Ο John Stockwell είναι σήμερα 86 ετών.
Ο πρώην πράκτορας των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών είναι το πιο υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA που, μετά από 15 σχεδόν χρόνια συναπτής δράσης ανάμεσα στα γρανάζια της, παραιτήθηκε και κατόπιν βγήκε ευθαρσώς και “κάρφωσε” τις τακτικές της με μια σειρά διαλέξεων και βιβλίων.
Ο πρώην αξιωματούχος της πιο ισχυρής μυστικής υπηρεσίας του κόσμου, αποκαλύπτει τις ίντριγκες, τις δολοπλοκίες και τις παρασκηνιακές κινήσεις της CIA που, κατά τις εκτιμήσεις του, οδήγησαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 στην εξολόθρευση έξι εκατομμυρίων αθώων πολιτών.
Ο Στόκγουελ δεν έκανε κάτι εύκολο. Δημοσιοποιώντας τα στοιχεία αυτά έβαλε το κεφάλι του στον τορβά. Θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να βρεθεί “μυστηριωδώς” δολοφονημένος.
Γι’ αυτό το λόγο και η πράξη του είναι ταυτόχρονα τίμια αλλά και γενναία. Γιατί περπάτησε σε αχαρτογράφητα εδάφη, εκεί που δεν είχε πάει κανείς άλλος πριν από αυτόν, κατάντησε το “μαύρο πρόβατο” των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και κατηγορήθηκε από διάφορους αμερικανούς υπέρ-πατριώτες όσο ελάχιστοι. Αλλά τουλάχιστον τα βράδια, όταν έπεφτε στο κρεβάτι του, κοιμόταν ήσυχος.
Ο γιος του μηχανικού και της καθηγήτριας που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ζαΐρ υπηρέτησε στους πεζοναύτες. Η σκληρή στρατιωτική του εκπαίδευση, σε συνδυασμό με την ικανότητά του να συνεννοείται στα σουαχίλι, τη διάλεκτο που μιλάνε οι πληθυσμοί στην Κεντρική Αφρική, τον έστειλαν νωρίς νωρίς πίσω στο Ζαΐρ, σε ηλικία 23 ετών με σκοπό να παρακολουθεί από κοντά την εξέγερση των καταπιεσμένων ζαιρινών, υπό την αρχηγία του Πατρίς Λουμούμπα, να εντοπίζει κάθε ύποπτη κομμουνιστική δραστηριότητα και να την καταγγέλλει στην CIA.
Επόμενη στάση, Βιετνάμ. Ως υπεύθυνος των μυστικών υπηρεσιών για την επαρχία της Τάι Νινχ, οργάνωσε δεκάδες “covert ops” (κρυφές επιχειρήσεις) εναντίον των Βιετκόνγκ, με αποτέλεσμα να κερδίσει το Μετάλλιο Τιμής της CIA και να αποχωρήσει από τη Νοτιοανατολική Ασία μετά δόξας και επαίνων το 1975.
O Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, τότε διοικητής της CIA, τον μετέθεσε στην εμπόλεμη περιοχή της Αγκόλας, στο ρόλο του Σταθμάρχη της υπηρεσίας, αλλά δυσαρεστημένος από τον τρόπο που χειριζόταν η CIA την κατάσταση εκεί, υπέβαλλε τον Δεκέμβριο του 1976 την παραίτησή του για λόγους δεοντολογίας.
«Το 98% των μυστικών επιχειρήσεων της CIA είναι κατασκευασμένα προϊόντα σκευωρίας και απάτης», έγραψε μέσα στην επιστολή παραίτησης στον μετέπειτα διευθυντή της, Στάνσφιλντ Τέρνερ, ως δικαιολογία για την πράξη του αυτή.
Και δεν έμεινε εκεί. Αποφάσισε να προχωρήσει κι άλλο.
Και οι λεπτομέρειες των διηγήσεών του είναι συγκλονιστικές: «η δουλειά μου ήταν να κάθομαι στο ίδιο τραπέζι με τον εκάστοτε διευθυντή της CIA και τον Χένρι Κίσιντζερ, να λαμβάνω τις σημαντικές αποφάσεις και να εκτελώ τις επιχειρήσεις μας».
Τις μυστικές επιχειρήσεις μιας χώρας που, κατά τον Στόκγουελ, πάσχει από το «σύνδρομο εθνικής ασφαλείας», μια παθογενή περίπτωση όπου η εύρεση ενός νέου, κάθε φορά, εχθρού είναι καθήκον ύψιστης εθνικής σημασίας για την προάσπιση των συμφερόντων των Η.Π.Α.
«Μού έμαθαν, όσο ήμουν στους Πεζοναύτες, να μισώ τους κομμουνιστές, να πιστεύω στον Ψυχρό Πόλεμο και να βγω στον κόσμο προστατεύοντας τις αμερικανικές αξίες και τη δημοκρατία. Τους πίστεψα και εργάστηκα σκληρά προς την κατεύθυνση αυτή. Αλλά διαπίστωσα πως τίποτα απ’ όλα όσα κάναμε δεν υπερασπιζόταν στην πραγματικότητα τα εθνικά συμφέροντά μας. Τι σόι εθνικά συμφέροντα μπορούσαμε να έχουμε στο Μπουρούντι, στην καρδιά της Αφρικής;»
Ο Στόκγουελ έξυνε το κεφάλι του, προσπαθώντας να δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση. Κάποια στιγμή γνώρισε από κοντά τον διάσημο αμερικανό μυστικό πράκτορα Λάρι Ντέβλιν, τον άνθρωπο που οργάνωσε και έφερε εις πέρας τη δολοφονία του Λουμούμπα το 1961: «καθίσαμε και ήπιαμε μαζί μερικά ποτά ένα βράδυ στην Αντίς Αμπέμπα. Του είπα ευγενικά πως δεν καταλάβαινα τη χρησιμότητα των ενεργειών μας. Του είπα πως αντί να σώζουμε κόσμο, τον σκοτώνουμε και τον διαφθείρουμε και αυτό είναι κάτι που κάνει τις Η.Π.Α. να φαίνονται κακές στον υπόλοιπο κόσμο. Και μου απάντησε πως υπερβαίνω τα εσκαμμένα, πως δεν γνωρίζω όσα γνώριζε αυτός και πως σκέφτομαι όπως κάποιες αριστερές φωνές στην Ουάσινγκτον».
Τέλη του ’73 και με ψαλιδισμένη την ψυχολογία του από τα λόγια του Ντέβλιν, ο Στόκγουελ βρίσκεται στο υπό ανακωχή μέτωπο του Βιετνάμ. «Ποια ανακωχή; Ακόμη ανοιχτό ήταν το μέτωπο που είδα εγώ! Είδα με τα μάτια μου να γίνεται ενέδρα σε 300 νεαρούς Βιετκόνγκ. Έφεραν τα πτώματά τους μπροστά μου».
Δεν θέλει καν να θυμάται την εποχή εκείνη, όπου είχε την “τύχη” να συνεργαστεί με έναν σαδιστή αστυνομικό αρχηγό που έβρισκε ηδονή στο να τεμαχίζει ο ίδιος τα πτώματα των βιετναμέζων ανταρτών μέσα σε μια αποθήκη της CIA.
Όταν κατήγγειλε τις “ανθρωπιστικές” τακτικές του συναδέλφου του στο αρχηγείο της Ουάσινγκτον, η υπηρεσία τού απάντησε πως «η θέση εκείνη ήταν ζωτικής σημασίας για τα αμερικάνικα συμφέροντα, πως λίγο πολύ η μετάθεση του αστυνόμου θα δημιουργούσε προβλήματα επειδή διέθετε πολιτικό “δόντι” και πως αν δεν είχα τα κότσια να εκτελέσω το καθήκον μου, να ζητούσα μετάθεση κάπου αλλού, που όμως θα πήγαινε πίσω την καριέρα μου στην CIA».
Η διαφθορά στο Βιετνάμ στα μέσα της δεκαετίας του ’70 έχει πιάσει πάτο: «οι στρατηγοί έδιωχναν τους στρατιώτες πίσω στις Η.Π.Α., με τον όρο εκείνοι να επιστρέφουν μια φορά το μήνα και να υπογράφουν τις επιταγές με τα χρήματα τα οποία έμπαιναν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των ανωτέρων τους, ως αντάλλαγμα για τις άδειες που έπαιρναν».
Οι στρατηγοί κατόπιν, με τα χρήματα αυτά, φόρτωναν μεγάλα φορτία με καθαρή βιετναμέζικη ηρωίνη και τα έστελναν πίσω στις Η.Π.Α. με στρατιωτικά, υπεράνω πάσης υποψίας, αεροπλάνα, μέσα σε φέρετρα ή τα διοχέτευαν στους αμερικανούς στρατιώτες που είχαν παραμείνει στο Βιετνάμ. Άλλοι δε, το ξεφτίλιζαν εντελώς: «πουλούσαν στρατιωτικό εξοπλισμό, όπλα Μ-16 και ρουχισμό στους κομμουνιστές, τους ίδιους εκείνους ανθρώπους που πριν λίγο καιρό αντιπροσώπευαν τον εχθρό!»
Η βιομηχανία του ψεύδους κατόπιν εξάγει τα faux προϊόντα της και στην Αφρική, στο εμπόλεμο μέτωπο της Αγκόλας. Ο Στόκγουελ υπηρετεί εκεί ως Σταθμάρχης για δυο χρόνια, διαπιστώνοντας από κοντά «τα συστηματικά ψέματα που λέγαμε για όλους και για όλα. Το ένα τρίτο του επιτελείου μου εκεί εργάζονταν καθημερινά στον τομέα της προπαγάνδας, με σκοπό την αποσταθεροποίηση του κλίματος και τη δημιουργία εντυπώσεων εναντίον των Ρώσων και των Κουβανών, οι οποίοι, δήθεν, βίαζαν και σκότωναν ανγκολέζους. Και κατόπιν ο τότε πρεσβευτής μας στα Ηνωμένα Έθνη, ο Πάτρικ Μούνιχαν, διάβαζε ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας τις επίσημες αναφορές μας πως οι Ρώσοι και οι Κουβανοί ήταν υπεύθυνοι για την αιματοχυσία στην Αγκόλα, ενώ εμείς, δήθεν, τηρούσαμε την ουδετερότητα».
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Στόκγουελ, ακόμη και ο ίδιος ο διευθυντής της CIA, ο Γουίλιαμ Κόλμπι, είχε στείλει συνολικά 36 (!) επίσημες αναφορές στο αμερικανικό Κογκρέσο γράφοντας άλλα αντί άλλων, ασύστολα ψεύδη.
«Η CIA δούλευε μαζί με τον Νοτιοαφρικανικό Στρατό, παρέχοντας του όπλα, τανκ, καύσιμα και οργανώνοντας τις ένοπλες συγκρούσεις με τους αντάρτες. Απασχολούσαμε επίσης τέσσερις μεγάλους μισθοφορικούς στρατούς αποτελούμενους από λευκούς για να κάνουν τη βρώμικη και παράλογη δουλειά μας, δηλαδή να εκκαθαρίσουμε μια αφρικανική χώρα όπως η Ανγκόλα από τους μαύρους πολίτες της. Χωρίς την ανάμειξή μας, 10 χιλιάδες αθώοι ανγκολέζοι θα ήταν σήμερα ζωντανοί», καταλήγει ο Στόκγουελ.
Το χειρότερο παραμύθι απ’ όλα, κατά τον Στόκγουελ, είναι αυτό περί «κομμουνιστών που κολατσίζουν παιδιά για πρωινό. Μου είχαν κάνει τόσο μεγάλη πλύση εγκεφάλου που κάποια στιγμή αποφάσισα να επισκεφτώ τις χώρες που η CIA θεωρούσε «σατανικές». Δεν είδα πουθενά στην Κούβα να τρώνε νήπια, διαπίστωσα με έκπληξη πως η Ουγγαρία είναι εξαιρετικά οργανωμένη ως χώρα και όταν πήγα στο μικρό νησί της Γρενάδας, στην Καραϊβική, κατάλαβα πως ο μαρξιστής ηγέτης της, ο Μόρις Μπίσοπ, ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος με όραμα και στόχο. Αλλά η CIA τον ήθελε νεκρό, όπως κι έγινε 19 μόλις μέρες μετά την τελευταία μας συνάντηση».
Η πολιτική δεν διαφέρει (πλέον) από το ποδόσφαιρο κι αυτό με τη σειρά του μοιάζει πολύ με τον χώρο της παγκόσμιας αντικατασκοπίας. Στο διεθνές Cluedo της δεκαετίας του ΄70 και του ΄80 όλοι οι “παίχτες” ήταν φίλοι μεταξύ τους, όπως διαβεβαιώνει και ο ίδιος ο Στόκγουελ: «έχω παίξει σκάκι κι έχω πιει ποτά με ρώσους πράκτορες της KGB. Μπορεί την προηγούμενη μέρα να πλακωνόμασταν, αλλά την επόμενη τσουγκρίζαμε ποτήρια σαμπάνιας σε μια δεξίωση. Ο μεγαλύτερος μύθος που δημιούργησε η CIA ήταν ότι σώζαμε τον κόσμο σκοτώνοντας κομμουνιστές. Όχι. Σκοτώναμε ανθρώπους του Τρίτου Κόσμου, καθολικούς και χριστιανούς σαν εμάς. Ανθρώπους που απλά είχαν την ατυχία να μένουν στο βουνό Μετούμπα του Κονγκό, σε μια ζούγκλα της Ν.Α. Ασίας ή στις πλαγιές της Νότιας Νικαράγουα, που δεν ήξεραν καν τη διαφορά ανάμεσα σε έναν κομμουνιστή κι έναν καπιταλιστή».
Τα βασανιστήρια κατά την ανακριτική διαδικασία των υπόπτων είναι στην ημερήσια διάταξη, ακόμη και στην π. Γ. (προ Γκουαντάναμο) εποχή: “υπεύθυνος γι’ αυτά”, θυμάται ο Στόκγουελ, «ήταν ο Νταν Μετριόνε. Έπαιρνε ζητιάνους και τους είχε στο εργαστήριό του αντί για πειραματόζωα”. Ως άλλος δόκτωρ Μένγκελε, ο Μετριόνε «αφού σκότωνε τους υπόπτους, κατόπιν τους έριχνε ξανά, φρικτά παραμορφωμένους, στους δρόμους, για να τρομοκρατεί τους πολίτες».
Μια βραζιλιάνα που κατάφερε και ξέφυγε από τους δήμιους της δήλωσε μετά πως «το πιο τρομακτικό πράγμα ήταν πως οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν ψυχάκηδες, αλλά κανονικοί, φυσιολογικοί άνθρωποι».
«Καταντήσαμε όπως οι ψυχοπαθείς μανιακοί της Γκεστάπο και της ΚGΒ, να κάνουμε απάνθρωπα πράγματα σε άλλους με μοναδικό άλλοθι για τη συνείδηση μας το ότι απειλούμαστε από την τρομοκρατία. Όμως το μόνο που διεξάγουμε είναι μια οργανωμένη γενοκτονία», καταλήγει ο Στόκγουελ.
Και να ήταν μόνο αυτά. Ο Στόκγουελ έχει δει με τα μάτια του «άντρες στρατολογημένους από την CIA να μπαίνουν σε χωριά αμάχων, να εισβάλουν σε σπίτια αθώων και μπροστά στα έντρομα μάτια των παιδιών, να βάζουν μια χειροβομβίδα στο στόμα του πατέρα και να τραβάνε την περόνη. Ή να τους γδέρνουν το δέρμα από το πρόσωπο μέχρι να μείνει μόνο ο μυϊκός ιστός από κάτω».
Ανήκουστα πράγματα.
Να κόβουν με ματσέτες τις ρώγες από τα στήθη γυναικών ή να ευνουχίζουν τα αρσενικά μέλη μιας οικογένειας αφήνοντας τα να πεθάνουν από αιμορραγία. Να βιάζουν ομαδικά τη μητέρα, αναγκάζοντας να παιδιά να κοιτάνε κλαίγοντας. Και «για να υπάρχει και ποικιλία, να κάνουν το ίδιο σε μικρά παιδιά, αναγκάζοντας τους γονείς τους να βλέπουν την ώρα που τα βιάζουν».
Πως να μην τρελαθείς μετά. Πως να μην τα βροντήξεις όλα και να πας σπίτι σου.
Οι οικονομικά χρεοκοπημένες χώρες του Τρίτου Κόσμου έχουν ανάγκη από ηθικά χρεοκοπημένες χώρες σε ρόλο προστάτη. Ενός προστάτη που στο τέλος γίνεται δήμιος, ευνουχίζοντας κάθε έννοια δημοκρατίας από τις χώρες αυτές: «το να αποσταθεροποιήσεις την οικονομία μιας χώρας είναι πανεύκολο», ισχυρίζεται ο Στόκγουελ, «η CIA όμως προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα. Επενέβαινε στις πιο χαμηλές δομές μιας τριτοκοσμικής κοινωνίας, απαγορεύοντας από τον αγρότη να πουλήσει τη σοδειά του, από τα παιδιά να πάνε στο σχολείο, από τους γιατρούς να παρέχουν περίθαλψη. Και δημιουργούσε συνεχώς κλίμα τρομοκρατίας ώστε οι πολίτες να φοβούνται ακόμη και να κυκλοφορήσουν στο δρόμο».
Και φέρνει ως παράδειγμα αυτό της Νικαράγουα.
Το 1979, οπότε και οι – μαρξιστές – Sandinistas ανέτρεψαν τον δικτάτορα Αναστάζιο Σομόζα, οι Η.Π.Α. είδαν να χάνουν μέσα από τα χέρια τους ένα πολύ σημαντικής γεωπολιτικής σημασίας προτεκτοράτο τους. Έτσι, πήραν τον πρώην στρατό του Σομόζα, τον ονόμασαν Contras, του έδωσαν όπλα και χρήματα και τον έριξαν στις αφιλόξενες ζούγκλες της Νικαράγουα με σκοπό να αποσταθεροποιήσουν το κλίμα και να τον επαναφέρουν στην εξουσία.
«Ξήλωναν σοδειές, έκαιγαν χωριά και μύλους, γκρέμιζαν τις γέφυρες, τα σχολεία και τα νοσοκομεία που είχαν κτίσει μέσα σε δυο χρόνια οι Sandinistas. Ο Σομόζα -και οι Η.Π.Α. από πίσω του- ποτέ του δεν κατάφερε να χτίσει 2.500 νοσοκομεία, ούτε ενδιαφέρθηκε για τα προγράμματα αλφαβητισμού των κατοίκων που ξεκίνησαν οι Sandinistas. Κι εμείς τους βρίζαμε και τους κατηγορούσαμε για ολοκληρωτισμό στο καθεστώς τους», καταλήγει ο Στόκγουελ.
Ανάμεσα σε όσα αποκαλύπτει ο Στόκγουελ είναι τα εξής:
10-20.000 κρυφές επιχειρήσεις ανά τον κόσμο έχει οργανώσει η CIA από το 1960 μέχρι τη δεκαετία του΄90
1.000.000 υπολογίζονται οι ανθρώπινες απώλειες κάθε μιας από αυτές της επιχειρήσεις
800.000 νεκρούς άφησε πίσω της η ανάμειξη των Η.Π.Α. στα πολιτικά πράγματα της Ινδονησίας το 1965, 50.000 στο Ελ Σαλβαδόρ και 12.000 στη Νικαράγουα στα ’80s και 10.000 στην Αγκόλα το 1975-’76.
19.000.000 δολάρια ξόδεψε η κυβέρνηση Ρέιγκαν για να φτιάξει και να εκπαιδεύσει τους Contras, το στρατό που πολέμησε ενάντια στους Sandinistas στη Νικαράγουα τη δεκαετία του ’80
2.200.000 δολάρια έριξε η CIA στις εκλογές-μούφα στο Ελ Σαλβαδόρ το 1984 ώστε να “βεβαιωθεί” πως θα βγει με “διαφανείς” διαδικασίες ο δικός της υποψήφιος, ο Ναπολέων Ντουάρτε.
«Δεν βγάζω κανένα νόημα στο να σκοτώσεις 12.000 αγρότες απλά επειδή μπορείς», λέει ο Στόκγουελ και οι τύψεις ξεχειλίζουν από τα χείλη του.
Και γυρνάει πίσω πολλά χρόνια, τότε που έδωσε τους όρκους να παραμείνει πιστός στη CIA, «όρκους που καταπάτησα στην πορεία γιατί μου είπαν ψέματα. Γιατί μου είπαν πως η CIA δεν σκοτώνει κόσμο, ούτε διακινεί ναρκωτικά. Πως στόχος της είναι απλά η συλλογή και η επεξεργασία πληροφοριών».
Στην πορεία διαπίστωσε πως η CIA δεν αποτελεί κάτι άλλο πέραν από μια υπηρεσία που υποθάλπει όλα εκείνα τα αισθήματα μίσους, παράνοιας, απέχθειας, θυμού κι επιθετικότητας που κρύβουμε μέσα μας για τον διπλανό μας, τον Άλλο, τον δυνητικό μας εχθρό.
Αλλά έτσι είναι: όταν ανακατεύεσαι με τα πίτουρα σε τρώνε οι κότες. Και μερικές από αυτές έχουν ιδιαίτερα γαμψές μύτες. Σαν τον αετό που αναπαύεται μέσα στον θυρεό της CIA.
Διαβάστε σχετικά με την CIA:
”Τhe Praetorian Guard” του John Stockwell
“The Contras” του Dieter Eich
“With the Contras” του Christopher Dickey
“Deadly Deceits” του Ralph McGehee
“Reagan: The Man and the Presidency” του Ronnie Dugger
“The Power Elite” του C. Wright Mills
“The Permanent War Complex” του Seymour Melman
“Ιnside The Company: Α CIA Diary” του Ρhilip Αgee