Μισός αιώνας από την 17η Νοεμβρίου του 1973 φέτος. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ακόμα συγκινεί, συμβολίζοντας διαχρονικά την αντίσταση ενός λαού ενάντια στην χούντα, μια αντίσταση η οποία βρήκε τους κεντρικούς της εκφραστές στα πρόσωπα μιας νέας, δυναμικής γενιάς, η οποία είχε γαλουχηθεί αγωνιστικά στα σπάργανα της αμέσως προηγούμενης, των ανθρώπων δηλαδή που πρωτοστάτησαν στα γεγονότα του Παρίσίου το 1968. Τα βιβλία, τα ντοκιμαντέρ, τα αφιερώματα και τα ρεπορτάζ που έχουν φωτίσει τα γεγονότα πέφτουν κατά ριπάς αυτές τις μέρες.
Εμείς, για να τιμήσουμε την Επέτειο, ρωτήσαμε πέντε ανθρώπους τι θυμούνται από τις ημέρες εκείνες του 1973. Πού βρίσκονταν, τι έκαναν, τι σκέφτονταν, πώς ένιωθαν.
Η γράφουσα θέλησε, για πρώτη φορά, να ξεκινήσει με ένα συγγενικό της πρόσωπο. Ας γυρίσουμε στο πρώτο ενικό, με την άδειά σας. Η γιαγιά μου, Γεωργία Σαλουφάκου, ήταν 34 ετών το 1973, μια νοικοκυρά με δύο παιδιά, το ένα δέκα ετών (η μητέρα μου), το άλλο επτά. Δεν εργαζόταν. Μου είπε τα εξής, όταν την ρώτησα:
«Θυμάμαι ότι ήμουν στο Μοσχάτο με την μητέρα μου. Αγχώθηκα και πήγα να πάρω τα παιδιά με το αυτοκίνητο από το σχολείο, υπήρχε μια αναμπουμπούλα. Όμως, δεν ένιωσα φόβο, η αλήθεια είναι. Πιο πολύ τα νιάτα είχαν ενεργοποιηθεί τότε, αλλά ενημερωνόμουν ενεργά από τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο και από όσα μου έλεγε ο παππούς σου που εργαζόταν κι ήταν εκεί έξω περισσότερο. Ο πολύς ο κόσμος ήθελε την ηρεμία του, αν και κατά βάθος όλοι θέλαμε την πτώση της Χούντας, για να έχουμε την ελευθερία μας. Δεν πήγα στην Πατησίων ποτέ, ίσως φοβόμουν μην μου συμβεί κάτι γιατί ένιωθα υπεύθυνη για τα παιδιά μου. Μέχρι σήμερα, στενοχωριέμαι για τους ανθρώπους που χάθηκαν. Στις γειτονιές τις εκτός Αθήνας, όπως η δική μας στο Μοσχάτο, οι άνθρωποι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους και φοβούνταν. Όλοι παρακολουθούσαμε τις εξελίξεις από απόσταση. Τιμώ τη μνήμη όλων αυτών που αγωνίστηκαν για να είμαστε ελεύθεροι, να διαβάζουμε, να γράφουμε και λέμε ό, τι θέλουμε. Για να μπορείς να κάνεις εσύ αυτό το άρθρο σήμερα χωρίς να κινδυνεύεις.»
Συνεχίζουμε με τέσσερις άνδρες που καθένας τους ήταν σε διαφορετική θέση εκείνο το βράδυ, αλλά όλοι με την ίδια ψυχική έξαψη, ανησυχία, ατελείωτες σκέψεις και εν εγρηγόρσει.
Δήμος Αβδελιώδης, σκηνοθέτης
«Ήμουν 20 χρονών. Ξεκινήσαμε από τη Νομική Σχολή καμιά 50ριά άτομα και περισσότεροι φοιτητές, θυμάμαι την Ιωάννα την Καρυστιάνη που έβγαλε και μια ομιλία στην Σόλωνος, την οποία διασχίσαμε και μπήκαμε στο Πολυτεχνείο. Ήμουν στην Φιλοσοφική Σχολή τότε, η οποία μαζί με τη Νομική εξκίνησε ουσιαστικά την εξέγερση, γιατί μοιραζόμασταν το ίδοο αμφιθέατρο για τα μαθήματα. Θυμάμαι ότι με τα ρούχα που φορούσαμε το πρωί ήμασταν μέχρι και το βράδυ και κρυώναμε από ένα σημείο και μετά. Όταν μπήκε το τανκ, ήμασταν με φίλες και φίλους στο προαύλιο και την ώρα που έμπαινε κάποιος έλεγε ένα ανέκδοτο για να γελάσουμε, να αποφορτιστεί το κλίμα. Και μετά, είδαμε τους πεζοναύτες, τους μαυροσκούφηδες, οι οποίοι στην πραγματικότητα μάς προστάτευαν. Μόλις βγήκαμε έξω, ένας λοχαγός μάς οδηγησε προς τα δεξια για να φύγουμε με ασφάλεια. Όσοι δεν ακολούθησαν τις οδηγίες του και έφυγαν από την άλλη κατεύθυνση έφαγαν ξύλο, είχαν πρόβλημα. Φοβόμουν, όλοι φοβόμασταν, δεδομένο αυτό.
Θυμάμαι το προαύλιο του Πολυτεχνείου γεμάτο, μαζευόταν πολύς κόσμος, στην πύλη υπήρχε βέβαια κάτι σαν υποτυπώδης έλεγχος. Δεν μπορώ να τα ξεχάσω ποτέ αυτά τα γεγονότα. Την επόμενη μέρα σκοτώθηκε ο Μπελογιάννης, συμφοιτητής μου στην Δραματική Σχολή. Όταν το μάθαμε συγκλονιστήκαμε, χάθηκε ένα αγνό, ήσυχο παιδί.»
Παναγιώτης Κουνάδης, μελετητής του ρεμπέτικου τραγουδιού
«Είχα έρθει από το Παρίσι με ένα αυτοκίνητο το οποίο είχε χαλάσει και ήταν συνεργείο. Δεν μπήκα μέσα στο Πολυτεχνείο, αλλά στις 20:00 του βραδιού της Παρασκευής εκείνης καθόμουν θυμάμαι απέναντι στην ιταλική σχολή με τον Γιάννη τον Μπαλάφα. Περιμέναμε, συζητάγαμε ανάμεσα στον κόσμο (πολύς κόσμος!) και τελικά πήγαμε και φάγαμε σουβλάκια σε ένα μαγαζί στην Πατησίων λίγο πιο πάνω. Ξαναγυρίσαμε, ξαναπεριμέναμε. Τι περιμέναμε κι εμείς; Όταν μπήκε το τανκ μέσα, είχαμε φύγει. Ο Παπαδόπουλος, όπως και όλοι οι δικτάτορες, ήταν ψυχοπαθής. Ξεστράτισε ξαφνικά από τις απόψεις του υπάκουου πράκτορα της Αμερικής κι ήρθε σε ρήξη με τους Αμερικάνους. Για να φανεί ότι επί Παπαδόπουλου χύθηκε αίμα, γέμισαν τις ταράτσες με ελεύθερους σκοπευτές και χάθηκαν 23 άνθρωποι. Ο Παπαδόπουλος δεν έκανε ποτέ αίτηση χάριτος, πέθανε στην φυλακή, είχε την πίκρα ότι τον άφησαν μόνο του οι ιδεολογικοί του σύμμαχοι, ότι τον πούλησαν. Ο γιος του Παπαδόπουλου ήταν συνάδελφός μου στο Πολυτεχνείο και κρατάμε ακόμα επαφές, δεν είχε καμία σχέση ο Χρήστος με τον πατέρα του. Τσακώθηκε το 1969 με το σπίτι του, σπούδασε και την έκανε για Σικάγο, όπου βρίσκεται ακόμα.
Ήμουν τριάντα χρονών τότε και η γενιά μου ήμαστε οι πρωτοστάτες του κινηματος του ’60, πολλοί από εμάς άλλωστε πήγαμε στο Παρίσι και συμμετείχαμε στον Μάη του ’68. Είχα πάντα την απορία γιατί αφέθηκε η εξέλιξη της εξέγερσης, τι άλλες στοχεύσεις υπήρχαν. Έπρεπε να γίνει η σφαγή που είχαν ετοιμάσει οι μυστικές υπηρεσίες. Την πλήρωσαν αθώοι…»
Φώντας Λάδης, συγγραφέας και ποιητής
«Είχα γυρίσει μόλις λίγες εβδομάδες απο την αυτοεξορία μου στην Ιταλία, στην Ρώμη. Είχε δοθεί αμνηστία το καλοκαιρι του 1973. Τριαντάρης τότε εγώ. Από τις 14 τουλάχιστον του Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς ήμουν έξω από την πύλη του Πολυτεχνείου και μετά που άρχισαν τα επεισόδι, πήγαινα τακτικά μαζί και με άλλους στα ΝΕΑ, στο γραφείο του Μηνά του Παπάζογλου. Το γραφείο του υπήρξε ένα από τα στέκια του αγώνα, για να δούμε γνωστους και να δούμε τι γίνεται, να κουβεντιάσουμε, να ενημερωθούμε. Αργά τα χαράματα εκείνης της νύχτας, θυμάμαι πως γύρισα στο σπίτι αναστατωμένος. Λίγο μετά, πήρε τον έλεγχο η μικρή Χούντα του Ιωαννίδη, η Αθήνα είναι μετατραπεί σε μια εχθρική πόλη. Την περίοδο του Πολυτεχνείου βγάζαμε μαζί με την Φρίντα την Μπιούμπι ένα περιοδικό.
Κρατώ από το Πολυτεχνείο και τη γενιά του ένα συναίσθημα δυνατό. Οι νέοι εκείνοι διέθεταν καθαρές ματιές και ισχυρή θέληση. Στην εξέγερή τους όμως συμμετείχε σημαντικά και η δική μου γενιά, η αμέσως προηγούμενή τους δηλαδή, που τους επηρεάσαμε και θετικά και αρνητικά. Δεν φταίει μόνο η γενιά του Πολυτεχνείου για την ιδεολογική παρακμή που επήλθε στην πορεία της εξέλιξής της.»
Γιώργος Νάσιος, ιδιοκτήτης μπαρ Batman
«Ήμουν οργανωμένος στον Ρήγα μαζί με τον Ερρίκο Λίτση. Ήμασταν από το 1973 στη Νομική μαζί με αυτόν, αδέλφια. Ήμουν 18μιση χρονών, είχα περάσει στην Πάτρα στα ΚΑΤΕ, τα σημερινά ΤΕΙ, αλλά δεν είχα φοιτητική ταυτότητα ακόμα, θα μου την έβγαζαν από μήνα σε μήνα. Στις16 το βράδυ ήμαστε κουρασμένοι όλη μέρα έξω από την πύλη και στα πέριξ κι είχαμε φύγει από νωρίς. Θυμάμαι γύρισα σπίτι στα Πετράλωνα, το πρωί ακούσαμε από το ραδιόφωνο όλα αυτά που συνέβαιναν. Αυθόρμητα, αυτόματα κατεβήκαμε Μοναστηράκι αντί για Ομόνοια και ανεβήκαμε ως εκεί με τα πόδια. Όλη η Αθηνάς τίγκα, γινίταν της παλαβής.
Ξέρεις, ήταν σχεδόν αυτονόητο για έναν νέο εκείνης της εποχής να κατέβει στον δρόμο, ειδικα στα Πετράλωνα, την γειτονιά μου, είχαμε γαλουχηθεί. Πέρα από το σοκ, ήμασταν σε μια εγρήγορση, περιμέναμε πολιτικές ανακατατάξεις,οι οποίες φάνηκαν με την εμφάνιση του δικτάτορα Ιωαννίδη, λίγο μετά. Δεν ξέρω αν είχα την φοιτητική μου ταυτότητα, αν θα έμενα μέσα στο Πολυτεχνείο, μπορεί. Τα πράγματα ήρθαν έτσι για μένα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, φυσικά, όσα έζησα ως 18ρης εκείνη την περίοδο. Και καλό είναι να μην ξεχαστεί ποτέ, γενικώς.»
Μισός αιώνας από την 17η Νοεμβρίου του 1973 φέτος. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ακόμα συγκινεί, συμβολίζοντας διαχρονικά την αντίσταση ενός λαού ενάντια στην χούντα, μια αντίσταση η οποία βρήκε τους κεντρικούς της εκφραστές στα πρόσωπα μιας νέας, δυναμικής γενιάς, η οποία είχε γαλουχηθεί αγωνιστικά στα σπάργανα της αμέσως προηγούμενης, των ανθρώπων δηλαδή που πρωτοστάτησαν στα γεγονότα του Παρίσίου το 1968. Τα βιβλία, τα ντοκιμαντέρ, τα αφιερώματα και τα ρεπορτάζ που έχουν φωτίσει τα γεγονότα πέφτουν κατά ριπάς αυτές τις μέρες.
Εμείς, για να τιμήσουμε την Επέτειο, ρωτήσαμε πέντε ανθρώπους τι θυμούνται από τις ημέρες εκείνες του 1973. Πού βρίσκονταν, τι έκαναν, τι σκέφτονταν, πώς ένιωθαν.
Η γράφουσα θέλησε, για πρώτη φορά, να ξεκινήσει με ένα συγγενικό της πρόσωπο. Ας γυρίσουμε στο πρώτο ενικό, με την άδειά σας. Η γιαγιά μου, Γεωργία Σαλουφάκου, ήταν 34 ετών το 1973, μια νοικοκυρά με δύο παιδιά, το ένα δέκα ετών (η μητέρα μου), το άλλο επτά. Δεν εργαζόταν. Μου είπε τα εξής, όταν την ρώτησα:
«Θυμάμαι ότι ήμουν στο Μοσχάτο με την μητέρα μου. Αγχώθηκα και πήγα να πάρω τα παιδιά με το αυτοκίνητο από το σχολείο, υπήρχε μια αναμπουμπούλα. Όμως, δεν ένιωσα φόβο, η αλήθεια είναι. Πιο πολύ τα νιάτα είχαν ενεργοποιηθεί τότε, αλλά ενημερωνόμουν ενεργά από τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο και από όσα μου έλεγε ο παππούς σου που εργαζόταν κι ήταν εκεί έξω περισσότερο. Ο πολύς ο κόσμος ήθελε την ηρεμία του, αν και κατά βάθος όλοι θέλαμε την πτώση της Χούντας, για να έχουμε την ελευθερία μας. Δεν πήγα στην Πατησίων ποτέ, ίσως φοβόμουν μην μου συμβεί κάτι γιατί ένιωθα υπεύθυνη για τα παιδιά μου. Μέχρι σήμερα, στενοχωριέμαι για τους ανθρώπους που χάθηκαν. Στις γειτονιές τις εκτός Αθήνας, όπως η δική μας στο Μοσχάτο, οι άνθρωποι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους και φοβούνταν. Όλοι παρακολουθούσαμε τις εξελίξεις από απόσταση. Τιμώ τη μνήμη όλων αυτών που αγωνίστηκαν για να είμαστε ελεύθεροι, να διαβάζουμε, να γράφουμε και λέμε ό, τι θέλουμε. Για να μπορείς να κάνεις εσύ αυτό το άρθρο σήμερα χωρίς να κινδυνεύεις.»
Συνεχίζουμε με τέσσερις άνδρες που καθένας τους ήταν σε διαφορετική θέση εκείνο το βράδυ, αλλά όλοι με την ίδια ψυχική έξαψη, ανησυχία, ατελείωτες σκέψεις και εν εγρηγόρσει.
Δήμος Αβδελιώδης, σκηνοθέτης
«Ήμουν 20 χρονών. Ξεκινήσαμε από τη Νομική Σχολή καμιά 50ριά άτομα και περισσότεροι φοιτητές, θυμάμαι την Ιωάννα την Καρυστιάνη που έβγαλε και μια ομιλία στην Σόλωνος, την οποία διασχίσαμε και μπήκαμε στο Πολυτεχνείο. Ήμουν στην Φιλοσοφική Σχολή τότε, η οποία μαζί με τη Νομική εξκίνησε ουσιαστικά την εξέγερση, γιατί μοιραζόμασταν το ίδοο αμφιθέατρο για τα μαθήματα. Θυμάμαι ότι με τα ρούχα που φορούσαμε το πρωί ήμασταν μέχρι και το βράδυ και κρυώναμε από ένα σημείο και μετά. Όταν μπήκε το τανκ, ήμασταν με φίλες και φίλους στο προαύλιο και την ώρα που έμπαινε κάποιος έλεγε ένα ανέκδοτο για να γελάσουμε, να αποφορτιστεί το κλίμα. Και μετά, είδαμε τους πεζοναύτες, τους μαυροσκούφηδες, οι οποίοι στην πραγματικότητα μάς προστάτευαν. Μόλις βγήκαμε έξω, ένας λοχαγός μάς οδηγησε προς τα δεξια για να φύγουμε με ασφάλεια. Όσοι δεν ακολούθησαν τις οδηγίες του και έφυγαν από την άλλη κατεύθυνση έφαγαν ξύλο, είχαν πρόβλημα. Φοβόμουν, όλοι φοβόμασταν, δεδομένο αυτό.
Θυμάμαι το προαύλιο του Πολυτεχνείου γεμάτο, μαζευόταν πολύς κόσμος, στην πύλη υπήρχε βέβαια κάτι σαν υποτυπώδης έλεγχος. Δεν μπορώ να τα ξεχάσω ποτέ αυτά τα γεγονότα. Την επόμενη μέρα σκοτώθηκε ο Μπελογιάννης, συμφοιτητής μου στην Δραματική Σχολή. Όταν το μάθαμε συγκλονιστήκαμε, χάθηκε ένα αγνό, ήσυχο παιδί.»
Παναγιώτης Κουνάδης, μελετητής του ρεμπέτικου τραγουδιού
«Είχα έρθει από το Παρίσι με ένα αυτοκίνητο το οποίο είχε χαλάσει και ήταν συνεργείο. Δεν μπήκα μέσα στο Πολυτεχνείο, αλλά στις 20:00 του βραδιού της Παρασκευής εκείνης καθόμουν θυμάμαι απέναντι στην ιταλική σχολή με τον Γιάννη τον Μπαλάφα. Περιμέναμε, συζητάγαμε ανάμεσα στον κόσμο (πολύς κόσμος!) και τελικά πήγαμε και φάγαμε σουβλάκια σε ένα μαγαζί στην Πατησίων λίγο πιο πάνω. Ξαναγυρίσαμε, ξαναπεριμέναμε. Τι περιμέναμε κι εμείς; Όταν μπήκε το τανκ μέσα, είχαμε φύγει. Ο Παπαδόπουλος, όπως και όλοι οι δικτάτορες, ήταν ψυχοπαθής. Ξεστράτισε ξαφνικά από τις απόψεις του υπάκουου πράκτορα της Αμερικής κι ήρθε σε ρήξη με τους Αμερικάνους. Για να φανεί ότι επί Παπαδόπουλου χύθηκε αίμα, γέμισαν τις ταράτσες με ελεύθερους σκοπευτές και χάθηκαν 23 άνθρωποι. Ο Παπαδόπουλος δεν έκανε ποτέ αίτηση χάριτος, πέθανε στην φυλακή, είχε την πίκρα ότι τον άφησαν μόνο του οι ιδεολογικοί του σύμμαχοι, ότι τον πούλησαν. Ο γιος του Παπαδόπουλου ήταν συνάδελφός μου στο Πολυτεχνείο και κρατάμε ακόμα επαφές, δεν είχε καμία σχέση ο Χρήστος με τον πατέρα του. Τσακώθηκε το 1969 με το σπίτι του, σπούδασε και την έκανε για Σικάγο, όπου βρίσκεται ακόμα.
Ήμουν τριάντα χρονών τότε και η γενιά μου ήμαστε οι πρωτοστάτες του κινηματος του ’60, πολλοί από εμάς άλλωστε πήγαμε στο Παρίσι και συμμετείχαμε στον Μάη του ’68. Είχα πάντα την απορία γιατί αφέθηκε η εξέλιξη της εξέγερσης, τι άλλες στοχεύσεις υπήρχαν. Έπρεπε να γίνει η σφαγή που είχαν ετοιμάσει οι μυστικές υπηρεσίες. Την πλήρωσαν αθώοι…»
Φώντας Λάδης, συγγραφέας και ποιητής
«Είχα γυρίσει μόλις λίγες εβδομάδες απο την αυτοεξορία μου στην Ιταλία, στην Ρώμη. Είχε δοθεί αμνηστία το καλοκαιρι του 1973. Τριαντάρης τότε εγώ. Από τις 14 τουλάχιστον του Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς ήμουν έξω από την πύλη του Πολυτεχνείου και μετά που άρχισαν τα επεισόδι, πήγαινα τακτικά μαζί και με άλλους στα ΝΕΑ, στο γραφείο του Μηνά του Παπάζογλου. Το γραφείο του υπήρξε ένα από τα στέκια του αγώνα, για να δούμε γνωστους και να δούμε τι γίνεται, να κουβεντιάσουμε, να ενημερωθούμε. Αργά τα χαράματα εκείνης της νύχτας, θυμάμαι πως γύρισα στο σπίτι αναστατωμένος. Λίγο μετά, πήρε τον έλεγχο η μικρή Χούντα του Ιωαννίδη, η Αθήνα είναι μετατραπεί σε μια εχθρική πόλη. Την περίοδο του Πολυτεχνείου βγάζαμε μαζί με την Φρίντα την Μπιούμπι ένα περιοδικό.
Κρατώ από το Πολυτεχνείο και τη γενιά του ένα συναίσθημα δυνατό. Οι νέοι εκείνοι διέθεταν καθαρές ματιές και ισχυρή θέληση. Στην εξέγερή τους όμως συμμετείχε σημαντικά και η δική μου γενιά, η αμέσως προηγούμενή τους δηλαδή, που τους επηρεάσαμε και θετικά και αρνητικά. Δεν φταίει μόνο η γενιά του Πολυτεχνείου για την ιδεολογική παρακμή που επήλθε στην πορεία της εξέλιξής της.»
Γιώργος Νάσιος, ιδιοκτήτης μπαρ Batman
«Ήμουν οργανωμένος στον Ρήγα μαζί με τον Ερρίκο Λίτση. Ήμασταν από το 1973 στη Νομική μαζί με αυτόν, αδέλφια. Ήμουν 18μιση χρονών, είχα περάσει στην Πάτρα στα ΚΑΤΕ, τα σημερινά ΤΕΙ, αλλά δεν είχα φοιτητική ταυτότητα ακόμα, θα μου την έβγαζαν από μήνα σε μήνα. Στις16 το βράδυ ήμαστε κουρασμένοι όλη μέρα έξω από την πύλη και στα πέριξ κι είχαμε φύγει από νωρίς. Θυμάμαι γύρισα σπίτι στα Πετράλωνα, το πρωί ακούσαμε από το ραδιόφωνο όλα αυτά που συνέβαιναν. Αυθόρμητα, αυτόματα κατεβήκαμε Μοναστηράκι αντί για Ομόνοια και ανεβήκαμε ως εκεί με τα πόδια. Όλη η Αθηνάς τίγκα, γινίταν της παλαβής.
Ξέρεις, ήταν σχεδόν αυτονόητο για έναν νέο εκείνης της εποχής να κατέβει στον δρόμο, ειδικα στα Πετράλωνα, την γειτονιά μου, είχαμε γαλουχηθεί. Πέρα από το σοκ, ήμασταν σε μια εγρήγορση, περιμέναμε πολιτικές ανακατατάξεις,οι οποίες φάνηκαν με την εμφάνιση του δικτάτορα Ιωαννίδη, λίγο μετά. Δεν ξέρω αν είχα την φοιτητική μου ταυτότητα, αν θα έμενα μέσα στο Πολυτεχνείο, μπορεί. Τα πράγματα ήρθαν έτσι για μένα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, φυσικά, όσα έζησα ως 18ρης εκείνη την περίοδο. Και καλό είναι να μην ξεχαστεί ποτέ, γενικώς.»