσαν σε συμφωνία μαζί του.

Είχε τέτοια στάση ζωής ο Παπάζογλου. Ένας κοσμαγάπητος καλλιτέχνης που, μέχρι τέλους, παρέμεινε απλός και πιστός στις αξίες του. Δεν τον ενδιέφερε να γίνει σούπερ σταρ, αν και θα μπορούσε άνετα. Έμαθα, σου ξαναλέω, τον Παπάζογλου, φτιάχνοντας το ντοκιμαντέρ. Όταν παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έγινε χαμός. Δυσκολευτήκαμε εμείς, οι δημιουργοί, να βρούμε εισιτήρια. Από την πρώτη μέρα, εξαντλήθηκαν σχεδόν όλες οι θέσεις σε όλες τις προβολές. Και στα άλλα μέρη της Ελλάδας όπου κυκλοφόρησε επικράτησε η ίδια θερμή αποδοχή. Αυτό μάς έκανε πραγματικά χαρούμενους. Χρόνια ασχοληθήκαμε και, επιτέλους, άνθρωποι έβλεπαν την δουλειά μας, για να μάθουν ή να θυμηθούν την ζωή και το έργο αυτού του ξεχωριστού ανθρώπου και καλλιτέχνη. Έφτασε μέχρι και σε ένα ελληνικό φεστιβάλ ταινιών στη Νέα Υόρκη, όπου πήρε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας.»

Οι δημιουργοί της ταινίας ήρθαν σε επαφή με το γραφείο του Αρχείου της ΕΡΤ, για να πάρουν τα δικαιώματα προβολής κάποιου συγκεκριμένου υλικού από την ΕΡΤ που είχε περιληφθεί στο ντοκιμαντέρ. Μια δυσχερής επικοινωνία, ουσιαστικά ατελέσφορη, θα έλεγε κανείς. Το ντοκιμαντές κυκλοφόρησε χωρίς να έχει πάρει, ουσιαστικά, τα δικαιώματα-αυτό, όμως, όχι με υπαιτιότητα των δημιουργών. Η Βαρβάρα Ουίλιαμς ενέκρινε μεν το ντοκιμαντέρ, χωρίς όμως να καταφέρει να το δει, λόγω συναισθηματικής φόρτισης.

«Μόλις κυκλοφόρησε το ντοκιμαντέρ και άρχισε να ακούγεται κάπως, επικοινώνησαν από την ΕΡΤ μαζί μας. Και αρχικά, μάς ζήτησαν την ταινία. Πήραν τηλέφωνο τον Κώστα και του πρότειναν μια τιμή γύρω στις 2.000 ευρώ, και λιγότερα, για δύο χρόνια . Για να το έχουν και να το προβάλλουν. Εμείς ζητήσαμε να κάνει τον κύκλο του σε προβολές στην Ελλάδα και, μετά, να τους το δίναμε. Μετά από κάποιον καιρό, ξαναπήραν και πίεσαν. Από εκεί και πέρα, θα προτιμούσα να μην επεκταθώ. Βιώσαμε μια δυσαρμονία στην επικοινωνία και στην οργάνωση της όποιας συνεργασίας. Δεν είμαι μόνος σε αυτήν την παραγωγή, σέβομαι τους συνεργάτες μου, αλλιώς μπορεί να έλεγα κι άλλα πράγματα.

Όμως, δεν μπορώ και να μην απαντώ σε όποιον με ρωτά σχετικά σε προσωπικό τουλάχιστον επίπεδο. Ενεπλάκησαν δικηγόροι, τηλεφωνήματα, περίοδοι σιωπών και απραξίας.

Το ντοκιμαντέρ δεν είναι τόσο μουσικό, όσο δημοσιογραφικό. Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε κάτι ικανό να συστήσει τον Παπάζογλου σε κάποιον ή κάποια που δεν τον γνωρίζει. Δεν είναι κάτι τόσο εξειδικευμένο, δεν απευθύνεται σε φαν. Αν είχαν βγει και οι 4 ώρες, θα είχαμε τους πάντες ευχαριστημένους, αλλά αυτό ήταν αντικειμενικά αδύνατο.

Εξασφαλίσαμε να ανεβεί σε μια πλατφόρμα με κωδικό, ανοιχτό για μια εβδομάδα. Κατά καιρούς, κάποιος μάς λέει ότι το είδε: από κάποιον φίλο που κάποιον που το έχει κατεβάσει κρυφά στον υπολογιστή του; Πάντως, επισήμως το ντοκιμαντέρ αυτή τη στιγμή δεν παίζεται πουθενά.»

Μετά το ντοκιμαντέρ για τον Παπάζογλου, ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος δεν έχει ασχοληθεί με κάτι άλλο σε αντίστοιχο επίπεδο. Αγρανάπαυση, μέχρι την επόμενη ιδέα και υλοποίηση. Μέχρι τότε, και μέχρι ίσως να δοθεί και κάποια λύση για το έτοιμο ντοκιμαντέρ που ενθουσίασε χιλιάδες κόσμου (και την γράφουσα), ας ακούσουμε λίγο ακόμα Νίκο.