Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς πότε ήρθα σε επαφή με το έργο του Σταύρου Ψυλλάκη. Θυμάμαι όμως πολύ καλά ένα σκοτεινό, μάλλον χειμωνιάτικο, βράδυ προ δεκαπενταετίας, σε ένα στούντιο κάπου πίσω από την Ισραηλινή Πρεσβεία (σ.σ. στο στούντιο του Φάμπα), όπου ο Ψυλλάκης βοηθούσε τον Αλέκο Ζούκα να ετοιμάσει ένα ραδιοφωνικό teaser· μια πρόταση που ήθελε να καταθέσει ο Ζούκας στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Τον Ζούκα τον γνώριζα μέσω του συντρόφου μου, που ήταν καλοί φίλοι από τη Λάρισα. Τον βλέπαμε κάθε φορά που ερχόταν στην Αθήνα και απολαμβάναμε την παρέα και τις ιστορίες του. Δυστυχώς αυτό δεν κράτησε πολύ. Ο Ζούκας αρρώστησε και μετά από λίγο έφυγε.

Ο Ψυλλάκης ήταν άλλος ένας καρδιακός φίλος, από τους πολλούς που είχε ο Ζούκας. Είχαν γνωριστεί τυχαία, στο πλαίσιο μιας δουλειάς του πρώτου για την τηλεόραση (με θέμα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και το Διαδίκτυο), και έκτοτε κόλλησαν. Συναντιόντουσαν με κάθε ευκαιρία, πήγαιναν παρέα στο αγαπημένο πανηγύρι του Ζούκα στην Πυρσόγιαννη (σ.σ. χωριό της Κόνιτσας), ταξίδευαν, μιλούσαν, γελούσαν, τραγουδούσαν. Κι ήταν τόσο σημαντικά ασήμαντα τα λόγια και τα γέλια τους που ο Ψυλλάκης έβγαζε πού και πού την κάμερά του, αποτυπώνοντας τις στιγμές τους. Χωρίς λόγο. Χωρίς σκοπό.

Κάποτε ο Ζούκας αρρώστησε και ήταν τότε που ο Ψυλλάκης ετοίμαζε την ταινία «ΜΕΤΑΞΑ», για τους γιατρούς και νοσηλευτές του αντικαρκινικού νοσοκομείου που νοσούσαν οι ίδιοι από καρκίνο. Μίλησε on camera και με τον Ζούκα, αν και δεν ανήκε ακριβώς σε αυτή την κατηγορία. Ήταν μια συζήτηση μεταξύ καλών φίλων. Μια κουβέντα πέρα για πέρα φιλοσοφική· μια μαρτυρία για τη ζωή, για τον έρωτα, για τη φιλία, για τον θάνατο. Κάθε κουβέντα με τον Αλέκο είχε στοιχεία στοχαστικά, ακόμα και όταν απλώς αφηγούνταν μια αστεία ιστορία από το παρελθόν. Ήταν τέτοια η αφηγηματική του ικανότητα, και η τερατολογία του, όπως προσθέτει ο Ψυλλάκης, που ήθελες να τον ακούς και να τον ξανακούς. Γι’ αυτό πιστεύω ότι σήκωνε κάμερα στις διάφορες στιγμές τους. Ήθελε να παίρνει τις ιστορίες και τις σκέψεις του Ζούκα μαζί του («Χρωστάμε περισσότερα στην ποίηση απ’ ό,τι στην εφορία», λέει σε κάποια φάση ο σοφός Αλέκος). Αλλά δεν τις κράτησε για τον εαυτό του. Λίγα χρόνια αργότερα μάς χάρισε την «Οφειλή» (2021).

Σινεμά σε εξέλιξη
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο Σταύρος Ψυλλάκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1954, μεγάλωσε στο Παλιό Λιμάνι, όταν εκεί ζούσαν κυρίως ψαράδες και λιμενεργάτες. Οι γονείς του διατηρούσαν ένα καπηλειό στο οποίο δούλευε κι αυτός από μικρός, ενώ η κλίση του στα μαθηματικά και η καλή του επίδοση στα μαθήματα γενικώς τον έφεραν το 1972 στην Αθήνα και στο τμήμα των Μηχανολόγων Μηχανικών του Πολυτεχνείου, για να συνεχίσει έπειτα με σπουδές στη σκηνοθεσία στη Σχολή Χατζήκου. Αυτό που καθόρισε ωστόσο τη σκέψη του και τη ματιά του πίσω από την κάμερα ήταν ένα stage στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μέσα από το οποίο ήρθε σε επαφή με το ανθρωπολογικό σινεμά.

Έκτοτε ο Ψυλλάκης έχει κάνει περί τις σαράντα ταινίες ντοκιμαντέρ, οι περισσότερες κατόπιν ανάθεσης και όλες τους με ιδιαίτερη φροντίδα, ενώ από αυτές μετρά μια δεκαριά, αποκλειστικά δικής του σύλληψης. Από αυτές, στις τρεις τελευταίες που αποτελούν τριλογία, έχει μετατοπιστεί τόσο η θεματολογία του όσο και η προσέγγιση και ο τρόπος δουλειάς του.

Στην τριλογία του με τίτλο «Ωδές στην ύπαρξη» ο Ψυλλάκης μάς μιλά για τρεις ανθρώπους διαφορετικούς μεταξύ τους, τρεις ανθρώπους που δεν συναντήθηκαν ποτέ. Και δεν είναι βιογραφίες. Αλλά ένα σινεμά στοχαστικό· το πάτημα του rec σε κάποια φάση της ζωής τους, όπως προέκυψε από την ίδια τη συνάντηση και τη σχέση που ανέπτυξε εκείνος μαζί τους. «Αυτό που συνδέει τις τελευταίες αυτές ταινίες δεν είναι η συγγένεια των προσώπων, αλλά ο τρόπος προσέγγισης», επισημαίνει ο ίδιος.

«Ο Αλέκος («Οφειλή») παρουσιάζεται σαν ένα λογοτεχνικό πρόσωπο. Δεν σου λέω τίποτα γι’ αυτόν, παρά μόνο ότι γεννήθηκε το 1956. Καμιά αναφορά στο τι έκανε τι δεν έκανε… Δεν είναι βιογραφίες, λοιπόν, και δεν μιλάει κανείς άλλος γι’ αυτούς», προσθέτει.

Συναντήσεις για χωρίς λόγους

Πρώτη στη σειρά ήταν το «ΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟΥΣ» (2019). Με δικά του λόγια: «Με τον Γιώργο Μανιάτη είχαμε συστηθεί κάποια στιγμή, και αφού διάβασα τα βιβλία του, πήγα και τον ξαναείδα. Μετά τη δεύτερη, τρίτη φορά, καθώς κουβεντιάζαμε, του λέω σε πειράζει να φέρω την επόμενη φορά μια κάμερα; Δεν υπάρχει συνεργείο, δεν υπάρχει τίποτα. Είμαι εγώ, αυτός και η κάμερα στημένη σε ένα τριπόδι.

»Την πρώτη μέρα που γυρίζαμε, για μισή ώρα περίπου, ήμουν με το ένα μάτι στην κάμερα, να δω μήπως έχει φλουτάρει, μήπως έχει συμβεί οτιδήποτε. Στο τέλος σκέφτομαι ότι αυτά που κάνουμε είναι πρόχειρα, ας έχω τον νου μου σε αυτόν, γιατί έχει μεγάλη σημασία να κοιτάζεσαι με τον άλλο στα μάτια, να τον προσέχεις.

»Η κάμερά είναι εδώ δίπλα, έχω κάνει ένα πλάνο και μιλάω μαζί του χωρίς να κοιτάζω συνέχεια το πλάνο. Για πολύ καλή μου τύχη η κάμερα δεν με πρόδωσε. Δεν βγήκαν δηλαδή τα πλάνα φλουταρισμένα. Το να ξεκαδράρεται κάποια στιγμή επειδή κουνιέται ή αν μπορούσε τελικά να γίνει ένα καλύτερο κάδρο, ελάχιστη σημασία έχει. Είναι τόσο δυνατά αυτά που λέει, που δεν ασχολείται κανείς με τα υπόλοιπα. Εν τω μεταξύ, με έναν μαγικό τρόπο, όταν αυξάνεται η δική του ένταση, π.χ. όταν αρχίζει να μιλάει για τη μάνα του, κάνω ένα πιο κοντινό πλάνο στο πρόσωπο του που τελικά στο μοντάζ ήρθε και έκατσε».

Αποχαιρετισμός

Άλμα τριπλούν εις ύψος

Και συνεχίζει: «Τα γυρίσματα του Μανιάτη έγιναν εννιά φορές μέσα σε έναν μήνα. Και έπειτα σταματήσαμε. Κοινή συναινέσει, λέμε, άσε και θα δούμε τι θα γίνει. Υπήρχε μια καλή διάθεση, υπήρχε μια φιλία, αλλά τίποτα δεν ήταν σίγουρο σε σχέση με το υλικό. Και ο βασικός λόγος δεν ήταν το οικονομικό. Όχι ότι υπήρχαν λεφτά, αλλά περισσότερο ότι δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ το υλικό.

»Ξέρεις, για κάθε πρόσωπο, οι φόρμες που θα διαλέξεις και η προσέγγιση που θα κάνεις, έχει να κάνει με το συγκεκριμένο πρόσωπο. Δεν υπάρχει μια μανιέρα την οποία εφαρμόζεις παντού. Και αυτό το έμαθα στην πράξη. Έπρεπε να βρω τι ταιριάζει στον Μανιάτη. Και δεν ήξερα.

»Τα επόμενα δυο χρόνια, βλεπόμασταν κάθε εβδομάδα. Καθόμασταν, κουβεντιάζαμε, πίναμε τον καφέ μας –αυτός έπινε κρασί, εγώ καφέ– ό,τι θες κουβεντιάζαμε. Γνωριστήκαμε πάρα πολύ καλά, χωρίς να γίνεται καμία επιπλέον λήψη, και εκκρεμούσε ανάμεσά μας το τι θα κάναμε με αυτό το υλικό. Προβληματιζόμουν συνέχεια. Δεν έβρισκα λύση. Ήμουν σίγουρος όμως από την αρχή, ότι δεν θα μιλούσε κανένας άλλος γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν με ενδιέφερε να μιλήσει κανείς. Δεν το είχα ξανακάνει σε άλλη ταινία. Τώρα θα το επιχειρούσα.

»Θυμόμουν, όμως, μια φράση που είχε γραμμένη μέσα στο βιβλίο του, “Δραπέτευσα από τη Λεγεώνα των Ξένων”. Όταν περιέγραφε τη διαφυγή του με τον Ιταλό, ήταν τόσο δύσκολο το εγχείρημα, όπου κάποια στιγμή γράφει ότι “αυτό που κάναμε ήταν άλμα τριπλούν εις ύψος”. Μου άρεσε αυτή η φράση πολύ και είπα ότι η ταινία αυτή θα είναι άλμα τριπλούν εις ύψος ή δεν θα υπάρξει καν.

»Τελικά, σε όλα έδωσε τη λύση ο θάνατος. Πέθανε πριν προλάβουμε να ξανακάνουμε τίποτα απολύτως και τότε ήταν που δυο-τρεις καλοί του φίλοι που ήξεραν την πρόθεση μας και ήξεραν ότι είχαμε κάνει τα γυρίσματα, άρχισαν να με τσιγκλάνε. Την επομένη της κηδείας του, ξεκίνησα να βλέπω το υλικό και να μοντάρω.

»Αρχίζει, λοιπόν, το μοντάζ της ταινίας, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ενόσω ζούσε ο Γιώργος. Πάλι δεν ξέρω τι θα γίνει, το μόνο που ξέρω είναι ότι η ταινία πρέπει να γίνει. Έχει παρθεί μέσα μου αυτή η απόφαση. Αλλά πώς θα μοντάρω; Αν αρχίσω και κόβω –γιατί κόβω αρκετά κομμάτια– πώς θα καταφέρω σε αυτά που θα αφήσω να διατηρήσω τη μουσικότητα και τον ρυθμό του Μανιάτη –που παρεμπιπτόντως έχει έναν λόγο εξαιρετικά γοητευτικό. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Στην αρχή τρόμαξα. Λέω, δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Θα είναι το βατερλό μου. Μου έφαγε έναν χρόνο περίπου· έναν χρόνο να παλεύω τον Μανιάτη από εδώ κι από ‘κει. Όλα ξεπεράστηκαν, όμως, με πολλή δουλειά. Δουλειά στο χέρι (και οι τρεις αυτές ταινίες είναι “χειροποίητες”). Πολύ κόπο και πολλή σκέψη».

Οφειλή

Ωδές στην ύπαρξη

Με τα παραπάνω λόγια μου εξηγεί ο Ψυλλάκης τη διαδικασία που ακολούθησε για τις τελευταίες του ταινίες, εκκινώντας από την πρώτη εκείνη «εκκρεμότητα» απέναντι στον Μανιάτη. Και θέλω να του πω ότι νιώθω μια βαθιά προσωπική σύνδεση με το σίνεμα του. Είναι ο τρόπος που στέκεται στον χώρο με κάμερα και χωρίς, ο τρόπος που τοποθετείται δημόσια (πάντα με συστολή), ο τρόπος που επικοινωνεί με τον καθένα και την καθεμία από εμάς που τον πλησιάζουμε για δυο ή παραπάνω κουβέντες. Και είναι πολύ περισσότερο ο τρόπος που παρατηρεί και που μας δείχνει τον κόσμο· με ευγένεια, διακριτικότητα, ουσία.

«Δεν υπάρχει παρατήρηση, μυθοπλασία είναι», σπεύδει να με διορθώσει εκείνος. «Εγώ επιλέγω πού θα ρίξω το φως κάθε φορά», λέει. Πράγματι, εκείνος επιλέγει ποια ιστορία από όσες κουβαλούν οι συνομιλητές του θα μας διηγηθεί. Πότε θα σηκώσει την κάμερά του – ένα από τα πιο σκληρά και βάρβαρα μέσα της εποχής.

Τα πλάνα του Ψυλλάκη, όμως, έχουν μια ευγένεια, σαν χάδι, χωρίς να στερούνται αλήθειας. Είναι η αλήθεια που είδε πρώτος εκείνος στις τυχαίες (ή και όχι) συναντήσεις με τους δικούς του ήρωες – με ανθρώπους καθημερινούς και σπουδαίους, απ’ αυτούς που περνούν από τις ζωές μας, μένουν, φεύγουν, αφήνουν σημάδια. Είναι η αλήθεια της ζωής μέσα από κουβέντες με βάθος, μέσα από λέξεις που δίνουν τη δική τους εξήγηση για τη ζωή και τον θάνατο. Για την αξία της ύπαρξης.

«Μη με ρωτάς ποιο είναι το μυστικό για να σου μιλήσει ο άλλος έτσι και να σε εμπιστευτεί», μου λέει ο ίδιος. «Δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Και σίγουρα δεν έχει να κάνει ούτε με γνώσεις ούτε με πτυχία. Είναι πολλά πράγματα μαζί. Και είναι, αν θες, πολύ πιο δύσκολο απ’ το να πείσεις κάποιον να σε παντρευτείς» (γέλια).

Πράγματι, ο 87χρόνος Γιάννης Λιονάκης, από την ομάδα των ανταρτών και ανταρτισσών που κρύβονταν στα βουνά και στις σπηλιές των Χανίων μετά το τέλος του Εμφυλίου και μέχρι να καταφέρουν να δραπετεύσουν στο εξωτερικό (όσοι το κατάφεραν) αρνιόταν πεισματικά να δει και να μιλήσει στον Ψυλλάκη, όταν γύριζε την ταινία «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε». Όταν τον γνώρισε όμως, έφτασε να του εξομολογείται τα πάντα. Να ξεδιπλώνει, μπροστά στην κάμερα, μια ολόκληρη ζωή· μια σκληρή ζωή γεμάτη δύσκολες αποφάσεις και σκέψεις ανείπωτες. Ελάχιστα από αυτά χρησιμοποιήθηκαν στο πρώτο εκείνο ντοκιμαντέρ. Ο «Αποχαιρετισμός» (2022) περίμενε την κατάλληλη ώρα –μετά τον Μανιάτη και τον Ζούκα– για να γίνει.

Πριν από λίγες μέρες, ο Σταύρος Ψυλλάκης βραβεύτηκε από το 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης με Χρυσό Αλέξανδρο. Στην ανακοίνωση του φεστιβάλ διαβάζουμε ότι είναι από τους δημιουργούς «που αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο», ερευνώντας «την αλήθεια, τα όρια και τις αθέατες όψεις του. (…) Οι ταινίες του Ψυλλάκη, βαθιά ανθρώπινα υπαρξιακά δοκίμια, παρατηρούν τον κόσμο που μας περιβάλλει και εξερευνούν τον ψυχισμό των πρωταγωνιστών του. Ο σκηνοθέτης, δημιουργώντας σχέσεις εμπιστοσύνης με τους “ήρωές” του, παρατηρεί και προσεγγίζει με διεισδυτική ματιά το θέμα του και αναδεικνύει τις κρυμμένες αλήθειες τους, φτιάχνοντας παράλληλα ένα μοναδικό πορτρέτο της σύγχρονης Ελλάδας». Έτσι είναι. Ακριβώς έτσι.