O Αγγλο/Γάλλος καλλιτέχνης Fred Vermorel, γράφοντας για τον κολλητό του φίλο, τον Malcolm McLaren το 1978, τον περιέγραψε ως «έναν άνθρωπο με το όραμα ενός μεγάλου καλλιτέχνη, την καρδιά ενός αναρχικού και τη φαντασία ενός μαυραγορίτη».
Σήμερα, ακριβώς 14 χρόνια μετά το θάνατό του και σχεδόν μισόν αιώνα (παρά κάτι) μετά τη μεγάλη πανκ επανάσταση στην οποία συνέβαλε τα μέγιστα, η προσφορά του McLaren στην ποπ κουλτούρα παραμένει παράξενα και σχεδόν ανεξήγητα ασύλληπτη.
Ο αυτοαποκαλούμενος και «cultural anarchist» McLaren ενηλικιώθηκε μέσα από τις πολιτικές αναταραχές στα τέλη της δεκαετίας του 1960, έχοντας ως πρότυπο τους ιμπρεσάριους της «παλιάς σχολής» της σόουμπιζ της δεκαετίας του 1950 -μάνατζερς όπως ο Larry Parnes, ο οποίος έλεγχε κάθε πτυχή της ζωής των νεαρών τραγουδιστών που συμμετείχαν στο ρόστερ του.
Στον (μίκρο- ή μάκρο-) κόσμο του McLaren, οι αντιφάσεις ήταν δεδομένες, ανά πάσα στιγμή: τη μία στιγμή, ο Μακλάρεν θα προέβαινε σε μια πραγματικά εμπνευσμένη δημιουργική εικονοκλασία, την αμέσως επόμενη στιγμή θα οδηγούταν (άγνωστο πως) σε έναν προσβλητικό και κακόγουστο καιροσκοπισμό, ενώ αμέσως μετά θα επεδείκνυε μια ακραία αδίστακτη συμπεριφορά εναντίον ενός αγαπημένου του προσώπου.
Με τον McLaren, ακόμη και οι πιο κοντινοί του άνθρωποι δεν ήξεραν ποτέ πού βρισκόταν και γι’ αυτό περίμεναν από τον ίδιο είτε το καλύτερο, είτε το χειρότερο.
Από τα πολλά σλόγκαν που κατά καιρούς δημιούργησε, το Cash from Chaos ήταν ίσως το πιο σύμφυτα ταιριαστό στην προσωπικότητά του: «βγάλ’τε χρήματα μέσα από το χάος του καιροσκοπισμού».
Το χάος, όμως, είχε ένα κόστος. Το πιο διαβόητο θύμα του ήταν ο John Simon Ritchie, γνωστός και ως Sid Vicious, τον οποίο ο McLaren ενθάρρυνε διαρκώς σε μια ολοένα και πιο μηδενιστική (και εντέλει αυτοκαταστροφική) συμπεριφορά.
Η «πώληση» του Sid Vicious ως του «απόλυτου αποτυχημένου» – ενός «πανκ» με την «ρετρό» έννοια της λέξης, όπως διασώθηκε στην αγγλική γλώσσα – θα ωθούσε τον John Lydon να αποκαλέσει τον McLaren ως «τον χειρότερο άνθρωπο στη Γη».
Οι γυναίκες της ζωής του Malcolm McLaren
Ο McLaren από μικρός είχε λάβει μια άκρως παράξενη ανατροφή, η οποία ξεκίνησε και συνεχίστηκε με πάντα μια γυναίκα στο επίκεντρο της ζωής του.
Ο McLaren γεννήθηκε στο σπίτι του στο Λονδίνο τον Ιανουάριο του 1946, δεύτερος γιος του Peter και της Emily McLaren.
Ο Πίτερ ήταν Άγγλος σκωτσέζικης καταγωγής, ο οποίος είχε υπηρετήσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η Έμιλι ήταν κόρη αρκετά εύπορων Εβραίων (ο πατέρας της ήταν ράφτης).
Η Vivienne Westwood ήταν μία από τις πολλές ισχυρές γυναικείες φιγούρες στη ζωή του McLaren, ξεκινώντας από τη γιαγιά του, τη Rose, της οποίας το mantra ήταν «Το να είσαι κακός είναι συναρπαστικό, γιατί το να είσαι καλός είναι απλά βαρετό».
Ο νεαρός McLaren μοιραζόταν μέχρι και… το κρεβάτι του με τη Rose όταν ήταν παιδί και θα το έκανε κατά διαστήματα μέχρι τα τέλη της εφηβείας του. Μιλάμε για μια όντως πολύ περίπλοκη σχέση.
Η ίδια η μητέρα του McLaren, η Emily, ήταν μια επίσης αλλόκοτη γυναικεία φιγούρα, η οποία, προς μεγάλη αποδοκιμασία της Rose, έφυγε από το σπίτι όταν ο γάμος της διαλύθηκε.
Δεκαετίες αργότερα, ο ίδιος ο McLaren διηγήθηκε πώς την είχε δει κάποτε να κάθεται στο ίδιο βαγόνι με εκείνον σε ένα τρένο, αλλά δεν τόλμησε καν να της μιλήσει.
Όταν ο Peter McLaren έφυγε και αυτός από το σπίτι αφήνοντας τους δύο μικρούς του γιους στη φροντίδα των πεθερικών του, δεν τους είδε ξανά μέχρι το 1989, όταν αυτοί κόντευαν τα 50 τους χρόνια.
Όταν άρχισε να πηγαίνει σχολείο, ο McLaren παραδέχτηκε ανοικτά ότι «Ήμουν ένα δύστροπο σκατόπαιδο». Γενικά, ο μικρός Malcolm είχε πλείστα όσα ψυχολογικά ζητήματα και έδειχνε από μικρός μια παροιμιώδη δυσανεξία στο να συνάπτει στενές διαπροσωπικές σχέσεις (η απόρριψη μάνας και πατέρα που λέγαμε).
Ίσως αυτές οι σχέσεις του να ευθύνονται για τον δημιουργικό και καλλιτεχνικό του αμοραλισμό -π.χ. με την Westwood έβγαλε μια σειρά από μπλουζάκια με κεντρική φιγούρα τους τον περιβόητο «Δράκο του Κέιμπριτζ» ενώ, ως μάνατζερ του post-punk συγκροτήματος Bow Wow Wow, είχε σχέδια για την έκδοση ενός σεξουαλικά προκλητικού εφηβικού περιοδικού με τίτλο «Chicken» [σ.σ: «Kοτοπουλάκι»: την ίδια στιγμή το γλυκερό παρατσούκλι ενός έφηβου, αλλά και «θύμα» στην αργκό των παιδόφιλων] που θα απευθυνόταν σε αγόρια και κορίτσια από 12 έως 18 ετών.
Ο «καταστασιακός» McLaren
Ο McLaren μπαινόβγαινε σε διάφορες σχολές τέχνης και σχεδόν ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές σπουδές του στο Goldsmiths College.
Ενδιαφέρθηκε για την Καταστασιακή Διεθνή, μια ομάδα διανοούμενων και πολιτικών θεωρητικών που δραστηριοποιήθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Οι Καταστασιακοί θεωρούσαν πολλές πτυχές της καπιταλιστικής κοινωνίας ως «θέαμα» και εξυμνούσαν την τεχνική του détournement, δηλαδή την διαρκή αντιπαράθεση κειμένων και εικόνων με τρόπους που στρέφουν τον καπιταλισμό ενάντια στον εαυτό του.
Ενώ ήταν ακόμα στη σχολή καλών τεχνών, μετακόμισε στο σπίτι που μοιραζόταν με άλλους φίλους του η Vivienne Westwood, η οποία ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερή του, με έναν μικρό γιο από προηγούμενο γάμο. Προς μεγάλη δυσαρέσκεια του McLaren – αρχικά.
Γιατί τελικά, όμως, αυτός και η Westwood έγιναν ζευγάρι -και όπως πιθανόν να φαντάζεστε, δεν ήταν ακριβώς μαι μελιστάλαχτη σχέση, αλλά προβληματική από το άλφα έως το ωμέγα.
Αργότερα, ο McLaren θυμήθηκε ότι «μισούσε και απεχθανόταν τον μικρό γιο της Vivienne».
Παρόλα αυτά, ο McLaren και η Westwood άνοιξαν ένα κατάστημα ρούχων στην King’s Road, στη συνοικία Chelsea του Λονδίνου.
Με την πάροδο των ετών, το κατάστημα άλλαξε διάφορα ονόματα – Let It Rock, Too Fast to Live Too Young to Die, SEX και Seditionaries.
Το κατάστημά τους έγινε ένα «εργαστήριο» για τα… πειράματα του McLaren καθώς και η αφετηρία των Sex Pistols.
Η 29μηνη άνοδος και πτώση των Pistols είχε ως highlights της τα χρήματα που ο μάνατζερ του συγκροτήματος McLaren πέτυχε να αποσπάσει από τις (συνολικά 3) δισκογραφικές εταιρείες που διαπραγματεύθηκε, αφού αυτές αναγκάστηκαν να καταγγείλουν τα συμβόλαια του συγκροτήματος.
Ο McLaren δεν μοίρασε σωστά τα χρήματα αυτά μεταξύ των μελών του συγκροτήματος, γεγονός που οδήγησε σε μεταγενέστερες αγωγές και μηνύσεις και το κεφάλαιο Sex Pistols έριξε την αυλαία του το 1979.
Ο McLaren μετά το πανκ
Μετά το πανκ (το post-punk, κυριολεκτικά), ο McLaren κάπου χάθηκε και αγωνιούσε να βρει ξανά τον δρόμο του. Έγινε κινηματογραφιστής, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ξαναέκανε μια μπάντα, απέτυχε, ξανασηκώθηκε, έπεσε πάλι στα τάρταρα και προσπάθησε πάλι να ορθοποδήσει.
Τελικά, ο Malcolm McLaren μπορεί να ήταν ο χειρότερος εχθρός του εαυτού του, καθώς οι αντιφάσεις που ενστερνίστηκε τελικά υπονόμευαν την όποια αξιοπιστία του.
Προσπαθούσε (κάποιες στιγμές, μέχρι και μάταια) να περάσει στο κοινό την εικόνα ότι ο ίδιος ήταν ένας πρωτοπόρος, μια ιδιοφυΐα της ποπ κουλτούρας και την αμέσως επόμενη στιγμή με πράξεις ή παραλέιψεις του αποδείκνυε και στον πλέον φανατικό του θαυμαστή ότι δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κακομαθημένο κωλόπαιδο με ατελείωτα συναισθηματικά-ψυχολογικά ζητήματα πάσης φύσεως, κυρίως απόρριψης και αποδοχής.
Ένας (και ενδεχομένως ο μόνος…) τρόπος για να κατανοήσουμε τη ζωή του McLaren είναι να εξετάσουμε τον εναγκαλισμό του με τον στόχο των Καταστασιακών να αντικαταστήσουν τη δημιουργία τέχνης με τη δημιουργία δημόσιων παρεμβάσεων για να μετατρέψουν την καθημερινότητα σε συναρπαστικές και απροσδόκητες εικαστικές εμπειρίες.
Kαι ακόμη και σήμερα, 14 χρόνια μετά τον θάνατό του, και σε πλήρη αντίθεση με τον (ευρέως αποδεκτό και σε πολλά σημεία ομοούσιό του) Andy Warhol, ο McLaren παραμένει μια άκρως αμφιλεγόμενη φιγούρα της βρετανικής pop culture, ο οποία ουδέποτε κατάφερε να αφομοιωθεί μέσα στο mainstream -τουλάχιστον με τον ευφυή τρόπο που το έκανε ο Γουόρχολ.