Είναι όλα εκείνα τα ταπεινά γκαράζ όπου γράφτηκε η hi-tech ιστορία.

Πριν από 85 χρόνια, το 1938, μέσα σε ένα γκαράζ της Καλιφόρνια ξεκίνησε η… επανάσταση των τεχνολογικών start-ups της εποχής εκείνης –μια επανάσταση που τελικά οδήγησε στην δημιουργία της ίδιας της Σίλικον Βάλεϊ, της «Κοιλάδας του Πυριτίου».

Κανείς δεν μπορεί να υποψιαστεί, 80 χρόνια μετά, πως από ένα τόσο δα μικρό γκαράζ στο νούμερο 367 της λεωφόρου Αντισον στο Πάλο Αλτο της Καλιφόρνια ξεκίνησε μια επανάσταση που διαρκεί ως τις μέρες μας.

Μέσα σε εκείνο το γκαράζ φυτεύτηκαν οι πρώτοι σπόροι των τεχνολογικών start-ups της εποχής εκείνης, οδηγώντας μετά από λίγα χρόνια στην δημιουργία της ίδιας της Σίλικον Βάλεϊ, της «Κοιλάδας του Πυριτίου», κοιτίδας μέχρι και σήμερα όλων των σημαντικών τεχνολογικών εξελίξεων του 20ου και 21ου αιώνα, της Google, της Apple, Hewlett-Packard και τόσων ακόμη.

Όλα ξεκίνησαν τους πρώτους μήνες του 1938, όταν δυο νεαροί, συνομήλικοι Αμερικανοί, ο Γουίλιαµ Χιούλετ και ο Ντέιβιντ Πάκαρντ, ίδρυαν την εταιρεία τους μέσα σε εκείνο το μικρό γκαράζ της λεωφόρου Αντισον.

Οι δυο 26χρονοι ίδρυσαν την Hewlett-Packard δανειζόμενοι 538 δολάρια από τον µέντορά τους, διάσημο καθηγητή εφαρµοσµένης ραδιοµηχανικής του πανεπιστηµίου του Στάνφορντ Φρέντερικ Τέρµαν –ευρύτερα γνωστού κι ως «πατέρα της Σίλικον Βάλεϊ».

Το πρώτο προϊόν που ξεπήδησε από την κοινή τους συνεργασία μέσα σε εκείνο το μικρό γκαραζ ήταν ένας πρωτοποριακός ενισχυτής, ο «Model 200Α», και ο οποίος έτυχε θερμής υποδοχής από συναδέλφους μηχανικούς, αλλά και κοινό, καθώς έτεινε στην αγορά 33 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1971.

Όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο το 1941, ο Χιούλετ στρατεύτηκε, ενώ ο Πάκαρντ διεύθυνε την εταιρεία, η οποία παρήγαγε προϊόντα για τον στρατό. Όταν ο πόλεμος τέλειωσε, η εταιρεία είχε γιγαντωθεί τόσο, ώστε είχε μετακομίσει στο Πάλο Αλτο, δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα σε πολλές ακόμη εταιρείες της δεκαετίας του 1950 και 1960 να μετακομίσουν εκεί.

Η Σίλικον Βάλεϊ είχε μόλις γεννηθεί.

Fast forward μερικές δεκαετίες και φτάνουμε στο 1976, γνωστό κι ως το «Έτος 0» των σύγχρονων τεχνολογικών εξελίξεων: τότε που ένας ένας 21χρονος φοιτητής που είχε μόλις εγκαταλείψει το κολέγιο και ζούσε με τους γονείς του, ο Στιβ Τζομπς, ίδρυσε μαζί με δυο κολλητούς του φίλους, τον Στιβ Βόσνιακ και τον Ρον Γουέιν την εταιρεία Apple.

Και αυτή ξεκίνησε μέσα σε ένα γκαράζ –στο γκαράζ των γονιών του Τζομπς στο νούμερο 2066 της οδού Κριστ στο Λος Αλτος της Καλιφόρνια.

Ο Γουέιν έκανε το μεγάλο λάθος και… λάκισε νωρίς, καθώς πούλησε το μερίδιό του στη νεοσύστατη εταιρία για 800 δολάρια τρεις μήνες μόλις μετά την έναρξή της, την 1η Απριλίου του 1976 και η ιστορία έχει να λέει πως η Apple έγινε αυτή που έγινε χάρη στο όραμα των «δυο Στιβ».

Μέσα σε εκείνο το γκαράζ κατασκευάστηκε ο πρώτος υπολογιστής της Apple –κι ας το έχει απομυθοποιήσει ο, εμφανώς χολωμένος, Βόσνιακ.

“Το γκαράζ είναι κομμάτι ενός μύθου”, απάντησε ο Βόσνιακ όταν ρωτήθηκε σχετικά με τα πρώτα χρόνια της εταιρείας. “Δεν σχεδιάζαμε, δεν φτιάχναμε τις πλακέτες, ούτε παράγαμε καμία συσκευή εκεί. Το γκαράζ δεν εξυπηρετούσε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, εκτός του ότι ήταν ένα μέρος που το αισθανόμασταν σαν το σπίτι μας”, τόνισε το 2016 –αλλά ακόμη κι αν είναι όντως έτσι, ας μην αφήσουμε τον Βοσνιακ να μας χαλάσει μια ωραία ιστορία.

Είκοσι-δυο χρόνια μετά, τον ίδιο δρόμο… τον λιγότερο ταξιδεμένο ακολούθησαν και οι συνιδρυτές της Google: Ο Λάρι Πέιτζ και ο Σεργκέι Μπριν νοίκιασαν το γκαράζ στον αριθμό 232 της λεωφόρου Σάντα Μαργκερίτα –ένα γκαράζ που αποτελούσε μέρος της οικίας της φίλης τους Σούζαν Βοϊτσίκι.

Οι δυο φίλοι και συμφοιτητές πέρασαν όλο τον χειμώνα του 1998 μέσα σε αυτό το γκαράζ, σε μια ήσυχη γειτονιά πολύ κοντά στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, φτιάχνοντας την Google, την εταιρεία που θα άλλαζε το Διαδίκτυο άπαξ και δια παντός.

Οι ανισότητες διευρύνονται στην hi-tech πρωτεύουσα των τεχνολογιών

Αν οι «techies» της Σίλικον Βάλεϊ είχαν ακόμη αμφιβολίες για την εικόνα τους στην Αμερική, σίγουρα πήραν την απάντηση από τα σαρκαστικά σχόλια που φιλοξένησαν το Σαββατοκύριακο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την υπόθεση της Silicon Valley Bank. «Πουλήστε τα ιδιωτικά τζετ», πρότεινε κάποιος.

Η κατάρρευση της τράπεζας έγινε δεκτή με έναν κυνισμό αντίστοιχο με την περιφρόνηση των ακραίων φιλελεύθερων για το «big government». Επενδυτές όπως ο Μπιλ Άκμαν απηύθυναν αυστηρές προειδοποιήσεις, τονίζοντας ότι η εθνική ασφάλεια βρίσκεται σε κίνδυνο και πως ο πρώτος που θα επωφεληθεί είναι η Κίνα.

Η εποχή δεν προσφέρεται για δάκρυα για τις εταιρείες τεχνολογίας. Ο τομέας βγήκε κερδισμένος από την πανδημία και τώρα έχει ξεκινήσει τις απολύσεις, 20.000 από την άνοιξη του 2022. Δεν λείπουν και τα σκάνδαλα, με τελευταίο τη χρεοκοπία της πλατφόρμας κρυπτονομισμάτων FTX.

Την ίδια στιγμή, οι ανισότητες αυξάνονται. Σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση του ινστιτούτου Joint Venture Silicon Valley, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών διευρύνθηκε το 2021 στην πρωτεύουσα των τεχνολογιών (κατά 5%), ενώ στην υπόλοιπη χώρα μειώθηκε (κατά 3%). Το 2022, το 10% των κατοίκων της Σίλικον Βάλεϊ κατείχε το 66% του συνολικού πλούτου της περιοχής.

Στο άλλο άκρο, 220.000 νοικοκυριά δεν διαθέτουν ούτε 5.000 δολάρια. Το ένα τέταρτο των κατοίκων (23%) ζει κάτω από το όριο της φτώχειας (αύξηση κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019) και 22.000 άτομα δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό. Με δεδομένο το κόστος της στέγης, η έκθεση επισημαίνει ότι πρέπει κάποιος να κερδίζει τουλάχιστον επτά φορές πάνω από το όριο της φτώχειας για να καλύπτει τις καθημερινές ανάγκες του χωρίς να χρεώνεται.

Έτσι, 91.000 κάτοικοι εγκατέλειψαν τη Σίλικον Βάλεϊ τα τελευταία δύο χρόνια. Η Σίλικον Βάλεϊ είναι ο μικρόκοσμος των υπερβολών του καπιταλισμού. Και είναι δύσκολο να περιμένει κανείς αλληλεγγύη προς μία μηχανή παραγωγής ανισοτήτων.