Η Μίνα Αδαμάκη δεν είναι πια κοντά μας. Έφυγε χθες από τη ζωή, στα 78 της, χτυπημένη από τον καρκίνο που την «έστειλε» μέσα σε ενάμισι χρόνο. Γνωρίζαμε πως πάλευε όλο αυτόν τον καιρό με το θηρίο και πως τα τελευταία 24ωρα βρισκόταν στην Εντατική κατόπιν καρδιακής προσβολής που υπέστη. Όλοι ελπίζαμε σ’ ένα θαύμα, που τελικά δεν έγινε, αφού τα θαύματα συμβαίνουν συνήθως μία φορά στη ζωή του καθενός. Ή και καμία…

Τη θυμάμαι τον Ιούνιο του 2020 στο σπίτι της στο Παγκράτι τη μία και μοναδική φορά που συναντηθήκαμε. Η πανδημία ήταν στα φόρτε της. Δεν φορούσαμε μάσκες, αλλά κρατούσαμε μεγάλη απόσταση μεταξύ μας και γελούσαμε πολύ μ’ αυτό. Σηκωνόμουν κάθε δέκα λεπτά και πλησίαζα στο κινητό μου τηλέφωνο που είχα τοποθετήσει μπροστά της για να έβλεπα αν όλα κυλούσαν ομαλά με την εγγραφή της συνομιλίας μας. Η Μίνα είχε χιούμορ που φρόντιζε να το φανερώνει πηγαία και ανεπιτήδευτα.

Το διαμέρισμα της διέθετε μια μεγάλη βεράντα με πολλά φυτά. Συνδυασμός κλασικού με μοντέρνο: Πίνακες ζωγραφικής στους τοίχους, όμορφες ξύλινες κατασκευές στο τραπέζι του σαλονιού της και πολλά φωτιστικά, καθώς η ίδια ασχολιόταν πολύ με τον φωτισμό του προσωπικού της χώρου. Το παράδοξο ήταν πως, ενώ ήμασταν εκεί με τη φωτογράφο Αγγελική Παπαϊωάννου από τις 5 το απόγευμα, μας παρέσυρε τόσο πολύ η κουβέντα που κάναμε, ώστε κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε πως είχε νυχτώσει για τα καλά και δεν βλέπαμε πια ο ένας τον άλλον. Ενδιάμεσα, είχε σηκωθεί από τη θέση της, ενόσω μιλούσαμε, για να φτιάξει τον κατάλληλο φωτισμό κι εγώ την «κυνηγούσα» με το κινητό στα χέρια για να μην έχανα ούτε μια λέξη της!

Την πρωτογνώρισα, όπως όλοι οι άνθρωποι της γενιάς μου, από τις τηλεοπτικές «Τρεις Χάριτες» με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα. Ήταν η πιο αστεία απ’ τις άλλες δύο «αδερφές» της, την Άννα Παναγιωτοπούλου και τη Νένα Μεντή. Μικροκαμωμένη, ετοιμόλογη, με αγωγή, από σπίτι, που λένε. Έχοντας μιλήσει μαζί της, σκέφτομαι πως της πήγαινε γάντι ο χαρακτήρας της Ειρήνης. Η Μίνα μιλούσε στον πληθυντικό στους γονείς της ακόμη κι όταν είχε ενηλικιωθεί, τότε που δούλευε κρυφά στο θέατρο και ένας συντοπίτης της, ένας Βολιώτης, το είπε του αυστηρού πατέρα της.

Λίγα χρόνια μετά, την είδαμε στο κινηματογραφικό «Safe Sex» των Ρέπα – Παπαθανασίου να γίνεται η αθυρόστομη γυναίκα που μεταφέρεται στο νοσοκομείο μαζί με τον εραστή της, δύο σώματα σε ένα. Την άκουγες να λέει «Το μουνί μου, καλέ» και δεν είχε ίχνος χυδαιότητας. Κρατούσες την κοιλιά σου απ’ τα γέλια, καθώς με τη συγκεκριμένη λέξη, έτσι όπως την ξεστόμιζε, δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα οι νοικοκυρές, οι δασκάλες, ακόμα και οι παπάδες! Να τι μου είχε πει η ίδια γι’ αυτό ακριβώς: «Είναι πως θα τα πεις τα πράγματα. Εγώ τα λέω απενοχοποιημένα, γιατί γίνονται στο πλαίσιο μίας κατάστασης. Εννοώ πως δεν κάθομαι κι αρχίζω ξαφνικά να βρίζω. Είμαι ενταγμένη σε μια κωμικοτραγική κατάσταση και μου βγαίνουν αβίαστα τα λόγια αυτά. Θυμάστε τη σκηνή που πεθαίνω στο «Κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο»; Θα το πω τώρα: ”Μουνιά – μουνιά έχουν ριζικό, μουνιά – μουνιά έχουν μοίρα, μα το δικό μου το μουνί μου τό’φαγεν η ψείρα”. Σκεφτείτε ότι τα λέω αυτά, απαγγέλοντας, την ώρα που πεθαίνω! Χριστός και Παναγία!»

Της άρεσε περισσότερο το «Κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο», η δεύτερη κινηματογραφική κωμωδία των Ρέπα – Παπαθανασίου, παρά το «Safe Sex». Την είχε ενθουσιάσει όλη αυτή η «επανεξέταση» του παλιού λαϊκού σινεμά μέσα από το σχεδόν σουρεαλιστικό χιούμορ των δύο δημιουργών.

Το 2016 είχα την τύχη να τη δω και στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα» στο κέντρο της Αθήνας σε μια low budget παράσταση που είχαν σκηνοθετήσει από κοινού με τη συμπρωταγωνίστρια της, Μαρία Κατσανδρή. Το έργο λεγόταν «Οι τσούχτρες», βασιζόταν στο κινηματογραφικό «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν» και ήταν μια μαύρη κωμωδία ή, για την ακρίβεια, μια παρωδία του κλασικού ψυχολογικού θρίλερ. Από τότε την αναζητούσα για μία συνέντευξη.

Η πανδημία μου έδωσε την ευκαιρία να της γράψω στο facebook που ήμασταν «φίλοι» και να ανταποκριθεί άμεσα. Έτσι, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς να παίζει κάπου εννοώ που να χρειαζόταν «σπρώξιμο» από τα ΜΜΕ. Νομίζω πως την δύσκολη περίοδο της πανδημίας, όλοι, συνεντευξιαστές και συνεντευξιαζόμενοι, νιώθαμε έντονη την ανάγκη της επικοινωνίας και της ανθρώπινης επαφής και μία συνέντευξη τη βλέπαμε σαν ένα μέσο για να συναντηθούμε με κάποιον και να τα πούμε πρωτίστως σε φιλικό επίπεδο. Ίσως γι’ αυτό οι πολλές συνεντεύξεις που έκανα εκείνο το διάστημα να διαβάζονται σήμερα σαν βαθύτερες εξομολογήσεις του εκάστοτε προσώπου που μου έκανε την τιμή να συναντηθούμε. Θυμάμαι καλά πως ταυτόχρονα με τη Μίνα, είχα κλείσει συνεντεύξεις με τη συνάδελφό της, Καίτη Κωνσταντίνου, τη λυρική τραγουδίστρια Κική Μορφονιού, τον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο, τη λαϊκή τραγουδίστρια Χαρούλα Λαμπράκη και αρκετούς άλλους καλλιτέχνες – πάντα δίχως να επιτάσσει κάτι η – ανύπαρκτη μέσα στον κορονοϊό – καλλιτεχνική επικαιρότητα..

Και τι δεν είχαμε πει σε εκείνη τη συνέντευξη με τη Μίνα που πρέπει να διήρκεσε σχεδόν τέσσερις ώρες και δημοσιεύθηκε ολόκληρη δίχως περικοπές. Έμαθα όλα όσα ήθελα να μάθω για την ενδιαφέρουσα πορεία της στην τέχνη, μα και στη ζωή. Σταχυολογώ τώρα μερικά από τα πιο δυνατά, κατά τη γνώμη μου, αποσπάσματα των απαντήσεων που είχε δώσει στις ερωτήσεις μου:

– Για την Ελλάδα του 1950, τα παιδικά της χρόνια δηλαδή:

Έχω μια γενικότερη αίσθηση μιας φτώχειας, που εμείς δεν την καταλαβαίναμε ακριβώς, γιατί φτωχοί δεν ήμασταν, αλλά ούτε και τίποτα φοβερά πλούσιοι. Μια μέση αστική οικογένεια, θα έλεγα. Θα σας απαντούσα με κάτι που μάλλον προέρχεται απ’ τις φωτογραφίες που βλέπω πια απ’ το ’50: Υπήρχε μια αίσθηση τρυφερότητας.

– Για το θέατρο που τη σημάδεψε σε πολύ νεαρή ηλικία:

Ήταν σαν να μου άνοιξαν πόρτες, παράθυρα, όλα μαζί. Είπα ότι αυτό μ’ αρέσει κι αυτό θα κάνω! Μετά από δύο χρόνια περίπου, είχα την αφέλεια και το ανακοίνωσα στους γονείς μου! Όπως καταλαβαίνετε, έγινε της τρελής! Η μητέρα μου, παρόλο που ήθελε να μάθει πιάνο και ο θείος μου, ο αδερφός της, της είχε πει «No, no, no», δεν επίτρεψε και σε μένα να σπουδάσω θέατρο. Ήταν διαφορετικά απ’ την αδερφή μου, που δε βρήκε αντίσταση, λόγω πιάνου, κλασικής μουσικής κλπ. Το θέατρο ήταν εξώλης και προώλης, κρύβε «πουτάνες».«Κοιτάξτε πατερούλη» του είπα, «εγώ θα σπουδάσω Νομική και δεν θα’θελα να σας επιβαρύνω οικονομικά». Οι γονείς μας μάς είχαν τρελάνει ότι τη σεβαστή περιουσία που κάνανε, την κάνανε για μας. Εντάξει, αλήθεια ήτανε. Του είπα, λοιπόν, του πατέρα μου ότι αντί να μου δώσουν το μερίδιο μου σε προίκα, που σιγά μην παντρευόμουν, να μου τα έδιναν ως επένδυση για τις σπουδές μου κι εγώ μετά θα δουλεύω και θα’χω τα δικά μου χρήματα.

– Για το Λονδίνο που έφυγε το 1972 ως ερωτική μετανάστρια, μα τελικά εκεί εξέλιξε τις καλλιτεχνικές σπουδές της:

Στο Λονδίνο προσπάθησα να πάρω ένα χαρτί, σαν μεταπτυχιακό ας πούμε, γύρω απ’ την τέχνη και τη δραματουργία. Δεν μπορούσα να κάνω άλλες σπουδές, που ήταν πενταετείς, γιατί δεν είχα χρόνο και χρήματα. Γράφτηκα σε μία σχολή τύπου ανοιχτό πανεπιστήμιο, που λεγόταν Holborn City Literary Institute of London (σ.σ. το προφέρει σε άψογα αγγλικά). Εκεί μέσα διδασκόσουν ότι είχε σχέση με λόγο, με τέχνες και γράμματα. Δεν ήθελα να κάνω υποκριτική και όχι φυσικά ότι τα ήξερα όλα, αλλά δεν είχε νόημα. Έπαιρνες courses τρίμηνα, που ήταν πολύ φτηνά και τα ανανέωνες. Γενικά έκανες ότι ήθελες, αλλά αν σε βλέπανε εξειδικευμένο σε κάτι, σε καλούσαν σε interview. Εμένα με κάλεσαν γιατί ήθελα να κάνω χορό, τραγούδι, κουκλοθέατρο και μιμική. Τους είχε ακουστεί κάπως δύσκολο. Στην αίτηση μου έγραψα απλά «φοιτήτρια» και όχι «ηθοποιός», αφού ηθοποιός ήμουν μόνο στην Αθήνα. Τους είπα ότι είμαι ηθοποιός, όταν με ρώτησαν ποια σχέση έχω με τις υπόλοιπες τέχνες. Εντυπωσιάστηκαν αυτοί, το είχαν σε μεγάλη υπόληψη το θέατρο, την ίδια στιγμή που εγώ το έφτυνα. Μόνο βραβείο που δεν μου δώσανε! Έτσι σπούδασα στο Λονδίνο.

– Για την πολιτική της συνείδηση μεσούσης της χούντας που ήταν νέο κορίτσι:

Στο ΚΚΕ Εσωτερικού ήμασταν! Καμία σχέση με Κνίτες! Ήμουν πολιτικοποιημένη από μαθήτρια. Στα 16 μου διάβασα το «Κεφάλαιο» του Marx! Ολόκληρο! Και τι κατάλαβα, δεν ξέρω, αλλά μου άρεσε κιόλας! Τώρα πια σκέφτομαι τι θα κατάλαβα! Ο πατέρας μου, εν τω μεταξύ, δεξιός…Ήμασταν από δεξιά οικογένεια. Δεν είχαν ιδέα από την εμπλοκή μου με την πολιτική. Εδώ δεν ήξεραν άλλα κι άλλα…

– Φτάσαμε στο σημείο να μιλήσουμε ακόμη και για σεξ και ναρκωτικά, θέματα που, όπως είπε η ίδια, κανείς δεν θα τολμούσε να της τα ρωτήσει:

Δεν μου έλειπε το σεξ, απλά δεν το έκανα με τον τρόπο που το κάνανε οι χίπηδες του Λονδίνου. Δεν πήγαινε στην ιδιοσυγκρασία μου, εγώ ήθελα έρωτα και μέσα κει να μπαίνει και το σεξ. Ευτυχώς που εγώ δε χρειάστηκε να εναντιωθώ σε κάτι, να πω «όχι, φοβάμαι». Δε μπορώ ούτε το αλκοόλ, έχω δυσανεξία, πώς το λένε…Πόσο μάλλον τα ναρκωτικά. Μια φορά που ήμασταν μία παρέα, πήρα μια τζούρα από έναν μπάφο και κόντεψα να λιποθυμήσω! Στον οργανισμό μου δεν πάνε οι καταχρήσεις.

– Τέλος, μεταξύ πολλών άλλων, η Αδαμάκη περιέγραψε μέσα σε λίγες προτάσεις την ευρύτερη φιλοσοφία της για τη συνθήκη της ζωής:

Η μοίρα του ανθρώπου δεν είναι ευτυχής. Την ευτυχία τη βρίσκουμε σε κάποιες στιγμές. Όλο τ’ άλλο δεν είναι ακριβώς δυστυχία, αλλά δεν είναι κι ευτυχία. Είναι ένας αγώνας, μια αναζήτηση για να βρεις αυτό που κάτι θα σου κάνει. Δεν μπορεί να’ναι ευτυχής ο άνθρωπος, άρα ούτε και ο έρωτας. Είναι το μόνο έμβιο ον ο άνθρωπος που έχει συνείδηση της θνητότητας του, που γνωρίζει ότι θα πεθάνει. Αυτή είναι η ρίζα μας με όση βία κουβαλάει. Αυτό τα μικραίνει όλα, συρρικνώνει τον- ούτως ή άλλως- ανύπαρκτο χρόνο. Όπως το λέει ο Ελύτης: «Ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος»…

Εκείνη τη μέρα λίγο πριν αποχωριστούμε της άφησα το έργο του Θωμά Κοροβίνη, «Κατάδεσμος», αυτό που ετοιμάζεται να ανέβει σήμερα με τη Χρύσα Ρώπα σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ρήγα. Σχεδιάζαμε να το ανεβάσουμε στο θέατρο με τον Θωμά, αλλά είχαμε κολλήσει στην ηθοποιό που θα ενσάρκωνε την αθυρόστομη χειμαρρώδη ηρωίδα. Είχαμε φάει τη μία απόρριψη μετά την άλλη και η κύρια αιτία ήταν πως σε καμία ηθοποιό μας δεν άρεσε να βρίσκεται επί σκηνής και να βρίζει όλη την ώρα. Η Μίνα πήρε το θεατροποιημένο κείμενο στα χέρια της και μου τηλεφώνησε λίγες μέρες μετά: «Θα το κάνω!» μου είπε. «Μου αρέσει πολύ και, άλλωστε, όπως σου είπα, όλοι μου λένε πως έχω τον τρόπο μου να ”αθωώνω” τα πάντα».

Δεν προλάβαμε δυστυχώς. Κάποια στιγμή έμαθα πως η Μίνα θα έπαιζε στη «Φαίδρα» του Μάνου Καρατζογιάννη δίπλα στη Σαβίνα Γιαννάτου. Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία καλλιτεχνική της δραστηριότητα, τον Ιούνιο του 2021. Τον ίδιο καιρό εγώ θα έχανα τη μητέρα μου και η Μίνα είχε την ευγένεια και την ανθρωπιά να μου στείλει ένα ζεστό παρηγορητικό μήνυμα.

Ακολούθησε η σιωπή. Η Μίνα χάθηκε απ’ όλους κι απ’ όλα. Η δυσάρεστη είδηση του καρκίνου που της χτύπησε την πόρτα μαθεύτηκε στον καλλιτεχνικό κόσμο. Η ίδια κράτησε μια βαθιά αξιοπρεπή στάση. Πάλεψε με το τέρας και, ακόμη και αν νικήθηκε, ποτέ δεν την είδαμε στην οριακή κατάσταση που βρισκόταν. Στενοχωρήθηκα πολύ με τον θάνατο της, μιλάω ειλικρινά τώρα…Σκεφτόμουν πόσο φοβόταν – υποτίθεται – τον κορονοϊό κατά τη συνέντευξη μας, που μιλούσαμε στα δύο μέτρα, για να βρεθεί αυτή η γαμημένη αρρώστια και να τη θερίσει κυριολεκτικά.

Αντίο, Μίνα!

Όπως οι γονείς μας έκλαψαν τις απώλειες των αγαπημένων τους ηθοποιών από τον λαϊκό κινηματογράφο του Φίνου και του Καραγιάννη, έτσι κι εμείς σήμερα, οι νεότεροι, θρηνούμε την δική σου απώλεια από τον κόσμο του θεάματος που αγαπήσαμε στα 90s. Δεν πρόκειται να ξεχαστείς.

Καλοτάξιδη, αγαπημένη…