Θα μπορούσε να ήταν ηθοποιός ή δικηγόρος, η αγάπη του όμως για τη συγγραφή και η ταλαντούχα πένα του, του έδειξαν το δρόμο που ταιριάζει στη δική του ιδιοσυγκρασία, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε στους μοναδικούς κόσμους που δημιουργεί. Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, διδάσκει θεατρική δημιουργική γραφή ενώ μυθιστορήματά του (Οι τέσσερις τοίχοι, Ο φιλοξενούμενος κ.α.) έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες και θεατρικά του έργα (Λα Πουπέ, Κέικ, Αέρας, Λάσπη κ.α.) έχουν ανεβεί σε πολλές αθηναϊκές σκηνές.

Απλός και συνάμα πολύπλευρος, αφοπλιστικά ευγενής και με μια εσωτερικότητα που σε παρασύρει, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης συζήτησε μαζί μου τόσο για την κοσμοθεωρία του όσο και για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τα μοναδικά κείμενά του. Μιλήσαμε επίσης για το έργο του «Στον Παράδεισο» που αυτή τη στιγμή παίζεται στο θέατρο ARROYO αλλά και για τη ζωή του και τη συγγραφική του πορεία.

–  Πώς ήρθε η συγγραφή στη ζωή σας; Γράφατε από μικρή ηλικία; Πώς ανακαλύψατε ότι σας βγαίνει αβίαστα;
Τα πρώτα μου γραπτά ήταν διηγηματάκια και ήμουν στο γυμνάσιο θυμάμαι. Στην Τρίτη γυμνασίου έγραψα το πρώτο μου θεατρικό έργο το οποίο και ανεβάσαμε στο σχολείο. Είναι κάτι αρκετά παλιό, αλλά μετά για ένα διάστημα μπήκε κάπως στο πλάι γιατί μου μπήκε η ιδέα ότι θα με ενδιέφερε να είμαι πάνω στη σκηνή και όχι πίσω. Ίσως αυτό ταυτίζεται και με τη νεανική ηλικία. Και έτσι αυτό το θεατρικό που έγραψα στην Τρίτη γυμνασίου, και ανέβηκε σαν παράσταση, μας εγκατέλειψε ο πρωταγωνιστής του, ένας συμμαθητής μου δηλαδή, είχα τέτοια λαχτάρα να ανέβει, και είπα ότι θα το παίξω εγώ αυτόν τον ρόλο παρόλο που δεν το ήθελα. Αυτό ήταν αρκετό για να μου βάλει το μικρόβιο και να πω ότι τελικά θέλω να γίνω ηθοποιός. Εγκατέλειψα έτσι την ιδέα του να γίνω συγγραφέας.

Τελειώνοντας το σχολείο μπήκα στη δραματική σχολή Βεάκη και αισθανόμουν ότι αυτό είναι που θέλω  να κάνω. Και μετά, το λέω με απόλυτη ειλικρίνεια, όταν βρέθηκα πίσω από τη σκηνή και όχι πάνω, είναι σαν να ανακάλυψα πραγματικά ότι για την ιδιοσυγκρασία τη δική μου, πραγματικά δημιουργικός θα μπορούσα να είμαι μόνο όταν η ώρα της δημιουργίας είναι σκοτεινή και μοναχική και αθέατη.

– Ίσως γιατί είναι αυτή η αίσθηση, αφενός της δημιουργίας, αλλά και αυτή η αίσθηση του ελέγχου που σας δίνεται; Εσείς δημιουργείτε αυτόν τον κόσμο, εσείς τον πλάθετε και ζείτε κιόλας μέσα από αυτό
Ακριβώς! Είναι ένα αίσθημα παντοδυναμίας που έχει ο συγγραφέας, ότι τα κάνει όλα αυτός, Αυτός πλάθει τα πρόσωπα, τις ιστορίες, αποφασίζει για τις ζωές των ηρώων του, αποφασίζει για τη φτιαξιά τους, ακόμα και για την εμφάνισή τους, για το χώρο που ζουν, για τις αποφάσεις που παίρνουν. Αισθάνεσαι ότι τα κάνεις όλα εσύ. Ιδίως στην πεζογραφία που φτιάχνεις έναν κόσμο που δεν τον αγγίζει και κανείς άλλος πια, μόνο αναγνώστες, ο καθένας μέσα από τη δική του φαντασία μπορεί να συμπληρώνει αυτό που έχει γράψει αλλά είναι κάτι που δεν το αγγίζει κανείς. Στο θέατρο είναι η αλήθεια ότι στο κείμενο σου γίνεται συμμέτοχος και μία συλλογική καλλιτεχνική δημιουργία, καθώς και άλλοι καλλιτέχνες έχουν αποφασιστικό ρόλο και επηρεάζουν το κείμενο

– Πόσο διαφορετικό είναι να γράφεις ένα θεατρικό έργο; Πόσο διαφορετική πορεία έχει από τη δημιουργία ενός πεζογραφήματος;
Υπάρχει διαφορά γιατί πάντα ο συγγραφέας συνυπολογίζει ότι αυτό το κείμενο θα ακουστεί θα παιχτεί, δε θα διαβαστεί, Αλλιώς γράφεις ένα κείμενο το οποίο ξέρεις ότι ο άλλος θα το διαβάσει και θα έχει και το περιθώριο να ξαναγυρίσει και να ξαναδιαβάσει μία φράση που είναι πιο μεγάλη και αλλιώς γράφεις ένα κείμενο που θα ακουστεί και θα πρέπει με την πρώτη να έχει τέτοια δύναμή ώστε να εντυπωθεί στον θεατή αυτό που λένε οι ήρωες και δεν υπάρχει γυρισμός, δε μπορείς να γυρίσεις πίσω και να δεις ξανά τη σκηνή. Είναι ένας προφορικός λόγος, ξέρεις ότι θα τον εκφέρουν άνθρωποι που εκείνη της στιγμή πάνω στην σκηνή τους συμβαίνει κάτι και τα λόγια αυτά γεννιούνται εκείνη τη στιγμή στο νους τους. Επομένως το θεατρικό κείμενο πρέπει να δίνει την ψευδαίσθηση ότι φτιάχτηκε, γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή στο μυαλό του ήρωα.

– Η ηθοποιία και η συγγραφή είναι διαφορετικοί κόσμοι. Από τη μία τα φώτα πάνω στον ηθοποιό και από την άλλη η μοναξιά, το σκοτάδι της δημιουργίας. Είναι δύσκολο να συνδυαστούν. Αλλά με κάποιον τρόπο η προσωπικότητά σας, έχει και τα δύο στοιχεία
Ισχύει, έχει και τα δύο στοιχεία, αλλά αυτό που κατά κράτος κερδίζει είναι το δεύτερο στοιχείο. Είναι πιο κοντά στην φύση μου. Βέβαια, ο θεατρικός συγγραφέας κάπως εκτίθεται κιόλας. Όχι ο ίδιος με τη σκηνική παρουσία. Αλλά το γεγονός ότι το κείμενό του, κάθε βράδυ όταν ανεβαίνει η παράσταση του έργου του, υπάρχει πάνω στη σκηνή και αναδημιουργείται από τους ηθοποιούς και ξαναγίνεται η ιστορία από την αρχή, εκτίθεται στα φώτα. Ο συγγραφέας έστω και από τη σκοτεινή πλατεία έχει τη χαρά που νιώθουν οι ηθοποιοί της ζωντανής συνομιλίας με το κοινό. Ενώ ο πεζογράφος δεν ξέρει ποια στιγμή οι αναγνώστες διαβάζουν το βιβλίο του, σε ποιο μέρος. Ενώ στο θεατρικό έργο γνωρίζεις πότε το βλέπουν, πότε εκτίθεται στο κοινό. Έχεις μια πιο ζωντανή επικοινωνία, ξέρεις ότι την ώρα της παράστασης, αυτό που έγραψα στις ώρες της αυτοσυγκέντρωσης και της μοναξιάς, τώρα συνομιλεί με τον κόσμο.

Φωτ.: Γιάννης Λουκής

– Είναι ουσιαστικά η έμμεση έκθεση. Είναι ο τρόπος που ο συγγραφέας έχει τα φώτα πάνω του και μάλλον αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει μερικώς την αγάπη σας για το θεατρικό έργο γιατί έμμεσα ενέχει τα φώτα του ηθοποιού.
Είναι σαν να κάνει ηλιοθεραπεία στη σκιά στην αντηλιά. Το παίρνεις έμμεσα, δεν είσαι κάτω από τις ακτίνες να καίγεσαι αλλά κάτι ευχαριστιέσαι.

– Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το έργο «Στον παράδεισο»;
Νομίζω ότι ξεκίνησε περισσότερο από το τοπίο. Ένας χώρος περιορισμένος, καθώς ένα νησί είναι από μόνο του περιορισμένο λόγω της θάλασσας, αλλά ταυτόχρονα, μέσα σε αυτόν τον περιορισμένο χώρο μπορεί κανείς να είναι ελεύθερος. Και γεννήθηκε η ιδέα ενός σωφρονιστικού ιδρύματος το οποίο μπορεί να είναι στημένο σε έναν τέτοιο χώρο και οι άνθρωποι έχουν ένα καθεστώς ημιελευθερίας και είναι μία δεύτερη ευκαιρία που τους δίνεται μετά από μία σοβαρή εγκληματική πράξη που έχουν κάνει – είναι βαρυποινίτες όσοι συμμετέχουν σε αυτό το πρόγραμμα. Τους δίνεται μία ευκαιρία να αποτελέσουν μέρος ενός πειράματος σωφρονισμού μιας ιδέας περί σωφρονισμού που έχει ένας  από τους ήρωες του έργου που δεν βλέπουμε ποτέ επί σκηνής. Ο λεγόμενος Έξαρχος που κατά κάποιον τρόπο είναι ένας θεός πανταχού παρόν αλλά αόρατος. Είναι αυτός που έχει σκεφτεί αυτή τη δομή, την έχει στήσει την έχει χρηματοδοτήσει την παρακολουθεί από κοντά αλλά ο ίδιος είναι αόρατος τόσο στους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα όσο και στους θεατές όσο. Περισσότερο ξεκίνησε από την ιδέα αυτού του σωφρονιστικού πειράματος και μετά καθώς ήρθαν τα πρόσωπα μέσα από τα οποία θα βλέπαμε την υλοποίηση του, άρχισαν να δημιουργούνται οι επιμέρους ιστορίες των προσώπων. Δεν ξεκίνησε δηλαδή η συγγραφή του έργου από την  ιδέα από αυτή που μπορεί να αποκομίσει ο θεατής ως κύρια, ότι πώς ένας άνθρωπος αναζητώντας την εξιλέωση, επιζητά την τιμωρία του.

– Πώς γεννήθηκε η ιδέα του χαρακτήρα του Γιάννη; Ήταν κάτι που είχατε εξ αρχής στο μυαλό σας ή προέκυψε στην πορεία; Και το ίδιο αναρωτιέμαι για κάθε έργο που γράφεται. Είτε είναι μυθιστόρημα, είτε είναι θεατρικό έργο, η πλοκή, η δομή είναι από πριν στο μυαλό σας ή είναι μία διαδικασία που γεννιέται και εξελίσσεται κατά την πορεία;
Η πορεία του έργου γέννησε όχι μόνο το χαρακτήρα του Γιάννη αλλά όλους τους ήρωες. Μέσα από τις πρώτες σκηνές που έχει ο καθένας και εγώ χωρίς να έχω ένα συγκεκριμένο σχέδιο για τον κάθε ήρωα, αλλά δίνοντάς τους λίγο χρόνο σκηνικό, παρακολουθώντας τους διαλόγους τους, αρχίζω και υποπτεύομαι κάποια πράγματα γι’ αυτούς και έτσι βάζω σε εφαρμογή το σχέδιο ζωής για τον καθένα. Μου αρέσει αυτή η διαδικασία του να ξεκινάς χωρίς να έχεις στο μυαλό σου προδιαγεγραμμένα πολλά πράγματα. Αισθάνομαι πολλές φορές περισσότερο σαν θεατής της ιστορίας και των ηρώων παρά σαν δημιουργός τους. Ωστόσο δεν ισχύει μόνο ένα πράγμα, άλλα έργα έχουν γραφτεί με ένα πιο συγκεκριμένο σχέδιο, ποτέ όμως ακριβές και το οποίο μπορεί να άλλαξε στην πορεία, άλλα έχουν γραφτεί ξέροντας την αρχή και το τέλος, πώς δηλαδή θα ξεκινήσει μία ιστορία και πώς θα τελειώσει, αλλά με θολή και αδιαμόρφωτη όλη την ενδιάμεση διαδρομή. Και σε άλλα, έχω ξεκινήσει πραγματικά χωρίς να γνωρίζω σχεδόν τίποτα, παρά μόνο έχω φανταστεί δύο ή παραπάνω πρόσωπα στη σκηνή και μία αρχή διαλόγου, πώς θα μπορούσαν να αρχίσουν να συζητάνε για κάτι, και αυτό το κάτι μόλις καταγράφεται γεννάει το επόμενο και το επόμενο και κάπως έτσι φτιάχνονται και τα πρόσωπα. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι κάποια στιγμή, ίσως στα μισά του έργου, όταν έχουν ξεκαθαρίσει αυτά τα πρόσωπα, πολλές φορές ακόμα και στο τέλος του έργου μπορεί να έχουμε κάποιο στοιχείο, σε οδηγεί στο να πρέπει να πιάσεις τη  ιστορία από την  αρχή και τα στοιχεία που προέκυψαν στην πορεία, με κάποιον τρόπο να τα εντάξεις στο πρώτο διάστημα που ακόμα δεν είχαν εμφανιστεί, ώστε να μην υπάρχει μία ανώμαλη διαδρομή του ήρωα και της αποκάλυψης των στοιχείων του. Ένα στοιχείο που μπορεί να εμφανιστεί αργότερα, και μπορεί να σφραγίσει τον ήρωα, αυτό σε οδηγεί και να δουλέψεις το πρώτο του κομμάτι με έναν άλλον τρόπο.

– Αυτό δε δημιουργεί και μία συνεχή ανάγκη επανεξέτασης, αλλαγών; Πόσο εύκολο είναι να φτάσετε στο σημείο να πείτε ότι τώρα το έργο είναι ολοκληρωμένο, είναι έτοιμο;
Νομίζω αυτό είναι ένα πρόβλημα για όλους τους συγγραφείς. Δεν ξέρουν πότε έχουν ολοκληρώσει τη δουλειά τους και πότε λένε τώρα αυτό είναι. Ιδίως σε ένα βιβλίο το οποίο τυπώνεται ή σε ένα θεατρικό έργο που τυπώνεται Εκεί μοιάζει σαν να μην υπάρχει επιστροφή. Πολύ σπάνια κάποιος συγγραφέας θα κάνει μια αναθεωρημένη έκδοση και θα αλλάξει πράγματα. Αλλά υπάρχουν 2 λόγοι που σου λένε πότε έφτασες στο τέλος. Αρχικά ότι ξέρεις ότι αυτό είναι μία ατελείωτη διαδικασία και αν δεν βάλεις κάποια στιγμή την τελεία μπορεί επάπειρον να συνεχίζεις να το παιδεύεις και να αλλάζεις κάτι. Και έπειτα, είναι η ανάγκη που δημιουργείται να αφήσουμε πίσω μία ιστορία για αυτούς τους ήρωες και να γράψουμε μία καινούρια. Λες δε θέλω άλλο αυτόν τον κόσμο. Κλείνω την πόρτα αυτού του δωματίου γιατί θέλω να φτιάξω έναν νέο κόσμο. Ακόμα και αν ξέρω ότι υπάρχουν κάποιες οφειλές στο προηγούμενο.

– Άρα εμπνέεστε από τα ίδια σας τα έργα, από την πορεία της σκέψης σας. Από που αλλού εμπνέεστε ; Οι ιδέες και οι θεματικές έρχονται αυτόματα; Είναι από την καθημερινότητα; Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο που αντλείτε έμπνευση για τα έργα σας;
Όλα είναι θεμιτά και μες το πρόγραμμα εφόσον τσιγκλούν τη δημιουργικότητά σου και σε πλουτίζουν με ιδέες και σκέψεις και συναισθήματα και σε βοηθούν στο να αρχίσεις να γράφεις, είτε είναι από μία εφημερίδα, είτε είναι κάτι που σου είπε ένας φίλος. Προσωπικά, χαίρομαι περισσότερο, όταν και οι ιδέες και τα πρόσωπα είναι κατασκευές του εργαστηρίου. Είναι δηλαδή επινοημένα πρόσωπα, συμβάντα, ιστορίες γιατί αυτό το αισθάνομαι σαν παιχνίδι. Πώς μπορώ να φτιάξω μία ωραία ιστορία και ποιος ήρωας θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον και πώς να πλαστεί ένα σύμπαν εκ του μηδενός. Το βρίσκω πιο ιντριγκαδόρικο από το να μου πει κάποιος μία πάρα πολύ ωραία ιστορία και να προσπαθήσω να την αναπλάσω, έστω και προσθέτοντας στοιχεία. Αισθάνομαι ότι η μισή χαρά δεν υπάρχει, που είναι η χαρά να φτιάξεις έναν κόσμο από το μηδέν.

– Όπως το βίωσα σε αυτήν την εκδοχή του, στη συγκεκριμένη παράσταση, το έργο αυτό βγάζει κάτι βαθιά ανθρώπινο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια μορφή της δικής σας ουτοπικής ιδέας του σωφρονιστικού συστήματος;
Για να είμαι ειλικρινής, το σωφρονιστικό σύστημα και πώς θα μπορούσε να είναι πιο λειτουργικό, δεν είναι από τα βασικά θέματα που με απασχολούν στη ζωή μου, παρόλο που έχω τελειώσει τη νομική. Περισσότερο με κέντρισε αυτός ο αθέατος ήρωας που διψά να επινοήσει ένα σωφρονιστικό σύστημα. Η δική του ανάγκη να φέρει κάτι ρηξικέλευθο σε αυτόν τον χώρο, παρά το αντικείμενο του πειράματος. Αυτό που βρίσκεται στον πυρήνα της έμπνευσης , είναι η ιδιαιτερότητα που ένας άνθρωπος αντιμετωπίζει τον κόσμο.

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης
Φωτ.: Γιάννης Λουκής

– Οπότε δεν γράφετε βιωματικά; Ουσιαστικά κάθε έργο σας είναι μία διαφορετική οπτική γωνία του πώς ο κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει τη ζωή του;
Σχεδόν ποτέ! Με κεντρίζει το με πόσο ιδιαίτερο τρόπο, αντιμετωπίζει ο καθένας τη ζωή, πώς επιλέγουμε να ζήσουμε. Η αφετηρία για να χτιστεί η προσωπικότητα των ηρώων , είναι οι πιο μη αναμενόμενοι τρόποι που αποφασίζεις να ζήσεις τη ζωή σου, οι πιο παράδοξοι τρόποι που κάποιος χαράσσει την πορεία της ζωής του.

– Εσείς συμμετείχατε στο στήσιμο της παράστασης; Στη διαδικασία επιλογής σκηνοθέτη ή ηθοποιού. Γνωρίζω ότι δεν ισχύει γενικά. Κάποιος παραγωγός συνήθως επιλέγει το έργο και μετά γίνεται η ανάθεση.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση η Μαρία Αιγινίτου που συν-σκηνοθέτησε με τον Γιώργο Παλούμπη και παίζει έναν από τους βασικού ρόλους του έργου, ήταν μαθήτριά μου στη σχολή Πυροδότησης και δημιουργικής γραφής στο Θέατρο Πορεία και κάποια στιγμή εκείνη μου πρότεινε, αφού διάβασε το έργο που έχει εκδοθεί από το 2019, να κάνει αίτηση στο Υπουργείο Πολυτισμού για επιχορήγηση. Συμφώνησα, έκανε πρόταση η οποία και εγκρίθηκε και έτσι η ίδια η σκηνοθέτιδα και ηθοποιός είχε την ιδέα. Από εκεί και πέρα, η ίδια επέλεξε ηθοποιούς και αργότερα με τον Γιώργο τον Παλούμπη, έστησε την παράσταση. Δεν είχα συμμετοχή στις πρόβες, παρόλο που με καλούσαν να πάω, την είδα στην πρεμιέρα. Τους άφησα να κάνουν ήσυχοι τη δουλειά τους.

– Πόσο δύσκολο είναι για έναν θεατρικό συγγραφέα να βλέπει το κείμενό του ως παράσταση και να μην έχει εμπλακεί στο στήσιμο, και σε περιπτώσεις η παράσταση να μην έχει αποδώσει όπως εκείνος θα ήθελε το έργο του; Ή να έχει άλλα νοήματα από αυτά που ο ίδιος ήθελε να αποδώσει;
Είναι πράγματι δύσκολο. Έχω υπάρξει τυχερός και τις πολύ περισσότερες φορές έχω μείνει πολύ ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της παράστασης. Αλλά και τις λίγες φορές που έχει συμβεί το αντίθετο, το οποίο πραγματικά δεν σου αφήνει ωραία γεύση , το να αισθάνεσαι ότι το έργο σου έχει αλλοιωθεί ή έχει πάει προς μία κατεύθυνση που δεν αναδεικνύει την ουσία του έργου, ή ακόμα και να έχει κακοποιηθεί πάνω στη σκηνή. Ακόμα όμως και σε αυτήν την περίπτωση, ο θεατρικός συγγραφέας ξέρει ότι από τη στιγμή που το έργο του το έχει δώσει και έχει φύγει από τα χέρια του, πλέον άλλοι αποφασίζουν για τη μοίρα του. Και είναι έτοιμος, όπως ένας γονιός με το παιδί του, έχει αποδεχτεί ότι αυτό θα χαράξει την πορεία του. Μπορεί να μην είναι ικανοποιημένο με όλες τις επιλογές του αλλά ξέρει ότι αυτή είναι η ζωή και ότι πια δεν του πέφτει λόγος. Εκεί που μας πέφτει λόγος είναι το πού δίνουμε τα έργα μας. Κάποιος που μπορεί να είναι φοβικός με το αποτέλεσμα της παράστασης φαντάζομαι ότι με μεγάλη φειδώ θα δίνει το έργο του, ή θα επεμβαίνει, ή θα κάνει εκ των προτέρων κάποια συμφωνία. Είναι και ωραίο συναίσθημα να ξέρεις ότι κάποιοι θα παίξουν με αυτό που εσύ έφτιαξες στην πρώτη φάση της δημιουργίας. Θα το πάρουν κάποιοι, και θα διασκεδάσουν , θα το πειράξουν μοιραία στο βαθμό που χρειάζεται για να ολοκληρωθεί το δικό τους όραμα για την παράσταση.

– Ο ρόλος του Γιάννη ξεχωρίζει, είναι εξαιρετική η ενσάρκωση του ήρωα, λες και είχε γραφτεί ο χαρακτήρας πάνω του
Και να σκεφτείτε ότι η ίδια η σκηνοθέτιδα η Μαρία Αιγινίτου, που τον κάλεσε για το ρόλο του Γιάννη, αισθανόταν ότι ήταν κόντρα ρόλος. Με την έννοια ότι ως ήρωας ο Γιάννης έχει κάτι πιο θετικό, είναι ένας άνθρωπος με εγκαρτέρηση και έχει μία αγιοσύνη, Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, με τον πρώτη όψη δε σου δίνει αυτήν την εντύπωση, σου δίνει την εικόνα σκληροτράχηλο άνθρωπο Με έναν τρόπο, πραγματικά πιστεύω ότι κούμπωσε καταπληκτικά.

– Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η χρήση της λέξης αγιοσύνη. Γιατί παρακολουθώντας την παράσταση, ο ρόλος του Γιάννη μου έβγαλε αυτήν την ανιδιοτέλεια, που ενέχει και μία αφέλεια για τους γύρω, ίσως από την ανάγκη για βαθιά εξιλέωση, που μπορεί να φτάσει και τα όρια της διδαχής του Χριστού.
Ο θεατής αυτό είναι κάτι που μπορεί να εκλαμβάνει. Ο ίδιος νομίζω όμως ως χαρακτήρας, δεν έχει κανένα αίσθημα οσιομάρτυρα. Αισθανόταν ότι με αυτόν τον τρόπο, δεν πληρώνει το τίμημα της πράξης του με δίκαιο τρόπο. Επομένως όταν από σπόντα και μέσα από μία σκευωρία και αδικία του φορτώνεται στην πλάτη του ένα αδίκημα που ποτέ δεν έκανε, λέει εντάξει δεν πειράζει, που θα τιμωρηθώ ενώ είμαι αθώος, γιατί έχω προηγούμενα κρίματα τα οποία περιμένουν στη σειρά για να αποπληρωθούν, και έτσι είμαστε εντάξει με τους λογαριασμούς μας. Είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει σαν ένα δούναι και λαβείν με τη ζωή, Με το πως η ζωή φέρνει καταστάσεις και πώς εμείς μπαίνουμε σε αυτές είτε ηθελημένα είτε αθέλητα, σαν πιόνια ενός παιχνιδιού που δεν ορίζουμε απόλυτα.

– Κάποια στιγμή όταν ανακοινώθηκε το έγκλημα του Γιάννη, σφίχτηκε το στομάχι μου. Είναι ένας χαρακτήρας που ευκολά ταυτίζεσαι και άρχισα υποσυνείδητα να έχω αμφιβολίες για τα συναισθήματα συμπάθειας που μου είχα αναπτύξει. Είναι μάλλον ένα εγγενές ένστικτο που ίσως γεννά και το στίγμα των ανθρώπων που έχουν μπει στη φυλακή.
Το ίδιο σοκ έπαθε και ο ίδιος ο Γιάννης κάποια στιγμή στη ζωή του. Βλέπουμε ότι και ο ίδιος νιώθει σαν μια απέχθεια για τον εαυτό του. Το παίρνει πολύ βαρέως αυτό που έχει συμβεί. Ωστόσο δεν ξέρουμε τις συνθήκες, ακούμε απλά μία πληροφορία και δεν είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι είναι ακριβής. Γιατί υποτίθεται στον χώρο αυτό απαγορεύεται να μιλάμε για τα εγκλήματα του παρελθόντος. Σίγουρα για να βρίσκεται εκεί, είναι βαρυποινίτης, έχει κάνει κάτι σοβαρό, το ομολογεί και ο ίδιος που λέει ότι «πρέπει να πληρώσω γι’ αυτά που έκανα». Είναι περισσότερο θέμα δικό μας, πόσο μπορούμε αυτή τη σφραγίδα να πάψουμε να την βλέπουμε. Είναι πολύ δύσκολο νομίζω. Αλλά από την άλλη ξέρουμε ότι κάθε άνθρωπος είναι ένας τόσο περίπλοκος μηχανισμός και έχει τόσο μυστηριώδεις τρόπους λειτουργίας και μηχανισμούς που πραγματικά δεν παύουν οι άνθρωποι να μας εκπλήσσουν θετικά και αρνητικά βέβαια.

– Σίγουρα είναι προσωπικό, αλλά δεν είναι και κοινωνικό το ζήτημα του στίγματος; Δηλαδή αν ζούσαμε σε μία κοινωνία με ένα ουτοπικό σωφρονιστικό σύστημα που δεν θα τιμωρούσε και θα καλλιεργείτο μία παιδεία, και ο κόσμος δε θα είχε μία διαφορετική άποψη για το στίγμα της φυλακής;
Αν ήταν πραγματικά σωφρονιστικό και όχι τιμωρητικό, από το διαφωτισμό και μετά είναι ένα ερώτημα που απασχολεί πολύ, αλλά είναι ίσως και οι πρακτικές συνθήκες. Νομίζω ότι ποτέ δεν έχει εφαρμοστεί ένα τέτοιο σύστημα. Το πιο εύκολο είναι τους παραβατικούς ανθρώπους να τους κλείνεις σε ένα κελί, σε μία φυλακή. Ίσως τα τελευταία χρόνια γίνονται κάποιες προσπάθειες, να συμμετέχουν σε δημιουργικές ομάδες να υπάρχουν καλλιτεχνικές δραστηριότητες, να γίνεται θέατρο μέσα στις φυλακές αλλά δεν ξέρω πραγματικά σε ποιο βαθμό όλη αυτή η προσπάθεια είναι σε θέση να αποδώσει κάποιους καρπούς. Αλλά νομίζω ότι η έλλειψη χώρου, η οικονομική δυσπραγία καταπιέζουν το σωφρονιστικό σύστημα σε μία τιμωρητική διάσταση και που στο τέλος δεν ξέρω πόσο ωφέλιμη μπορεί να είναι για τους ίδιους τους κρατούμενους. Μπορεί να είναι ωφέλιμη με την έννοια ότι προφυλάσσουν το κοινωνικό σύνολο, αλλά κατά πόσο το σύστημα πέρα από την προστασία των υπολοίπων μπορεί να λειτουργήσει θετικά για την ανέλιξη της προσωπικότητας και της ψυχικής υγείας των ανθρώπων που έχουν επιδείξει παραβατική συμπεριφορά είναι αμφίβολο.

– Στο έργο, φαίνεται να υπάρχει αυτή η ιδέα του καλού και του κακού και φαίνεται να έχουν ενσαρκωθεί στο ρόλο του Γιάννη. Βλέπουμε κατά κύριο λόγο το καλό, το κακό έρχεται αργότερα, υπονοείται. Μπορεί να συνυπάρξει το καλό και το κακό ή πάντα θα κυριαρχεί μόνο μία πλευρά;
Θα μιλήσω αρχικά σαν συγγραφέας. Νομίζω ότι κάθε ήρωας, από τις βασικές συγγραφικές αρχές, έναν ήρωα ποτέ δεν τον φορτίζεις με μία μόνο ταμπέλα. Μία ετικέτα καλός-κακός και με αυτήν πορεύεται από την αρχή μέχρι το τέλος. Το ενδιαφέρον είναι να φτιάξεις έναν πολύπλευρο χαρακτήρα, όπως είναι και στην πραγματικότητα, το οποίο ακόμα και όταν στη συγκεκριμένη φάση της ζωής του, ή για τους συγκεκριμένους λόγους αυτό που προτάσσει είναι το ένα ή το άλλο, αυτό να σημαίνει ότι αποκλείονται όλα τα άλλα συστατικά. Σε δοσολογίες βέβαια, όχι 50-50 γιατί και αυτό θα ήταν μία απλουστευτική απόδοση της ανθρώπινης ύπαρξης από τον συγγραφέα. Νομίζω ότι οι αντιφατικές δυνάμεις σε έναν ήρωα τον κάνουν πιο ενδιαφέρον πρόσωπο. Στην πραγματική ζωή, νομίζω ότι αποδεικνύεται από τους εαυτούς μας. Κάποιες μικροπρέπειες στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε μια κακή συμπεριφορά, μια τεμπελιά στο να ανταποκριθούμε στη γνήσια πρόσκληση ενός ανθρώπου που έχει την ανάγκη μας, όλοι αναγνωρίζουμε στους αυτούς μας αδυναμίες ή στιγμές που έχουμε φερθεί άδικα, εγωιστικά. Η απάντηση βρίσκεται μέσα στον εαυτό μας. Είμαστε πλασμένοι από πολλά στοιχεία, το ύφασμά μας έχει πολλές κλωστές ύφανσης.

– Ο χαρακτήρας του Γιάννη έρχεται αρκετά κόντρα με τη στάση των υπόλοιπων ανθρώπων που ζουν στον παράδεισο, οι οποίοι έχουν μία πιο ωφελιμιστική στάση, κοιτούν πως θα εξασφαλίσουν όσα χρειάζονται. Επειδή το κοινωνικό πλαίσιο είναι τέτοιο, θεωρείτε ότι έχει περιορίσει αρκετά ανθρώπους σαν τον Γιάννη; Γιατί αν αφήσουν περισσότερο αυτήν την ανιδιοτέλεια θα κατασπαραχθούν;
Είναι ένα πρόβλημα κοινωνικό. Δεν είναι ότι συντεταγμένα όλοι οι υπόλοιποι θέλουν να καταπιέσουν τον καλό και δίκαιο. Απλά αυτός είναι ίσως το πιο εύκολο θύμα. Αυτός που θα δεχτεί πιο αδιαμαρτύρητα την κακή πρόθεση των άλλων και αυτό γίνεται αντιληπτό. Θυματοποιείται συνήθως ένα πρόσωπο που δεν έχει ισχυρές αντιστάσεις και ισχυρή ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αυτό ισχύει και στο bullying στα σχολεία. Το παιδί που θα γίνει στόxος του χλευασμού και της κακομεταχείρισης είναι συνήθως ένα ευαίσθητο παιδί, ένα πιο σκεπτόμενο παιδί, ένα λιγότερο κοινωνικό παιδί, πιο εσωστρεφές και με άλλες αξίες ίσως.

– Παρασύρονται και παιδιά που έχουν αυτές τις αξίες, για να μην γίνουν τα ίδια θύματα. Και αυτό συνεχίζει και στην κοινωνία αργότερα, ότι εφόσον το σύστημα είναι τέτοιο θα γίνω και εγώ ένα γρανάζι για να μην γίνω και εγώ χαλκομανία
Αυτός είναι ο βασικός ρόλος της εκπαίδευσης και της παιδείας. Και των προτύπων που δίνουμε. Πρότυπο δεν είναι ο ισχυρός ο όμορφος ο δυνατός. Πρέπει να είναι αυτός που είναι σε θέση να κατανοήσει και να δώσει μία ώθηση στο σύνολο να κάνει ένα βήμα μπροστά. Όχι ο ισχυρός για τον εαυτό του. Περισσότερο θαυμάζουμε αυτόν που ατομικά για τον εαυτό του έχει υπάρξει ισχυρός και δυνατός, ακόμα και ανελέητος, παρά αυτός που στην πλάτη του σήκωσε ένα βάρος και για τους υπόλοιπους.

– Τα μαθήματα συνεχίζονται στο θέατρο Πορεία;
Είναι η 4η χρονιά φέτος που συνεχίζουμε τη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής στο θέατρο Πορεία. Εγώ με τον Θανάση Τριαρίδη και παλιότερους μαθητές μας που διδάσκουν τώρα, τον Μάνο Κουνουγάκη και την Ανθή Τσιρούκη (της οποίας το έργο επιλέχτηκε πέρυσι από την επιτροπή ως ένα από τα πιο αξιόλογα έργα της χρονιάς και ανέβηκε σε παράσταση). Αισθανόμαστε μετά από όλο αυτό το διάστημα ότι κάτι λειτουργεί σε αυτήν την ιδέα. Βλέπουμε πραγματικά να γεννιούνται και να γράφονται πάρα πολύ αξιόλογα έργα και τα οποία έχουν τη δυνατότητα κάποια από αυτά να βρουν έναν δρόμο προς τη σκηνή. Και δε μιλάω μόνο για τη σκηνή του θεάτρου Πορεία που κάθε χρόνο ανεβάζει ένα από αυτά. Αλλά και σε άλλα θέατρα. Βλέπουμε έργα μαθητών μας που βρίσκουν το δρόμο τους και σε άλλες σκηνές και μας χαροποιεί. Ο Δημήτρης Τάρλοου, έχει αγκαλιάσει με μεγάλη στοργή το εγχείρημα αυτό, το φιλοξενεί στο θέατρό του και του δίνει γενναιόδωρο το χώρο να αναπνεύσει και να ολοκληρωθεί κάνοντας παραγωγή σε αυτές τις παραστάσεις, το οποίο δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Γίνεται μία κανονική, επαγγελματική, ακριβή παραγωγή για κάθε ανέβασμα, και αυτό βοηθάει στο να είναι οι παραστάσεις αυτές αξιόλογες και να ξεφεύγουν από το πλαίσιο από το να είναι απλά μία προσπάθεια. Γίνονται πραγματικά καλλιτεχνικά σημεία της σεζόν. Φέτος το έργο της Μαρίας Δριμή που ανεβαίνει φέτος με τίτλο Garamond 12, ο τίτλος της γραμματοσειράς που χρησιμοποιεί ο πρωταγωνιστής, έχει γίνει δεκτό με τρομερά ενθουσιαστικά σχόλια.

– Ο ρόλος της διδασκαλίας, πώς έρχεται και κουμπώνει στην ηθοποιία, στη συγγραφή;
Είναι αλληλένδετα. Δηλαδή από αυτό που έχεις κερδίσει εσύ ως συγγραφέας, αυτό είναι που δίνεις πίσω στους μαθητές, από αυτό που σου δίνουν οι μαθητές μαθαίνεις κάτι από αυτή τη διαδικασία και γίνεσαι καλύτερος συγγραφέας. Ο ηθοποιός είναι απόλυτα συνδεδεμένος επίσης, καθώς ο συγγραφέας υιοθετεί μία λειτουργία ηθοποιού όταν γράφει, προσπαθεί να μπει στο ρόλο, να γίνει ο ρόλος, για να του έρθουν οι λέξεις του ρόλου και επομένως ταυτίζεται με τον ηθοποιό στην σκηνική λειτουργία. Και οι δύο προσπαθούν να ιδιοποιηθούν ένα ξένο πρόσωπο, να το ενσαρκωθούν, να το αφομοιώσουν. Οπότε όλα είναι ένα.

– Πώς μεταλαμπαδεύεται το ταλέντο για συγγραφή; Είναι ένα δύσκολο έργο
Το ταλέντο δεν μεταλαμπαδεύεται. Αυτό που μπορείς να κάνεις είναι στον ταλαντούχο να του επισημάνεις τις αδυναμίες και δεις με μια πιο αντικειμενική ματιά ποιο είναι το δυνατό του σημείο και πώς μπορεί να χτίσει πιο αποτελεσματικά τον κόσμο του. Στον μη ταλαντούχο, που επιθυμεί να είναι μέρος μια δημιουργικής ομάδας μπορείς να δώσεις τα εργαλεία με τα οποία θα μπορέσει να αναπληρώσει αυτό που η φαντασία του πιθανόν αδυνατεί να κάνει από μόνη της. Του δείχνεις ουσιαστικά ένα δρόμο με τον οποίο θα καλλιεργήσει και θα αρχίσει να γεννά έναν τρόπο σκέψης και δόμησης μιας ιδέας και ενός υλικού που έχει. Ή μία ιδέα που μπορεί να είναι αδύναμη, να μάθει να μάθει με ποιον τρόπο θα την ενισχύσει και θα την εμπλουτίσει. Στον καθένα δουλεύεις με διαφορετικό τρόπο, καθένας είναι μία ξεχωριστή περίπτωση. Ο καθένας έρχεται και καταθέτει κομμάτι της ψυχής του στο εργαστήριο και εσύ οφείλεις με απόλυτο σεβασμό να το πάρεις αυτό και να του συμπεριφερθείς σαν να είναι ένας βολβός που θα ανθίσει αλλά πρέπει να του δώσεις εσύ τις συνθήκες να μπορέσει να ανθίσει σαν καλός κηπουρός.

– Τι να περιμένουμε από σας; Ποια είναι τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια;
Έχω και ένα μυθιστόρημα στα σκαριά και ένα θεατρικό έργο. Καλώς εχόντων των πραγμάτων σε λίγους μήνες θα είναι έτοιμα.

– Παράλληλα τα γράφετε;
Είναι διαφορετικοί κόσμοι, πολλές φορές τροφοδοτεί ο ένας τον άλλον. Ακόμα και σαν ξεκούραση. Πολλές φορές κάνει καλό να επιστρέψεις μετά από ένα διάστημα αποχής, βλέπεις άλλα στοιχεία κάθε φορά.

 

INFO: Το καινούργιο έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Στον Παράδεισο», παρουσιάζουν σε συνεργασία η Μαρία Αιγινίτου και ο Γιώργος Παλούμπης. 
Σε μία πρότυπη σωφρονιστική μονάδα στο ιδιόκτητο νησί του μεγάλου Έξαρχου οι κατάδικοι εκτίουν την ποινή τους απολαμβάνοντας την ομορφιά της φύσης ξεκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Μέσα σ’ αυτήν την υπό όρους ελευθερία και το ειδυλλιακό περιβάλλον σιγοβράζουν πάθη, έριδες, συνομωσίες και προδοσίες.

Ο Γιάννης, παλιός τρόφιμος με βαριά αδικήματα στην πλάτη, μοιάζει να έχει λαμπρή ανταπόκριση στο πρόγραμμα. Η μεταστροφή μέσα του έχει συντελεστεί. Έχει αντιληφθεί πλήρως το κακό που στο παρελθόν προκάλεσε και τώρα προσπαθεί να το ξεπληρώσει προσφέροντας σε όλους γύρω του συμπαράσταση και αγάπη. Ο ίδιος ο Έξαρχος θα εκτιμήσει την πρόοδό του και θα του αναθέσει μια ευαίσθητη αποστολή: την φύλαξη και περιποίηση των ακριβών καλεσμένων του, οι οποίοι θα φιλοξενηθούν για λίγες μέρες στο νησί. Είναι ικανός, είναι έμπιστος. Όμως ένα ατύχημα, για το οποίο δεν ευθύνεται, θα συμβεί και τα πάντα στον παράδεισο ανατρέπονται. Όλοι θα του φορτώσουν το έγκλημα κι εκείνος θα το δεχτεί αδιαμαρτύρητα. Ο δρόμος για την εξιλέωση είναι μακρύς.

Οι παραστάσεις θα συνεχίζονται μέχρι και την Κυριακή 14 Μαΐου.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Κείμενο: Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης
Σκηνοθεσία: Μαρία Αιγινίτου
Συνεργάτης σκηνοθέτης: Γιώργος Παλούμπης
Κοστούμια – Σκηνικός χώρος: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Φωτισμοί: Μιχάλης Κάρλος
Μουσική – Σχεδιασμός ήχων: Σωτήρης Καστάνης
Βοηθός σκηνοθεσίας: Παναγιώτα Παπαδημητρίου
Βοηθός σκηνογράφου: Γιώργος Τρικαλιώτης
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Γραφιστική επιμέλεια: Μαύρα Γίδια

Παίζουν (αλφαβητικά): Μαρία Αιγινίτου, Θάνος Αλεξίου, Αντώνης Γιαννακός, Ασπασία Κράλλη, Δάφνη Λιανάκη, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος.