Ο Τάσος μού ζητάει πολύ ευγενικά να μην αναφέρω το επώνυμό του.

Είναι λογικό. Τέτοια παιδιά σαν τον Τάσο δεν χρειάζονται επώνυμα, εδώ που τα λέμε.

Ο Τάσος είναι το φοιτητικό κίνημα. Και το φοιτητικό κίνημα είναι ο Τάσος.

Αμφότερα, δεν απαιτούν επώνυμο προκειμένου να τύχουν της προσοχής μας.

Ο 20χρονος φοιτητής του Πολυτεχνείου, ο οποίος μού μιλάει από την άλλη άκρη του κινητού μου τηλεφώνου, είναι το Βλέμμα. Η Ματιά.

Είναι ο άνθρωπος που πριν μερικές ημέρες, στο πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο στα Προπύλαια, «συνελήφθη» από τις κάμερες των δημοσιογράφων και των φωτορεπόρτερ σε ένα συγκλονιστικό τετ α τετ φοιτητή με έναν ΜΑΤατζή. Η εικόνα του φοιτητή να «καρφώνει» επί (ένα; δυο; δέκα; ποιος ξέρει;) αρκετά λεπτά το όργανο της τάξης, έγινε αυτοστιγμεί viral.

O Τάσος δεν κώλωσε στιγμή. Στάθηκε σαν πύργος σκακιού απάναντι στον αστυνομικό των ΜΑΤ που επιχειρούσε να τον εκφοβίσει, απλά φωνάζοντας συνθήματα κατά του νόμου περί της πανεπιστημιακής αστυνομίας και κοιτάζοντάς τον κατάματα. Δεν πτοήθηκε στιγμή.

Το σθένος και η αποφασιστικότητά του είναι αξιοθαύμαστη. Και αυτό ακριβώς τού υπερτονίζω, μιλώντας του στο τηλέφωνο.

«H κίνηση μου, η πράξη μου αυτή ήταν μια πράξη αγανάκτησης. Ξέρεις, όλοι αυτοί οι αγώνες που δίνουμε αυτές τις ημέρες, δεν είναι καινούργιοι. Το φοιτητικό κίνημα ήξερε καλά για το νόμο που ερχόταν σχετικά με την πανεπιστημιακή αστυνομία, τον έβλεπε εδώ και καιρό να μάς έρχεται. Και είναι η τρίτη φορά που αναγκαστήκαμε να κατέβουμε στους δρόμους για το λόγο αυτό. Για ένα νόμο που αποτελεί μια ξεκάθαρη αυταρχική επιλογή αυτής της κυβέρνησης, ένα εργαλείο καταπίεσης», μου λέει ο 20χρονος τριτοετής φοιτητής στο ΕΜΠ.

«Την ημέρα που συνέβη αυτό το περιστατικό, είχα σχεδόν μια εβδομάδα να πατήσω στο σπίτι μου. Ήμουν συνέχεια στη σχολή, ξέρεις, είχαμε περιφρουρήσεις και τα συναφή. Οπότε από την Δευτέρα 12 Σεπτέμβρη μέχρι τις 16 ήμουν συνέχεια στο δρόμο, έξω. Από εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι βλέπαμε την καταστολή να έρχεται κατά πάνω μας, προτού καν αρχίσουμε την ειρηνική μας πορεία. Πριν καν ξεκινήσουμε να περπατάμε, πριν καν η πορεία να αρχίσει να κινείται, είδαμε τα όργανα των ΜΑΤ να φοράνε τις μάσκες τους και να ετοιμάζουν τα δακρυγόνα τους. Ήταν έτοιμοι από πριν.
Περπατώντας, σιγά σιγά αρχίσαμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να βιώνουμε τον τραμπουκισμό των αστυνομικών. Εγώ βρισκόμουν μπροστά, κρατώντας το πανό και έπεσα με την μία πάνω στις ασπίδες των ΜΑΤατζήδων, οι οποίοι συμπίεζαν με αυτές και τα σώματά τους τα πανό μας. Τότε σταματήσαμε για λίγο στην πλατεία Συντάγματος. Ένας ΜΑΤατζής ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. Εγώ, από την πλευρά μου, εκείνη την ώρα, και παρά την ένταση, σκέφτηκα ότι δεν μπορώ να κάνω, δεν με παίρνει να κάνω τίποτα άλλο από το να τον κοιτάω ευθεία στα μάτια. Δεν έχουμε τίποτα άλλο να αντιτάξουμε απέναντί τους, παρά μόνο τα σώματά μας. Και το βλέμμα μας. Η αγανάκτησή μας αποκρυσταλλώνεται σε αυτό το βλέμμα. Και όχι μόνο το δικό μου, φυσικά. Είχα και πολλούς άλλους γύρω μου με το ίδιο βλέμμα», θυμάται ο ίδιος χαρακτηριστικά την σκηνή.

Δεν τον διακόπτω. Τον αφήνω να μιλάει. Είναι ξεκάθαρο ότι θέλει να τα βγάλει όλα από μέσα του, την ένταση τόσων ημερών, τόσων εβδομάδων.

«Τα φοιτητικά κινήματα δεν μπορούν να καταπιεστούν. Όσο και αν καταπιεστούν, θα βρουν έναν τρόπο αντίδρασης και αντίστασης. Εντωμεταξύ, αυτό που ήθελα να σου πω είναι το ότι από όλη αυτή την κινητοποίησή μας για το νόμο αυτό, εγώ δεν είδα πουθενά σχεδόν καμία αναφορά σε ειδήσεις ή νέα. Σκέψου ότι έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι μου και να πω στην ίδια μου την μάνα τι έχει συμβεί και με ποιο τρόπο αντιδράμε σε αυτή την αυταρχική επιλογή της κυβέρνησης», επισημαίνει ο Τάσος, και προσθέτει εμφατικά:

«Και να ήταν μόνο ο νόμος αυτός [για την πανεπιστημιακή αστυνομία]: δες τι συμβαίνει γύρω σου. Υπάρχει ακρίβεια, φτωχοποίηση, οι άνθρωποι πεινάνε, μας παρακολουθούνε, υπάρχει το σκάνδαλο των υποκλοπών και το ίδιο το κράτος μας κοιτάζει και μας περιγελάει. Μας περιγελάει με μια σειρά από χουντικά μέτρα άκρως χουντικών χαρακτηριστικών».

Λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, τον ρωτάω ξεκάθαρα αν φοβάται, σε τέτοιες εποχές που ζούμε, το «τελευταίο χτύπημα, το οριστικό χτύπημα», που τραγουδούσαν προ 30ετίας και οι Στέρεο Νόβα: έτσι όπως στεκόταν και «κάρφωνε» τον άλλον με το βλέμμα του, να του έσκαγε στο κεφάλι μια δυνατή γκλομπιά από κάποιο όργανο των ΜΑΤ.

Ένα χτύπημα που -πιθανώς, γιατί το έχουμε άλλωστε δει να συμβαίνει και στο παρελθόν- να τον έστελνε όχι απλά για ράμματα στο νοσκομείο, αλλά για κάτι ακόμη χειρότερο. Μια μόνιμη εγκεφαλική βλάβη ίσως.

Όλα αυτά τα προσμετράει στην εξίσωση αυτό το «Μικρό Αγόρι», την ώρα που παίρνει το πανό και βγαίνει στην πρώτη πρώτη σειρά της πορείας;

«Κάθε φορά που κατεβαίνουμε στους δρόμους για κάποια αιτία που θεωρούμε ως άξια διεκδίκησης, θέτουμε στους εαυτούς μας το εξής ερώτημα: «θα καταφέρουμε το βράδυ να γυρίσουμε σπίτια μας; Θα επιστρέψουμε σώοι και αβλαβείς στα κρεβάτια μας ή το τέλος της βραδιάς θα μας βρει σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου με ελαφριά ή πιο βαριά τραύματα;» Το γνωρίζουμε όλοι μας αυτό το ενδεχόμενο. Ότι κάτι τέτοιο είναι πιθανό να συμβεί ανά πάσα στιγμή και ώρα. Αναγνωρίζω τους κινδύνους από την πράξη μου. Αλλά δεν έχουμε επιλογή: είτε θα δώσουμε τον αγώνα μας, είτε θα φοβηθούμε και θα κάτσουμε στα σπίτια μας. Στην παρούσα συγκυρία κρίναμε όλοι μας ότι ο κίνδυνος να μπει η πανεπιστημιακή αστυνομία στα πανεπιστήμιά μας είναι απείρως μεγαλύτερος από το να μας τραυματίσουν ή να φάμε μια γκλομπιά στο κεφάλι. Γι’ αυτό κατεβήκαμε στους δρόμους: για να μπορούμε να λέμε ότι αξίζει να συνεχίσουμε να μένουμε και να σπουδάζουμε σε αυτή τη χώρα», καταλήγει με νόημα ο Τάσος.