Από κοντά, ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος μοιάζει πολύ νεώτερος σε σχέση με την ηλικία που αναγράφεται στην ταυτότητά του.
Γιατί μπορεί να γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1949, αλλά η, εξ απαλών ονύχων, ενασχόλησή του με την Μουσική, προφανώς και λειτούργησε ως ελιξήριο νεότητας για τον ίδιο, τόσο σωματικά, όσο και ψυχοδημιουργικά.
Ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος παραμένει… στας μουσικάς επάλξεις που λέμε συνθέτοντας πυρετωδώς (την έκτη του όπερα, την «Περσεφόνη») και προλειαίνοντας το καλλιτεχνικό έδαφος για τον μελλοντικό εορτασμό των 50 χρόνων της “Λιλιπούπολης”.
Ο κ. Μαραγκόπουλος ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του με τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου στα θεωρητικά και στη σύνθεση. Συνέχισε τις σπουδές του στην Κρατική Ανώτατη Σχολή Τεχνών του Βερολίνου από όπου αποφοίτησε το 1976 με κρατική γερμανική υποτροφία. Τελείωσε επίσης το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών της Νομικής Σχολής Αθηνών.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνεργάστηκε στο, υπό τον Μάνο Χατζιδάκι, Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ ως μέλος της Επιτροπής Προγράμματος, γράφοντας μεταξύ άλλων και μουσική για τη δημοφιλέστατη εκπομπή “Εδώ Λιλιπούπολη”. Το 1984-1985 ανέλαβε τη διεύθυνση του Μουσικού Τμήματος της ΕΡΤ2.
Το 1988 ανέλαβε τη διεύθυνση του Μουσικού Τμήματος και του Δημοτικού Ωδείου Βόλου συντελώντας στην έντονη ανάπτυξη της μουσικής ζωής της πόλης με τη δημιουργία δύο συμφωνικών ορχηστρών και τη διοργάνωση πλήθους εκδηλώσεων. Η Συμφωνική Ορχήστρα Βόλου πήρε μέρος σε σημαντικές εκδηλώσεις στο Ηρώδειο, στη Λυρική Σκηνή, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και στο εξωτερικό, ενώ το Τμήμα Μουσικής βραβεύτηκε το 1997 με το Βραβείο της Ένωσης Κριτικών Μουσικής και Θεάτρου. Το 1994 ανέλαβε μαζί με τη Λυδία Κονιόρδου, και από το 1997 μόνος του, το Κέντρο Μουσικού Θεάτρου που διοργάνωσε μέχρι σήμερα πέντε διεθνή φεστιβάλ με τεράστια συμμετοχή του κοινού.
Το 1993 ανέλαβε τη διεύθυνση του Μουσικού Αναλογίου του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» και από το 1997, τη διεύθυνση του κύκλου «Γέφυρες» στο Μέγαρο Μουσικής, κύκλοι που και οι δύο σημείωσαν σημαντική επιτυχία στην προσέλευση του κοινού και στην εκπλήρωση των καλλιτεχνικών και εκπαιδευτικών στόχων τους.
Έχει διδάξει μουσική στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλίας, στο Κολέγιο Αθηνών και στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Τον Μάρτιο του 2002 εξελέγη καθηγητής σύνθεσης στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Το συνθετικό του έργο, χωρίς να περιοριστεί σε ένα συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα, ανέπτυξε έναν δικό του προσανατολισμό. Από τα πρώτα του έργα, “Ατρείδες” (1975), “Κασσιανή και Θεόφιλος” (1978), ως τα πιο πρόσφατα, “Αντάυγειες από το Ασμα Ασμάτων”, “Ανατολικός και Δυτικός Ανεμος”, “΅Ηρως ΅Αγγελος”, “Έφεσος”, “Οι άνεμοι της οικουμένης”, “Θερινό Ηλιοστάσιο”, “Σαμοθράκη”, “Η ανάσα της γης”, που πρωτοπαίχτηκε από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Μόσχας, “Ανταύγειες από το μικρό φεγγάρι”, ένα μεγάλο μέρος της μουσικής του βαδίζει στο δρόμο όπου συναντώνται παραδοσιακοί μουσικοί πολιτισμοί με κέντρο βάρους την ελληνική παράδοση και δυτικές επιρροές.
Έργα του έχουν παιχτεί σε πολλές χώρες, όπως οι Η.Π.Α., η Γερμανία, η Ιταλία, η Σουηδία, ο Καναδάς, η Ουγγαρία και η Ελβετία. Εκτός από συμφωνική μουσική, έχει γράψει τραγούδια, μουσική δωματίου, μουσική για χορό, τηλεόραση και θέατρο σε σκηνοθεσία Κουν, Ευαγγελάτου, Καμπανέλλη, Βουτσινά, Μπάκα, κ.α., καθώς και σε μικτά οπτικοακουστικά θεάματα σε σκηνοθεσίες Τόλια, Βάλτμαν και άλλων.
Έχει γράψει 6 όπερες (το αγαπημένο του είδος μουσικής σύνθεσης) όπως το “Γυάλινο Κύκλο” σε λιμπρέτο Μαριανίνας Κριεζή (Μουσικός Αύγουστος, Ηράκλειο), το “Τραγούδι του Αιώνα” σε λιμπρέτο Σωτήρη Χατζάκη (θέατρο Λυκαβηττού, Βόλος, Καλαμάτα), το “Ταγκό των Σκουπιδιών” σε λιμπρέτο Αρκά (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών), τον “Μακρυγιάννη” και τη “Μάσκα του Κόκκινου” (Εθνική Λυρική Σκηνή).
Και σειρά έχει η «Περσεφόνη» του – «ένα ταξίδι στα σύνορα της νέας όπερας, της cinematic opera», όπως την αποκαλούν οι εμπνευστές της – και του θεάτρου, σε σύλληψη, λιμπρέτο και σκηνοθεσία της Έλλης Παπακωνσταντίνου, που ανεβαίνει σε παγκόσμια πρεμιέρα στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών την Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου.
Ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα της “Περσεφόνης” στο Μέγαρο Μουσικής, μιλάει στο Olafaq για την όπερα, την κλασσική μουσική, τους Queen και τους Led Zeppelin και προετοιμάζεται ψυχικά και σωματικά για τα 50 χρόνια της “Λιλιπούπολης”.
– Ποιο είναι το πρώτο πρώτο πράγμα που θυμάστε σχετικά με την Μουσική;
Να είμαι στην αγκαλιά της μητέρας μου και να ακούω την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Πρέπει να ήμουν δυόμιση ετών. Δεν το θυμάμαι ακριβώς, αλλά μού το έχει διηγηθεί η μητέρα μου και προφανώς η ανάμνηση έχει υποστεί, με τα χρόνια, και μια σχετική ανάπλαση μέσα στο κεφάλι μου. Έκατσα λοιπόν στα πόδια της και άκουσα όλη την συμφωνία από την αρχή ως το τέλος. Ωστόσο, θα σας πω την πολύ ξεκάθαρη ανάμνηση που έχω προσωπικά, για να σας δείξω το μέγεθος της σχέσης μου με την μουσική: είμαι 3-4 ετών, είμαι στη λίμνη της Βουλιαγμένης και στο κέντρο της λίμνης υπάρχει ένα ξυλαράκι, αυτό που μετράει την στάθμη του νερού. Αυτό το ξυλαράκι δημιουργούσε ομόκεντρους κύκλους και εσύ είχες την αίσθηση ότι κινιόσουν. Προσπαθώ λοιπόν μέσα στην αθωότητα και την παιδικότητά μου να φέρω το ξυλαράκι αυτό κοντά μου, γιατί έχω την αίσθηση ότι κινείται. Οπότε αρχίζω να του τραγουδάω. Θυμάμαι λοιπόν να τραγουδάω ένα δικό μου, αυτοσχέδιο τραγούδι που έβγαλα εκείνη την ώρα, προκειμένου να το προσελκύσω. Είναι όντως μια ανάμνηση τεράστιας σημασίας για μένα. Είναι η στιγμή εκείνη που ανακάλυψα την δύναμη της μουσικής. Η μουσική είναι ενέργεια. Και είμαστε πολύ τυχεροί που την έχουμε στην ζωή μας. Χωρίς μουσική, είμαστε όλοι μας, ως όντα, ένα τίποτα. Είναι μια γλώσσα που έφτιαξε ο άνθρωπος και που αν δεν την είχαμε, η ζωή μας θα ήταν πολυ διαφορετική, πολύ χειρότερη. Σκεφτείτε δηλαδή να είχαμε, στην καθημερινή μας συναναστροφή, μόνο την ομιλία…
– Η σχέση σας με τα ωδεία και τα κονσερβατόρια ποια ήταν και πως έχει μεταλλαχθεί με τα χρόνια;
Άργησα να πάω σε ωδείο και ξεκίνησα με ένα μουσικό όργανο για το οποίο ντρεπόμουν στην αρχή…
– Σε ποιο όργανο αναφέρεστε;
Στο ακορντεόν. Γιατί – και τότε δεν το είχα καταλάβει πλήρως – το ακορντεόν είναι ένα μικρό σινθεσάιζερ. Μπορείς να βγάλεις απίστευτους ήχους με αυτό. Ξεκίνησα λοιπόν με ακορντεόν, μετά πέρασα στο πιάνο και κατόπιν πήγα σε ωδείο, όπου ήμουν τυχερός να έχω δάσκαλο τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου, που ήταν δάσκαλος των περισσότερων μεγάλων ελλήνων συνθετών, όπως του Θάνου Μικρούτσικου, του Νίκου Κηπουργού και πολλών ακόμη. Αργησα λοιπόν να μπω στο ωδειακό σύστημα λόγω ιστορικών συγκυριών – μιλάω για την Επταετία και τη Χούντα – αλλά ήμουν τυχερός αφενός να έχω μια προσωπική σχέση με τον Παπαϊωάννου και αφετέρου μετά να πάω στο Βερολίνο, που ήταν ένας πραγματικός παράδεισος για οποιονδήποτε νεαρό μουσικό τότε.
– Σας ρωτάω για τα κονσερβατόρια γιατί πολλά σπουδαία μουσικά μυαλά «κάηκαν» όταν πήγαν σε ένα ελληνικό ωδείο…
Έχετε δίκιο σε αυτό. Τα ελληνικά ωδεία, τουλάχιστον μέχρι πριν μερικά χρόνια, ήταν όντως χώροι που ενδεχομένως να σε έκαναν να θέλεις να φύγεις από αυτά. Χώροι που σε απωθούσαν από την ίδια την μουσική και την φύση της. Ο τρόπος που προσέγγιζαν το θεωρητικό κομμάτι της μουσικής ήταν ένας τρόπος άκρως τυπολατρικός και απωθητικός και αν δεν είχες την τύχη να έχεις έναν σωστό δάσκαλο που να σου δημιουργήσει αυτός το συναίσθημα της γοητείας από την μουσική, αν δηλαδή επέμενε πολύ σε θέματα πειθαρχίας και επαναλάμβανε διαρκώς «πιάσε τώρα τη σωστή νότα», τότε λογικό ήταν να πάρεις εσύ ως μαθητής, πολύ στραβά το θέμα της μουσικής. Τα ωδεία, ιδανικά, θα έπρεπε να είναι μουσικά μικροκέντρα ιδεών και κλίματος όπου να μην υπάρχει μόνο το μάθημα του οργάνου που κάνεις, αλλά επίσης να έχεις να διδαχτείς μουσική τεχνολογία, ιστορία της μουσικής, βίντεο, πολυμέσα, σύνολα μουσικά στα οποία να παίζει το παιδί, τρίο, κουαρτέτο και τα λοιπά, τζαζ και ροκ και ποπ ιστορία, οπωσδήποτε ελληνική παραδοσιακή μουσική, βυζαντινή μουσική, μέχρι και οργανοποιία.
– Η «γερμανική εμπειρία» τι σημαντικά μαθήματα σάς έδωσε;
Υπήρχε μια υπερπληθώρα ιδεών και απόψεων σε εκίνη την πόλη, εκείνη την συγκεκριμένη μουσική περίοδο. Στο Δυτικό Βερολίνο της εποχής εκείνης, την δεκαετία του ’70, βίωνες μπροστά στα μάτια σου την ιστορία: έβλεπες ακόμη σφαίρες στους τοίχους των σπιτιών, έβλεπες την ανοικοδόμηση της πόλης σε real time, η μυρωδιά της ξυλόσομπας ήταν πανταχού παρούσα, είχα μιλήσει μέχρι και με γερμανίδες γιαγιάδες που μου είχαν διηγηθεί ιστορίες από την εισβολή του Κόκκινου Στρατού [σ.σ: τον Μάιο του 1945]. Πέρα από το επίπεδο των σπουδών, είχα την τύχη και το προνόμιο να έχω έναν εξαιρετικό δάσκαλο, τον Φρανκ Μίκαελ Μπάγερ, ο οποίος όχι μόνο ήταν φιλέλληνας και λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, αλλά μάς μετέδιδε διαρκώς έναν αέρα δημιουργικότητας και ελευθερίας. Γι’ αυτό και μπορούσα αμέσως να ασχοληθώ με την σύνθεση μουσικής, σε κινηματογραφικά soundtracks και άλλα πρότζεκτ.
– Tον Μάνο Χατζιδάκι τον συναντήσατε όταν επιστρέψατε στην Ελλάδα, στην παράσταση του “Μαγικού Αυλού”, αν δεν κάνω λάθος…
Ακριβώς. Είχε μόλις ξεκινήσει το Τρίτο Πρόγραμμα και μού είπε ένας κοινός μας γνωστός ότι «ο Μάνος ψάχνει κόσμο, νέους μουσικούς». Η πιο δημόσια αξιοκρατική οντισιόν που έγινε ποτέ. Αν δεν του άρεσες του Μάνου, δεν υπήρχε περίπτωση να σε πάρει. Και ο Χατζιδάκις, ξέρετε, και στη συνέχεια, όσο προχωρούσε το Τρίτο Πρόγραμμα, είχε διαρκώς πολλές ρήξεις με πολύ κόσμο, εντός και εκτός ΕΡΤ. Και με την ίδια την κυβέρνηση τότε. Αλλά εμάς, ως συνεργάτες του, μας είχε καλύψει και μας προστάτευε σε όλα τα επίπεδα. Στη “Λιλιπούπολη”, ας πούμε, που ήταν το πιο ρηξικέλευθο από όλα τα έργα του Τρίτου, μάς έλεγε ότι «όσες λογοκρισίες και αν δεχτείτε από άλλους ή αρνητικά σχόλια, εγώ ως Μάνος δεν πρόκειται να σας λογοκρίνω ποτέ. Εσείς οι ίδιοι θα βάλετε τα όριά σας και θα αυτολογοκριθείτε γιατί δουλεύετε σε ένα δημόσιο μέσο ενημέρωσης. Μην ξεχνάτε ότι σας ακούει ένα παιδάκι στην Αθήνα και μια γιαγιά στην Κοζάνη».
«Ακούμε τη “Λιλιπούπολη” και νομίζουμε ότι ακούμε Ράδιο Μόσχα!»
Αυτή η ατάκα εκστομίστηκε το 1980 από τον τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας (στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή) Ευάγγελο Αβέρωφ.
Είχε μεσολαβήσει η αντίστοιχη ατάκα του Χατζιδάκι, το «Κορίτσια, προχωρήστε εν λευκώ» στην Ελένη Βλάχου, τη Ρεγγίνα Καπετανάκη και τη Μαριανίνα Κριεζή, μόλις διάβασε το πρώτο σενάριο της εκπομπής που έμελλε να καταγραφεί στην ιστορία ως η κορυφαία στιγμή του ελληνικού ραδιοφώνου.
Η πολιτικά τολμηρή «Εδώ Λιλιπούπολη» με τον Χαρχούδα, τον Μπρίνη, την Μπομπίλα, την Πιπινέζα και τον Γλυκόσαυρο βγήκε στον αέρα του Τρίτου Προγράμματος στα τέλη του 1976 / αρχές του 1977. Αρχικά, ο σκοπός της εκπομπής ήταν ξεκάθαρα παιδικό-διδακτικός, ώστε να μάθουν τα παιδιά τα χρώματα και τις γενικότερες έννοιες (μικρό, μεγάλο, κοντά, μακρυά) μέσα από τραγούδια.
Το αυστηρό και άκρως συντηρητικό κοινό όμως του Τρίτου Προγράμματος κατέκρινε αυτήν την προσπάθεια και η εκπομπή έφτασε ένα βήμα πριν την αναγκαστική διακοπή της λόγω χαμηλής ακροαματικότητας. Τότε ο Χατζιδάκις αποφάσισε να την αλλάξει: έβαλε στην συγγραφική ομάδα την Άννα Παναγιωτοπούλου, η οποία προσέφερε έναν πιο πολιτικό λόγο στα κείμενα και το ακροατήριό της σταδιακά άρχισε να διευρύνεται και σε άλλες, πλην παιδιών, ηλικιακές κατηγορίες.
«Τότε ήταν που άρχισαν οι ήρωες να αποκτούν χαρακτήρα. Άρχισε να αλλάζει η θεματολογία. Η “Λιλιπούπολη” πήρε πολιτική διάσταση, συνέβαιναν γεγονότα, γίνονταν εκλογές όπως τις κάνουν οι μεγάλοι». Έτσι μικρά και μεγάλα παιδιά λάτρεψαν τον κόσμο της Λιλιπούπολης», είπε κατόπιν η Κριεζή.
Και όταν, σε ένα επεισόδιό της, ο (αριστερός) επαναστάτης Δυστροπόπιγγας αντιμετώπισε τον (δεξιό και) συντηρητικό δήμαρχο Χαρχούδα, τότε οι συντελεστές της εκπομπής άρχισαν να έχουν προβλήματα με την τότε κυβέρνηση της ΝΔ. Τότε ήταν που ο Αβέρωφ είχε δηλώσει αυτό περί Ράδιο Μόσχας, πέφτοντας πάνω στον «κυματοθραύστη» των πολιτικών αντιδράσεων, τον ίδιο τον Καραμανλή.
«Η «Λιλιπούπολη» υπήρξε γέννημα μιας φιλελεύθερης και πειραματικής ραδιοφωνίας. Αυτό βέβαια δεν στάθηκε εμπόδιο στο να εξοργισθεί η αντιδραστική παραδημοσιογραφία του ελληνικού Τύπου, που χαρακτήρισε τη «Λιλιπούπολη» κομμουνιστική. Ίσως γιατί πρώτη φορά κάποιοι μιλούσαν στα παιδιά υπεύθυνα, με καθαρή ποιητική γλώσσα, και όχι σαν εκπαιδευτικοί ή γονείς ανόητοι, που συμπεριφέρονται στα παιδιά λες και αποτείνονται σε υπανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς», έγραφε μετά ο Χατζιδάκις στα σχόλια που συνόδευαν την κυκλοφορία του άλμπουμ της Λιλιπούπολης.
Το κεφάλαιο “Λιλιπούπολη”
– Κύριε Μαραγκόπουλε, ποιο ήταν το υπ’ αριθμόν ένα προτέρημα του Χατζιδάκι;
Ο Μάνος έβγαζε ένα ήθος άλλου τύπου στην σχέση του με την Τέχνη. Επέμενε πολύ οι καλλιτέχνες να μην συμβιβάζονται με τίποτα και να είναι ο εαυτός τους, όσον αφορά στην καλλιτεχνική δημιουργία. Να μην δεχτούν την οποιανδήποτε πίεση και για τίποτα -από κανέναν. Ο Μάνος έμεινε στην θέση του καθαρά λόγω Καραμανλή, ο οποίος τον προστάτεψε πολύ -και δικαίως. Όταν όλοι στην κυβέρνηση ήθελαν ο Χατζιδάκις να φύγει, ο Καραμανλής τους το ξεκαθάρισε ότι ο Χατζιδάκις δεν θα πάει πουθενά. Θα συνεχίσει να είναι στη θέση του. Και αυτό επειδή και ο Καραμανλής ενδεχομένως να καταλάβαινε ότι ο Μάνος είχε μια φοβερή ικανότητα να σου μεταδίδει μια ξεχωριστή, μια ειδική σχέση με την Τέχνη. Μια αληθινή σχέση. Μας άνοιξε τους ορίζοντές μας σε κόσμους που δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχαν. Τον Αστορ Πιατσόλα, ας πούμε, από τον Μάνο τον έμαθα εγώ. Δεν τον ήξερα μέχρι τότε.
– Η “Λιλιπούπολη” είναι διαχρονική ή μήπως αχρονική;
Αχρονική είναι. Όπως κάθε έργο που γράφεται με έναν αυθόρμητο τρόπο, χωρίς να έχουν οι δημιουργοί του κανένα απολύτως άγχος να παραδώσουν μια επιτυχία ή ένα σουξέ, που λέμε. Ξέρετε, το να γράψεις ένα καλό τραγούδι, και μάλιστα παιδικό, είναι μια εξαιρετικά σοβαρή και δύσκολη διαδικασία. Και γι’ αυτό δεν αντιμετωπίσαμε τα τραγούδια αυτά με απλοϊκό τρόπο, αλλά με καταστάσεις και στίχους δοσμένους σαν να απευθυνόμαστε σχεδόν σε ενήλικες. Το μυστικό της επιτυχίας της ήταν ότι απευθυνθήκαμε στα παιδιά της εποχής εκείνης σαν να ήταν μεγάλοι.
– Γράφατε όλοι μαζί ή μόνος του ο καθένας;
Στην αρχή προσπαθήσαμε είναι η αλήθεια να γράψουμε όλοι μαζί μετά από brainstorming. Αλλά δεν μας βγήκε. Γιατί στη μουσική ήμασταν τέσσερις διαφορετικές συνθετικές ιδιοσυγκρασίες: η Λένα Πλάτωνος, ο Νίκος Κηπουργός, ο Νίκος Χριστοδούλου και εγώ -το μόνο που μάς ένωνε ήταν η στιχουργός Μαριανίνα Κριεζή. Αλλά στο τέλος είπαμε μεταξύ μας ότι «ας πάμε σπίτια μας και ας γράψει ο καθένας ό,τι θέλει. Και ο Θεός βοηθός». Και ευτυχώς να λέμε που όλο αυτό το πράγμα λειτούργησε. Γιατί μάλλον ήμασταν συμπληρωματικές μουσικές προσωπικότητες, που η μια γέμιζε το κενό της άλλης με κάτι που έλειπε.
– Έτσι όπως μού το περιγράφετε, σαν να ήσασταν ροκ συγκρότημα, ήταν πανεύκολο να καταρρεύσει το όλο οικοδόμημα…
Μα ναι. Ξεκάθαρα. Αυτό που μας έσωσε ήταν η απόλυτη ελευθερία που είχαμε: γράφαμε όσες ώρες θέλαμε, όπου θέλαμε, όποιες ώρες θέλαμε.
– Ο ίδιος ο Χατζιδάκις πόσο πολύ επέβλεπε αυτή την δημιουργική διαδικασία;
Μια φορά μόνο θυμάμαι ότι μας κάλεσε και τους τέσσερις στο γραφείο του και αφού μας είπε κάτι απευθυνόμενος προς όλους, μετά μας μίλησε ιδιωτικά και προσωπικά στον καθένα από εμάς. Και σας διαβεβαιώνω ότι μας είπε τα πιο εκπληκτικά και to the point πράγματα. Μια κριτική που δεν σε έθιγε καθόλου, αντίθετα λειτουργούσε ως τροφή για σκέψη για σένα τον ίδιο. Ήταν ένας εκπληκτικός δάσκαλος πάνω απ’ όλα, με ευφυία, με εξυπνάδα και κυρίως με χιούμορ. Ο Μάνος διέθετε εκπληκτικό χιούμορ.
– Το 2027 συμπληρώνονται 50 χρόνια από την “Λιλιπούπολη”. Σχεδιάζετε κάτι με την ευκαιρία αυτή;
Νομίζω ότι μπορούμε πλέον να το ανακοινώσουμε και επισήμως, δεν θα είχε κανείς αντίρρηση, οπότε είστε ο πρώτος που το μαθαίνετε: ναι, θα έχουμε μια πολύ φροντισμένη σειρά εκδηλώσεων με αυτή την αφορμή, για τον μισό αιώνα της “Λιλιπούπολης”. Το τι ακριβώς δεν μπορώ να σας το πω γιατί δεν το ξέρω ούτε εγώ ο ίδιος, αλλά είμαστε ήδη στο σημείο αυτό που ρίχνουμε ιδέες στο τραπέζι και τις αξιολογούμε. Αυτό που μπορώ να σας πω επίσης είναι ότι θα έχουμε μαζί μας την εμπνεύστρια του όλου πρότζεκτ, την Ρεγγίνα Καπετανάκη. Η Ρεγγίνα είχε το όραμα της Λιλιπούπολης πολύ νωρίτερα από όλους. Αυτή ήταν που πρότεινε την δημιουργία της “Λιλιπούπολης”. Αυτή βρήκε τους χαρακτήρες, τα διάφορα τοπωνύμια και τις ονομασίες. Είναι μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, η οποία ωστόσο διαθέτει το κουράγιο, το σθένος και την διάθεση, αλλά κυρίως το μυαλό ενός νέου ανθρώπου που γεννάει συνεχώς ιδέες. Τα διάφορα προβλήματα υγείας που έχει τα αντιμετωπίζει με φοβερό κουράγιο και δύναμη και το μυαλό της είναι από τώρα επικεντρωμένο στα 50 χρόνια της εκπομπής. Θα σας έλεγα ευχαρίστως κάποιες ιδέες που έχουμε, αλλά ακόμη είναι στο επίπεδο της κυοφορίας τους.
Η «Περσεφόνη» του Δημήτρη Μαραγκόπουλου
Η Περσεφόνη ήταν κόρη της θεάς Δήμητρας και του θεού Δία. Ο Άδης την ερωτεύτηκε και την ζήτησε από τον Δία. Κάπως έτσι, ξεκίνησε η Αρπαγή της Περσεφόνης: ο Άδης την απήγαγε, γνωρίζοντας πως δεν θα επέλεγε μια ζωή στο σκοτάδι. Η Θεά Δήμητρα όμως τη ζήτησε πίσω. Ο Άδης συμφώνησε να ανεβαίνει η Περσεφόνη έξι μήνες στον πάνω κόσμο και να κατεβαίνει τους επόμενους έξι στον κάτω. Έτσι τους μήνες που η Περσεφόνη είναι στον πάνω κόσμο η Θεά Δήμητρα χαιρόταν και υπήρχε καλοκαιρία, ενώ τους άλλους κακοκαιρία.
Η ελληνική μυθολογία αποτελεί την «μαγιά» και την βάση για τη νέα όπερα του κ. Μαραγκόπουλου, σε συνεργασία με την κα. Ελλη Παπακωνσταντίνου που έγραψε και το λιμπρέτο.
«Το έργο γράφτηκε στις βιβλιοθήκες του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, όπου πέρασα έξι μήνες τιμώμενη με το Βραβείο Fulbright το 2019, ανασύροντας άγνωστα αποκρυφιστικά κείμενα που εντάχθηκαν αυτούσια στο έργο. Το λιμπρέτο παρακολουθεί σε ένα βαθμό την ομηρική περιγραφή του μύθου της Δήμητρας και της Κόρης, αλλά εδώ γίνεται αναφορά και σε oρφικούς ύμνους. Έχοντας πρόσβαση σε αρχαία σπαράγματα, άντλησα από την εμπειρική σχέση μου με την εσωτερική σχολή του Σουφισμού για να τα μεταπλάσω σε ένα δίγλωσσο λιμπρέτο προορισμένο να τραγουδηθεί και να αποτελέσει το έναυσμα για μια σύνθεση ποιητική, όπου η ανθρώπινη φωνή κι η εικόνα συναντιούνται», είχε πει προ καιρού η ίδια η σκηνοθέτις Έλλη Παπακωνσταντίνου για την «Περσεφόνη».
– Κύριε Μαραγκόπουλε, τι σας τράβηξε τόσο πολύ στον μύθο της Περσεφόνης;
Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς, είχε πει απολύτως σωστά ότι η αρχαία ελληνική μυθολογία είναι «η παρακαταθήκη του φαντασιακού ολόκληρης της Δύσης», με την έννοια ότι η αρχαία ελληνική μυθολογία εμπεριέχει γνώσεις, αισθήματα και την ίδια την σχέση του ανθρώπου με το ασυνείδητό του και με την ίδια τη φύση γύρω του. Προσωπικά μιλώντας, τόσο όλα αυτά που σας ανέφερα, όσο και αυτός καθεαυτός ο μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης -που είναι άρρηκτα δεμένος ούτως ή άλλως με τα Ελευσίνια Μυστήρια – ανέκαθεν έξαπταν τη φαντασία μου.
– Φαντάζομαι ότι ο ελευσίνιος μυστικισμός δένει με την σύγχρονη «παραβολή» σχετικά με την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.
Ασφαλώς και η θεματική αυτή διατρέχει, έως έναν βαθμό, το λιμπρέτο της Ελλης, το οποίο προχωράει ακόμη παραπέρα, συνδέοντας ή και ταυτίζοντας την Περσεφόνη με την βασίλισσα του Κάτω Κόσμου που κυβερνά τα βασίλεια τόσο του ύπνου, όσο και του θανάτου.
– Άρα να υποθέσω ότι μιλάμε για μια συνεργασία, αυτή με την κα. Παπακωνσταντίνου που θα θέλατε να επαναληφθεί…
Εργαστήκαμε υποδειγματικά μεταξύ μας. Κυρίως επειδή ένα έργο όπως η «Περσεφόνη» δεν είναι απλά σαν μια «σκυτάλη» που δίνεται από τον λιμπρετίστα στον συνθέτη και από τον συνθέτη στον σκηνοθέτη, αλλά όλοι οι εμπλεκόμενοι συνεργάζονται και επικοινωνούν διαρκώς μεταξύ τους, ακόμη και όταν η δική τους «υποχρέωση» έχει λήξει και έχει φύγει από τα χέρια τους.
– Αποκαλείτε την όπερά σας «cinematic»; Τι σημαίνει αυτό πρακτικά;
Ενέταξα στην όπερα πολλά ετερόκλητα στοιχεία, όπως ηχογραφημένο φωνητικό υλικό από διαφορετικούς πολιτισμούς, ηλεκτρονικούς και φυσικούς ήχους, μέχρι και… μάντρα διαλογισμού. Να σας πω την αλήθεια, μέσα στην «Περσεφόνη» κατάφερα να συμπυκνώσω πολλές διαφορετικές ιδέες που είχα κατά καιρούς, όπως η χρήση αυθεντικού μουσικού υλικού της λεγόμενης world music, από τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, την Ιαπωνία, την Κίνα, το Θιβέτ και το Μπαλί. Μουσικές οι οποίες θεωρώ ότι δένουν αρμονικά με τις φωνές των σολίστ και των μουσικών οργάνων.
– Τελικά, σήμερα ποια είναι η θέση του είδους της όπερας στο χώρα της κλασσικής και νεοκλασσικής μουσικής;
Επειδή είναι ένα ανοικτό «σύστημα», πρέπει να ανανεώνεται διαρκώς, ειδικά με παραγγελίες, δηλαδή με έργα σε νέους συνθέτες. Π.χ. η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει κάνει εξαιρετική δουλειά ως προς το κομμάτι αυτό, ειδικά η εναλλακτική της σκηνή. Και στο Μέγαρο έχουμε κάνει μερικά πολύ αξιόλογα πρότζεκτ, αλλά ο χώρος του Μεγάρου δεν είναι ένας κατ’ εξοχήν χώρος για όπερα.
– Αλήθεια, εκτός από όπερα, κλασική μουσική και μινιμαλιστές τύπου Φίλιπ Γκλας, Αρβο Παρτ, τι άλλο ακούτε από τον χώρο της ποπ και της ροκ μουσικής όταν είστε στο σπίτι σας;
Λατρεύω τους Led Zeppelin. Ακουσα ξανά πρόσφατα την δισκογραφία τους και τους επανεκτίμησα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πολύ μπροστά, σε μουσικό επίπεδο. Λατρεύω τις φωνητικές τους αρμονίες. Γενικά, λατρεύω οτιδήποτε έχει να κάνει με τις δυνατότητες της ανθρώπινης φωνής. Γι’ αυτό και αγαπάω πολύ και τους Queen, ελέω Freddie Mercury. Θυμάμαι ακόμη να ακούω το “Love Of My Life” και να μένω έκθαμβος. Επίσης αγαπώ τον Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ και με ό,τι έχει καταπιαστεί κατά καιρούς. Ακούω τις αυθεντικές εκτελέσεις των τραγουδιών του και μένω έκπληκτος. Αστρουντ Ζιλμπέρτο και Καετάνο Βελόσο φυσικά ακούω επίσης. Και τέλος ακούω και πολύ περσική μουσική -θεωρώ την μουσική της Περσίας μια από τις καλύτερες παγκοσμίως, μια μουσική εξαιρετικά προχωρημένη, με τεράστιο βάθος. Στα αυτιά μου, η περσική μουσική είναι πολύ κοντά στην κλασσική μουσική, τουλάχιστον όπως την εννοώ εγώ.
– Δεν είναι τυχαίο το ότι σας αρέσουν οι λαρυγγισμοί και οι φωνητικές ακροβασίες του Freddie Mercury…
Γιατί το λέτε αυτό;
– Ο Mercury είχε καταγωγή από την Περσία [σ.σ: οι γονείς του, Bomi και Jer Bulsara, ήταν ιρανικής καταγωγής από την επαρχία Gujarat].
Υπέροχη σύνδεση. Να κάτι που δεν γνώριζα. Και να που όλα δένουν αρμονικά μεταξύ τους.
– Τελικά, έχετε καταλήξει ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν μπροστά έναν μουσικό, σε οποιοδήποτε genre της μουσικής;
Ο αέρας της ελευθερίας θα οδηγήσει, νομοτελειακά, στην έκλυση της δημιουργικότητας του καθενός από εμάς. Όλοι οι δημιουργοί της Λιλιπούπολης το ένιωθαν αυτό και κάποιοι από εμάς υποθέτω ότι το νιώθουμε ακόμη.
Ιnfo: «Περσεφόνη». Μουσική σύνθεση | Δημήτρης Μαραγκόπουλος
Σύλληψη, λιμπρέτο, σκηνοθεσία | Έλλη Παπακωνσταντίνου
Ερμηνεύουν | Σαβίνα Γιαννάτου, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Άννα-Αναστασία Σμέρου, Ilya Algaer
Χορωδία GraduΑrti, Απόφοιτοι Αρσακείων Τοσιτσείων Σχολείων
Μουσικός Όμιλος, Παιδική Χορωδία Αρσακείων Τοσιτσείων Σχολείων
Διδασκαλία, διεύθυνση χορωδιών | Χριστίνα Βαρσάμη-Κούκνη
Video Art | Κατερίνα Σαββόγλου, Έλλη Παπακωνσταντίνου
Σκηνογράφος | Λουκία Μάρθα
Ενδυματολόγος | Φωτεινή Γεωργίου
Φωτισμοί | Ζώης Λουμάκης
Βοηθός σκηνοθέτη | Σπύρος Σουρβίνος
Βοηθός σκηνογράφου | Τζάνος Μάζης
Επιμέλεια, συγχρονισμός και μείξη ηλεκτροακουστικών μουσικών μέσων | Zorzes Katris
Τεχνικός σύμβουλος | Εργαστήριο Ηλεκτροακουστικής Μουσικής Έρευνας και Εφαρμογών Ιονίου Πανεπιστημίου
Μουσική προετοιμασία, πλήκτρα | Σπύρος Σουλαδάκης
Βιολοντσέλο | Στέλλα Τεμπρελή
Μουσική διεύθυνση | Δημήτρης Κτιστάκης
Παραγωγή | 2023 Ελευσίς – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Τιμές εισιτηρίων
9 € (φοιτητές, νέοι έως 25 ετών, άνεργοι, ΑμεΑ, 65+, πολύτεκνοι) ● 18 € ● 26 € ●
32 € ● 38 € ● 45 €
Eισιτήρια
210 72 82 333
megaron.gr
Από κοντά, ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος μοιάζει πολύ νεώτερος σε σχέση με την ηλικία που αναγράφεται στην ταυτότητά του.
Γιατί μπορεί να γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1949, αλλά η, εξ απαλών ονύχων, ενασχόλησή του με την Μουσική, προφανώς και λειτούργησε ως ελιξήριο νεότητας για τον ίδιο, τόσο σωματικά, όσο και ψυχοδημιουργικά.
Ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος παραμένει… στας μουσικάς επάλξεις που λέμε συνθέτοντας πυρετωδώς (την έκτη του όπερα, την «Περσεφόνη») και προλειαίνοντας το καλλιτεχνικό έδαφος για τον μελλοντικό εορτασμό των 50 χρόνων της “Λιλιπούπολης”.
Ο κ. Μαραγκόπουλος ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του με τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου στα θεωρητικά και στη σύνθεση. Συνέχισε τις σπουδές του στην Κρατική Ανώτατη Σχολή Τεχνών του Βερολίνου από όπου αποφοίτησε το 1976 με κρατική γερμανική υποτροφία. Τελείωσε επίσης το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών της Νομικής Σχολής Αθηνών.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνεργάστηκε στο, υπό τον Μάνο Χατζιδάκι, Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ ως μέλος της Επιτροπής Προγράμματος, γράφοντας μεταξύ άλλων και μουσική για τη δημοφιλέστατη εκπομπή “Εδώ Λιλιπούπολη”. Το 1984-1985 ανέλαβε τη διεύθυνση του Μουσικού Τμήματος της ΕΡΤ2.
Το 1988 ανέλαβε τη διεύθυνση του Μουσικού Τμήματος και του Δημοτικού Ωδείου Βόλου συντελώντας στην έντονη ανάπτυξη της μουσικής ζωής της πόλης με τη δημιουργία δύο συμφωνικών ορχηστρών και τη διοργάνωση πλήθους εκδηλώσεων. Η Συμφωνική Ορχήστρα Βόλου πήρε μέρος σε σημαντικές εκδηλώσεις στο Ηρώδειο, στη Λυρική Σκηνή, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και στο εξωτερικό, ενώ το Τμήμα Μουσικής βραβεύτηκε το 1997 με το Βραβείο της Ένωσης Κριτικών Μουσικής και Θεάτρου. Το 1994 ανέλαβε μαζί με τη Λυδία Κονιόρδου, και από το 1997 μόνος του, το Κέντρο Μουσικού Θεάτρου που διοργάνωσε μέχρι σήμερα πέντε διεθνή φεστιβάλ με τεράστια συμμετοχή του κοινού.
Το 1993 ανέλαβε τη διεύθυνση του Μουσικού Αναλογίου του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» και από το 1997, τη διεύθυνση του κύκλου «Γέφυρες» στο Μέγαρο Μουσικής, κύκλοι που και οι δύο σημείωσαν σημαντική επιτυχία στην προσέλευση του κοινού και στην εκπλήρωση των καλλιτεχνικών και εκπαιδευτικών στόχων τους.
Έχει διδάξει μουσική στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλίας, στο Κολέγιο Αθηνών και στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Τον Μάρτιο του 2002 εξελέγη καθηγητής σύνθεσης στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Το συνθετικό του έργο, χωρίς να περιοριστεί σε ένα συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα, ανέπτυξε έναν δικό του προσανατολισμό. Από τα πρώτα του έργα, “Ατρείδες” (1975), “Κασσιανή και Θεόφιλος” (1978), ως τα πιο πρόσφατα, “Αντάυγειες από το Ασμα Ασμάτων”, “Ανατολικός και Δυτικός Ανεμος”, “΅Ηρως ΅Αγγελος”, “Έφεσος”, “Οι άνεμοι της οικουμένης”, “Θερινό Ηλιοστάσιο”, “Σαμοθράκη”, “Η ανάσα της γης”, που πρωτοπαίχτηκε από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Μόσχας, “Ανταύγειες από το μικρό φεγγάρι”, ένα μεγάλο μέρος της μουσικής του βαδίζει στο δρόμο όπου συναντώνται παραδοσιακοί μουσικοί πολιτισμοί με κέντρο βάρους την ελληνική παράδοση και δυτικές επιρροές.
Έργα του έχουν παιχτεί σε πολλές χώρες, όπως οι Η.Π.Α., η Γερμανία, η Ιταλία, η Σουηδία, ο Καναδάς, η Ουγγαρία και η Ελβετία. Εκτός από συμφωνική μουσική, έχει γράψει τραγούδια, μουσική δωματίου, μουσική για χορό, τηλεόραση και θέατρο σε σκηνοθεσία Κουν, Ευαγγελάτου, Καμπανέλλη, Βουτσινά, Μπάκα, κ.α., καθώς και σε μικτά οπτικοακουστικά θεάματα σε σκηνοθεσίες Τόλια, Βάλτμαν και άλλων.
Έχει γράψει 6 όπερες (το αγαπημένο του είδος μουσικής σύνθεσης) όπως το “Γυάλινο Κύκλο” σε λιμπρέτο Μαριανίνας Κριεζή (Μουσικός Αύγουστος, Ηράκλειο), το “Τραγούδι του Αιώνα” σε λιμπρέτο Σωτήρη Χατζάκη (θέατρο Λυκαβηττού, Βόλος, Καλαμάτα), το “Ταγκό των Σκουπιδιών” σε λιμπρέτο Αρκά (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών), τον “Μακρυγιάννη” και τη “Μάσκα του Κόκκινου” (Εθνική Λυρική Σκηνή).
Και σειρά έχει η «Περσεφόνη» του – «ένα ταξίδι στα σύνορα της νέας όπερας, της cinematic opera», όπως την αποκαλούν οι εμπνευστές της – και του θεάτρου, σε σύλληψη, λιμπρέτο και σκηνοθεσία της Έλλης Παπακωνσταντίνου, που ανεβαίνει σε παγκόσμια πρεμιέρα στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών την Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου.
Ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα της “Περσεφόνης” στο Μέγαρο Μουσικής, μιλάει στο Olafaq για την όπερα, την κλασσική μουσική, τους Queen και τους Led Zeppelin και προετοιμάζεται ψυχικά και σωματικά για τα 50 χρόνια της “Λιλιπούπολης”.
– Ποιο είναι το πρώτο πρώτο πράγμα που θυμάστε σχετικά με την Μουσική;
Να είμαι στην αγκαλιά της μητέρας μου και να ακούω την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Πρέπει να ήμουν δυόμιση ετών. Δεν το θυμάμαι ακριβώς, αλλά μού το έχει διηγηθεί η μητέρα μου και προφανώς η ανάμνηση έχει υποστεί, με τα χρόνια, και μια σχετική ανάπλαση μέσα στο κεφάλι μου. Έκατσα λοιπόν στα πόδια της και άκουσα όλη την συμφωνία από την αρχή ως το τέλος. Ωστόσο, θα σας πω την πολύ ξεκάθαρη ανάμνηση που έχω προσωπικά, για να σας δείξω το μέγεθος της σχέσης μου με την μουσική: είμαι 3-4 ετών, είμαι στη λίμνη της Βουλιαγμένης και στο κέντρο της λίμνης υπάρχει ένα ξυλαράκι, αυτό που μετράει την στάθμη του νερού. Αυτό το ξυλαράκι δημιουργούσε ομόκεντρους κύκλους και εσύ είχες την αίσθηση ότι κινιόσουν. Προσπαθώ λοιπόν μέσα στην αθωότητα και την παιδικότητά μου να φέρω το ξυλαράκι αυτό κοντά μου, γιατί έχω την αίσθηση ότι κινείται. Οπότε αρχίζω να του τραγουδάω. Θυμάμαι λοιπόν να τραγουδάω ένα δικό μου, αυτοσχέδιο τραγούδι που έβγαλα εκείνη την ώρα, προκειμένου να το προσελκύσω. Είναι όντως μια ανάμνηση τεράστιας σημασίας για μένα. Είναι η στιγμή εκείνη που ανακάλυψα την δύναμη της μουσικής. Η μουσική είναι ενέργεια. Και είμαστε πολύ τυχεροί που την έχουμε στην ζωή μας. Χωρίς μουσική, είμαστε όλοι μας, ως όντα, ένα τίποτα. Είναι μια γλώσσα που έφτιαξε ο άνθρωπος και που αν δεν την είχαμε, η ζωή μας θα ήταν πολυ διαφορετική, πολύ χειρότερη. Σκεφτείτε δηλαδή να είχαμε, στην καθημερινή μας συναναστροφή, μόνο την ομιλία…
– Η σχέση σας με τα ωδεία και τα κονσερβατόρια ποια ήταν και πως έχει μεταλλαχθεί με τα χρόνια;
Άργησα να πάω σε ωδείο και ξεκίνησα με ένα μουσικό όργανο για το οποίο ντρεπόμουν στην αρχή…
– Σε ποιο όργανο αναφέρεστε;
Στο ακορντεόν. Γιατί – και τότε δεν το είχα καταλάβει πλήρως – το ακορντεόν είναι ένα μικρό σινθεσάιζερ. Μπορείς να βγάλεις απίστευτους ήχους με αυτό. Ξεκίνησα λοιπόν με ακορντεόν, μετά πέρασα στο πιάνο και κατόπιν πήγα σε ωδείο, όπου ήμουν τυχερός να έχω δάσκαλο τον Γιάννη Α. Παπαϊωάννου, που ήταν δάσκαλος των περισσότερων μεγάλων ελλήνων συνθετών, όπως του Θάνου Μικρούτσικου, του Νίκου Κηπουργού και πολλών ακόμη. Αργησα λοιπόν να μπω στο ωδειακό σύστημα λόγω ιστορικών συγκυριών – μιλάω για την Επταετία και τη Χούντα – αλλά ήμουν τυχερός αφενός να έχω μια προσωπική σχέση με τον Παπαϊωάννου και αφετέρου μετά να πάω στο Βερολίνο, που ήταν ένας πραγματικός παράδεισος για οποιονδήποτε νεαρό μουσικό τότε.
– Σας ρωτάω για τα κονσερβατόρια γιατί πολλά σπουδαία μουσικά μυαλά «κάηκαν» όταν πήγαν σε ένα ελληνικό ωδείο…
Έχετε δίκιο σε αυτό. Τα ελληνικά ωδεία, τουλάχιστον μέχρι πριν μερικά χρόνια, ήταν όντως χώροι που ενδεχομένως να σε έκαναν να θέλεις να φύγεις από αυτά. Χώροι που σε απωθούσαν από την ίδια την μουσική και την φύση της. Ο τρόπος που προσέγγιζαν το θεωρητικό κομμάτι της μουσικής ήταν ένας τρόπος άκρως τυπολατρικός και απωθητικός και αν δεν είχες την τύχη να έχεις έναν σωστό δάσκαλο που να σου δημιουργήσει αυτός το συναίσθημα της γοητείας από την μουσική, αν δηλαδή επέμενε πολύ σε θέματα πειθαρχίας και επαναλάμβανε διαρκώς «πιάσε τώρα τη σωστή νότα», τότε λογικό ήταν να πάρεις εσύ ως μαθητής, πολύ στραβά το θέμα της μουσικής. Τα ωδεία, ιδανικά, θα έπρεπε να είναι μουσικά μικροκέντρα ιδεών και κλίματος όπου να μην υπάρχει μόνο το μάθημα του οργάνου που κάνεις, αλλά επίσης να έχεις να διδαχτείς μουσική τεχνολογία, ιστορία της μουσικής, βίντεο, πολυμέσα, σύνολα μουσικά στα οποία να παίζει το παιδί, τρίο, κουαρτέτο και τα λοιπά, τζαζ και ροκ και ποπ ιστορία, οπωσδήποτε ελληνική παραδοσιακή μουσική, βυζαντινή μουσική, μέχρι και οργανοποιία.
– Η «γερμανική εμπειρία» τι σημαντικά μαθήματα σάς έδωσε;
Υπήρχε μια υπερπληθώρα ιδεών και απόψεων σε εκίνη την πόλη, εκείνη την συγκεκριμένη μουσική περίοδο. Στο Δυτικό Βερολίνο της εποχής εκείνης, την δεκαετία του ’70, βίωνες μπροστά στα μάτια σου την ιστορία: έβλεπες ακόμη σφαίρες στους τοίχους των σπιτιών, έβλεπες την ανοικοδόμηση της πόλης σε real time, η μυρωδιά της ξυλόσομπας ήταν πανταχού παρούσα, είχα μιλήσει μέχρι και με γερμανίδες γιαγιάδες που μου είχαν διηγηθεί ιστορίες από την εισβολή του Κόκκινου Στρατού [σ.σ: τον Μάιο του 1945]. Πέρα από το επίπεδο των σπουδών, είχα την τύχη και το προνόμιο να έχω έναν εξαιρετικό δάσκαλο, τον Φρανκ Μίκαελ Μπάγερ, ο οποίος όχι μόνο ήταν φιλέλληνας και λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, αλλά μάς μετέδιδε διαρκώς έναν αέρα δημιουργικότητας και ελευθερίας. Γι’ αυτό και μπορούσα αμέσως να ασχοληθώ με την σύνθεση μουσικής, σε κινηματογραφικά soundtracks και άλλα πρότζεκτ.
– Tον Μάνο Χατζιδάκι τον συναντήσατε όταν επιστρέψατε στην Ελλάδα, στην παράσταση του “Μαγικού Αυλού”, αν δεν κάνω λάθος…
Ακριβώς. Είχε μόλις ξεκινήσει το Τρίτο Πρόγραμμα και μού είπε ένας κοινός μας γνωστός ότι «ο Μάνος ψάχνει κόσμο, νέους μουσικούς». Η πιο δημόσια αξιοκρατική οντισιόν που έγινε ποτέ. Αν δεν του άρεσες του Μάνου, δεν υπήρχε περίπτωση να σε πάρει. Και ο Χατζιδάκις, ξέρετε, και στη συνέχεια, όσο προχωρούσε το Τρίτο Πρόγραμμα, είχε διαρκώς πολλές ρήξεις με πολύ κόσμο, εντός και εκτός ΕΡΤ. Και με την ίδια την κυβέρνηση τότε. Αλλά εμάς, ως συνεργάτες του, μας είχε καλύψει και μας προστάτευε σε όλα τα επίπεδα. Στη “Λιλιπούπολη”, ας πούμε, που ήταν το πιο ρηξικέλευθο από όλα τα έργα του Τρίτου, μάς έλεγε ότι «όσες λογοκρισίες και αν δεχτείτε από άλλους ή αρνητικά σχόλια, εγώ ως Μάνος δεν πρόκειται να σας λογοκρίνω ποτέ. Εσείς οι ίδιοι θα βάλετε τα όριά σας και θα αυτολογοκριθείτε γιατί δουλεύετε σε ένα δημόσιο μέσο ενημέρωσης. Μην ξεχνάτε ότι σας ακούει ένα παιδάκι στην Αθήνα και μια γιαγιά στην Κοζάνη».
«Ακούμε τη “Λιλιπούπολη” και νομίζουμε ότι ακούμε Ράδιο Μόσχα!»
Αυτή η ατάκα εκστομίστηκε το 1980 από τον τότε υπουργό Εθνικής Αμυνας (στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή) Ευάγγελο Αβέρωφ.
Είχε μεσολαβήσει η αντίστοιχη ατάκα του Χατζιδάκι, το «Κορίτσια, προχωρήστε εν λευκώ» στην Ελένη Βλάχου, τη Ρεγγίνα Καπετανάκη και τη Μαριανίνα Κριεζή, μόλις διάβασε το πρώτο σενάριο της εκπομπής που έμελλε να καταγραφεί στην ιστορία ως η κορυφαία στιγμή του ελληνικού ραδιοφώνου.
Η πολιτικά τολμηρή «Εδώ Λιλιπούπολη» με τον Χαρχούδα, τον Μπρίνη, την Μπομπίλα, την Πιπινέζα και τον Γλυκόσαυρο βγήκε στον αέρα του Τρίτου Προγράμματος στα τέλη του 1976 / αρχές του 1977. Αρχικά, ο σκοπός της εκπομπής ήταν ξεκάθαρα παιδικό-διδακτικός, ώστε να μάθουν τα παιδιά τα χρώματα και τις γενικότερες έννοιες (μικρό, μεγάλο, κοντά, μακρυά) μέσα από τραγούδια.
Το αυστηρό και άκρως συντηρητικό κοινό όμως του Τρίτου Προγράμματος κατέκρινε αυτήν την προσπάθεια και η εκπομπή έφτασε ένα βήμα πριν την αναγκαστική διακοπή της λόγω χαμηλής ακροαματικότητας. Τότε ο Χατζιδάκις αποφάσισε να την αλλάξει: έβαλε στην συγγραφική ομάδα την Άννα Παναγιωτοπούλου, η οποία προσέφερε έναν πιο πολιτικό λόγο στα κείμενα και το ακροατήριό της σταδιακά άρχισε να διευρύνεται και σε άλλες, πλην παιδιών, ηλικιακές κατηγορίες.
«Τότε ήταν που άρχισαν οι ήρωες να αποκτούν χαρακτήρα. Άρχισε να αλλάζει η θεματολογία. Η “Λιλιπούπολη” πήρε πολιτική διάσταση, συνέβαιναν γεγονότα, γίνονταν εκλογές όπως τις κάνουν οι μεγάλοι». Έτσι μικρά και μεγάλα παιδιά λάτρεψαν τον κόσμο της Λιλιπούπολης», είπε κατόπιν η Κριεζή.
Και όταν, σε ένα επεισόδιό της, ο (αριστερός) επαναστάτης Δυστροπόπιγγας αντιμετώπισε τον (δεξιό και) συντηρητικό δήμαρχο Χαρχούδα, τότε οι συντελεστές της εκπομπής άρχισαν να έχουν προβλήματα με την τότε κυβέρνηση της ΝΔ. Τότε ήταν που ο Αβέρωφ είχε δηλώσει αυτό περί Ράδιο Μόσχας, πέφτοντας πάνω στον «κυματοθραύστη» των πολιτικών αντιδράσεων, τον ίδιο τον Καραμανλή.
«Η «Λιλιπούπολη» υπήρξε γέννημα μιας φιλελεύθερης και πειραματικής ραδιοφωνίας. Αυτό βέβαια δεν στάθηκε εμπόδιο στο να εξοργισθεί η αντιδραστική παραδημοσιογραφία του ελληνικού Τύπου, που χαρακτήρισε τη «Λιλιπούπολη» κομμουνιστική. Ίσως γιατί πρώτη φορά κάποιοι μιλούσαν στα παιδιά υπεύθυνα, με καθαρή ποιητική γλώσσα, και όχι σαν εκπαιδευτικοί ή γονείς ανόητοι, που συμπεριφέρονται στα παιδιά λες και αποτείνονται σε υπανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς», έγραφε μετά ο Χατζιδάκις στα σχόλια που συνόδευαν την κυκλοφορία του άλμπουμ της Λιλιπούπολης.
Το κεφάλαιο “Λιλιπούπολη”
– Κύριε Μαραγκόπουλε, ποιο ήταν το υπ’ αριθμόν ένα προτέρημα του Χατζιδάκι;
Ο Μάνος έβγαζε ένα ήθος άλλου τύπου στην σχέση του με την Τέχνη. Επέμενε πολύ οι καλλιτέχνες να μην συμβιβάζονται με τίποτα και να είναι ο εαυτός τους, όσον αφορά στην καλλιτεχνική δημιουργία. Να μην δεχτούν την οποιανδήποτε πίεση και για τίποτα -από κανέναν. Ο Μάνος έμεινε στην θέση του καθαρά λόγω Καραμανλή, ο οποίος τον προστάτεψε πολύ -και δικαίως. Όταν όλοι στην κυβέρνηση ήθελαν ο Χατζιδάκις να φύγει, ο Καραμανλής τους το ξεκαθάρισε ότι ο Χατζιδάκις δεν θα πάει πουθενά. Θα συνεχίσει να είναι στη θέση του. Και αυτό επειδή και ο Καραμανλής ενδεχομένως να καταλάβαινε ότι ο Μάνος είχε μια φοβερή ικανότητα να σου μεταδίδει μια ξεχωριστή, μια ειδική σχέση με την Τέχνη. Μια αληθινή σχέση. Μας άνοιξε τους ορίζοντές μας σε κόσμους που δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχαν. Τον Αστορ Πιατσόλα, ας πούμε, από τον Μάνο τον έμαθα εγώ. Δεν τον ήξερα μέχρι τότε.
– Η “Λιλιπούπολη” είναι διαχρονική ή μήπως αχρονική;
Αχρονική είναι. Όπως κάθε έργο που γράφεται με έναν αυθόρμητο τρόπο, χωρίς να έχουν οι δημιουργοί του κανένα απολύτως άγχος να παραδώσουν μια επιτυχία ή ένα σουξέ, που λέμε. Ξέρετε, το να γράψεις ένα καλό τραγούδι, και μάλιστα παιδικό, είναι μια εξαιρετικά σοβαρή και δύσκολη διαδικασία. Και γι’ αυτό δεν αντιμετωπίσαμε τα τραγούδια αυτά με απλοϊκό τρόπο, αλλά με καταστάσεις και στίχους δοσμένους σαν να απευθυνόμαστε σχεδόν σε ενήλικες. Το μυστικό της επιτυχίας της ήταν ότι απευθυνθήκαμε στα παιδιά της εποχής εκείνης σαν να ήταν μεγάλοι.
– Γράφατε όλοι μαζί ή μόνος του ο καθένας;
Στην αρχή προσπαθήσαμε είναι η αλήθεια να γράψουμε όλοι μαζί μετά από brainstorming. Αλλά δεν μας βγήκε. Γιατί στη μουσική ήμασταν τέσσερις διαφορετικές συνθετικές ιδιοσυγκρασίες: η Λένα Πλάτωνος, ο Νίκος Κηπουργός, ο Νίκος Χριστοδούλου και εγώ -το μόνο που μάς ένωνε ήταν η στιχουργός Μαριανίνα Κριεζή. Αλλά στο τέλος είπαμε μεταξύ μας ότι «ας πάμε σπίτια μας και ας γράψει ο καθένας ό,τι θέλει. Και ο Θεός βοηθός». Και ευτυχώς να λέμε που όλο αυτό το πράγμα λειτούργησε. Γιατί μάλλον ήμασταν συμπληρωματικές μουσικές προσωπικότητες, που η μια γέμιζε το κενό της άλλης με κάτι που έλειπε.
– Έτσι όπως μού το περιγράφετε, σαν να ήσασταν ροκ συγκρότημα, ήταν πανεύκολο να καταρρεύσει το όλο οικοδόμημα…
Μα ναι. Ξεκάθαρα. Αυτό που μας έσωσε ήταν η απόλυτη ελευθερία που είχαμε: γράφαμε όσες ώρες θέλαμε, όπου θέλαμε, όποιες ώρες θέλαμε.
– Ο ίδιος ο Χατζιδάκις πόσο πολύ επέβλεπε αυτή την δημιουργική διαδικασία;
Μια φορά μόνο θυμάμαι ότι μας κάλεσε και τους τέσσερις στο γραφείο του και αφού μας είπε κάτι απευθυνόμενος προς όλους, μετά μας μίλησε ιδιωτικά και προσωπικά στον καθένα από εμάς. Και σας διαβεβαιώνω ότι μας είπε τα πιο εκπληκτικά και to the point πράγματα. Μια κριτική που δεν σε έθιγε καθόλου, αντίθετα λειτουργούσε ως τροφή για σκέψη για σένα τον ίδιο. Ήταν ένας εκπληκτικός δάσκαλος πάνω απ’ όλα, με ευφυία, με εξυπνάδα και κυρίως με χιούμορ. Ο Μάνος διέθετε εκπληκτικό χιούμορ.
– Το 2027 συμπληρώνονται 50 χρόνια από την “Λιλιπούπολη”. Σχεδιάζετε κάτι με την ευκαιρία αυτή;
Νομίζω ότι μπορούμε πλέον να το ανακοινώσουμε και επισήμως, δεν θα είχε κανείς αντίρρηση, οπότε είστε ο πρώτος που το μαθαίνετε: ναι, θα έχουμε μια πολύ φροντισμένη σειρά εκδηλώσεων με αυτή την αφορμή, για τον μισό αιώνα της “Λιλιπούπολης”. Το τι ακριβώς δεν μπορώ να σας το πω γιατί δεν το ξέρω ούτε εγώ ο ίδιος, αλλά είμαστε ήδη στο σημείο αυτό που ρίχνουμε ιδέες στο τραπέζι και τις αξιολογούμε. Αυτό που μπορώ να σας πω επίσης είναι ότι θα έχουμε μαζί μας την εμπνεύστρια του όλου πρότζεκτ, την Ρεγγίνα Καπετανάκη. Η Ρεγγίνα είχε το όραμα της Λιλιπούπολης πολύ νωρίτερα από όλους. Αυτή ήταν που πρότεινε την δημιουργία της “Λιλιπούπολης”. Αυτή βρήκε τους χαρακτήρες, τα διάφορα τοπωνύμια και τις ονομασίες. Είναι μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, η οποία ωστόσο διαθέτει το κουράγιο, το σθένος και την διάθεση, αλλά κυρίως το μυαλό ενός νέου ανθρώπου που γεννάει συνεχώς ιδέες. Τα διάφορα προβλήματα υγείας που έχει τα αντιμετωπίζει με φοβερό κουράγιο και δύναμη και το μυαλό της είναι από τώρα επικεντρωμένο στα 50 χρόνια της εκπομπής. Θα σας έλεγα ευχαρίστως κάποιες ιδέες που έχουμε, αλλά ακόμη είναι στο επίπεδο της κυοφορίας τους.
Η «Περσεφόνη» του Δημήτρη Μαραγκόπουλου
Η Περσεφόνη ήταν κόρη της θεάς Δήμητρας και του θεού Δία. Ο Άδης την ερωτεύτηκε και την ζήτησε από τον Δία. Κάπως έτσι, ξεκίνησε η Αρπαγή της Περσεφόνης: ο Άδης την απήγαγε, γνωρίζοντας πως δεν θα επέλεγε μια ζωή στο σκοτάδι. Η Θεά Δήμητρα όμως τη ζήτησε πίσω. Ο Άδης συμφώνησε να ανεβαίνει η Περσεφόνη έξι μήνες στον πάνω κόσμο και να κατεβαίνει τους επόμενους έξι στον κάτω. Έτσι τους μήνες που η Περσεφόνη είναι στον πάνω κόσμο η Θεά Δήμητρα χαιρόταν και υπήρχε καλοκαιρία, ενώ τους άλλους κακοκαιρία.
Η ελληνική μυθολογία αποτελεί την «μαγιά» και την βάση για τη νέα όπερα του κ. Μαραγκόπουλου, σε συνεργασία με την κα. Ελλη Παπακωνσταντίνου που έγραψε και το λιμπρέτο.
«Το έργο γράφτηκε στις βιβλιοθήκες του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, όπου πέρασα έξι μήνες τιμώμενη με το Βραβείο Fulbright το 2019, ανασύροντας άγνωστα αποκρυφιστικά κείμενα που εντάχθηκαν αυτούσια στο έργο. Το λιμπρέτο παρακολουθεί σε ένα βαθμό την ομηρική περιγραφή του μύθου της Δήμητρας και της Κόρης, αλλά εδώ γίνεται αναφορά και σε oρφικούς ύμνους. Έχοντας πρόσβαση σε αρχαία σπαράγματα, άντλησα από την εμπειρική σχέση μου με την εσωτερική σχολή του Σουφισμού για να τα μεταπλάσω σε ένα δίγλωσσο λιμπρέτο προορισμένο να τραγουδηθεί και να αποτελέσει το έναυσμα για μια σύνθεση ποιητική, όπου η ανθρώπινη φωνή κι η εικόνα συναντιούνται», είχε πει προ καιρού η ίδια η σκηνοθέτις Έλλη Παπακωνσταντίνου για την «Περσεφόνη».
– Κύριε Μαραγκόπουλε, τι σας τράβηξε τόσο πολύ στον μύθο της Περσεφόνης;
Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς, είχε πει απολύτως σωστά ότι η αρχαία ελληνική μυθολογία είναι «η παρακαταθήκη του φαντασιακού ολόκληρης της Δύσης», με την έννοια ότι η αρχαία ελληνική μυθολογία εμπεριέχει γνώσεις, αισθήματα και την ίδια την σχέση του ανθρώπου με το ασυνείδητό του και με την ίδια τη φύση γύρω του. Προσωπικά μιλώντας, τόσο όλα αυτά που σας ανέφερα, όσο και αυτός καθεαυτός ο μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης -που είναι άρρηκτα δεμένος ούτως ή άλλως με τα Ελευσίνια Μυστήρια – ανέκαθεν έξαπταν τη φαντασία μου.
– Φαντάζομαι ότι ο ελευσίνιος μυστικισμός δένει με την σύγχρονη «παραβολή» σχετικά με την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.
Ασφαλώς και η θεματική αυτή διατρέχει, έως έναν βαθμό, το λιμπρέτο της Ελλης, το οποίο προχωράει ακόμη παραπέρα, συνδέοντας ή και ταυτίζοντας την Περσεφόνη με την βασίλισσα του Κάτω Κόσμου που κυβερνά τα βασίλεια τόσο του ύπνου, όσο και του θανάτου.
– Άρα να υποθέσω ότι μιλάμε για μια συνεργασία, αυτή με την κα. Παπακωνσταντίνου που θα θέλατε να επαναληφθεί…
Εργαστήκαμε υποδειγματικά μεταξύ μας. Κυρίως επειδή ένα έργο όπως η «Περσεφόνη» δεν είναι απλά σαν μια «σκυτάλη» που δίνεται από τον λιμπρετίστα στον συνθέτη και από τον συνθέτη στον σκηνοθέτη, αλλά όλοι οι εμπλεκόμενοι συνεργάζονται και επικοινωνούν διαρκώς μεταξύ τους, ακόμη και όταν η δική τους «υποχρέωση» έχει λήξει και έχει φύγει από τα χέρια τους.
– Αποκαλείτε την όπερά σας «cinematic»; Τι σημαίνει αυτό πρακτικά;
Ενέταξα στην όπερα πολλά ετερόκλητα στοιχεία, όπως ηχογραφημένο φωνητικό υλικό από διαφορετικούς πολιτισμούς, ηλεκτρονικούς και φυσικούς ήχους, μέχρι και… μάντρα διαλογισμού. Να σας πω την αλήθεια, μέσα στην «Περσεφόνη» κατάφερα να συμπυκνώσω πολλές διαφορετικές ιδέες που είχα κατά καιρούς, όπως η χρήση αυθεντικού μουσικού υλικού της λεγόμενης world music, από τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, την Ιαπωνία, την Κίνα, το Θιβέτ και το Μπαλί. Μουσικές οι οποίες θεωρώ ότι δένουν αρμονικά με τις φωνές των σολίστ και των μουσικών οργάνων.
– Τελικά, σήμερα ποια είναι η θέση του είδους της όπερας στο χώρα της κλασσικής και νεοκλασσικής μουσικής;
Επειδή είναι ένα ανοικτό «σύστημα», πρέπει να ανανεώνεται διαρκώς, ειδικά με παραγγελίες, δηλαδή με έργα σε νέους συνθέτες. Π.χ. η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει κάνει εξαιρετική δουλειά ως προς το κομμάτι αυτό, ειδικά η εναλλακτική της σκηνή. Και στο Μέγαρο έχουμε κάνει μερικά πολύ αξιόλογα πρότζεκτ, αλλά ο χώρος του Μεγάρου δεν είναι ένας κατ’ εξοχήν χώρος για όπερα.
– Αλήθεια, εκτός από όπερα, κλασική μουσική και μινιμαλιστές τύπου Φίλιπ Γκλας, Αρβο Παρτ, τι άλλο ακούτε από τον χώρο της ποπ και της ροκ μουσικής όταν είστε στο σπίτι σας;
Λατρεύω τους Led Zeppelin. Ακουσα ξανά πρόσφατα την δισκογραφία τους και τους επανεκτίμησα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πολύ μπροστά, σε μουσικό επίπεδο. Λατρεύω τις φωνητικές τους αρμονίες. Γενικά, λατρεύω οτιδήποτε έχει να κάνει με τις δυνατότητες της ανθρώπινης φωνής. Γι’ αυτό και αγαπάω πολύ και τους Queen, ελέω Freddie Mercury. Θυμάμαι ακόμη να ακούω το “Love Of My Life” και να μένω έκθαμβος. Επίσης αγαπώ τον Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ και με ό,τι έχει καταπιαστεί κατά καιρούς. Ακούω τις αυθεντικές εκτελέσεις των τραγουδιών του και μένω έκπληκτος. Αστρουντ Ζιλμπέρτο και Καετάνο Βελόσο φυσικά ακούω επίσης. Και τέλος ακούω και πολύ περσική μουσική -θεωρώ την μουσική της Περσίας μια από τις καλύτερες παγκοσμίως, μια μουσική εξαιρετικά προχωρημένη, με τεράστιο βάθος. Στα αυτιά μου, η περσική μουσική είναι πολύ κοντά στην κλασσική μουσική, τουλάχιστον όπως την εννοώ εγώ.
– Δεν είναι τυχαίο το ότι σας αρέσουν οι λαρυγγισμοί και οι φωνητικές ακροβασίες του Freddie Mercury…
Γιατί το λέτε αυτό;
– Ο Mercury είχε καταγωγή από την Περσία [σ.σ: οι γονείς του, Bomi και Jer Bulsara, ήταν ιρανικής καταγωγής από την επαρχία Gujarat].
Υπέροχη σύνδεση. Να κάτι που δεν γνώριζα. Και να που όλα δένουν αρμονικά μεταξύ τους.
– Τελικά, έχετε καταλήξει ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν μπροστά έναν μουσικό, σε οποιοδήποτε genre της μουσικής;
Ο αέρας της ελευθερίας θα οδηγήσει, νομοτελειακά, στην έκλυση της δημιουργικότητας του καθενός από εμάς. Όλοι οι δημιουργοί της Λιλιπούπολης το ένιωθαν αυτό και κάποιοι από εμάς υποθέτω ότι το νιώθουμε ακόμη.
Ιnfo: «Περσεφόνη». Μουσική σύνθεση | Δημήτρης Μαραγκόπουλος
Σύλληψη, λιμπρέτο, σκηνοθεσία | Έλλη Παπακωνσταντίνου
Ερμηνεύουν | Σαβίνα Γιαννάτου, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Άννα-Αναστασία Σμέρου, Ilya Algaer
Χορωδία GraduΑrti, Απόφοιτοι Αρσακείων Τοσιτσείων Σχολείων
Μουσικός Όμιλος, Παιδική Χορωδία Αρσακείων Τοσιτσείων Σχολείων
Διδασκαλία, διεύθυνση χορωδιών | Χριστίνα Βαρσάμη-Κούκνη
Video Art | Κατερίνα Σαββόγλου, Έλλη Παπακωνσταντίνου
Σκηνογράφος | Λουκία Μάρθα
Ενδυματολόγος | Φωτεινή Γεωργίου
Φωτισμοί | Ζώης Λουμάκης
Βοηθός σκηνοθέτη | Σπύρος Σουρβίνος
Βοηθός σκηνογράφου | Τζάνος Μάζης
Επιμέλεια, συγχρονισμός και μείξη ηλεκτροακουστικών μουσικών μέσων | Zorzes Katris
Τεχνικός σύμβουλος | Εργαστήριο Ηλεκτροακουστικής Μουσικής Έρευνας και Εφαρμογών Ιονίου Πανεπιστημίου
Μουσική προετοιμασία, πλήκτρα | Σπύρος Σουλαδάκης
Βιολοντσέλο | Στέλλα Τεμπρελή
Μουσική διεύθυνση | Δημήτρης Κτιστάκης
Παραγωγή | 2023 Ελευσίς – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Τιμές εισιτηρίων
9 € (φοιτητές, νέοι έως 25 ετών, άνεργοι, ΑμεΑ, 65+, πολύτεκνοι) ● 18 € ● 26 € ●
32 € ● 38 € ● 45 €
Eισιτήρια
210 72 82 333
megaron.gr