Ο Νίκος Αρμπιλιάς είναι ένας ναΐφ τραγουδοποιός και ένας σπουδαίος μαρμαράς. Δεν έχουν σημασία οι χαρακτηρισμοί «ναΐφ» ή «σπουδαίος» στην περίπτωση του, εφόσον, κατά τον ίδιο, η μία τέχνη είναι ένα και το αυτό με την άλλη, ακριβώς το ίδιο πράγμα. Έπειτα, ο Αρμπιλιάς με την ασκητική μορφή δεν είναι ένας τυχαίος καλλιτέχνης. Κι αν το όνομα του είναι άγνωστο στον πολύ κόσμο, το συγκρότημα που έχει, οι Μικρές Περιπλανήσεις, κάποτε χάλαγε κόσμο στα ραδιόφωνα και στις μουσικές σκηνές με τις ευλογίες του αείμνηστου Νίκου Παπάζογλου. Εκείνος τους ανακάλυψε στο νησί που διέμεναν όλοι μαζί, στην Κω, και τους σύστησε στη δισκογραφία των αρχών του 1990, τότε που μεσουρανούσε το λεγόμενο «έντεχνο» με συγκροτήματα – κολεκτίβες, σαν τους Χαΐνηδες, τις Δυνάμεις του Αιγαίου κ.α. Η συνέντευξη με τον Αρμπιλιά έχει το χάρισμα της μοναδικότητας, όχι γιατί οι Μικρές Περιπλανήσεις δεν έχουν πια στραμμένα πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας, μολονότι έβγαλαν ολοκαίνουργιο δίσκο, αλλά γιατί ζωντανεύει κυριολεκτικά μιαν ολόκληρη εποχή, η οποία πέρασε ανεπιστρεπτί.

Στη συζήτηση μας τη μερίδα του λέοντος κατέλαβαν, όπως ήταν φυσικό, ο Νίκος Παπάζογλου, το περίφημο στούντιο «Αγροτικόν» του στη Θεσσαλονίκη, οι ρεμπέτικες κομπανίες των αρχών του 1980, μα πάνω απ’ όλα το πού μπορεί να βγάλει ο δρόμος μια ομάδα μουσικών, που δεν είχαν καμία προοπτική για καριέρες κλπ. Ίσως γιατί οι Μικρές Περιπλανήσεις ποτέ δεν έπαιξαν το παιχνίδι με τους όρους των άλλων και γνώριζαν καλά πως πίσω απ’ όλα κρυβόταν ο σαρωτικός καπιταλισμός. Τον Νίκο Αρμπιλιά τον συνάντησα τυχαία να πίνει καφέ ένα μεσημέρι στο καφέ «Ζώγια» της Θεσσαλονίκης, όπου ετοιμάζονταν να δώσουν ένα λάιβ με το συγκρότημα. Του ζήτησα να μου δώσει μία συνέντευξη, κλείσαμε ένα ραντεβού για την επόμενη και ευθύς αμέσως ακολουθούν όλα όσα – κατά τη γνώμη μου, πολύ ενδιαφέροντα – μού αφηγήθηκε.

– Η ζωή σου είναι συνυφασμένη με το συγκρότημα Μικρές Περιπλανήσεις, αλλά και με τον Νίκο Παπάζογλου. Με την Κω, επίσης, απ’ την οποία κατάγεσαι, να υποθέσω.
Όχι, δεν έχω καμία σχέση με την Κω. Η καταγωγή μου και απ’ τους δύο γονείς μου είναι από τη Σάμο. Εγώ και τα αδέρφια μου γεννηθήκαμε στην Αθήνα, όμως η καταγωγή του παππού μου, του Νίκου Αρμπιλιά, ήταν από την Τήνο. Όσοι λέγονται Αρμπιλιάδες είναι από την Τήνο, να ξέρεις. Έχω ρωτήσει αρκετούς ανθρώπους σχετικά κι έμαθα πως οι Τούρκοι για ένα μεγάλο διάστημα δεν είχαν πατήσει στην Τήνο. Πιθανώς να τους είχαν κυνηγήσει οι Γενοβέζοι και για έναν αιώνα ολόκληρο ήταν αγγλοκρατούμενο το νησί. Η δική μου οικογένεια που έφερε αυτό ακριβώς το όνομα και όχι παραφθαρμένο, το κληρονόμησε το όνομα από παραγθορά της αγγλικής λέξης «marble».

– «Μάρμαρο» δηλαδή!
Ακριβώς, Μαρμπιλιάς και έγινε Αρμπιλιάς, εξελληνίστηκε. Όλοι οι πρόγονοι μου με το μάρμαρο ασχολούνταν. Εγώ πρέπει να’μαι απ’ τους τελευταίους μαρμαράδες, αφού τα παιδιά μου σπούδασαν και κάνουν άλλες δουλειές. Πάντα μαρμαράς ήμουν. Να πω εδώ ότι με τον Νίκο Παπάζογλου, που ανάφερες, περάσαμε μαζί ένα διάστημα της ζωής μου, όχι πολύ μεγάλο, αλλά δεθήκαμε πάρα πολύ, μια και ο Νίκος είχε πάθος για τους ανθρώπους που κάνουν χειρωνακτική τέχνη και εργασία.

– Όντας και ο ίδιος χειρωνάκτης, με το στούντιο του, με το πάθος του ακόμη για τα αεροπλάνα κλπ.
Έτσι κολλήσαμε, μας σύνδεσε η αγάπη για τη χειρωναξία. Σε δύο μήνες κλείνω τα 70 και με τη μουσική είχα μια μούρλα από μικρός, όπως κι ο αδερφός μου. Το πράγμα δυνάμωσε όταν συναντηθήκαμε με τους άλλους φίλους, τον Λεωνίδα Κουλίτση, τον Χρήστο Γαμβρέλη και την Ελένη Κολετζάκη. Όλοι αυτοί μένουν στην Κω: Ο Χρήστος ήταν διορισμένος δάσκαλος ήδη, Κώος στην καταγωγή, ενώ ο Λεωνίδας είχε λίγα χρόνια που δούλευε στο νησί ως υπάλληλος εφορίας. Στο τέλος της καριέρας του μάλιστα «ανέβηκε», έγινε Έφορος.

Φωτ.: Αντώνης Μποσκοΐτης / Olafaq

– Είστε συνομήλικοι;
Εγώ είμαι ο γηραιότερος. Με τον αδερφό μου έχουμε πέντε χρόνια διαφορά, με τους άλλους λιγότερα. Η Ελενίτσα μαζί με τον Χρήστο ήταν οι μικρότεροι. Ένα τυχαίο γεγονός με οδήγησε στην Κω: Ο πατέρας μου, μαρμαράς κι αυτός, είχε το μαγαζί του κολλητά με τον τοίχο του εργοστασίου της Columbia, στη Ριζούπολη. Μια μέρα μπήκε κάποιος στο μαγαζί του και τον ρώτησε: «Μπορείς ν’ αναλάβεις μια δουλειά κάπου πιο μακριά;» Ο πατέρας μου ήταν αριστερός και μόλις είχε επιβληθεί η χούντα, αρχές καλοκαιριού του 1967. Εγώ ήμουν 14 ετών τότε. Ήθελε να απομακρυνθεί από την Αθήνα και γι’ αυτό πήρε μαζί του κι ένα φίλο του, μικρότερο του, που’χε φάει πολύ ξύλο από τη χούντα. Έτσι έψησε τη μητέρα μου και πήγαμε όλοι στην Κω. Εξαιρετική επιλογή!

– Τι είχε η Κως και ήταν πιο ασφαλές μέρος εν μέσω χούντας;
Είχε να κάνει περισσότερο με το γεγονός πως για πρώτη φορά φτιαχνόταν εκεί πέρα ένα μαρμαράδικο. Είχε δύο καλούς ανθρώπους συνεταίρους ο πατέρας μου και πήγαν πάρα πολύ καλά. Όσο για μένα, ξέρεις τι είναι να πηγαίνεις με το ποδήλατο σε πέντε λεπτά στο σχολείο από το σπίτι σου; Ήταν μια ζωή που δεν θα την είχα σε καμία περίπτωση στην Αθήνα. Μεγαλώνοντας, έφυγα από την Κω, ξαναγύρισα και γύρω στο 1985 γνωρίζομαι με τα άλλα παιδιά.

– Τα μουσικά ακούσματα σου ποια ήταν μέχρι τότε;
Ελληνική μουσική! Είχα εντρυφήσει στο τραγούδι του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη και του Ξαρχάκου. Δεν λέω στο «έντεχνο», καθώς δεν μ’ αρέσει αυτή η λέξη – ταμπέλα. Άκουγα και ξένη μουσική, όχι αδιάφορα, αλλά αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση είχε δημιουργηθεί η Ρεμπέτικη Κομπανία, αν τη θυμάσαι, με τον Δημήτρη Κοντογιάννη και άλλους.

– Όντως, είχε γίνει μια αναβίωση του ρεμπέτικου τότε με πολλές κομπανίες. 
Μέσα απ’ αυτές τις κομπανίες, δέχτηκα τα ρεμπέτικα λες και τα είχα ξανακούσει. Και με τα παιξίματα, και με το ρεπερτόριο τους. Με τα υπόλοιπα παιδιά γνωριστήκαμε τυχαία. Έκλεισε ραντεβού ένας φίλος σε μία ταβέρνα και είπε «Φέρτε και τα όργανα σας». Από εκείνη τη μέρα δεν χωρίσαμε. Πριν τη συνάντηση μας, είχα γράψει το ομώνυμο τραγούδι, τις «Μικρές Περιπλανήσεις». Άλλο ένα, ακόμης, που μπήκε στον πρώτο δίσκο συν μερικά άλλα που εντάχθηκαν σε επόμενους δίσκους. Ο δεύτερος που έγραφε τραγούδια ήταν ο αδερφός μου, που θέλει να αναγράφεται ως Αρμπελιάς και όχι Αρμπιλιάς, αλλά και ο Λεωνίδας επίσης. Η παραγωγή αυξήθηκε και είχαμε μεγάλη καβάτζα. Παίζαμε για το κέφι μας και δεν το λέγαμε πουθενά. Στις ταβέρνες δεν λέγαμε ότι «αυτό το τραγούδι είναι δικό μας», αφού μπλέκαμε τα δικά μας τραγούδια με παλιά ρεμπέτικα και ζεϊμπέκικα. Κάποια στιγμή, μας ειδοποίησαν πως το Δημοτικό Ραδιόφωνο της Κω ήθελε να μας οργανώσει μια συναυλία. Έχουμε φτάσει γύρω στο 1990 πλέον.

– Ποιος φωτισμένος άνθρωπος ήταν αυτός που σας το ζήτησε;
Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, ακόμη φίλος, που πλέον ζει συνταξιοδοτημένος στη Ρόδο. Θανάσης Καραναστάσης τ’ όνομα του. Πήγαμε και παίξαμε 25 δικά μας τραγούδια, που δεν τα ήξερε κανένας, τι συνέβη όμως; Ένας άλλος φίλος είχε φτιάξει ένα μικρό έντυπο με δυο λόγια εν είδει προλόγου και τους στίχους των τραγουδιών. Όταν είπαμε στο κοινό «Παιδιά, τελειώσαμε» και μας φώναζαν «Κι άλλο», απαντήσαμε πως δεν έχουμε άλλα κομμάτια να τους παίξουμε. Πετάγεται ένας τότε και φωνάζει «Το 17», έχοντας διαβάσει τους στίχους (γέλια). Έτσι άρχισαν να ξεχωρίζουν τα τραγούδια μας, κάτι που ξεκίνησε από το τέλος του καλοκαιριού του ’85 μέχρι το ’90. Η συναυλία πάντως ήταν εξαιρετική και την φχαριστηθήκαμε.

– Υπήρχε σκέψη για καριέρα στη δισκογραφία;
Όχι, ποτέ.

Φωτ.: Αντώνης Μποσκοΐτης / Olafaq

– Δεν θέλατε;
Όχι, γιατί είχαμε τις δουλειές μας. Μέχρι το ’92 κατέβηκε ο Νίκος Παπάζογλου να παίξει για πρώτη φορά στην Κω μέσα σ’ ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Ήταν με τη Λοξή Φάλαγγα και με τον Σωκράτη Μάλαμα κιθαρίστα του. Έρχεται και με πιάνει ο Καραναστάσης και μου λέει: «Νίκο, αύριο στις 11 το πρωί ραντεβού στο γραφείο μου». Το ίδιο είχε πει και στους άλλους χωρίς να ξέρουμε τίποτα. Σημειωτέον, εγώ στη συναυλία του Παπάζογλου είχα πάει μόνο στην εξέδρα στο διάλειμμα, διότι πριν από μερικούς μήες είχα αγοράσει τον πρώτο δίσκο του Μάλαμα κι είχα τρελαθεί. Τον είδα έτσι με την κιθάρα του, μου θύμισε το εξώφυλλο των «Ασπρόμαυρων Ιστοριών» και πήγα από πίσω του:

– Ρε φίλε, εσύ είσαι ο Μάλαμας;

– Ναι, εγώ είμαι.

– Έχω τον πρώτο δίσκο σου και μου άρεσε πολύ.

– Είσαι ένας απ’ τους 100 που τον έχουν, λοιπόν. 

– Που να’ ξερε ο Σωκράτης τι θα γινόταν σε λίγα χρόνια.
Αυτό ακριβώς! Την άλλη μέρα στο σταθμό, μας φτιάχνει καφέ ο Καραναστάσης και μετά από λίγη ώρα σκάει ο Παπάζογλου. Τι του’χε πει ο άτιμος; «Έχω κάτι φίλους που γράφουν τραγούδια και μπορεί να σ’ ενδιαφέρουν». Ήρθε ο Παπάζης με μεγάλη οικειότητα, αλλά εμείς ήμασταν πολύ ψαρωμένοι. Όπως συζητάγαμε, μας ζητάει μια κασέτα με υλικό μας και ο Λεωνίδας του δίνει μία με ηχογραφήσεις που παίζαμε οι δυο μας στην κουζίνα με ένα φορητό κασετόφωνο. Πλακώσαμε στην πορεία τα ούζα, εμείς μιλάγαμε, αλλά ο Παπάζης άκουγε προσεχτικά. Γυρνάει και μας λέει: «Λοιπόν, μάγκες, να σας πω κάτι; Μόλις τελειώσω αυτή τη γύρα με τις συναυλίες, να έρθω να τα γράψουμε;» Εμείς πάθαμε πλάκα, κεραμίδα φάγαμε! Χαιρετιόμαστε και φεύγει. Περνάνε δύο μήνες, τίποτα. «Θα το ξέχασε» λέει ο Λεωνίδας, «Δεν πειράζει» του απαντάω. Εμείς κάναμε πρόβες, γιατί παίζαμε κάθε μέρα ούτως ή άλλως. Να πω ότι όταν ήρθε ο Νίκος, δεν επενέβη σε τίποτα. Άκουσε το υλικό και απεφάνθη: «Ωραία τραγούδια με αρχή, μέση και τέλος». Τέλος πάντων, στις 17 Ιανουαρίου ξανάρχεται ο Νίκος με μια κονσολίτσα φορητή και τα μικρόφωνα του. Μας είχε ζητήσει απλά να βρούμε εμείς κάποιον με καλώδια κλπ., κάτι που ήταν εύκολο. Μ’ έναν εντελώς ινδιάνικο τρόπο κατέγραψε τα τραγούδια μας πάνω σ’ ολόκληρο το φάρδος μιας βιντεοταινίας. Είχε φτιάξει μια δικιά του πατέντα που μετέτρεπε από τότε τον αναλογικό σε ψηφιακό ήχο. Μου εξήγησε πως είχε πάει στην Αγγλία, είχε δει κάποια πράγματα και τα έφτιαξε με δικές του ιδέες. Δεν έκανε καμία παρατήρηση του στυλ «Αυτό το τραγούδι να το βγάλουμε έξω». Τίποτα! Γράψαμε 13 τραγούδια, αλλά αναγκαστήκαμε να αφαιρέσουμε ένα, επειδή θα είχαμε πρόβλημα με τον ήχο λόγω συμπίεσης στη χωρητικότητα του βινυλίου. Πήρε το υλικό, έφυγε και κατά τον Μάιο κυκλοφορεί ο δίσκος από τη ΛΥΡΑ. Είχε μια σύμβαση ο Παπάζογλου με τη ΛΥΡΑ από τότε που είχε βγει «Η εκδίκηση της γυφτιάς» και είχε αναλάβει ο Σαββόπουλος. Του δώσανε, εν ολίγοις, του Παπάζογλου τη δυνατότητα να’χει μια δική του ετικέτα, που θα τη διακινούσε η ΛΥΡΑ. Οι «Στρόγγυλοι δίσκοι» δηλαδή ήταν εντελώς δικιά του υπόθεση του Παπάζογλου. Βγαίνει ο δίσκος και τέλη Μαΐου μου τηλεφωνούν από Αθήνα: «Τι γίνεται, ρε μαλάκες; Τους πληρώνετε τους παραγωγούς και σας παίζουν απ’ το πρωί ως το βράδυ στον ”Μελωδία”;» Αρέσαμε πολύ! Μήπως, ρε Αντώνη, θες να με σταματήσεις, γιατί θα μιλάω συνέχεια;

– Όχι, αντιθέτως μ’ ενδιαφέρουν πολύ αυτά που λες.
Θα σου πω το εξής: Μείναμε έκπληκτοι, γιατί εμείς στην Κω δεν είχαμε επαφή με τα ράδια στην Αθήνα. Τον Σεπτέμβρη ανεβαίνω μ’ ένα φίλο στην Αθήνα για δική του δουλειά και είπαμε να περάσουμε από τον «Μελωδία» για να τους ευχαριστήσω. Μου λέει ο θυρωρός: «Αυτή τη στιγμή κάνει εκπομπή ο Χατζόπουλος. Θα ανεβείτε πάνω» κλπ. Χτυπάω την πόρτα του στούντιο, περίμενα, μου κάνει ο Χατζόπουλος: «Πες μου, τι θέλεις;» Απαντάω: «Είμαι ένας απ’ τις Μικρές Περιπλανήσεις». Τα παρατάει όλα, έρχεται, μ’ αγκαλιάζει…«Οι άλλοι που είναι;» με ρωτάει. «Δεν πάμε και παντού μαζί» του εξήγησα. Με τα πολλά, ενώ θα πηγαίναμε για μια μέρα στην Αθήνα, αυτός μου είπε να κανονίσουμε μία συνέντευξη. «Δεν θα φύγεις» μου είπε, «θα μείνεις εδώ να μιλήσουμε δημόσια». Έχασα το καράβι, πήγα, κάναμε μια πολύ καλή εκπομπή και του τη ζήτησα μετά σε κασέτα να την πήγαινα στα παιδιά στην Κω. Θυμάμαι τον ηχολήπτη του «Μελωδία» να’χει γδάρει το δίσκο μας απ’ τα πολλά παιξίματα. Ήξερε μέχρι και πόσα λεπτά διαρκεί το κάθε κομμάτι μας! Το αποτέλεσμα ήταν να ανοίξει ο Χατζόπουλος πάνω από τον «Κάβουρα», στα Εξάρχεια, έναν χώρο που τον έκανε μουσική σκηνή. Για την ακρίβεια, ένας ταξιτζής το’χε ανοίξει και ο Χατζόπουλος έκανε την καλλιτεχνική επιμέλεια. Μας φώναξε στην Αθήνα για να παίξουμε εκεί, όπου έγινε της πουτάνας το κάγκελο! Είχε μια ουρά από κάτω εκατό μέτρα! Δυο φορές παίξαμε στο μέρος αυτό, αλλά εγώ τα ήξερα τα Εξάρχεια μ’ όλο το κλίμα της εποχής. Έτσι ανεβαίναμε πολύ συχνά στην Αθήνα και παίζαμε.

– Μπορεί να μη σου αρέσει η λέξη «έντεχνο», τότε όμως το έντεχνο κυριαρχούσε. Σας ευνόησε και η εποχή, αυτή είναι η αλήθεια.
Λοιπόν, αν έγινε η έκρηξη του «έντεχνου», εμείς ήμασταν οι εκφραστές του «άτεχνου», γιατί δεν είχαμε εγκύκλιες σπουδές και ήμασταν στην ουσία ερασιτέχνες του τραγουδιού. Ένας άλλος πού ισχυρός παράγοντας ήταν ότι τις παραγωγές τις έκανε ο Νίκος ο Παπάζογλου. Ήταν σαν την ατμομηχανή του τρένου, τη λοκομοτίβα, έτσι λειτουργούσε. Πέρασαν τα χρόνια σιγά – σιγά και μπορώ να σου πω ότι ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο δίσκο έγινε μια μικρή δομική αλλαγή στο συγκρότημα. Ένας φίλος, ο Παπαποστόλου, που έγραψε βασικά στίχους στον πρώτο μας δίσκο, για διάφορους λόγους αποχώρησε. Ακόμη συνεχίζει στη δική του πορεία κι είναι και πολύ καλός! Μια μέρα μας λέει ο Νίκος ότι ξανάρχεται για να γράψουμε κι άλλα τραγούδια. Ο πρώτος μας δίσκος είχε γραφτεί σ’ ένα υπόγειο χώρο με τρομερή ακουστική, αφού είχε κατασκευαστεί από Ιταλούς στη Μητρόπολη του νησιού. Εκεί καταλήξαμε να γράψουμε με τον Νίκο και τον επόμενο δίσκο.

– Δύο πρώτοι χειροποίητοι δίσκοι.
Εντελώς χειροποίητοι! Εκείνο το διάστημα γνωρίσαμε και τον Βαγγέλη Γερμανό, ο οποίος είναι εξαιρετικός άνθρωπος. Έχουμε καθίσει, έχουμε φάει, έχουμε πεθάνει στα γέλια. Αργότερα γνωρίσαμε τον Μάλαμα και άλλους, μπήκαμε στην οικογένεια των μουσικών. Την πρώτη φορά που πήγαμε να παίξουμε στο «Ρόπτρο», στα Εξάρχεια, δεν είχαμε δει μες τη θολούρα μας ποιοι ήταν από κάτω. Όταν τελειώσαμε, σηκώθκε εκείνη η απίθανη γυναίκα, η μακαρίτισσα, η μεγάλη δημιουργός, η Αρλέτα. Μας αγκαλιάζει και λέει: «Απόψε μας χαρίσατε ένα κιονόκρανο», κάτι τέτοιο μας είχε πει! Την ευχαριστήσαμε και μου τρέμανε τα πόδια. Ξαναπάω τότε που είχε έρθει ο Νίκος να γράψουμε το δεύτερο δίσκο. Ένα βράδυ τον παίρνω και πάμε να πιούμε οι δυο μας ένα ουίσκι. Καταλήξαμε σ’ ένα μπαρ και του είπα πως στην Αθήνα, που έμενε τότε ο αδερφός μου, τον είχαν προσεγγίσει από δισκογραφική και του είχαν πει: «Αν δεν έχετε συμβόλαιο με τον Παπάζογλου, σας κάνουμε εμείς». Είχα ειδοποιήσει και τα παιδιά, ρώτησα τη γνώμη τους και αποφασίσαμε ομόφωνα: «Όχι». Στο μπαρ, λοιπόν, λέω του Νίκου: «Καρντάση, συνέβη αυτό και θέλω να είμαστε ειλικρινείς, αλλά είπαμε όχι, να ξέρεις». Απαντάει ο Νίκος: «Να πάτε όπου θέλετε, δεν έχετε καμία δέσμευση απέναντι μου», αφού δεν είχαμε υπογράψει κανένα χαρτί μεταξύ μας.

– Να ρωτήσω αν βγάζατε λεφτά απ’ τα λάιβ και τους δίσκους;
Όταν παίζαμε, βγάζαμε. Παίρναμε και καλά ποσοστά απ’ τους δίσκους και ο Νίκος μας πρότεινε να κάνουμε συμβόλαιο με την τότε ΑΕΠΙ. «Μην αφήσετε να χάνονται τα πράγματα», έτσι μας είχε συμβουλέψει. Του λέω, λοιπόν, στο μπαρ ότι μόνο μαζί του θέλουμε να συνεργαζόμαστε και πιωμένοι καθώς ήμασταν, πάνω σ’ ένα τραγούδι που έπαιζε στο μπαρ, γυρνάει και μου κάνει: «Να πάτε όπου θέλετε μ’ έναν όρο: Όπου και να πάτε, εγώ θα’μαι ο ηχολήπτης σας, γιατί θα σας γαμήσουν αυτοί». Φοβερός, έτσι; Το λέω κάθε φορά γιατί δείχνει και το ήθος του ανθρώπου.

– Κι είναι και κάτι συγκινητικό, αν μη τι άλλο.
Ισχύει. Η σχέση μας εξελίχτηκε ακόμη πιο βαθιά στη συνέχεια. Γίναμε αδέρφια. Αδερφή μας τώρα είναι η Βαρβάρα, η χήρα του Νίκου. Όταν κατέρρευσε η ΛΥΡΑ και πέρασε στα χέρια του γνωστού και μη εξαιρετέου Κώστα Γιαννίκου, η Βαρβάρα έβαλε έναν εξειδικευμένο σ’ αυτά τα πράγματα δικηγόρο να εντοπίσει τι γινόταν με τα δικαιώματα, μια και η ΛΥΡΑ εξακολουθούσε να’χει τις μήτρες των δίσκων. Όλοι πιστεύαμε ότι ο Μάλαμας π.χ. ξανάγραφε απ’ την αρχή τα άλμπουμ του, διότι τα δικαιώματα μπορεί να ήταν μέχρι και στην Κίνα. Με ειδοποιεί η Βαρβάρα ότι βρήκε τις μήτρες και της ζητούσαν λεφτά. Αφού έκαναν διαπραγματεύσεις, της είπαν από τη νέα ΛΥΡΑ: «Πάρ’ τα όλα τζάμπα, αλλά θα μας αφήσεις τον ”Αύγουστο”»! «Πόσα θες;» ξαναρώτησε η πλευρά της Βαρβάρας και έτσι πήρε στα χέρια της όλο το υλικό του Νίκου. Μαζί με το υλικό του Νίκου, αγόρασε και τα δικαιώματα όλων των δίσκων των Μικρών Περιπλανήσεων, που ήταν παραγωγές του άντρα της. «Ποιοι είναι αυτοί;» τη ρώτησαν. «Πάρ’τα»…Δεν είχαμε καμία σημασία γι’ αυτύς κι έτσι η Βαρβάρα διέσωσε κυριολεκτικά το υλικό μας.

– Μπράβο στην κυρία Βαρβάρα, που βρήκε την άκρη…
Φυσικά, γιατί εμείς ήμασταν αδαείς επ’ αυτού. Δυο χρόνια περίπου κράτησε αυτός ο αγώνας. Μια φορά είχε έρθει ο Μάλαμας στην Κω και πέρασαν από το σπίτι μου μαζί με τον Φώτη Σιώτα. «Τι γίνεται, ρε, με τα λαμόγια όλα εκεί μέσα» συζητούσαμε…Εκεί μου είπε ότι σκέφτεται να ξαναπαίξει τους πρώτους δίσκους του, αλλά νομίζω πως έτσι χάνεται η πρώτη αίσθηση. Δεν γίνεται να ξαναγίνουν οι «Ασπρόμαυρες ιστορίες» του Μάλαμα και να είναι ό,τι ήταν σαν αίσθηση το 1985. Τέλος πάντων, ο τωρινός νέος δίσκος μας που λέγεται «Βαρύτητα» βγήκε από το label «Στρόγγυλοι δίσκοι» που’ναι πλέον στα χέρια της Βαρβάρας Παπάζογλου.

– Το παλιό υλικό σας, οι προηγούμενοι δίσκοι δηλαδή, θα επανεκδοθούν;
Ό,τι βγήκε, βγήκε, δεν υπάρχει τίποτα πλέον. Ο Νίκος κι η Βαρβάρα είχαν αγοράσει ένα σπίτι στη Νίσυρο, που το έχουν ακόμα. Λέγαμε με τον Νίκο, όταν ξήλωσε εδώ το «Αγροτικό», να φτιάξουμε το επόμενο στούντιο του, που θα το λέγαμε «Πελαγίσιο», σ’ ένα πολύ ωραίο χωριό της Νισύρου. Μου είχε πει πως θα ήμασταν οι πρώτοι που θα γράφαμε εκεί. Ένα πολύ ωραίο σπιτάκι που έπαιρνε πολύ κόσμο για να κοιμηθεί, κοινοβιακή κατάσταση δηλαδή. Το 2012 ή το ’13 κάναμε ακόμη ένα δίσκο που βγήκε από τον «Μετρονόμο» του Συλιβού. Αυτό το άλμπουμ γράφτηκε στη Νίσυρο σαν να τηρήθηκε η υπόσχεση του Παπάζογλου. Το κλίμα ήταν πολύ βαρύ δυο χρόνια μετά το θάνατο του. Το σπίτι εκείνο είχε ένα πολύ ωραίο σαλόνι κι εκεί έγιναν οι ηχογραφήσεις. Η Βαρβάρα πήρε το υλικό και το έφερε στη Θεσσαλονίκη, αφού δεν θα ξανάκανε τίποτα τέτοιο στη Νίσυρο. Ήταν η εκπλήρωση της επιθυμίας του Νίκου…Επειδή με αφορμή τον τωρινό δίσκο, δεν θέλαμε να ξαναγράψουμε στη Νίσυρο, πήραμε τον Χρήστο Μέγα ηχολήπτη και βρήκαμε έναν θίασο ερασιτεχνών ηθοποιών στην Κω, που οι δημοτικές αρχές τους είχαν παραχωρήσει ένα σφαγείο για να κάνουν πρόβες. Εκεί γράψαμε τα νέα τραγούδια το περασμένο καλοκαίρι. Επίσης ένας χειροποίητος δίσκος. Μόνο το 2006 είχαμε γράψει ένα άλμπουμ σε κανονικό στούντιο. Σ’ αυτό το δίσκο ήταν η τελευταία φορά που τραγούδησε ο Παπάζογλου, αφού ένα χρόνο μετά, το 2007, διαγνώστηκε με την ασθένεια…

– Τι κακό ήταν κι αυτό; Όλοι είχαμε σοκαριστεί.
Εμείς δεν είχαμε διάθεση να ξανακάνουμε τίποτα. Είχαμε έρθει τόσο κοντά…Κι ενώ ήμασταν έτοιμοι να τα παρατήσουμε, όλο και κάτι κάναμε. Βάλαμε τώρα στο σημείωμα  του δίσκου, ένα κείμενο του ίδιου του Νίκου που έλεγε ότι «αυτή η βαρύτητα είναι που μας τραβάει, αλλά πρέπει να συνεχίσουμε να κοιτάμε ψηλά».

– Πως προέκυψε το όνομα Μικρές Περιπλανήσεις; Από το ομότιτλο τραγούδι, που ήταν απ’ τα πρώτα σου;
Δόθηκε αυτό το όνομα όχι επειδή εμείς το αποφασίσαμε. Πριν γνωριστούμε με τον Παπάζογλου, δεν είχαμε όνομα. Μας καλεί ένας φίλος τραγουδοποιός από τη Ρόδο, ο Τάκης Βούης, να πάιξουμε μαζί του στη Ρωμαϊκή Τάφρο. «Βρε παιδιά, πως σας λένε; Δεν έχετε όνομα; Πρέπει να βγουν αφίσες». Μας πρότεινε να έβαζε «Τα Παιδιά από την Κω», κατά το «Τα Παιδιά από την Πάτρα», που τότε έσκιζαν, αλλά αρνηθήκαμε. «Μην τολμήσεις» του κάναμε, «Θα το σκεφτώ» απάντησε και την επόμενη φορά μας βάφτισε Μικρές Περιπλανήσεις.

– Που ήταν ένα ωραιότατο όνομα για συγκρότημα.
Στη διάρκεια αυτών των 30 χρόνων έγιναν και πολλές προσθαφαιρέσεις μελών του συγκροτήματος. Δεν υπήρχαν διαφωνίες καλλιτεχνικού περιεχομένου, αλλά ο καθένας είχε τη ζωή του. Με την Κολετζάκη, ας πούμε, έχουμε λίγο απομακρυνθεί, αφού η κοπέλα ζει στην Αθήνα κι εμείς είμαστε στην Κω. Στην Αθήνα, π.χ., έχουμε δεκαπέντε χρόνια να πάμε. Ανεβήκαμε πρόσφατα μόνο για ένα λάιβ που δεν ευοδώθηκε. Καταλήξαμε να μπεκροπίνουμε σ’ ένα υπέροχο μέρος έξω απ’ τη Λαμία που λέγεται «Χώρα». Κλείσαμε να ξαναπαίξουμε εκεί τον Ιούνιο. Βλέπεις πως μόλις φεύγεις απ’ τα τείχη της Αθήνας, ο κόσμος είναι αλλιώς! Παίξαμε και σ’ ένα μεζεδοπωλείο στη Λάρισα και έγινε χαμός!

– Δικαιώνετε και το όνομα του γκρουπ, παίζοντας περιπλανώμενοι από δω κι από κει.
Βεβαίως! Συχνά παίζουμε μόνο για τα έξοδα μας, καθώς δεν είναι εύκολα τα πήγαινε – έλα από την Κω, έτσι που είμαστε και πολλοί. Δεν είχαμε άλλες αξιώσεις και επίσης οι σχέσεις μας είναι καλές με όσα άλλα μέλη αποχώρησαν. Μεταξύ δεύτερου και τρίτου δίσκου, με θυμάμαι να παίζω μ’ ένα παλιομπούζουκο και να μου σχολιάζει ο Παπάζογλου: «Πως παίζεις μ’ αυτό, βρε αδερφέ;» Μου πρότεινε να πει του Γιάννη Αλεξανδρή να φτιάξει ένα νέο μπουζούκι. Δέχτηκα, ο Νίκος μίλησε του Γιάννη, που’ναι μεγάλος καλλιτέχνης στο παίξιμο του, αλλά και στην κατασκευή οργάνων. Μπήκα σε μια αγωνία εξάμηνη, καθώς ο Γιάννης έφτιαχνε το μπουζούκι και το εργαστήριο του ήταν στην Τούμπα, εδώ, απέναντι απ’ το «Αγροτικόν» του Παπάζη. Πριν έρθει το όργανο στα χέρια μου, άκου ένα όνειρο που είδα και που όταν του το’πα του Παπάζογλου, έπεσε κάτω απ’ τα γέλια: Θα ερχόταν, λέει, ο Παπάζογλου για να γράψουμε. Μου λέει, στον ύπνο μου πάντα: «Τι σου΄χω φέρει; Οργανάρα! Κάτσε να πάω να το φέρω». Το ακούμπησε στον τοίχο, με φωνάζει να το δω και τι να δω; Μια πινακωτή, πιο ψηλή απ’ το μπόι μου! Ξυπνάω ταραγμένος, του τηλεφωνώ, «Αυτό κι αυτό, καρντάση», ξεράθηκε στα γέλια ο Νίκος. Τέλος πάντων, τα παιδιά του συγκροτήματος βάλανε λεφτά και το πήρα το μπουζούκι, αφού εγώ είχα ένα μικρό μέρος του ποσού μόνο.

– Πες μου κάτι, αισθανόσουν «συγγενής» με άλλες κολεκτίβες μουσικών της ίδιας εποχής; Σου θυμίζω τις Δυνάμεις του Αιγαίου, τους Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω, τους Χαΐνηδες…
Ναι, γιατί όλοι αυτοί παίζουν όποτε είχαν να πουν κάτι κι αυτό κάναμε κι εμείς. Κρίμα που δεν γνωριστήκαμε με τον Χατζιδάκι, που πέθανε το 1994, διαφορετικά θα είχαμε γνωριστεί. Θα επιδιώκαμε να τον γνωρίσουμε. Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή, νιώσαμε να συνδεόμαστε μ’ ένα πράγμα. Ψιλοέσπασε και η επαρχιωτίλα που κουβαλάγαμε.

– Μοιραίο δεν ήταν αυτό;
Μοιραίο σίγουρα, αλλά έγινε μ’ έναν τρόπο ωραίο, μ’ ένα αγκάλιασμα και απ’ τον κόσμο, αλλά και απ’ τους συναδέλφους. Παρακολουθήσαμε και την εξέλιξη του τραγουδιού, όποια κι αν ήταν αυτή, γιατί ήμασταν μέσα στα πράγματα.

– Πως εξηγείτε το γεγονός της τεράστιας συναυλιακής επιτυχίας του Θανάση Παπακωνσταντίνου το περασμένο καλοκαίρι;
Σ’ αυτό που είναι ο Θανάσης και στο ότι πάντα παίρνει θέση. Όταν έκανε τον πρώτο δίσκο του ο Θανάσης στη ΛΥΡΑ, βγήκε ταυτόχρονα σχεδόν με τον δικό μας. Την επόμενη χρονιά, που η ΛΥΡΑ άρχισε να ψηφιοποιεί τον κατάλογο της, το πρώτο CD που βγάλανε είχε μέσα τον πρώτο δίσκο του Θανάση και τον πρώτο δικό μας. Έτσι, όποτε βρισκόμασταν, μας έλεγε «Τι κάνετε, ρε συγκάτοικοι;» (γέλια) Από τότε, έχουμε βρεθεί πάρα πολλές φορές, έχουμε συζητήσει, έχει πολύ καθαρή άποψη κι είναι ένας άνθρωπος που όποτε ανοίγει το στόμα του, λέει συγκεκριμένα πράγματα και όχι ασάφειες.

– Εσείς είχατε την ανάγκη μιας πολιτικοποίησης μέσα απ’ τα τραγούδια σας;
Εμείς είμαστε πολυσυλλεκτικό σχήμα. Ο ένας εξ ημών είναι φωτισμένος ωραίος δεξιός, κατάλαβες; Μπορεί να’μαι απ’ την άλλη μεριά εγώ, αλλά τα βρίσκουμε. Εμένα γενικώς δεν μου βγαίνει το καταγγελτικό τραγούδι, γιατί πιστεύω πως το τραγούδι δεν γίνεται για εκτόνωση. Μπούχτισα κι απ’ την περίοδο της Μεταπολίτευσης, οπότε τα πρώτα μου τραγούδια για μιαν αγάπη μιλούσαν. Ξεκίνησα να γράφω αρχές του ’80, πες χοντρά – χοντρά, που είχαμε ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.

– Μα δεν είναι τυχαίο που λέγαμε πριν για τις ρεμπέτικες κομπανίες. Το όλο πράγμα χαρακτηρίστηκε ως αντίδραση ενάντια στην εκτόνωση της Μεταπολίτευσης με τις ευλογίες των κυβερνήσεων του Παπανδρέου.
(χαμογελάει) Κι εγώ έτσι ένιωθα, αλλά δεν ξέρω αν ισχύει. Έτσι διαβάζεις τώρα εσύ αυτή την εποχή. Σίγουρα δεν έγινε επίτηδες. Εμείς δεν κάναμε νεορεμπέτικα, αλλά κινούμασταν σε λαϊκούς δρόμους. Τώρα που το λες, έχουμε κι εμείς ένα πολιτικό – κοινωνικό τραγούδι στον πρώτο μας δίσκο. Είχε γραφτεί για την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Ξύπνησα ξαφνικά ένα βράδυ κι έκατσα και το έφτιαξα. Νερό βγήκαν οι στίχοι. Η ακύρωση ενός οράματος, του σοσιαλισμού, μου βγήκε σε παράπονο. Ο φίλος μου και αδερφός Θανάσης Γκαϊφύλλιας το’ χε πρωτακούσει απ’ το ράδιο. Όταν πρωτογνωριστήκαμε το 1993 – 94 και πήγαμε να παίξουμε στην Κομοτηνή, με έπιασε και μου είπε: «Τώρα που’σαι εδώ, θα σου πω κάτι για να είμαστε καθαροί. Το τραγούδι αυτό ήθελα να το’χω γράψει εγώ, αλλά με πρόλαβες». Του είπα να το πάρει και έκτοτε, κάθε φορά που τον καλούσαν σε συναυλίες διαμαρτυρίας, όπως τότε με το μαύρο στην ΕΡΤ, αυτό τραγουδούσε κι έλεγε «Είναι του φίλου μου, Νίκου Αρμπιλιά, από τις Μικρές Περιπλανήσεις, αλλά είναι σαν να το’χω γράψει εγώ». Το γούσταρε δηλαδή το κομμάτι ο Γκαϊφύλλιας.

– Καλά, δεν είναι απαραίτητη η πολιτικοποίηση στο τραγούδι. Τον Χατζιδάκι νομίζω, μη σου πω και τον Παπάζογλου, ουδέποτε τους ενδιέφερε να πολιτικολογήσουν ξεκάθαρα τουλάχιστον.
Δίκιο έχεις. Έτσι βάλαμε στον τωρινό δίσκο πρώτο τραγούδι το «Φεύγω», που είναι υπαρξιακό. Σ’ ένα καφέ γράφτηκε ένα πρωί μέσα σε δύο λεπτά χωρίς να πειράξω ούτε μια λέξη. Και χωρίς ρίμα. Ήρθε μια μέρα ο Χρήστος στο σπίτι κι έπαιζε σαν μια προβίτσα μεταξύ μας, έφερα το χαρτί με τους στίχους και επί τόπου ολοκληρώθηκε το κομμάτι.

– Το «Φεύγω» τι μπορεί να σημαίνει για όποιον δεν έχει ακούσει ή και που έχει ακούσει το τραγούδι;
Το «Φεύγω απ’ τη ζωή»…

– Σηματοδοτεί, λοιπόν, το πέρασμα στο γήρας τώρα που έχει χαθεί η ερωτική αναζήτηση της νιότης.
Ακριβώς. Η απομάκρυνση είναι βιολογική, ορμονική. Απ’ την άλλη, υπάρχει κι η κούραση απ’ όλα τα γεγονότα της ζωής σου. Σκέφτεσαι αλλιώς, έχεις άλλες προτεραιότητες. Έχει μια ειλικρίνεια και καμία μιζέρια.

– Τα τραγούδια σας, επομένως, είναι απόρροια μιας εγκεφαλικής διεργασίας και συναισθήματος. Δεν έγιναν υπό το πρίσμα «πάμε τώρα να κάνουμε αυτό».
Ναι, συμφώνως με το πως έχουν αλλάξει και τα πράγματα. Κουβαλάμε πράγματα και φτιάχνουμε βιωματικά τραγούδια, όπως κάνανε και οι παλιοί.

– Εσύ έχεις τη δουλειά σου ακόμη…
Ναι, αλλά επειδή είμαι μαρμαράς, οι ρίζες μου είναι καλλιτεχνικές. Φτιάχνω μικρά γλυπτά, είναι μια άλλη διέξοδος.

– Τι είναι αυτό που κάνει έναν μουσικό που έχει ζήσει μεγάλες στιγμές να εξακολουθεί να κάνει δίσκους; Αναφέρομαι στις εποχές που έχουν αλλάξει, όπως σχολίασες.
Μια βασική σκέψη που είχα από μικρός ήταν, επειδή από μικρός είχα και καλή σχέση με τα εικαστικά, ότι η τέχνη ένας προβληματισμός είναι σ’ όλες τις μορφές της. Δεν μετράει η ωραιότητα της, αν θες, αλλά το από μέσα της. Όταν κάνεις ένα πορτραίτο, η προσπάθεια σου δεν είναι ν’ αντιγράψεις ακριβώς το μοντέλο, αλλά τη φυσικότητα του ανθρώπου συν τα δικά σου πιο εσωτερικά πράγματα. Διαφορετικά παίρνεις μια φωτογραφική μηχανή και τελειώνεις. Τώρα, ας πούμε, ετοιμάζω ένα μεγάλο γλυπτό κι έχω φτάσει στον πυρήνα του.

– Μου θυμίζεις τον Νίκο Τσιλογιάννη, τον ντράμερ από τα Μπουρμπούλια του Σαββόπουλου, που πλέον ζει στην Ολλανδία και είναι ένας υπέροχος γλύπτης. 
Ναι, είχα διαβάσει τη συνέντευξη που σου είχε δώσει, το θυμάμαι! Η τέχνη είναι ο πιο καθαρός δρόμος για να βρεις απαντήσεις στο αιώνιο ερώτημα «Ποιοι είμαστε, από που ερχόμαστε και που πηγαίνουμε». Η τέχνη δίνει λύσεις για σένα για να’σαι ισορροπημένος όταν φτάνεις στην ηλικία του απόμαχου.

– Κάποτε ένας μεγάλος τραγουδιστής μου είχε πει πως όλοι οι άνθρωποι τραγουδούν σωστά, δεν υπάρχει καλός και κακός τραγουδιστής. Τι κάνει έναν άνθρωπο καλλιτέχνη; Διότι δεν γίνονται όλοι οι άνθρωποι καλλιτέχνες.
Αντώνη, αυτό έχει να κάνει με την εποχή. Ο Μάρκος, αν έγραψε αριστουργήματα, οφειλόταν σ’ όλα αυτά που τον έπνιγαν μέσα του και που τον οδήγησαν στο μπουζούκι και στα ταξίμια. Σήμερα ένας πιτσιρικάς έχει άλλο στόχο: Να κάνει καριέρα.

– Όχι πάντα. 
Όχι πάντα, αλλά υπάρχει και αυτό! Στο βουνό ο άλλος είχε πρόβατα, έπαιζε μια φλογέρα κι έκανε τέχνη χωρίς να το ξέρει. Τα εσώψυχα του έβγαζε. Σήμερα το κίνητρο έχει μετατοπιστεί απ’ την καλλιτεχνική αναζήτηση.

– Σε θλίβει η σημερινή εποχή;
Φοβάμαι περισσότερο αυτή που έρχεται. Θα είναι ζοφερή! Εδώ και αρκετά χρόνια μιλιέται μια υβριδική γλώσσα και μια μουσική, η οποία απευθύνεται σε όλους, από τον Σαμάνο μέχρι τον χρηματιστή. Το «ethnic» ομογενοποίησε ένα πολύ ευρύ πράγμα. Ακούς ένα τραγούδι απ’ την Αυστραλία ή το Αζερμπαϊζάν κι έχουν μπερδευτεί οι δρόμοι, έχουν γίνει ένα.

– Δεν είναι καλό αυτό;
Καλό είναι, αλλά πίσω του κρύβεται ο καπιταλισμός που θέλει να βγάλει λεφτά απ’ αυτό. Δεν ζούμε σε αθώες εποχές και γι’ αυτό από τότε είπαμε στον Παπάζογλου «Νίκο, μόνο μαζί σου». Είμαστε άλλη ράτσα εμείς. Χαρά θα βγάλουμε και αγάπη, όχι λεφτά. Ποτέ δεν σκέφτηκα αλλιώς τα πράγματα. Από παιδί δούλευα στο μαρμαράδικο του πατέρα μου και αυτό συνεχίζω να κάνω.

– Γλύπτης, λοιπόν, ή τραγουδοποιός;
Το ίδιο πράγμα είναι. Βλέπω τις παλιές χειροποίητες καρέκλες στο καφενείο και σκέφτομαι πως τέχνη είναι κι αυτό.

– Σωστό. Εμένα οι παλιές καρέκλες των καφενείων, με παραπέμπουν στον Νίκο Εγγονόπουλο.
Α, μπράβο! Θυμάμαι τον πατέρα μου που πέθανε πολύ νέος, μπαμ και κάτω από ανακοπή, στα 58 του, να κάνει τη δουλειά του πάντα όπως αυτός την ήθελε. Κάποια στιγμή είχε φέρει από την Αθήνα έναν καλό του φίλο, που δούλευε σε ξενοδοχείο. Όταν πρόσεξε πως ένα σκαλοπάτι διέφερε για ένα εκατοστό απ’ το άλλο στη σκάλα, του είπε να την ξηλώσει ολόκληρη. Ήρθε αυτός και είπε σε μένα «Ρε, τρελός ειν’ ο πατέρας σου;» Του εξήγησα πως έτσι μόνο κάνει τη δουλειά του ο πατέρας μου.

– Έχεις οικογένεια εσύ, Νίκο;
Έχω τρία παιδιά μεγάλα. Ο Μπάμπης μου είναι στα 46 του, ο μεσαίος ο Θωμάς είναι στα 43 και η μικρή είναι γεννημένη το ’85, άρα πάει στα 38 της. Με την ίδια γυναίκα τα έκανα τα παιδιά μου, όντας βιαστικός, αν και έχουμε χωρίσει. Για εφτά χρόνια ζήσαμε μαζί, αλλά αφήσαμε τρία παιδιά και καλά κιόλας! Ο μεγάλος παίζει ντραμς μ’ ένα σχήμα και βάζει μουσικές σε διάφορα μπαρ. Είναι δυνατό μυαλό ο μπαγάσας!

– Έχω στα χέρια μου τη «Βαρύτητα», το τελευταίο CD σας. Τι προσδοκάς στ’ αλήθεια;
Ένα κομμάτι της απάντησης είναι το εξής: Πάμε και παίζουμε στη Λάρισα τρία χρόνια πριν, προ covid δηλαδή. Σ’ ένα εντελώς αντεργκράουντ μαγαζί, όπου κάπνιζαν μέχρι και οι σερβιτόροι μέσα. Όλος ο κόσμος κάπνιζε μέσα. Σκάει μύτη ένας πιτσιρικάς, ας πούμε, κάτω από σαράντα χρονών, και μου λέει: «Θέλω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, γιατί μεγάλωσα με τη μουσική σας». Τον κοιτάω, «Ρε με δουλεύεις;» του κάνω. Μου εξηγεί πως σαν μαθητής λυκείου ερχόταν στο συγκεκριμένο μαγαζί για να τους πείσει να βάζουν καλή μουσική κι έτσι έμαθε τα τραγούδια μας. Εκεί είπα: «Για δες, τριάντα χρόνια σκάει ένα παιδί και μας μιλάει για τα τραγούδια μας, που ήταν μωρό όταν τα γράφαμε». Σαν να εκτελούμε μια αποστολή ένιωσα. Εκ του αποτελέσματος, δεν ήταν πρόθεση ή επιθυμία μας ν’ αφήσουμε στίγμα. Αυτό το έχω, αν θες, μόνο μ’ αυτά που κάνω με τα μάρμαρα και με τις πέτρες. Τα CD χαλάνε, δεν παίζουν μετά από 10 χρόνια, τα άλλα όμως μπορεί να κρατήσουν για χιλιάδες χρόνια πεταμένα σ’ ένα χωράφι. Κι επίσης, έχω φτιάξει την προτομή ενός ανθρώπου, η οποία είναι σ’ ένα δρόμο στην Κω. Ακόμη δεν έχω πάει να βάλω το όνομα μου κάτω απ’ το έργο, παρότι με παρακαλάνε συνεχώς. Εντάξει, το ξέρουν τα παιδιά μου, τι σημασία να έχει για τους άλλους;

– Η τέχνη είναι σημαντική έστω κι αν έχει έναν μόνο αποδέκτη;
Έτσι ακριβώς όπως το λες! Έτσι έχει νόημα, να ευφραίνεται έστω και ένας συνάνθρωπος. Δεν είναι ότι δεν το’χω με τη δημοσιότητα, αλλά από μικρός ήμουν έτσι. Σέβομαι αυτό που κάνω, αλλά το όνομα μου δεν το βάζω στα έργα μου. Έχω μια ευχέρεια να κάνω κόμικς και animation και με τον ίδιο τρόπο γράφω και τα τραγούδια μου.

– Νίκο Αρμπιλιά, πολύ σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή τη σπάνια συζήτηση μαζί σου. 
Εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ. Αφήνομαι πάνω σου ως προς τη δημοσίευση της, σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.

 

* Το άλμπουμ «Βαρύτητα» του συγκροτήματος Μικρές Περιπλανήσεις κυκλοφορεί από την ετικέτα «στρόγγυλοι δίσκοι» σε διανομή από το ogdoo.