Κάποτε λέγαμε πως «και οι τοίχοι έχουν αυτιά» και δίχως να το θέλουμε προβλέπαμε το μέλλον. Πέσαμε λιγάκι έξω στα αισθητηριακά όργανα. Βασικά, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως και να μην πέσαμε ακριβώς έξω, ίσως απλά θα έπρεπε να λέμε πως «και οι τοίχοι έχουν αυτιά και μάτια». Σήμερα υπάρχουν μάτια παντού. Όχι μόνο ανθρώπινα. Κινούμαστε καθημερινά υπό άγρυπνα βλέμματα. Μας παρακολουθούν σε γραφεία και σπίτια, σε Ι.Χ. και μέσα μαζικής μεταφοράς, σε αθλητικές διοργανώσεις, σε μουσεία και χώρους τέχνης.

Παρόλο που η παρακολούθηση διαρκώς αυξάνεται, η ανησυχία μας σαν είδος επί του θέματος μοιάζει ολοένα να μειώνεται. Σαν να μην μας νοιάζει ένα πράγμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις – αρκετές θα έλεγα – όχι απλά δεν μας ενοχλεί, αλλά αντιθέτως μας ταράζει τα μάλα η σκέψη και μόνο ότι δεν έχουμε θεατές, ακροατήριο, κοινό στην καθημερινότητά μας. Η ανθρώπινη ύπαρξη έχει γίνει πιο παραστατική από ποτέ.

Ταυτόχρονα, όμως, και αυτό ίσως είναι το πιο ενδιαφέρον, απολαμβάνουμε εξίσου το να μας παρακολουθούν και το να παρακολουθούμε εμείς οι ίδιοι. Κινούμαστε διαρκώς από τη θέση του θεάματος στη θέση του θεατή και πάλι πίσω σαν να είμαστε φτιαγμένοι ακριβώς γι’ αυτό. Σαν να είναι γραμμένο στο DNA μας το να παραδίδουμε τους εαυτούς μας στα βλέμματα των άλλων την ίδια στιγμή που αυτοί οι ίδιοι άλλοι παραδίδουν τους εαυτούς τους στο δικό μας βλέμμα. Οι διαχωριστικές γραμμές που χωρίζουν αυτούς που παρακολουθούν από αυτούς που παρακολουθούνται αρχίζουν να διαλύονται.

Πολύ προτού η τεχνολογία φέρει την παρακολούθηση σε μορφή και συσκευασία αρκετά γοητευτική ώστε το ανθρώπινο είδος να την προϋπαντήσει θερμότερα και από τον ερχομό της άνοιξης μετά από έναν ζόρικο χειμώνα, ο Φραντς Κάφκα είχε εκφράσει πολλάκις μέσα από τα γραπτά του την ανησυχία του για την εποχή της επιτήρησης που έβλεπε να έρχεται αργά αλλά σταθερά. Ο προβληματισμός του Κάφκα για την επιτήρηση γίνεται ιδιαίτερα αιχμηρός σε μια σύντομη ιστορία με τίτλο «Ο Φύλακας»:

Πέρασα τρέχοντας από τον πρώτο φύλακα. Τότε τρόμαξα, έτρεξα πάλι πίσω και είπα στον φύλακα: «Έτρεξα από εδώ, ενώ εσύ κοιτούσες από την άλλη πλευρά». Ο φύλακας κοίταξε μπροστά του και δεν είπε τίποτα. «Υποθέτω ότι δεν έπρεπε να το κάνω», είπα. Ο φύλακας δεν είπε τίποτα. «Η σιωπή σας υποδηλώνει άδεια να περάσω;»

Σε αυτή την εντυπωσιακή παραβολή, όσο ο αφηγητής τρέχει, σταματά, του απευθύνει το λόγο ή του κάνει ερωτήσεις, ο φύλακας δεν κάνει τίποτα. Είναι απλώς παρών. Παρ’ όλα αυτά, ο αντίκτυπος της παρουσίας του είναι έντονος, μιας και ο αφηγητής προφανώς αισθάνεται ένοχος που προσπάθησε να περάσει χωρίς να ενημερώσει τον φύλακα. Στην πραγματικότητα, ο φύλακας δεν αντιλήφθηκε την αρχική παράβαση καθώς κοιτούσε αλλού και ο αφηγητής είναι αυτός που διορθώνει το λάθος του φύλακα παραδίδοντας τον εαυτό του. Ο αφηγητής έχει εσωτερικεύσει πλήρως τα εποπτικά καθήκοντα του φύλακα – κάτι που είναι και ο βασικός στόχος της επιτήρησης.

Η ιστορία του Κάφκα ζωγραφίζει ένα ανησυχητικό πορτρέτο ενός συστήματος παρακολούθησης που είναι οικείο, πλήρως αποδεκτό και ίσως πανταχού παρόν. Αυτό φαίνεται να αντικατοπτρίζει το μέλλον μας ως ανθρωπότητα, αν αυτό το μέλλον δεν έχει ήδη φτάσει. Το κρίσιμο είναι ότι, στην ιστορία του Κάφκα, οι ψυχολογικές επιπτώσεις της παρακολούθησης έχουν κάνει το επιτηρούμενο υποκείμενο να παραιτηθεί από τη δράση και τα δικαιώματά του.

Αυτή η εσωτερίκευση των καθηκόντων παρακολούθησης εγείρει ένα σοβαρό ερώτημα σχετικά με την αλλοίωση της προσωπικότητας. Είναι γνωστό ότι η παρακολούθηση μπορεί να επηρεάσει προσωρινά τα κίνητρα, την ικανοποίηση, τα επίπεδα του άγχους μας. Μήπως όμως η συνεχής παρακολούθηση προκαλεί και ακόμα μεγαλύτερες και πιο διαρκείς αλλαγές στην ταυτότητά μας, όπως στην ιστορία του Κάφκα;

Δεν υπάρχουν μελέτες που να αποδεικνύουν ότι η παρακολούθηση μπορεί να προκαλέσει μόνιμες αλλαγές σε ένα άτομο, όπως πρότεινε ο μεγάλος Τσέχος συγγραφέας. Ξεκινώντας όμως από την ψυχολογία, και στη συνέχεια κοιτάζοντας πέρα από τα όριά της, μπορούμε να αρχίσουμε να συγκεντρώνουμε ένα συνονθύλευμα ερευνών και ιδεών που ζωγραφίζουν μια εκπληκτικά καφκική εικόνα των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης, στην οποία τα όρια μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου αρχίζουν να καταρρέουν.

Ως αναλυτής των γραφειοκρατικών υπερβολών του 20ού αιώνα και ως κάποιος που έζησε τη ζωή του στη σκιά ενός αυταρχικού γονέα, ο Κάφκα ήταν μοναδικά προετοιμασμένος να διερευνήσει τις επιπτώσεις της επιτήρησης. Γεννημένος στην Πράγα το 1883, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του δουλεύοντας σε γραφείο για μια ασφαλιστική εταιρεία και γράφοντας ιστορίες μόνο στον ελεύθερο χρόνο του.

Πέθανε κοντά στη Βιέννη το 1924, ανύπαντρος. Αυτή η τελευταία λεπτομέρεια είναι σημαντική, διότι ο Κάφκα ήθελε πάντα να παντρευτεί. Την αδυναμία του να το κάνει απέδιδε άμεσα στον πατέρα του, τον Χέρμαν, όπως περιγράφει λεπτομερώς στο «Γράμμα στον πατέρα μου», που γράφτηκε το 1919 κατά τη διάρκεια μιας κρίσης φυματίωσης, της ασθένειας που θα τον σκότωνε τέσσερα χρόνια αργότερα. Η αυταρχική προσέγγιση του πατέρα του Κάφκα στην ανατροφή των παιδιών επιδείνωσε την τάση του γιου του για αυτό-αμφισβήτηση και τον ακινητοποίησε σε ένα είδος ψυχικής φυλακής. Δεν είναι περίεργο που οι ιστορίες του Κάφκα διαπνέονται από τόση ένταση και από μια σταδιακή αλλά επίμονη απώλεια κάθε ελπίδας.

Ίσως ο Κάφκα απεικόνισε τον εσωτερικευμένο παρατηρητή τόσο έντονα επειδή τον ενσάρκωσε ο ίδιος. Αυτολογοκρινόμενος μέχρι τέλους, επέτρεψε να δημοσιευτεί ελάχιστο από το έργο του κατά τη διάρκεια της ζωής του και έκαψε προσωπικά τα περισσότερα γραπτά του. Μέχρι και το 90 % των ιστοριών του μπορεί να οδηγήθηκαν στη φωτιά. Στη διαθήκη του, ο Κάφκα ανέφερε μάλιστα ότι τα εναπομείναντα έργα του θα έπρεπε να καταστραφούν. Ευτυχώς, ο φίλος του Μαξ Μπροντ αγνόησε αυτό το τελευταίο αίτημα και ο μικρός διαλογισμός του Κάφκα για την επιτήρηση επέζησε – μια παραβολή που μας προειδοποιεί για τους τρόπους με τους οποίους η επιτήρηση μπορεί να αλλάξει ένα άτομο με βαθύ και διαρκή τρόπο.

Σε αυτήν την ιστορία με τον φύλακα, ο Κάφκα θέτει επίσης ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο και άκρως επίκαιρο μέχρι σήμερα. Ο Κάφκα, ακολουθώντας τον παράδειγμα του πρώιμου Ρωμαίου σατυρικού ποιητή Ιουβενάλιου, μοιάζει να ρωτά: «Ποιος θα παρακολουθεί τους παρατηρητές;». Και με το ερώτημα αυτό παραπέμπει στην άπειρη παλινδρόμηση της επιτήρησης, με τους παρατηρητές να παρακολουθούν τους παρατηρητές που παρακολουθούν άλλους παρατηρητές, και ούτω καθεξής. Αλλά το ερώτημα, σύμφωνα με τη λογική της παραβολής του Κάφκα, παραπλανά. Γιατί, τελικά, παρατηρούμενοι είναι αυτοί που παρακολουθούν τους παρατηρητές και με τον τρόπο αυτό μετατρέπονται οι ίδιοι σε παρατηρητές του εαυτού τους.