«Το The Wall [των Pink Floyd] είναι φτιαγμένο για να προκαλεί αδράνεια. Είναι φτιαγμένο για να θαυμάζεται μέσα σε μια χρυσή κορνίζα. Προορίζεται να ακούγεται στο ακριβότερο hi-fi (όσο ακριβότερο το hi-fi τόσο μεγαλύτερη η απόλαυση). […] Η πραγματική απελευθέρωση ενός Έλληνα νέου ή νέας θα πραγματοποιηθεί τη γενναία αυτή στιγμή που συνειδητά θα πάρει το Wall ή το Wish You Were Here ή το Animals και θα τα πετάξει ΜΕ ΟΛΗ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ στον τοίχο του σπιτιού του. Πετάχτε το Wall στον Τοίχο, ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΑ, και ανοίχτε τα αυτιά σας (χρησιμοποιήστε μια τουφεκόβεργα αν χρειαστεί) στην εκπληκτική μουσική που πράγματι αποτελεί rock (παίζεται από νέους για νέους κ.λπ,) εν έτει 1981(και δεν εννοώ αναγκαία το punk που αμέσως πάτε να φωνάξετε) και που μπορεί ΚΑΙ να σας εμπνεύσει, ΚΑΙ να σας δονήσει συναισθηματικά ΚΑΙ να ικανοποιήσει το καλλιτεχνικό σας αισθητήριο».
Στα ανάλεκτα της εγχώριας μουσικής δημοσιογραφίας, αυτό το απόσπασμα από το κείμενο του προ ημερών εκλιπόντα μουσικού συντάκτη και έγκριτου ταξιδιωτικού δημοσιογράφου Γιάννη Μαλαθρώνα από τον Αύγουστο του 1982, είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο κύμα hate-mail (κανονικών επιστολών, λόγω εποχής…) που έφτασε το φθινόπωρο του 1982 στα γραφεία του, τότε ακόμη νεαρού, μουσικού περιοδικού Ποπ+Ροκ.
Αν θεωρείτε ότι τα παραπάνω λόγια διχάζουν τους σημερινούς Floyd-άδες, που να ξέρατε τι είχε συμβεί τότε, σε άλλες εποχές, όπου το ξύλο (το κανονικό) πήγαινε σύννεφο προς ανύποπτους αλλά και εξίσου… ύποπτους όπως ο τότε νεαρός Μαλαθρώνας, ο οποίος τόλμησε να πιάσει στο στόμα του τους Pink Floyd -ένα από τα αιώνια κολλήματα του ελληνικού κοινού (αλλά και του υπογράφοντα).
«[…] έχουμε φτάσει στη μεταφεμινιστική περίοδο. Δεύτερον, δεν νοείται απελευθέρωση των γυναικών δίχως μια επανεξέταση της συμπεριφοράς μας, των προκαταλήψεών μας όσον αφορά τη σεξουαλικότητα του καθενός μας. Τρίτον, στη σημερινή Αγγλία αυτή η ιδεολογική μεταμόρφωση έχει επιτευχθεί και οι Smiths αποτελούν την απτή της απόδειξη: ένα γκρουπ με στίχους γραμμένους από τον χαρισματικό τραγουδιστή τους Morrissey που μιλούν για διφορούμενες σχέσεις με φυσικότητα και ρομαντισμό — ερωτικά τραγούδια για τον καθένα, γραμμένα μαζί με τον δημιουργό του γκρουπ και κιθαρίστα Johnny Marr. Οι θαυμάσιοι στίχοι του Morrissey μιλάνε για μένα και για σένα: δεν μιλάνε για αγόρια και κορίτσια. Τα εξώφυλλα των σινγκλς τους προσφέρουν αντρικά μοντέλα ομορφιάς (στο “Hand In Glove” ένα ανδρικό γυμνό, στο “This Charming Man” μια φωτογραφία του Jean Marais, στο “What Difference Does It Make” μια μίμηση του Terence Stamp στον Συλλέκτη από τον Morrissey) και τα τραγούδια τους μιλάνε για αγάπη δίχως (περι)ορισμούς. Και για να γίνω πιο σαφής, ο κοινός παρονομαστής είναι ένας: οι εικόνες της φαντασίας του τραγουδιστή Morrissey που αναφέρονται στο gay παρόν και παρελθόν του. Όμως οι στίχοι είναι γραμμένοι τόσο ελλειπτικά ώστε μπορούν να ερμηνευτούν από πολλαπλές γωνίες», έγραφε σε ένα έτερο καταπληκτικό κείμενο με αφορμή τις πρώτες κυκλοφορίες των Smiths.
Και ξαφνικά… το 1986, χωρίς κανείς να το περιμένει, ο Μαλαθρώνας βαρέθηκε να γράφει για μουσική. Κουράστηκε. Εγκωσε. Ή όλα αυτά μαζί.
Και το επόμενο επαγγελματικό του βήμα ήταν να ασχοληθεί με το γράψιμο ταξιδιωτικών άρθρων.
Στην πορεία της ζωής και της καριέρας του, ο – πολιτογραφημένος πλέον ΚΑΙ Βρετανός μετά από σχεδόν 40 και πλέον συναπτά χρόνια παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο – Γιάννης Μαλαθρώνας κατέληξε να γίνει, από πλέον επιδραστικός συντάκτης περί μουσικής σε έναν… λαοπρόβλητο ταξιδιωτικό συντάκτη με σωρεία δημοσιεύσεων σε έγκριτα μέσα, όπως η Guardian και Independent, μια χούφτα εξαιρετικών ταξιδιωτικών βιβλίων σε σημαντικούς εκδοτικούς οίκους και άλλων τόσων σπουδαίων ρεπορτάζ τουριστικής φύσεως, τα οποία αναδείκνυε και διαμέσου του προσωπικού του ιστοτόπου, thejollytraveller («ο χαρούμενος ταξιδιώτης»).
Τον έχασε η μουσική, αλλά τον κέρδισε η ταξιδιωτική δημοσιογραφία. Ουδέν κακόν αμιγές καλού.
Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει στα σχετικά fora της εγχώριας μουσικοκριτικής: Ήταν όντως ο Γιάννης Μαλαθρώνας ο καλύτερος και πλέον επιδραστικός μουσικός συντάκτης της εγχώριας μουσικογραφίας;
Για άλλους, ήταν. Και μάλιστα με διαφορά.
Αν και φυσικά το γεγονός ότι έγραψε για μουσική μόλις για μια δεκαετία και αυτή σκάρτη (από το 1978 μέχρι το ’80 στον «Ήχο», και από το 1980 μέχρι το ’86 στο Ποπ & Ροκ), στερεί από όλους εμάς από το προνόμιο του να τον παρακολουθούσαμε διεξοδικά σε όσα σπουδαία ενδεχομένως και να έγραφε μέχρι σήμερα.
Για κάποιους λοιπόν, ο Μαλαθρώνας ήταν ένα «τοτέμ» δημοσιογραφικής και μουσικής ευρυμάθειας, γνώσης, αντίληψης και κυρίως έκφρασης… επί χάρτου.
Το μυαλό του έκανε απίθανες συνδέσεις, διασυνδέσεις και επισυνδέσεις, συγκρίνοντας και συνδέοντας διάφορα πράγματα, καταστάσεις και έννοιες, ετερόκλητες ή ταυτόσημες, συμπλέκοντας της μουσικογραφία με την κοινωνιολογία και την κοινωνική παρατήρηση.
Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ο Μαλαθρώνας υπήρξε ό,τι πιο κοντινό στην ενσάρκωση του Έλληνα Nick Kent (δίχως τις καταχρήσεις με τα ναρκωτικά και τα OD με τις ηρωίνες του άγγλου συναδέλφου του).
Ισως πάλι το γεγονός ότι αρθρογράφησε καίρια και έγκαιρα μαζί, αλλά την ίδια στιγμή για μόνο λίγα χρόνια, περί μουσικής να είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που τον κατέστησε τόσο μα τόσο μυθικό στο χώρο της εγχώριας μουσικοκριτικής.
Είναι σαν τον Κερτ Κομπέιν, που αυτοκτόνησε και θεοποιήθηκε αυτοστιγμεί, όπως αρμόζει σε κάθε νεκρό ροκ σταρ.
Ήταν ο καλύτερος λοιπόν ο Μαλαθρώνας;
Αν ρωτάτε εμένα, όχι – αυτός ήταν και συνεχίζει να είναι, λόγω διάρκειας και άλλων παραγόντων, ο Αργύρης Ζήλος.
Αλλά ο Μαλαθρώνας είναι σίγουρα στην πεντάδα των καλύτερων, δίπλα στον Αργύρη, τον Χρήστο Δασκαλόπουλο, τον Σπήλιο Λαμπρόπουλο, τον Θανάση Μήνα, το Νίκο Πετρουλάκη, αλλά και τον Νίκο Μποζινάκη, τον Μάνο Μπούρα και τον Μάρκο Φράγκο, όλοι τους «παιδιά» του Ποπ+Ροκ.
Συμπτωματικά δε, με τον Μάρκο Φράγκο μάς συνδέει μια ιστορία με επίκεντρο τον Μαλαθρώνα: το 1996, δευτεροετής Ιστορικού Αρχαιολογικού ων, επισκέφτηκα τα γραφεία του Ποπ+Ροκ στις αρχές της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, απέναντι από το Club 22.
Χτύπησα το κουδούνι, μπήκα μέσα και συστήθηκα στον τότε αρχισυντάκτη, τον Μάρκο.
«Ήρθα να φωτοτυπήσω όλα τα τεύχη του Ποπ+Ροκ που μου λείπουν», του είπα και ο Μάρκος, προς τιμήν του και δίχως να με διαολοστείλει, όπως ίσως όφειλε, μου άνοιξε το μικρό δωματιάκι με το φωτοτυπικό μηχάνημα, μετά που έδωσε τα κλειδιά του αρχείου και μου είπε απλά «φέρε μου τα κλειδιά όταν τελειώσεις».
Όταν μετά από 8-9 ώρες (μεροκάματο του τρόμου, μιλάμε) πήγα στο γραφείο του, με ρώτησε τι έβγαλα φωτοτυπίες.
«Όλα τα τεύχη του περιοδικού από το 1978 μέχρι το 1988 που ξεκίνησα να το αγοράζω», του απάντησα.
Ρίχνει μια ματιά στα χαρτιά που βρίσκονταν πάνω πάνω στη στοίβα, τα φυλλομετράει για λίγο και μου λέει ξερά:
«Πολύ Μαλαθρώνα βλέπω. Είσαι του φαν κλαμπ και εσύ;»
Τότε ήταν που πρωτάκουσα το όνομα του Μαλαθρώνα -όταν σταμάτησε να γράφει, το 1986, εγώ ήμουν πολύ μικρός για να τον έχω διαβάσει.
Μόλις πήγα σπίτι και έβγαλα τα χαρτιά από τις σακούλες, ο πρώτος που διάβασα ήταν ο Μαλαθρώνας.
Και, φυσικά, ο Μάρκος είχε δίκιο: είχα μπει και εγώ στο άτυπο φαν κλαμπ του Γιάννη.
Ο οποίος μας αποχαιρέτησε οριστικά πριν από μερικά 24ωρα μετά από πολύχρονη ασθένεια.
Μάρκος Φράγκος, Νίκος Μποζινάκης και Μάνος Μπούρας ήταν αρκετά ευγενικοί ώστε να καθήσουν και να γράψουν για λογαριασμό του Olafaq μερικά λόγια για τον Γιάννη Μαλαθρώνα:
What Do I Get
«Η μικρή φράση και τίτλος του θρυλικού single των Buzzcocks του 1978 ήταν ακριβώς το σημείο αφετηρίας των κειμένων του Γιάννη Μαλαθρώνα. “Τι κερδίζω εγώ;”
Ο γραφέας στο επίκεντρο του κειμένου του, διεκδικητικός, εξεταστικός, οξυδερκής, γενναίος και αιχμηρότατος. “Τι κερδίζω εγώ από το μαθουσαλισμό του “Wall” των Pink Floyd”; “Τι κερδίζω εγώ από τη μέτρια επιστροφή των Human League μετά το “Dare”; “Τι κερδίζω εγώ από τη γοτθική μυσταγωγία των Virgin Prunes που -σημειωτέον- δεν φοράνε φούστες αλλά αντρικά φουστάνια”;
Ο Γιάννης Μαλαθρώνας ήταν ένας υπέροχος οδοστρωτήρας. Αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να τον έχουμε εφεύρει. Τότε ακριβώς που εμφανίστηκε στην rock δημοσιογραφία, στις αρχές των 80s. Τότε ακριβώς που η μουσική κριτική περνούσε στην Ελλάδα από ένα συμπελγματικό καταναγκασμό: οι κριτικοί προ Μαλαθρώνα ένοιωθαν την ανάγκη να φιλοσοφούν επί της γνησιότητας του rock [βάλτε με νου σας μόνο τι progressive αμπελοφιλοσοφία φάγαμε στη μάπα…], ένοιωθαν το ρόλο τους ως γρανάζι της σπουδαίας ανωτερότητας και λειτουργίας του rock [βάλτε με νου σας την μπαναλαρία του κλασικού rock που ΕΠΡΕΠΕ να υιοθετηθεί από τον ακροατή ως σωστό], ένοιωθαν σαν μετρονομικοί γραμματείς σε διατεταγμένη υπηρεσία [“…και η πρώτη πλευρά κλείνει με ένα ρηχό και ανέμπνευστο κομμάτι…” duh]
Ο Μαλαθρώνας κατέφτασε να δώσει το στίγμα της εποχής, να αποτυπώσει το zeitgeist ακριβώς όταν συνέβαινε. Σαν σκούπα με δύο σβέλτες κινήσεις διέλυσε τους φαρισαϊκούς γραφείς. Χρησιμοποίησε μια εκφραστική, ευλύγιστη και πλούσια γλώσσα, δραματοποίησε τα συναισθήματα της ακρόασής του, μίλησε με θυμό και ηδονή, με περιφρόνηση και ενθουσιασμό για να συνθέσει το κριτικό μικροσύμπαν του. Η αυτοέκφραση έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη γραφή του Γιάννη. Όφειλαν τα κείμενά του να είναι προσωπικά και τίμια, να μιλούν για την κουλτούρα του αντικειμένου του με ένα “βαρβάρικ yawp” και γενναιότητα. Να προβιβάζουν τα αισθήματα και να τα μεταβολίζουν σε ιδέες και λόγια.
Τόσο δύσκολο ρε Γιάννη. Αλλά το έκανες να φαίνεται τόσο άνετο. Η γλώσσα σου έπλεε στο αισθητήριο του αναγνώστη σου αλλά και πάνω στο ίδιο σου το άκουσμα, πάνω από τον δίσκο που άκουγες και μετέφερες ως διάμεσος το πνεύμα και το κίνητρό του.
Ο Μαλαθρώνας μού δημιουργούσε ταχυπαλμία όταν έγραφε. Ήμουν fanboy του. Περίμενα να τον διαβάσω καρτερικά στον Ήχο πρώτα και μετά στο Ποπ & Ροκ. Ακόμα και όταν διαφωνούσα μαζί του [σχετικά σπάνια] προσκυνούσα την τραχύτητα και τη ρωμαλεότητα του κινήτρου του. Ο Μαλαθρώνας έγραψε εκ νέου τον κώδικα της κριτικής και για όλα τα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν. Όλα θα γίνονταν αλλιώς, από τότε που δημιούργησε το προηγούμενό του. Οι προσεγγίσεις ξύπνησαν, τα “ακούσματα” των δίσκων διεκδικήθηκαν με έναν πιο περήφανο τρόπο. Οι πήχεις ανέβηκαν, τα κριτήρια αναδιαμορφώθηκαν για να εκφράσουν τα πραγματικά αισθήματα και όχι να προσκυνήσουν τις απονεκρωμένες αυθεντίες.
Γιάννη, see you on the other side. Με ειλικρινή αγάπη, σου οφείλω ένα από τα πιο πολύτιμα διαπλαστικά κομμάτια του εαυτού μου. Oh captain my captain.
This is what i got», αναφέρει ο gone4sure Mάρκος Φράγκος, σημαίνον στέλεχος απείρων μουσικών περιοδικών, sites και δεν συμμαζεύεται -πλέον τον διαβάζετε στο Avopolis.gr.
«Είχε μια ιδιαίτερα προσωπική οπτική και μία γλώσσα δική του»
«Δεν πρόλαβα τον Γιάννη Μαλαθρώνα σαν συντάκτη του περιοδικού Ήχος, αλλά όταν άρχισε να γράφει στο Ποπ + Ροκ, τα κείμενά του έγιναν το Ευαγγέλιό μου. Κι όχι μόνο για εμένα, έχω την εντύπωση ότι όποιος παρακολουθούσε το έντυπο αυτό την περίοδο που ήταν συντάκτης του, στα δικά του κείμενα ήταν που ανέτρεχε πρώτα και κύρια, τόσο ως θεματολογία – πού αλλού μπορούσες να διαβάσεις για την εταιρία Kamera ή για το νέο άλμπουμ των Fall, όσα συναρπαστικά συνέβαιναν στη νεοκυματική σκηνή με λίγα λόγια – όσο και ως στυλ γραψίματος. Δεν έγραφε απλά κριτικές ή έπαιρνε συνεντεύξεις της σειράς, είχε μια ιδιαίτερα προσωπική οπτική και μία γλώσσα σχεδόν δική του για να πει αυτά που ήθελε. Ποιος άλλος έγραφε για δίσκο του John Foxx κι ασχολούταν κυρίως με τα γοητευτικά ζυγωματικά του ή μιλούσε για τα “ανδρικά φουστάνια” που φορούσαν επί σκηνής οι Virgin Prunes; Το πέρασμά του από την εγχώρια μουσική δημοσιογραφία ήταν σχετικά σύντομο, αλλά το αποτύπωμα που άφησε ήταν αντιστρόφως ανάλογο σε μέγεθος, κι αυτό λέει πολλά. Και δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή αν πω ότι σε μεγάλο βαθμό, η επιθυμία μου να γράψω για μουσική ήταν εξ αιτίας των δικών του κειμένων. Αντίο λοιπόν Γιάννη, ήσουν από τους καλύτερους», γράφει από την πλευρά του ο Μάνος Μπούρας, παλιά «καραβάνα» του χώρου, από το avopolis.gr, το περιοδικό Sonik, το Ποπ+Ροκ, τον Ήχο και εσχάτως το mic.gr.
«Είχε την ικανότητα να “πυρπολεί” τα μυαλά του αναγνώστη»
«Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν θα συναντήσεις ποτέ από κοντά παρα ταυτα η “σχέση“ σας θα διαμορφώσει κατά ενα μεγάλο μέρος αυτο που θα γίνεται, αυτο που είσαι σήμερα. Μπορει μάλιστα αυτά τα πρόσωπα να μην είναι καν υπαρκτά ή στην “ύπαρξη“, μπορεί όμως και να έπαιξες μαζί τους σε μια πλατεία, μικρο παιδί όταν ήσουν – μόνο που δεν το έμαθες ποτέ! Τέτοιοι άνθρωποι συνήθως είναι δημιουργοί: συγγραφείς, σκηνοθέτες, ποιητές, ηθοποιοί, ζωγράφοι, κριτικοί της Τέχνης, μουσικοί.
Για κάποια παιδιά σαν και εμένα, που μεγαλώσαμε με τη ροκ μουσική να παίζει καταλυτικο ρόλο στη ζωή μας, εκεί προς τα τέλη των ’70ς – αρχές των ’80ς, τα μουσικά περιοδικά – αρχικά τα ελληνικά και στη συνέχεια και ο ξένος μουσικος Τύπος – υπήρξαν το Αλφαβητάρι και το Ευαγγέλιο μας. Ενα τέτοιο περιοδικο υπήρξε και το Ποπ & Ροκ που έβγαλε ο Γιάννης Πετρίδης το 1978 (μαζί με τον Φιντία του, τον Κώστα Ζουγρη). Όμως ενα περιοδικο που δεν είναι ραδιόφωνο ή δισκογραφική εταιρεία, χρειαζόταν “πενες”: ανθρώπους που “γνώριζαν“ να γράφουν, είχαν άποψη και κυρίως την ικανότητα να ‘πυρπολήσουν” τα μυαλά του αναγνώστη.
Ο κορυφαίος αυτών και μοναδικος σε αυτο το στυλ για τον ελληνικο Μουσικο Τύπο ήταν ο Γιάννης Μαλαθρωνας, ενας νέος που σπούδαζε στο Λονδίνο και που από τον Ήχο πήρε “μεταγραφή” στο Ποπ & Ροκ για να γράψει για το επερχόμενο “Νεο “ Ροκ, δηλ ολα εκείνα τα συγκροτήματα, π.χχ τους Echo & The Bunnymen ή τους Devo που η “παλιά “ γενιά απαξίωνε. Έτσι, με το Μαλαθρωνα το Ποπ & Ροκ απαλλάχθηκε από το φάντασμα του “παλαιού ροκ“ που στοίχειωνε με την απαράδεκτη περι rock way of life αντίληψη και την underground κουλτούρα μια μεγάλη μερίδα του κοινού και στη θέση της ήρθε μια νεα αντίληψη περι ροκ που συμβάδιζε με τον νεο ήχο και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού και που τον εξέφραζαν κυρίως οι ανεξάρτητες εταιρείες.
Λίγα χρονια μετα, το 1984, 21 χρονών πια, ξεκίνησα να γράφω και εγω για αυτο το περιοδικο με τις “ευλογίες“ του Γιάννη Μαλαθρωνα, που για μενα ήταν σπουδαία αναγνώριση μια που ερχόταν από εναν γραφιά που ήθελα πολύ να του μοιάσω και αν μπορούσα να φθάσω το status του. Λίγο καιρο μετα σταμάτησε να γράφει για το περιοδικο. Ασχολήθηκε αραγε με τις σπουδές του, τους υπολογιστές και τον προγραμματισμό; Ποιος ήξερε! Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που έριχνε μαύρη πέτρα πισω του. Για μενα όμως παρέμενε “το σκοτεινο αντικείμενο του πόθου“, δηλ. ενας άνθρωπος που ήθελα παρα πολύ να είχα γνωρίσει, να είχα κάτσει μαζί του να συζητήσω, να πιω ενα ποτήρι κρασί, να τον ρωτήσω ποιο είναι οι αγαπημένοι του δίσκοι, πως ήταν να ζεις στο Λονδίνο την περίοδο του post punk.
Δυστυχώς δεν συνέβη! Παρότι “βρεθήκαμε“ για πολύ λίγο στο messenger του Facebook φαινόταν πως είχε αφήσει πολύ πισω αυτή τη ζωή. Αν και ευγενικος, μού έδωσε να καταλάβω πως δεν τον ενδιέφερε οτιδήποτε είχε σχέση με αυτήν την περίοδο της ζωής του και αντιθέτως βρήκε χρόνο να απαντήσει σε ενα σχόλιο που έκανα για ενα τουριστικο αξιοθέατο που γνώριζα καλά αφού βρισκόταν στο νομο που περνούσα τις διακοπές μου. Αυτο ήταν και το περιεχόμενο των αναρτήσεων του αλλά και η επαγγελματική ενασχόληση του: ταξιδιωτικοί οδηγοί, άρθρα τουριστικού ενδιαφέροντος. Μόνο όταν πέθανε ο Bowie “ανέβασε“ μια φωτο με τους δίσκους που είχε. Κάπου αλλού άκουσα πως πούλησε ολα τα singles που είχε από εκείνα τα χρονια και μελαγχόλησα. Ακόμη και σήμερα απορώ πως είναι δυνατό – οχι να πουλάει τη δισκοθήκη του ή μέρος αυτής, εξάλλου και γω το κανω αυτο – κάποιος σαν και αυτόν – οπως τουλάχιστον τον εχω εγώ στο μυαλό μου – να αρνείται με εναν τέτοιο τρόπο κάτι που το ήθελε ή οχι, τον “χαρακτήρισε”.
Ο Γιάννης Μαλαθρωνας δεν ζει πια ανάμεσα μας – εγώ φαντάζομαι πως πήγε να κάνει παρέα στον Lester Bangs, στον Andy Gill, στον Giovanni Dadomo και την Jane Suck, τον Richard Cook και τον Gavin Martin – και νοιωθω πως μαζί με αυτόν πέθανε και ενα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου – και ας μην τον συνάντησα ποτέ!», καταλήγει εμφατικά ο έτερος σπουδαίος μουσικογραφιάς του Ποπ+Ροκ και κατόπιν του περιοδικού Sonik, ο Νίκος Μποζινάκης.
«Το The Wall [των Pink Floyd] είναι φτιαγμένο για να προκαλεί αδράνεια. Είναι φτιαγμένο για να θαυμάζεται μέσα σε μια χρυσή κορνίζα. Προορίζεται να ακούγεται στο ακριβότερο hi-fi (όσο ακριβότερο το hi-fi τόσο μεγαλύτερη η απόλαυση). […] Η πραγματική απελευθέρωση ενός Έλληνα νέου ή νέας θα πραγματοποιηθεί τη γενναία αυτή στιγμή που συνειδητά θα πάρει το Wall ή το Wish You Were Here ή το Animals και θα τα πετάξει ΜΕ ΟΛΗ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ στον τοίχο του σπιτιού του. Πετάχτε το Wall στον Τοίχο, ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΑ, και ανοίχτε τα αυτιά σας (χρησιμοποιήστε μια τουφεκόβεργα αν χρειαστεί) στην εκπληκτική μουσική που πράγματι αποτελεί rock (παίζεται από νέους για νέους κ.λπ,) εν έτει 1981(και δεν εννοώ αναγκαία το punk που αμέσως πάτε να φωνάξετε) και που μπορεί ΚΑΙ να σας εμπνεύσει, ΚΑΙ να σας δονήσει συναισθηματικά ΚΑΙ να ικανοποιήσει το καλλιτεχνικό σας αισθητήριο».
Στα ανάλεκτα της εγχώριας μουσικής δημοσιογραφίας, αυτό το απόσπασμα από το κείμενο του προ ημερών εκλιπόντα μουσικού συντάκτη και έγκριτου ταξιδιωτικού δημοσιογράφου Γιάννη Μαλαθρώνα από τον Αύγουστο του 1982, είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο κύμα hate-mail (κανονικών επιστολών, λόγω εποχής…) που έφτασε το φθινόπωρο του 1982 στα γραφεία του, τότε ακόμη νεαρού, μουσικού περιοδικού Ποπ+Ροκ.
Αν θεωρείτε ότι τα παραπάνω λόγια διχάζουν τους σημερινούς Floyd-άδες, που να ξέρατε τι είχε συμβεί τότε, σε άλλες εποχές, όπου το ξύλο (το κανονικό) πήγαινε σύννεφο προς ανύποπτους αλλά και εξίσου… ύποπτους όπως ο τότε νεαρός Μαλαθρώνας, ο οποίος τόλμησε να πιάσει στο στόμα του τους Pink Floyd -ένα από τα αιώνια κολλήματα του ελληνικού κοινού (αλλά και του υπογράφοντα).
«[…] έχουμε φτάσει στη μεταφεμινιστική περίοδο. Δεύτερον, δεν νοείται απελευθέρωση των γυναικών δίχως μια επανεξέταση της συμπεριφοράς μας, των προκαταλήψεών μας όσον αφορά τη σεξουαλικότητα του καθενός μας. Τρίτον, στη σημερινή Αγγλία αυτή η ιδεολογική μεταμόρφωση έχει επιτευχθεί και οι Smiths αποτελούν την απτή της απόδειξη: ένα γκρουπ με στίχους γραμμένους από τον χαρισματικό τραγουδιστή τους Morrissey που μιλούν για διφορούμενες σχέσεις με φυσικότητα και ρομαντισμό — ερωτικά τραγούδια για τον καθένα, γραμμένα μαζί με τον δημιουργό του γκρουπ και κιθαρίστα Johnny Marr. Οι θαυμάσιοι στίχοι του Morrissey μιλάνε για μένα και για σένα: δεν μιλάνε για αγόρια και κορίτσια. Τα εξώφυλλα των σινγκλς τους προσφέρουν αντρικά μοντέλα ομορφιάς (στο “Hand In Glove” ένα ανδρικό γυμνό, στο “This Charming Man” μια φωτογραφία του Jean Marais, στο “What Difference Does It Make” μια μίμηση του Terence Stamp στον Συλλέκτη από τον Morrissey) και τα τραγούδια τους μιλάνε για αγάπη δίχως (περι)ορισμούς. Και για να γίνω πιο σαφής, ο κοινός παρονομαστής είναι ένας: οι εικόνες της φαντασίας του τραγουδιστή Morrissey που αναφέρονται στο gay παρόν και παρελθόν του. Όμως οι στίχοι είναι γραμμένοι τόσο ελλειπτικά ώστε μπορούν να ερμηνευτούν από πολλαπλές γωνίες», έγραφε σε ένα έτερο καταπληκτικό κείμενο με αφορμή τις πρώτες κυκλοφορίες των Smiths.
Και ξαφνικά… το 1986, χωρίς κανείς να το περιμένει, ο Μαλαθρώνας βαρέθηκε να γράφει για μουσική. Κουράστηκε. Εγκωσε. Ή όλα αυτά μαζί.
Και το επόμενο επαγγελματικό του βήμα ήταν να ασχοληθεί με το γράψιμο ταξιδιωτικών άρθρων.
Στην πορεία της ζωής και της καριέρας του, ο – πολιτογραφημένος πλέον ΚΑΙ Βρετανός μετά από σχεδόν 40 και πλέον συναπτά χρόνια παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο – Γιάννης Μαλαθρώνας κατέληξε να γίνει, από πλέον επιδραστικός συντάκτης περί μουσικής σε έναν… λαοπρόβλητο ταξιδιωτικό συντάκτη με σωρεία δημοσιεύσεων σε έγκριτα μέσα, όπως η Guardian και Independent, μια χούφτα εξαιρετικών ταξιδιωτικών βιβλίων σε σημαντικούς εκδοτικούς οίκους και άλλων τόσων σπουδαίων ρεπορτάζ τουριστικής φύσεως, τα οποία αναδείκνυε και διαμέσου του προσωπικού του ιστοτόπου, thejollytraveller («ο χαρούμενος ταξιδιώτης»).
Τον έχασε η μουσική, αλλά τον κέρδισε η ταξιδιωτική δημοσιογραφία. Ουδέν κακόν αμιγές καλού.
Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει στα σχετικά fora της εγχώριας μουσικοκριτικής: Ήταν όντως ο Γιάννης Μαλαθρώνας ο καλύτερος και πλέον επιδραστικός μουσικός συντάκτης της εγχώριας μουσικογραφίας;
Για άλλους, ήταν. Και μάλιστα με διαφορά.
Αν και φυσικά το γεγονός ότι έγραψε για μουσική μόλις για μια δεκαετία και αυτή σκάρτη (από το 1978 μέχρι το ’80 στον «Ήχο», και από το 1980 μέχρι το ’86 στο Ποπ & Ροκ), στερεί από όλους εμάς από το προνόμιο του να τον παρακολουθούσαμε διεξοδικά σε όσα σπουδαία ενδεχομένως και να έγραφε μέχρι σήμερα.
Για κάποιους λοιπόν, ο Μαλαθρώνας ήταν ένα «τοτέμ» δημοσιογραφικής και μουσικής ευρυμάθειας, γνώσης, αντίληψης και κυρίως έκφρασης… επί χάρτου.
Το μυαλό του έκανε απίθανες συνδέσεις, διασυνδέσεις και επισυνδέσεις, συγκρίνοντας και συνδέοντας διάφορα πράγματα, καταστάσεις και έννοιες, ετερόκλητες ή ταυτόσημες, συμπλέκοντας της μουσικογραφία με την κοινωνιολογία και την κοινωνική παρατήρηση.
Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ο Μαλαθρώνας υπήρξε ό,τι πιο κοντινό στην ενσάρκωση του Έλληνα Nick Kent (δίχως τις καταχρήσεις με τα ναρκωτικά και τα OD με τις ηρωίνες του άγγλου συναδέλφου του).
Ισως πάλι το γεγονός ότι αρθρογράφησε καίρια και έγκαιρα μαζί, αλλά την ίδια στιγμή για μόνο λίγα χρόνια, περί μουσικής να είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που τον κατέστησε τόσο μα τόσο μυθικό στο χώρο της εγχώριας μουσικοκριτικής.
Είναι σαν τον Κερτ Κομπέιν, που αυτοκτόνησε και θεοποιήθηκε αυτοστιγμεί, όπως αρμόζει σε κάθε νεκρό ροκ σταρ.
Ήταν ο καλύτερος λοιπόν ο Μαλαθρώνας;
Αν ρωτάτε εμένα, όχι – αυτός ήταν και συνεχίζει να είναι, λόγω διάρκειας και άλλων παραγόντων, ο Αργύρης Ζήλος.
Αλλά ο Μαλαθρώνας είναι σίγουρα στην πεντάδα των καλύτερων, δίπλα στον Αργύρη, τον Χρήστο Δασκαλόπουλο, τον Σπήλιο Λαμπρόπουλο, τον Θανάση Μήνα, το Νίκο Πετρουλάκη, αλλά και τον Νίκο Μποζινάκη, τον Μάνο Μπούρα και τον Μάρκο Φράγκο, όλοι τους «παιδιά» του Ποπ+Ροκ.
Συμπτωματικά δε, με τον Μάρκο Φράγκο μάς συνδέει μια ιστορία με επίκεντρο τον Μαλαθρώνα: το 1996, δευτεροετής Ιστορικού Αρχαιολογικού ων, επισκέφτηκα τα γραφεία του Ποπ+Ροκ στις αρχές της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, απέναντι από το Club 22.
Χτύπησα το κουδούνι, μπήκα μέσα και συστήθηκα στον τότε αρχισυντάκτη, τον Μάρκο.
«Ήρθα να φωτοτυπήσω όλα τα τεύχη του Ποπ+Ροκ που μου λείπουν», του είπα και ο Μάρκος, προς τιμήν του και δίχως να με διαολοστείλει, όπως ίσως όφειλε, μου άνοιξε το μικρό δωματιάκι με το φωτοτυπικό μηχάνημα, μετά που έδωσε τα κλειδιά του αρχείου και μου είπε απλά «φέρε μου τα κλειδιά όταν τελειώσεις».
Όταν μετά από 8-9 ώρες (μεροκάματο του τρόμου, μιλάμε) πήγα στο γραφείο του, με ρώτησε τι έβγαλα φωτοτυπίες.
«Όλα τα τεύχη του περιοδικού από το 1978 μέχρι το 1988 που ξεκίνησα να το αγοράζω», του απάντησα.
Ρίχνει μια ματιά στα χαρτιά που βρίσκονταν πάνω πάνω στη στοίβα, τα φυλλομετράει για λίγο και μου λέει ξερά:
«Πολύ Μαλαθρώνα βλέπω. Είσαι του φαν κλαμπ και εσύ;»
Τότε ήταν που πρωτάκουσα το όνομα του Μαλαθρώνα -όταν σταμάτησε να γράφει, το 1986, εγώ ήμουν πολύ μικρός για να τον έχω διαβάσει.
Μόλις πήγα σπίτι και έβγαλα τα χαρτιά από τις σακούλες, ο πρώτος που διάβασα ήταν ο Μαλαθρώνας.
Και, φυσικά, ο Μάρκος είχε δίκιο: είχα μπει και εγώ στο άτυπο φαν κλαμπ του Γιάννη.
Ο οποίος μας αποχαιρέτησε οριστικά πριν από μερικά 24ωρα μετά από πολύχρονη ασθένεια.
Μάρκος Φράγκος, Νίκος Μποζινάκης και Μάνος Μπούρας ήταν αρκετά ευγενικοί ώστε να καθήσουν και να γράψουν για λογαριασμό του Olafaq μερικά λόγια για τον Γιάννη Μαλαθρώνα:
What Do I Get
«Η μικρή φράση και τίτλος του θρυλικού single των Buzzcocks του 1978 ήταν ακριβώς το σημείο αφετηρίας των κειμένων του Γιάννη Μαλαθρώνα. “Τι κερδίζω εγώ;”
Ο γραφέας στο επίκεντρο του κειμένου του, διεκδικητικός, εξεταστικός, οξυδερκής, γενναίος και αιχμηρότατος. “Τι κερδίζω εγώ από το μαθουσαλισμό του “Wall” των Pink Floyd”; “Τι κερδίζω εγώ από τη μέτρια επιστροφή των Human League μετά το “Dare”; “Τι κερδίζω εγώ από τη γοτθική μυσταγωγία των Virgin Prunes που -σημειωτέον- δεν φοράνε φούστες αλλά αντρικά φουστάνια”;
Ο Γιάννης Μαλαθρώνας ήταν ένας υπέροχος οδοστρωτήρας. Αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να τον έχουμε εφεύρει. Τότε ακριβώς που εμφανίστηκε στην rock δημοσιογραφία, στις αρχές των 80s. Τότε ακριβώς που η μουσική κριτική περνούσε στην Ελλάδα από ένα συμπελγματικό καταναγκασμό: οι κριτικοί προ Μαλαθρώνα ένοιωθαν την ανάγκη να φιλοσοφούν επί της γνησιότητας του rock [βάλτε με νου σας μόνο τι progressive αμπελοφιλοσοφία φάγαμε στη μάπα…], ένοιωθαν το ρόλο τους ως γρανάζι της σπουδαίας ανωτερότητας και λειτουργίας του rock [βάλτε με νου σας την μπαναλαρία του κλασικού rock που ΕΠΡΕΠΕ να υιοθετηθεί από τον ακροατή ως σωστό], ένοιωθαν σαν μετρονομικοί γραμματείς σε διατεταγμένη υπηρεσία [“…και η πρώτη πλευρά κλείνει με ένα ρηχό και ανέμπνευστο κομμάτι…” duh]
Ο Μαλαθρώνας κατέφτασε να δώσει το στίγμα της εποχής, να αποτυπώσει το zeitgeist ακριβώς όταν συνέβαινε. Σαν σκούπα με δύο σβέλτες κινήσεις διέλυσε τους φαρισαϊκούς γραφείς. Χρησιμοποίησε μια εκφραστική, ευλύγιστη και πλούσια γλώσσα, δραματοποίησε τα συναισθήματα της ακρόασής του, μίλησε με θυμό και ηδονή, με περιφρόνηση και ενθουσιασμό για να συνθέσει το κριτικό μικροσύμπαν του. Η αυτοέκφραση έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη γραφή του Γιάννη. Όφειλαν τα κείμενά του να είναι προσωπικά και τίμια, να μιλούν για την κουλτούρα του αντικειμένου του με ένα “βαρβάρικ yawp” και γενναιότητα. Να προβιβάζουν τα αισθήματα και να τα μεταβολίζουν σε ιδέες και λόγια.
Τόσο δύσκολο ρε Γιάννη. Αλλά το έκανες να φαίνεται τόσο άνετο. Η γλώσσα σου έπλεε στο αισθητήριο του αναγνώστη σου αλλά και πάνω στο ίδιο σου το άκουσμα, πάνω από τον δίσκο που άκουγες και μετέφερες ως διάμεσος το πνεύμα και το κίνητρό του.
Ο Μαλαθρώνας μού δημιουργούσε ταχυπαλμία όταν έγραφε. Ήμουν fanboy του. Περίμενα να τον διαβάσω καρτερικά στον Ήχο πρώτα και μετά στο Ποπ & Ροκ. Ακόμα και όταν διαφωνούσα μαζί του [σχετικά σπάνια] προσκυνούσα την τραχύτητα και τη ρωμαλεότητα του κινήτρου του. Ο Μαλαθρώνας έγραψε εκ νέου τον κώδικα της κριτικής και για όλα τα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν. Όλα θα γίνονταν αλλιώς, από τότε που δημιούργησε το προηγούμενό του. Οι προσεγγίσεις ξύπνησαν, τα “ακούσματα” των δίσκων διεκδικήθηκαν με έναν πιο περήφανο τρόπο. Οι πήχεις ανέβηκαν, τα κριτήρια αναδιαμορφώθηκαν για να εκφράσουν τα πραγματικά αισθήματα και όχι να προσκυνήσουν τις απονεκρωμένες αυθεντίες.
Γιάννη, see you on the other side. Με ειλικρινή αγάπη, σου οφείλω ένα από τα πιο πολύτιμα διαπλαστικά κομμάτια του εαυτού μου. Oh captain my captain.
This is what i got», αναφέρει ο gone4sure Mάρκος Φράγκος, σημαίνον στέλεχος απείρων μουσικών περιοδικών, sites και δεν συμμαζεύεται -πλέον τον διαβάζετε στο Avopolis.gr.
«Είχε μια ιδιαίτερα προσωπική οπτική και μία γλώσσα δική του»
«Δεν πρόλαβα τον Γιάννη Μαλαθρώνα σαν συντάκτη του περιοδικού Ήχος, αλλά όταν άρχισε να γράφει στο Ποπ + Ροκ, τα κείμενά του έγιναν το Ευαγγέλιό μου. Κι όχι μόνο για εμένα, έχω την εντύπωση ότι όποιος παρακολουθούσε το έντυπο αυτό την περίοδο που ήταν συντάκτης του, στα δικά του κείμενα ήταν που ανέτρεχε πρώτα και κύρια, τόσο ως θεματολογία – πού αλλού μπορούσες να διαβάσεις για την εταιρία Kamera ή για το νέο άλμπουμ των Fall, όσα συναρπαστικά συνέβαιναν στη νεοκυματική σκηνή με λίγα λόγια – όσο και ως στυλ γραψίματος. Δεν έγραφε απλά κριτικές ή έπαιρνε συνεντεύξεις της σειράς, είχε μια ιδιαίτερα προσωπική οπτική και μία γλώσσα σχεδόν δική του για να πει αυτά που ήθελε. Ποιος άλλος έγραφε για δίσκο του John Foxx κι ασχολούταν κυρίως με τα γοητευτικά ζυγωματικά του ή μιλούσε για τα “ανδρικά φουστάνια” που φορούσαν επί σκηνής οι Virgin Prunes; Το πέρασμά του από την εγχώρια μουσική δημοσιογραφία ήταν σχετικά σύντομο, αλλά το αποτύπωμα που άφησε ήταν αντιστρόφως ανάλογο σε μέγεθος, κι αυτό λέει πολλά. Και δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή αν πω ότι σε μεγάλο βαθμό, η επιθυμία μου να γράψω για μουσική ήταν εξ αιτίας των δικών του κειμένων. Αντίο λοιπόν Γιάννη, ήσουν από τους καλύτερους», γράφει από την πλευρά του ο Μάνος Μπούρας, παλιά «καραβάνα» του χώρου, από το avopolis.gr, το περιοδικό Sonik, το Ποπ+Ροκ, τον Ήχο και εσχάτως το mic.gr.
«Είχε την ικανότητα να “πυρπολεί” τα μυαλά του αναγνώστη»
«Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν θα συναντήσεις ποτέ από κοντά παρα ταυτα η “σχέση“ σας θα διαμορφώσει κατά ενα μεγάλο μέρος αυτο που θα γίνεται, αυτο που είσαι σήμερα. Μπορει μάλιστα αυτά τα πρόσωπα να μην είναι καν υπαρκτά ή στην “ύπαρξη“, μπορεί όμως και να έπαιξες μαζί τους σε μια πλατεία, μικρο παιδί όταν ήσουν – μόνο που δεν το έμαθες ποτέ! Τέτοιοι άνθρωποι συνήθως είναι δημιουργοί: συγγραφείς, σκηνοθέτες, ποιητές, ηθοποιοί, ζωγράφοι, κριτικοί της Τέχνης, μουσικοί.
Για κάποια παιδιά σαν και εμένα, που μεγαλώσαμε με τη ροκ μουσική να παίζει καταλυτικο ρόλο στη ζωή μας, εκεί προς τα τέλη των ’70ς – αρχές των ’80ς, τα μουσικά περιοδικά – αρχικά τα ελληνικά και στη συνέχεια και ο ξένος μουσικος Τύπος – υπήρξαν το Αλφαβητάρι και το Ευαγγέλιο μας. Ενα τέτοιο περιοδικο υπήρξε και το Ποπ & Ροκ που έβγαλε ο Γιάννης Πετρίδης το 1978 (μαζί με τον Φιντία του, τον Κώστα Ζουγρη). Όμως ενα περιοδικο που δεν είναι ραδιόφωνο ή δισκογραφική εταιρεία, χρειαζόταν “πενες”: ανθρώπους που “γνώριζαν“ να γράφουν, είχαν άποψη και κυρίως την ικανότητα να ‘πυρπολήσουν” τα μυαλά του αναγνώστη.
Ο κορυφαίος αυτών και μοναδικος σε αυτο το στυλ για τον ελληνικο Μουσικο Τύπο ήταν ο Γιάννης Μαλαθρωνας, ενας νέος που σπούδαζε στο Λονδίνο και που από τον Ήχο πήρε “μεταγραφή” στο Ποπ & Ροκ για να γράψει για το επερχόμενο “Νεο “ Ροκ, δηλ ολα εκείνα τα συγκροτήματα, π.χχ τους Echo & The Bunnymen ή τους Devo που η “παλιά “ γενιά απαξίωνε. Έτσι, με το Μαλαθρωνα το Ποπ & Ροκ απαλλάχθηκε από το φάντασμα του “παλαιού ροκ“ που στοίχειωνε με την απαράδεκτη περι rock way of life αντίληψη και την underground κουλτούρα μια μεγάλη μερίδα του κοινού και στη θέση της ήρθε μια νεα αντίληψη περι ροκ που συμβάδιζε με τον νεο ήχο και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού και που τον εξέφραζαν κυρίως οι ανεξάρτητες εταιρείες.
Λίγα χρονια μετα, το 1984, 21 χρονών πια, ξεκίνησα να γράφω και εγω για αυτο το περιοδικο με τις “ευλογίες“ του Γιάννη Μαλαθρωνα, που για μενα ήταν σπουδαία αναγνώριση μια που ερχόταν από εναν γραφιά που ήθελα πολύ να του μοιάσω και αν μπορούσα να φθάσω το status του. Λίγο καιρο μετα σταμάτησε να γράφει για το περιοδικο. Ασχολήθηκε αραγε με τις σπουδές του, τους υπολογιστές και τον προγραμματισμό; Ποιος ήξερε! Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που έριχνε μαύρη πέτρα πισω του. Για μενα όμως παρέμενε “το σκοτεινο αντικείμενο του πόθου“, δηλ. ενας άνθρωπος που ήθελα παρα πολύ να είχα γνωρίσει, να είχα κάτσει μαζί του να συζητήσω, να πιω ενα ποτήρι κρασί, να τον ρωτήσω ποιο είναι οι αγαπημένοι του δίσκοι, πως ήταν να ζεις στο Λονδίνο την περίοδο του post punk.
Δυστυχώς δεν συνέβη! Παρότι “βρεθήκαμε“ για πολύ λίγο στο messenger του Facebook φαινόταν πως είχε αφήσει πολύ πισω αυτή τη ζωή. Αν και ευγενικος, μού έδωσε να καταλάβω πως δεν τον ενδιέφερε οτιδήποτε είχε σχέση με αυτήν την περίοδο της ζωής του και αντιθέτως βρήκε χρόνο να απαντήσει σε ενα σχόλιο που έκανα για ενα τουριστικο αξιοθέατο που γνώριζα καλά αφού βρισκόταν στο νομο που περνούσα τις διακοπές μου. Αυτο ήταν και το περιεχόμενο των αναρτήσεων του αλλά και η επαγγελματική ενασχόληση του: ταξιδιωτικοί οδηγοί, άρθρα τουριστικού ενδιαφέροντος. Μόνο όταν πέθανε ο Bowie “ανέβασε“ μια φωτο με τους δίσκους που είχε. Κάπου αλλού άκουσα πως πούλησε ολα τα singles που είχε από εκείνα τα χρονια και μελαγχόλησα. Ακόμη και σήμερα απορώ πως είναι δυνατό – οχι να πουλάει τη δισκοθήκη του ή μέρος αυτής, εξάλλου και γω το κανω αυτο – κάποιος σαν και αυτόν – οπως τουλάχιστον τον εχω εγώ στο μυαλό μου – να αρνείται με εναν τέτοιο τρόπο κάτι που το ήθελε ή οχι, τον “χαρακτήρισε”.
Ο Γιάννης Μαλαθρωνας δεν ζει πια ανάμεσα μας – εγώ φαντάζομαι πως πήγε να κάνει παρέα στον Lester Bangs, στον Andy Gill, στον Giovanni Dadomo και την Jane Suck, τον Richard Cook και τον Gavin Martin – και νοιωθω πως μαζί με αυτόν πέθανε και ενα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου – και ας μην τον συνάντησα ποτέ!», καταλήγει εμφατικά ο έτερος σπουδαίος μουσικογραφιάς του Ποπ+Ροκ και κατόπιν του περιοδικού Sonik, ο Νίκος Μποζινάκης.