Ήταν φθινόπωρο του 2013 όταν πρωτοδιάβασα, εικοσάρα και κάτι, το «Πεθαίνω σαν Χώρα». Το είχα πάρει, θυμάμαι, από προτροπή του δασκάλου μου και αγαπημένου μου συγγραφέα Δημήτρη Τσεκούρα.

Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που ένα κείμενο ξερίζωσε δέντρα και θάμνους από μέσα μου, δέντρα και θάμνους που δεν γνώριζα ότι διέθετε η μυστική μου χλωρίδα. Κάθε λέξη του Δημητριάδη, κάθε φράση, ακόμα και η γραμματοσειρά των εκδόσεων Σαιξπηρικόν με συντάραξε, με θυμάμαι να περπατώ πάνω κάτω στη σαλονοκρεβατοκάμαρά μου, συναντούσα τον κόσμο σαν για πρώτη φορά. Και ήξερα πως εκείνο το βράδυ της απνευστί ανάγνωσης θα αποθηκευόταν στη μνήμη μου στην χορεία των τελετουργικών βραδιών, από αυτά που δεν ξεχνάς και, μάλιστα, έχεις να αφηγείσαι: ένα συγκλονιστικό τσιφτετέλι που κάπου χόρεψες ερωτευμένη, ένα ξενύχτι σε νησί με μεθύσι, μια συνουσία καταπληκτική, μια ανάγνωση-καταβύθιση.

Κι ύστερα, διάβασα κι άλλα έργα του Δημητριάδη. Όχι πολλά, όχι όλα, αλλά αρκετά για να με κάνουν να τον θεωρήσω τον καλύτερο Έλληνα συγγραφέα που έχουμε αυτή τη στιγμή. Ανόητη διατύπωση. Τι θα πει «που έχουμε». Κανείς δεν έχει τίποτα, πολλώ δε μάλλον ένα απροσδιόριστο Εμείς δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να έχει, με την έννοια του Διαθέτω, έναν άνθρωπο που γράφει τ’ Άγραφα, τα Μυστικά, τα Συγκλονιστικά.

Απέφυγα επιμελώς για χρόνια να τον διεκδικήσω για συνέντευξη, όπως αποφεύγω να συναντώ από κοντά τα είδωλά μου. Η δημοσιογραφία μού έχει χαρίσει μαγικές συναντήσεις και σπάνιες συζητήσεις, αλλά και όχι λίγες κατακρημνίσεις ανθρώπων που πριν τους δω να στέκονται απέναντί μου και να απαντούν στις ερωτήσεις μου θαύμαζα και είχα ψηλά.

Σχεδόν μια δεκαετία μετά την πρώτη μου επαφή με το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη, τον συνάντησα, θέλοντας και μη (sic), στην γενέτειρά του, με αφορμή το ανέβασμα μιας παράστασης. Το «Πεθαίνω Σαν Χώρα» σε σκηνοθεσία Αλίκης Στενού που παίχτηκε στα τέλη της φετινής σεζόν στην Αθήνα ανέβηκε και στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, σε ένα καταπληκτικό θέατρο, το Metropolitan Urban Theatre, το οποίο δικαιούται από μόνο του ένα άλλο, ξεχωριστό κείμενο.

Η ομάδα Knot (νέοι, διαφορετικών δυναμικών και βιογραφικών ηθοποιοί, ταλαντούχοι ή εν πάση περιπτώσει φερέλπιδες) μαζί με την σκηνοθέτιδά τους και, φυσικά, τον Νίκο Τουλιάτο που με τα κρουστά του απογειώνει την παράσταση, κάλεσαν τον Δημητριάδη για ένα κρασί στο Casablanca, ένα εστιατόριο και μπαρ κοντά στο θέατρο. Ήταν Οκτώβρης ξανά, φθινόπωρο δηλαδή, και τώρα δεν διάβαζα τίποτα, τώρα δεν περπατούσα ανήσυχη μες στο εξαρχειόσπιτό μου, παρά βρισκόμουν καλοντυμένη σε απόσταση αναπνοής από τον Δημήτρη Δημητριάδη, προσκεκλημένη κι εγώ σε αυτό το τραπέζι. Να είναι καλά ο αγαπημένος μου που έπαιζε στην παράσταση-θα του είμαι για πάντα ευγνώμων και για αυτόν τον λόγο. Άκουγα, δε, τον αγαπημένο μου συγγραφέα να τον αποκαλεί με το μικρό του όνομα και με μια οικειότητα που θαύμασα και ίσως, υπόκωφα, ζήλεψα.

Κάθισα δίπλα του, παραγγείλαμε μεζέδες, ροζέ κρασί, μια βότκα εγώ και άρχισα να τον απολαμβάνω. Εξωκειμενικά, αν-ειδωλικά, στο εδώ και τώρα. Να παρατηρώ το τρυφερά χαραγμένο του από τον χρόνο πρόσωπο, τις κινήσεις του, πώς υπέγραφε τα βιβλία που δώριζε στους ηθοποιούς: μεταφράσεις του, έργα του, διαφορετικά στον καθένα. Τα μάτια των ηθοποιών άστραφταν καθώς έπαιρναν τα δώρα τους, τον ρωτούσαν πράγματα, εκείνος απαντούσε, μια με χιούμορ, μια πιο αυστηρά, τσουγκρίσαμε, άναψαν τσιγάρα. Βρισκόμασταν σε μια αυλή, στο πίσω μέρος του μαγαζιού, γύρω από ένα μοναστηριακό τραπέζι. Ο Δημητριάδης σχολίασε ότι η αίσθηση ήταν αντίστοιχη με αυτή μιας επίσκεψης σε φιλικό σπίτι. Συμφωνήσαμε: Ήταν μια στιγμή συμπαγούς ευτυχίας για τον καθένα και την καθεμιά μας.

Είπα, όταν ρωτήθηκα, πως είμαι δημοσιογράφος, αλλά πως δεν είχα σκοπό να τον βομβαρδίσω. Όχι πως δεν ρώτησα κι εγώ. Όχι πως δεν άκουγα με λαχτάρα. Παράξενο συναίσθημα για μένα αυτός ο ατόφιος θαυμασμός που σχεδόν αποκλείει την σκέψη από την καθαρότητά της. Εγώ, που δεν είχα καλά καλά αφίσες με boy bands ή με εγχώρια είδωλα, είχα εκείνη την βραδιά την ορμή μιας γκρούπι και πολύ με εξέπληττα, αλλά δεν είχα καμία πρόθεση να μου κόψω αυτή την παρόρμηση.

H συντάκτρια του Olafaq, Γεωργία Δρακάκη με τον Δημήτρη Δημητριάδη.

Βοήθησε και η λευκή κασετίνα Καρέλια. Άδειασε η μισή μέσα σε μιάμιση ώρα. Ο Δημητριάδης εξήγησε το χρονικό δημιουργίας του «Πεθαίνω σαν Χώρα»-ένα τυχαίο κάλεσμα για δημοσίευση ενός κειμένου σε ένα περιοδικό που εξέδιδε στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 το Ινστιτούτο Γκαίτε. Μίλησε για την χαρά που παίρνει ταξιδεύοντας από χώρα σε χώρα, για τις παραστάσεις. Γάλλοι ηθοποιοί, Πολωνοί, Σουηδοί, Βαλκάνιοι δουλεύουν το πρώτο του πεζογράφημα και το αντιλαλούν στα πέρατα της γης.

Σκέφτομαι ότι έχει σημαντικό εισόδημα από τα δικαιώματα που εκχωρεί για τα ανεβάσματα. Πράγμα δίκαιο, πράγμα όμορφο. Σκέφτομαι ότι όλο και κάποια παράσταση θα του άρεσε περισσότερο. Αυτή εδώ, η «δική μας», μάλλον όχι. Είχε κάποιες ενστάσεις για την ένταση των κρουστών, αποφεύγει να απαντήσει στην ερώτησή μου για το ποια σημεία ξεχώρισε. Του αρέσουν οι ηθοποιοί, ξεδιψά από τα νιάτα γύρω του. Ο ίδιος είναι 78 ετών και ξέρει-όχι με τον τρόπο της Μνήμης, αλλά με τον τρόπο της Γνώσης- πολύ καλά την ορμή των 30, των 35 χρόνων.

Χαίρεται, υποθέτω, που είναι ο Δημήτρης Δημητριάδης. Είναι καλά, είχα την εντύπωση, με το Είναι και το Φαίνεσθαί του, αλλά, σε κάποια στιγμή, μεταξύ αστείου και σοβαρού, το είπε: «Τελευταία, δεν αντέχω τον εαυτό μου». Έπινε αργά το κρασί του και άκουγε με ειλικρινές ενδιαφέρον τις απορίες μας. Δεν έχω ιδέα αν θα ήταν το ίδιο συμπαθής σε μια συντροφιά στην οποία δεν θα ήταν ο ίδιος το επίκεντρο. Αλλά, σε ποιον δεν αρέσει, μια στο τόσο ή συχνότερα, να βρίσκεται στο επίκεντρο;

Η μοναξιά του συγγραφικού βίου επιτρέπει, θεωρώ, μερικές στιγμές ροκ δόξας, όταν ο συγγραφέας άγεται στην ζωή ως άνθρωπος μόνο, παροπλισμένος από τις πένες και τα χαρτιά ή τα πληκτρολόγιά του. Παιδεύτηκε αρκετές νύχτες να γράψει το «Πεθαίνω σαν Χώρα» και έτσι όπως περιγράφει την διαδικασία, μας είναι αντιληπτό ότι το αισθάνθηκε ως άνωθεν υπαγόρευση. Κάποιος, κάτι κινούσε την γραφίδα του. Ομολόγησε ότι είναι ένα ερωτικό έργο, από την άποψη ότι γράφτηκε υπό το κράτος μιας οξείας ερωτικής απογοήτευσης που, σε συνδυασμό με την επιστράτευση για την Κύπρο, λειτούργησε καταλυτικά στο γράψιμο.

Αγαπημένο έργο δεν έχει. «Είναι σα να με ρωτάτε ποιο κομμάτι του σώματός μου, του εαυτού μου αγαπώ περισσότερο.»

Σκέφτομαι ότι το «Πεθαίνω σαν Χώρα» είναι το κεφάλι του και οι «Κατάλογοι» η καρδιά του. Σκέφτομαι ότι χωρίς κεφάλι και καρδιά δεν ζεις. Δεν μοιράστηκα την σκέψη μου. Έψαξε μια λέξη κάποια στιγμή, για να περιγράψει μια ατμόσφαιρα σε ένα θέατρο, εκτός Ελλάδας, όπου παιζόταν παράσταση βασισμένη στο κείμενό του. Είπα «μέθεξη», είπε «αυτή είναι ακριβώς η λέξη» και κατανόησα πως όλη την ώρα που μιλάει, αργά, αλλά όχι με κουραστικές παύσεις, ξεδιαλέγει τις λέξεις από το τεράστιο κουβάρι δίχτυα εντός του με περισσή έγνοια. Δεν μιλά τυχαία, μιλά όπως θέλει να μιλήσει ακριβώς, όπως γράφει κιόλας.

Λίγο πριν φύγουμε, όμως, σχολίασε τον αθυρματικό χαρακτήρα των λέξεων. «Και τι είναι οι λέξεις, τελικά; Λέμε αγάπη. Και τι σημαίνει αυτό; Μερικά γράμματα. Άλφα, γάμα, άλφα, πι, ήτα».

Φωτογραφήθηκε με κάθε έναν από τους ηθοποιούς, με ζεστή αγκαλιά και βλέμμα. Το ίδιο και μαζί μου. Έβαλα το κεφάλι μου στον ώμο του και μου φίλησε τον βραχίονα στο χέρι μου. Το ίδιο που μου έκαναν οι λέξεις του στα γραπτά του ήταν ικανός να το κάνει και ο ίδιος, με το σώμα του. Να χαϊδέψει, να φιλήσει. Φυσικά, οι λέξεις του μαχαιρώνουν κιόλας. Στυγνά. Ο ίδιος πολύ γλυκός άνθρωπος. Δεν έχω να το πω κάπως αλλιώς αυτό. Γλυκός. Μια αλήθεια του κι αυτή, μια από τις μπόλικες που απαρτίζουν έναν άνθρωπο και, δη, έναν Συγγραφέα.

Δεν ηχογράφησα ούτε δευτερόλεπτο από εκείνη την ανοιχτή συζήτηση κι ας είχα την απόλυτη γνώση ότι θα ξεπερνούσε σε ενδιαφέρον κάθε συνέντευξη που έχει δώσει ποτέ ο Δημητριάδης, ακόμα και αυτήν την τρομερή που έδωσε κάποια στιγμή στον Γιώργο Βουδικλάρη στο elculture. Μάλλον, θα είχε αξία να βιντεοσκοπηθεί κιόλας αυτή η μικρή μάζωξη. Τα βλέμματά του, το διακριτικό κόψιμο των μικρών παρακλαδιών-συζητήσεων που φύτρωναν στον κορμό του Βασικού Θέματος (που δεν είχε κανείς μας, τελικά, ιδέα ποιο ήταν και αυτό ήταν το Μαγικό), το ευγενές χαμόγελό του στις σερβιτόρες και τους σερβιτόρους, αυτή η Σημαντική Ησυχία που τον περιέλουζε, ως απόφαση, ως επιλογή ή ως Από Πάντα Τέτοια.

H ομάδα Knot με τον Δημήτρη Δημητριάδη.

Σχολίασε κάποια στιγμή, σε ένα ενδιαφέρον ενσταντανέ με τον κατά μερικά χρόνια νεότερό του Νίκο Τουλιάτο, τις ομοιότητες των ανθρώπινων γενεών μες στους αιώνες. Αναφέρθηκε σε μια διαθήκη που βρέθηκε στην Αίγυπτο και γράφτηκε πριν από χιλιάδες χρόνια από μια γυναίκα. Αποκλήρωνε μερικά από τα παιδιά της, έγραφε για την περιουσία και τα συναισθήματά της, με τον τρόπο που θα μπορούσε κάλλιστα να το κάνει σήμερα μια άλλη γυναίκα οπουδήποτε, στην Καλαμάτα, στην Βουλγαρία, στην Ινδία.

Δεν ρώτησε τίποτα κανέναν. Αυτό μπορεί και να είχε μέσα μια μικρή έπαρση. Αλλά, παράλληλα, και μια διακριτικότητα. Μου είπε ότι με βρίσκει όμορφη, με μια παλιά, αρχαϊκή ομορφιά. Την πήρα σαν αγιασμό αυτή την κουβέντα, αλλά αυτό είναι δικό μου θέμα, δικό μου πρόβλημα. Του είπα ότι κι αυτός είναι όμορφος. Χωρίς προσδιορισμό άλλο. Τα παιδιά του έλεγαν πως φαίνεται δέκα χρόνια νεότερος. Και πράγματι. Δεν φάνηκε να τον νοιάζει τίποτε από όλα αυτά.

Τον φαντάστηκα να περπατά μέχρι το σπίτι του μετά, να ξεκλειδώνει την πόρτα του, χωρίς αυτό το χαμόγελο που μας επεφύλαξε όλο το βράδυ, πιο σκυθρωπός, να πλαγιάζει. Ενδεχομένως, να αισθάνεται στεγνός από έμπνευση. Ενδεχομένως, να σκέφτεται «πόσα ακόμα ανεβάσματα του Πεθαίνω Σαν Χώρα;» με ανάμεικτη πλήξη και υπερηφάνεια.

Δεν θα ήθελα ποτέ να τον γνωρίσω καλύτερα από όσο θεωρώ πως μπόρεσα εκείνο το βράδυ στην φθινοπωρινή Θεσσαλονίκη. Διαβάζω τους Καταλόγους του (πάλι) αυτή την εποχή, έναν Σκοτεινό Ύμνο στην ελληνική γλώσσα.

Και καθώς διαβάζω, θυμάμαι που είπαμε οι δυο μας καληνύχτα με ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. Τίποτε ερωτικό. Όλα Λογοτεχνία και Θέατρο με έναν τρόπο ουσιαστικό, ειλικρινέστατο.

Κι αν υποθέσουμε ότι θα είχα σήμερα, στα τριάντα μου χρόνια, μια αφίσα ειδώλου στο δωμάτιό μου, θα είχα σίγουρα μία του Δημήτρη Δημητριάδη. Ποια γκρούπι δεν θα έχανε τα μυαλά της αν ερχόταν τόσο κοντά με το είδωλό της; Μισό ράφι της βιβλιοθήκης μου, και σύντομα ελπίζω ένα ολόκληρο, του είναι αφιερωμένο.

Στις εποχές της αμφισβήτησης, επιλέγω κάποιες φορές, την Λατρεία, μια έννοια που οδήγησε την ανθρωπότητα σε αιματοκυλίσματα, σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Από την άλλη, οδήγησε και στην Ελπίδα, στην Άγρια Χαρά, σε πράγματα καλά. Κι όταν σχολίασα στον Δημητριάδη τα περί αμφιλεγόμενων δηλώσεών του ανά καιρούς, αυτός θέλησε να εξηγήσει, να απαντήσει, αλλά εγώ είχα κιόλας μετανιώσει που το έθεσα.

Αισθάνομαι βαθιά ότι ανήκω σε εκείνες που έχουν αντιληφθεί τι είναι ο Δημητριάδης-δεν μου χρειάζεται κανένα γαλόνι Διανόησης ούτε το χρίσμα του κριτικού λογοτεχνίας ή θεάτρου. Κι ο Δημητριάδης δεν είναι κάποιος κακός ή επικίνδυνος άνθρωπος-το ακριβώς αντίθετο. Ίσως ούτε για κάποιο μεγάλο, ηρωικό Ευεργέτημα ή Καλό είναι ικανός. Αλλά, για τον Θεό, παράγει αγόγγυστα την Ομορφιά όλα αυτά τα χρόνια, παράγει έργο γαμώ την τρέλα μου. Ανάμεσα σε τόσους εκπροσώπους σήψης και ψευτιάς, επιλέγουν ορισμένοι να τα βάζουν με Δημητριάδηδες με την ορμή του έφηβου απέναντι στον καθηγητή του στο Λύκειο, ή της επαναστατημένης κόρης στον πατέρα της.

Κι αυτό μου φαίνεται τόσο μικρό απέναντι στην Ουσία του ίδιου και την ουσία της ζωής και της τέχνης, επίσης. Γιατί όταν πεθάνει ο Δημητριάδης, τα κείμενά του θα συνεχίζουν να ζουν. Κι αυτό είναι ένα είδος εγκόσμιας, απτής Αθανασίας. Δεν πιστεύω στα άσυλα. Ο άνθρωπος είναι πάνω από τον καλλιτέχνη-α δ ι α π ρ α γ μ ά τ ε υ τ α.

Απλώς, στον Δημήτρη Δημητριάδη (ακόμα και αν κάποιες σκέψεις του ή απόψεις του δεν με βρίσκουν σύμφωνη, γιατί η Χρυσή Αυγή είναι εγκληματική οργάνωση, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ είπε απλώς εγκληματικά ψέματα, ας πούμε) η ανθρωπιά με την καλλιτεχνίλα του παντρεύονται, ενώνονται, αλληλοαφομοιώνονται, συνυπάρχουν. Τόσο απλά.

Κι αυτό το κατάλαβα πίνοντας απλώς ένα κρασί μαζί του στην Θεσσαλονίκη και περιττεύει η προσπάθεια από μεριάς μου να εισφέρω κι άλλα επιχειρήματα από όσα παρέθεσα σε αυτό το κείμενο που σε λίγες λέξεις τελειώνει.

Ηθικό δίδαγμα εν γένει και εν είδει: Πάτε θέατρο, διαβάστε βιβλία, πιείτε κρασιά, φιληθείτε.

Σας ευχαριστώ, κύριε Δημητριάδη.