Υπάρχει στη μουσική μια κλίμακα που διαφέρει από τις άλλες καθώς η αλλόκοτη και σκοτεινή μελωδία της ξεπερνά τις αντοχές της ανθρώπινης ακοής με την παραδοξότητα και την παραφωνία της. Ονομάζεται «η κλίμακα του διαβόλου». Σαν αυτή τη ραδιούργα μελωδία τρύπησε νωρίς χθες το βράδυ τα αυτιά και την καρδιά μας η είδηση του θανάσιμου δυστυχήματος του Νότη Μαυρουδή.

Φαντάζομαι ότι σήμερα και για τις επόμενες μέρες το Διαδίκτυο και τα Μέσα θα κατακλυστούν από αφιερώματα και επιμνημόσυνες δεήσεις για έναν σπάνιο καλλιτέχνη που ήξερε να κάνει θόρυβο μόνο με την κιθάρα και το στιβαρό συνθετικό του έργο. Και καλά θα κάνουν. Γιατί ο Νότης Μαυρουδής δεν ήταν μόνο το υποβλητικό «Ίσως φταίνε τα φεγγάρια» με τη σπάνια φωνή της Ελένης Βιτάλη ή το «Πρωινό τσιγάρο» με την μπρεχτική ερμηνεία της αλησμόνητης Αρλέτας.

Ήταν πολλά περισσότερα.

Ο Νότης Μαυρουδής πέρασε τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στις φυλακές Αβέρωφ καθώς η μητέρα του ήταν πολιτική κρατούμενη. Αργότερα, μαθήτευσε πλάι στον Δημήτρη Φάμπα και έλαβε το πτυχίο του από το Εθνικό Ωδείο με άριστα. Η σπάνια δεξιοτεχνία του είχε ως αποτέλεσμα να του ανατεθεί, μόλις στην ηλικία των 25 ετών, η έδρα της κλασικής κιθάρας στη Scuola Ciciva di Milano, στην οποία δίδαξε ως το 1975. Έκτοτε, έλαβε μέρος σε πλήθος διεθνών φεστιβάλ τραγουδιού, συχνά με πολιτικό χαρακτήρα, ενώ έδωσε ρεσιτάλ σε διακεκριμένα κιθαριστικά Φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού, με πιο χαρακτηριστικό το Φεστιβάλ Κλασικής Κιθάρας στο Esztergom της Ουγγαρίας.

Στην πορεία της καριέρας του έλαβε πολλές διεθνείς διακρίσεις, με κορυφαία εκείνη στον 12ο Διεθνή διαγωνισμό Παιδικών Χορωδιών της Λισαβόνας το 1990 όπου, σε συνεργασία με τη χορωδία Τυπάλδου, έλαβε το πρώτο βραβείο για το παιδικό τραγούδι του «Ο Παλιάτσος». Συνεργάστηκε με σημαντικούς ερμηνευτές και ερμηνεύτριες του νεοελληνικού τραγουδιού (Χαρούλα Αλεξίου, Αρλέτα, Μαρίζα Κώχ, Αναστασία Μουτσάτσου, Έλλη Πασπαλά, Κώστα Θωμαϊδη, Γιώργο Νταλάρα, Μανόλη Μητσιά και άλλους) ενώ ασχολήθηκε συστηματικά με σημαντικούς ποιητές, αφήνοντας πίσω του, μεταξύ άλλων, μελοποιήσεις ποιημάτων των Οδυσσέα Ελύτη, Μάνου Χατζιδάκι και Ηλία Πετρόπουλου. Ακόμη, υπήρξε εκδότης του περιοδικού Tar, αρθρογράφος και συγγραφέας.

Ενεργός καλλιτεχνικά και πολιτικά μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του, δεν παρέλειπε με τις πάντα ευγενικές και ευθύκριτες παρεμβάσεις του να παίρνει θέση γύρω από ζητήματα πολιτικής και αισθητικής του καιρού μας, θυμίζοντας στους φίλους της σελίδας του στα social media τη στόφα εκείνη των καλλιτεχνών μιας άλλης εποχής της μεταπολεμικής Αριστεράς όπου η τέχνη αποτελούσε το όχημα για να συναντηθεί το ατομικό με το συλλογικό και όχι απλώς μια εκπλήρωση προσωπικών φιλοδοξιών ή έστω, προσωπικής έκφρασης. Άλλωστε, κατά το πρόσφατο παρελθόν πρωτοστάτησε και στους αγώνες για τα διεκδικήσεις και τα δικαιώματα των καλλιτεχνών, με υψηλό ήθος και βαθύ δημοκρατικό αίσθημα σε κάθε του έκφραση και αγώνα.

«Πεποίθηση ζωής διηύθυνε τα βήματά του», για να θυμηθούμε και τον ποιητή Σαραντάρη . Γι’ αυτό, ας συμφωνήσουμε όλοι, ότι δεν τον είδαμε ποτέ να φεύγει από κοντά μας τόσο ξαφνικά και βίαια. Παρά μόνο, ίσως, κατέβηκε για λίγο κάτω από τη σκηνή κρατώντας τρυφερά την κιθάρα του για να δώσει ένα τελευταίο ρεσιτάλ στ’ αστέρια.