Πριν συναντηθώ με τη Νεφέλη Μαϊστράλη για τη συνέντευξη, πρώτα έκανα ένα δώρο στον θεατρικό εαυτό μου και είδα τα Μπλε Καστόρινα Παπούτσια στο θέατρο Μπέλλος. Το αναφέρω, γιατί ήταν από τις λίγες φορές που πραγματικά ήθελα να συγχαρώ κάποιον, μετά το πέρας της παράστασης, με τη σημασία της ίδιας της πράξης και όχι χάριν ευγενείας. Οι 4Frontal είναι μία σπουδαία θεατρική ομάδα και θα μείνω σε αυτό.

Τον Ιούλιο, με τους 4Frontal, θα ανεβάσει τις Σπυριδούλες στο Πειραιώς 260, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.

Συναντηθήκαμε στη γειτονιά της, την Καλλιθέα και μέσα σε μία ώρα κατάφερε να υπογραμμίσει ό,τι μαστίζει την κοινωνία ακόμη και σήμερα. Την ομοφοβία , τον σεξισμό, αλλά και την εργασιακή εκμετάλλευση. Όλα αυτά που ως ακροατής ξέρεις ότι θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, αλλά η πραγματικότητα μας δείχνει καθημερινά πως δεν είναι και ούτε θα είναι σύντομα.

– Που μεγάλωσες; Τι σου έδωσε το έναυσμα για να ενασχοληθείς με το θέατρο;
Μεγάλωσα σε ένα διαμέρισμα στην Καλλιθέα, σε μία “κανονική” γειτονιά της Αθήνας. Από μικρή μου άρεσε πολύ να διαβάζω και να γράφω. Είχα κλίση στις θεωρητικές κατευθύνσεις, έδωσα Πανελλήνιες και μπήκα στη Νομική. Όμως, στα 19 ήθελα να αλλάξω κάτι. Πήγαινα στο αμφιθέατρο της Νομικής και δεν μπορούσα να δω τον εαυτό μου να το κάνει αυτό επαγγελματικά, παρόλο που μου άρεσε η σπουδή. Δεν ήθελα να με φανταστώ δικηγόρο. Έτσι, έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών. Αυτό, βήμα βήμα με έβγαλε στο να ασχοληθώ με το θέατρο. Δεν ήμουν το παιδί που ήξερε από μικρό ότι θα γίνει ηθοποιός. Είχα πάντα μία καλλιτεχνική κλίση: έκανα πιάνο και μου άρεσε πολύ να βλέπω ταινίες. Η πορεία της ζωής είναι αυτή που με οδήγησε στο θέατρο.  

Φωτ.: Αλεξάνδρα Ρίμπα / Olafaq

– Τι σημαίνει για εσένα να είσαι ηθοποιός;
Αυτό μετασχηματίζεται με τα χρόνια. Όταν βγήκα από τη σχολή, ήταν πιο ονειρικά φτιαγμένο στο μυαλό μου συνεχίζει να είναι έτσι. Απλώς το πολιτικό σκέλος της δουλειάς, το πως υπάρχει αυτό εργασιακά, έχει πολλά ζητήματα. Ο βασικός λόγος που έγινα ηθοποιός είναι επειδή μου άρεσε πάρα πολύ να λέω ιστορίες. Ταυτόχρονα, είχε να κάνει και με το πεπερασμένο της ύπαρξης. Είχα την αίσθηση ότι όταν μπαίνεις σε μία διαδικασία και γνωρίζεις τις ζωές άλλων ανθρώπων, οι οποίες λέγονται μέσα από σένα, είναι σα να σκοτώνεις τον θάνατο. Μεγαλώνεις τις εμπειρίες σου, όσο είσαι ζωντανός. Αυτό το ονειρικό με είχε κινητοποιήσει, αλλά και η συλλογικότητα. Ότι δεν είσαι μόνος σου. Το θέατρο είναι ομαδικό άθλημα και κάθε φορά στο θυμίζει. Αυτά τα δύο στοιχεία ιδεολογικά με οδήγησαν στο να κάνω αυτή τη δουλειά. Μετά είναι ότι ποτέ κλειδώνεις σε καμία κατάσταση, δεν μένεις στάσιμος, είσαι συνέχεια on the go. Ψάχνεις το επόμενο. Μπαίνεις σε ένα νέο project, γνωρίζεις νέους ανθρώπους. Ο κύκλος διευρύνεται συνέχεια όπως και τα υλικά με τα οποία καταπιάνεσαι. Όποτε αυτό με κινητοποίεισαι ακόμα περισσότερο ώστε να κάνω αυτή τη δουλειά. 

– Με ποια κριτήρια επιλέγεις τα θεατρικά εργα με τα οποία καταπιανεσαι;
Τα κριτήρια είναι διττά. Υπάρχουν περιπτώσεις που είμαι μέσα σε μία παραγωγή, όχι για το έργο, αλλά για τη συνθήκη της παραγωγής. Οπότε κάνω τη δουλειά, χωρίς να δίνω τη μεγαλύτερη βάση στο ίδιο το υλικό και υπάρχει και ένα μέγαλο κομμάτι που έχω την ευλογία να το κάνω λόγω της ομάδας, να διαλέγω τις δουλειές που είμαι ή να είμαι στο δημιουργικό team που επιλέγει με το θέμα που θα ασχοληθούμε. Μου αρέσει πάρα πολύ το τώρα, δηλαδή να καταπιάνομαι με θέματα που είναι σύγχρονα και μας “καίνε”. Μπορεί κάποιοι να μας έχουν χαρακτηρίσει ότι κάνουμε θέατρο ιστορικής μνήμης σε σχέση με την ιστορική θεματολογία. Ωστόσο, θεωρώ ότι η ιστορία έχει άμεση συνάρτηση με αυτό που συμβαίνει σήμερα. Θεωρώ ότι η πολιτική έχει άμεση σχέση με αυτό που συμβαίνει σήμερα, ότι το κοινωνικό είναι πολιτικό και ότι το πολιτικό καθρεφτίζεται στο σήμερα. Μου αρέσει να επιλέγω έργα τα οποία έχουν άμεσο αντίκτυπο στο σήμερα και στον τρόπο που σκεφτόμαστε εμείς σήμερα. Με ενδιαφέρει πολύ το ιστορικοπολιτικό θέατρο. 

– Πώς προέκυψε η συνεργασία σου με τους 4Frontal; Πώς δημιουργήθηκαν;
Η ομάδα δημιουργήθηκε το 2011, ήμασταν όλοι στο ίδιο έτος στο Ωδείο. Αυτό είναι πολύ γλυκό συναισθηματικά, γιατί μεγαλώσαμε όλοι μαζί. Είχαμε τη τύχη να μας διδάξουν οι καθηγητές το συλλογικό θέατρο. Η σπουδή είχε μία κατεύθυνση ομαδικού θεάτρου. Βγαίνοντας από τη σχολή, ήμασταν σαν θίασος. Μας έβαζαν συνέχεια να κάνουμε ομαδικά project. Κάναμε τα καμπαρέ. Κάποια παιδιά σκηνοθετούσαν, άλλα έγραφαν τα κείμενα και παίζαμε όλοι μαζί. Αυτή η συνθήκη μας έβαλε σε μία διαδικασία συνεργασίας και να εξαρτηθούμε ο ένας από τον άλλον καλλιτεχνικά. Τελειώνοντας τη σπουδή, ήμασταν όλοι με το ένα πόδι να ακολουθήσει ο καθένας τον δρόμο του, ενώ με το άλλο πόδι – αυτό που δημιουργήθηκε – θέλαμε να το διατηρήσουμε αυτό που κάναμε στη σχολή και να καταφέρουμε να κάνουμε δικιές μας δουλειές. Τότε ήταν μία εποχή που οι αστικές μη κερδοσκοπικές ήταν στα πάνω τους, τώρα τέτοιες ομάδες δεν υπάρχουν. Τότε υπήρχαν πάρα πολλές ομάδες που πηγαίνανε και πάρα πολύ καλά. Βλέπαμε νέους ανθρώπους να κάνουν μόνοι τους παραστάσεις και να τα πηγαίνουν πάρα πολύ ωραία. Αυτό μας ενέπνευσε και μας κινητοποίησε. Υπήρχαν παιδιά που έπαιρναν μεγαλύτερες πρωτοβουλίες, όπως το να σκηνοθετήσουν, όπως είναι ο Θανάσης και ο Σταύρος. Μας ώθησαν σε κάποια έργα που ήθελαν να κάνουν τη σκηνοθεσία και να τα δουλέψουμε όλοι μαζί. Βρήκαμε αυτή την επωνυμία από συναδέλφους του Ωδείου Αθηνών – γιατί υπήρχε από πριν – που ήταν τέσσερις, εξού και το 4Frontal. Τελικά δεν κράτησαν την καλλιτεχνική τους συσπείρωση και μας έδωσαν την επωνυμία. Ο Αποστόλης Κουτσιανικούλης που άνηκε σε αυτή την ομάδα, συνέχισε να είναι στις παραγωγές της ομάδας μετά. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε η ομάδα. Όταν ξεκινήσαμε να κάνουμε παραγωγές ήμασταν 10. Με τα χρόνια κάποιοι φύγανε. Είναι μέσα στο καταστατικό, αλλά ο καθένας όντως τράβηξε τον δρόμο του. Η επωνυμία υπάρχει όπως υπάρχει και η φιλοσοφία της ομάδας. Αυτή η ομάδα φτιάχτηκε με τη φιλοσοφία του σπάσιμου του τέταρτου τοίχου, κάνουμε αφηγηματικό θέατρο και νεοελληνικά έργα. Τώρα η ομάδα κλείνει 12 χρόνια και ακάθεκτοι, κάνουμε παραγωγές κάθε χρόνο.

Φωτ.: Αλεξάνδρα Ρίμπα / Olafaq

– Αυτή την περίοδο συμμετέχεις στα Μπλε Καστόρινα Παπούτσια που έχεις κάνει και την διασκευή του έργου. Θες να μας πεις λίγα λόγια;
Είναι ένα μυθιστόρημα του Θανάση Σκρουμπέλου, με πολιτικό – κοινωνικό – ιστορικό περιεχόμενο. Είχαν προηγηθεί οι Αριστερόχειρες με θεματική τον εμφύλιο και θέλαμε να διαπραγματευτούμε ένα “μετά”. Ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα συνθήκη το πως ήταν το καμπαρέ Χαβάη, μαζί με τη πολιτική και την ιστορική συγκυρία που ήταν μετά τον εμφύλιο, που οδήγησε στη Χούντα. Ξεκινούν από τη Χαβάη, από το πρώτο καμπαρέ, το οποίο άνοιξε για αγόρια που θέλουν να ντύνονται κορίτσια με όλο το political incorrectness μέσα. Μιλάμε για μία εποχή που αυτές οι γυναίκες έκαναν πραγματική επανάσταση, επιλέγοντας να ντύνονται γυναίκες. Το δίλημμα: να είμαι σπίτι μου ή να είμαι στη Χαβάη, ήταν ψεύτικο. Μπορούσαν μόνο να είναι στη Χαβάη, γιατί αν έβγαιναν στο δρόμο ντυμένες γυναίκες, θα δολοφονούνταν. Όπως και συνέβαινε, δολοφονούνταν όντως. Η Χαβάη προσέφερε ένα περιβάλλον προστασίας σε αυτές τις γυναίκες, με το πολύ μεγάλο τίμημα της βίας και της εκπόρνευσης. Ένα πολύ περίεργο περιβάλλον, ανοικείο. Ήταν πολύ προκλητικό το πως υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι και το πως υπήρχε η Χαβάη. Μιλάμε για ένα μπαρ, όπου σύχναζαν νέοι, πολιτικά πρόσωπα και συγγραφείς όπως ο Τένεσι Ουίλιαμς. Ήταν ένα μαγαζί στο οποίο συνέβαιναν πολλά, όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και σεξουαλικά και διασκεδαστικού τύπου πράγματα. Ήταν το τοπίο για να δομηθούν και όλες οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής του ‘60. Το είχαν οι αδελφοί Κατελάνοι, που ήταν πολύ σκοτεινά πρόσωπα της εποχής και άνηκαν στον υπόκοσμο. Είχαν επαφές με την εξουσία και ήλεγχαν τα πάντα. Ο Σκρουμπέλος μετασχημάτισε αυτά τα πρόσωπα και τα έφερε στο δικό του ποιητικό σύμπαν, χωρίς να χάνουν τον συμβολισμό τους, ο οποίος είναι πάρα πολύ καθαρός. Υπάρχει ο ηττημένος αριστερός, οι νέοι που αντιστέκονται μπροστά με τους Λαμπράκηδες και προσπαθούν για κάτι καλύτερο, τα κορίτσια που επαναστατούν με το δικό τους τρόπο, χωρίς πολιτικές προεκτάσεις. Πρωτοστατούν για τις φωνές αυτών των γυναικών, για τη σεξουαλική απελευθέρωση, η οποία άρχισε να φαίνεται ότι δεν συμβαίνει σε εμάς. Εμείς δεν είχαμε Μάη του ‘68 στην Ελλάδα, εμείς είχαμε Χούντα. Βλέπεις έναν κόσμο που υπάρχει “από κάτω”, ο οποίος είναι σεξουαλικά απελευθερωμένος και προσπαθεί για κάτι άλλο, αλλά καταπνίγεται. Καταπνίγεται από όλες τις μεγάλες δυνάμεις που έρχονται και φτιάχνουν τη πολιτική κατάσταση του τότε, οι Άγγλοι και Αμερικάνοι, δηλαδή. Το πολύ ενδιαφέρον με αυτό το έργο, που εμένα μου άρεσε για να το διασκευάσω, είναι ότι παίρνει το τότε, που ως θεατής μπορείς να μείνεις εκεί, αλλά μπορείς πάρα πολύ εύκολα να συνδεθείς και με το σήμερα. Δυστυχώς, το έργο μοιάζει πάρα πολύ με το σήμερα. Αυτό μου άρεσε πάρα πολύ στον Σκουρμπέλο, ότι παίρνει ιστορικά γεγονότα, κοινωνικά συμβάντα και ανθρώπους του περιθωρίου. Δεν παίρνει τους πρωταγωνιστές τους φωτεινούς, τους καθαρούς τύπους. Παίρνει τη λούμπεν κοινωνιά, τους ανθρώπους από το Μεταξουργείο, τον Κολωνό, το Βοτανικό, τους πρωταγωνιστές. Δείχνει μέσα από αυτούς το τι συνέβαινε τότε στη χώρα και για μένα το τι συμβαίνει και σήμερα. Το έργο ακουμπάει και σε μία δική μου πεποίθηση ότι όλα είναι πολιτικά, ό,τι κάνουμε – χωρίς καμία συνειδητότητα, θέλοντας και μη – είναι μία πολιτική πράξη, γιατί είμαστε πολιτικά όντα. Αυτό το έργο το επαληθεύει στο μεγαλείο του. Ακόμα και οι άνθρωποι που δεν θέλουν να έχουν πολιτική εμπλοκή, έχουν. Τα κορίτσια που δεν είναι πολιτικοποιημένα, στην πράξη, όμως, είναι. Έχουν ρόλο, έχουν σχέση με όλους τους Άγγλους και τους Αμερικάνους που τους λένε πληροφορίες, οι ίδιες μεταφέρουν πληροφορίες. Είναι πολιτικές φιγούρες. Μία από αυτές ήταν η Βασίλω που ήταν ιστορικό πρόσωπο. Αυτός ήταν ο λόγος που την άλλαξα και την έκανα διαφορετικό πρόσωπο, για να μην αλλάξω τη βιογραφία της. Η Βασίλω ήταν πρώην αριστερός, πολέμησε και τελικά δολοφονήθηκε μετά από χρόνια, επειδή φόρεσε φούστα στον έξω κόσμο. Όλες τους είναι πολιτικές φιγούρες, είναι σύνθετοι άνθρωποι, δεν είναι άσπρο ή μαύρο, είναι γκρι. Υπάρχουν άνθρωποι που με απόλυτη επίγνωση κάνουν μία δολοφονία, ενώ υπάρχουν άλλοι που άθελά τους μπαίνουν σε αυτό το γαϊτανάκι.  

Φωτ.: Αλεξάνδρα Ρίμπα / Olafaq

– Πόσο απέχει η δεκαετία του ’60 που διαδραματίζεται το έργο σε σχέση με το σήμερα για την lgbtq κοινότητα;
Ευτυχώς, νομίζω ότι απέχει πολύ. Νομίζω ότι αυτά τα κορίτσια ήταν πρωτοπόρα. Υπήρχε μία γυναίκα στη Χαβάη, που έχει κάνει επέμβαση και δεν την βάλαμε (στο κείμενο της παράστασης), σκόπιμα. Στο θίασο δεν έχουμε άτομο που να έχει κάνει τη μετάβαση, οπότε δεν θέλαμε να βάλουμε μία γυναίκα, η οποία έχει κάνει αλλαγή, σκοπίμως. Παρόλα αυτά, υπάρχει πληροφορία, ότι πήγαιναν στη Βηρυτό για να κάνουν την επέμβαση, με όλη την επικινδυνότητα που υπήρχε για τη ζωή τους. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο και επώδυνο το ‘63 να κάνεις επέμβαση αλλαγής φύλου, ωστόσο το κάνανε. Εμείς, δεν το βάλαμε γι’ αυτόν τον λόγο. Για τα κορίτσια που υπάρχουν στη δική μας Χαβάη, έγινε πολύ μεγάλη έρευνα για το πως μπορεί να ντύνονται και να υπάρχουν. Σίγουρα, τα δικαιώματα που είχαν τότε ήταν ελάχιστα. Δεν είχαν καν, ονοματοδοσία. Αυτό από μόνο του είναι συγκλονιστικό. Ο τρόπος που η μία προσφωνεί την άλλη, είναι τελείως unpolitical correct. Το τίμημα που πλήρωναν για να υπάρχουν, είναι πάρα πολύ σοβαρό. Η πορνεία και η βία είναι πολύ μεγάλο τίμημα για να μπορείς να είσαι ο εαυτός σου. Το να μην μπορείς να υπάρχεις καθόλου στην προσωπική σου ζωή, ως γυναίκα, γιατί παίζεις με τη ζωή σου. Όχι, ότι αυτό δεν συμβαίνει σήμερα, ζούμε σε έναν κόσμο που παλεύουμε για τα δικαιώματα της lgbtq κοινότητας και υπάρχει καθημερινή προσπάθεια για αυτό. Δεν είναι απελευθερωμένη η κοινωνία επουδενί και παλεύουμε όλοι, νομίζω ο καθένας από το μετερίζι του για όσο περισσότερο μπορεί, ώστε να φτάσουμε οι άνθρωποι να είναι όπως γουστάρουν να είναι και να μην δίνουν λόγο σε κανέναν! 

– Τι είναι αυτό που σε ενοχλεί περισσότερο στην κοινωνία;
Το απολιτίκ. Θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε μία συγκυρία που το απολιτίκ κοστίζει πολύ ακριβά πια. Αυτή η πολύ χαλαρή θεώρηση των πραγμάτων το “έλα μωρέ δεν πειράζει”, στην εποχή μας έχει τρομερό κόστος. Αυτό με ενοχλεί πολύ περισσότερο από ανθρώπους που είναι στη δική μου γενιά – γύρω στα 30 – που έχουμε ενεργή συμμετοχή στα πράγματα και μπορούμε να τα αλλάξουμε. Όταν δεν καταλαβαίνουμε τη δύναμή μας και μένουμε εκτός, νομίζω ότι τρίβουν τα χέρια τους οι άνθρωποι που βρίσκονται στην εξουσία και μπορούν να το εκμεταλλευτούν ποικιλοτρόπως. Επίσης, έχει άρχισει να με ενοχλεί εξαιρετικά και ο δικαιωματισμός. Ο δικαιωματισμός, με την έννοια της παραμονής σε ένα κοινωνικό φαινόμενο, στο οποίο εξαντλείται όλη η δυναμική που έχει κάποιος και δεν πάει παραπέρα στη πολιτική θεώρηση του φαινομένου, ώστε να μπορέσουν να αλλάξουν τα πράγματα. Το έχω άποψη, αλλά κυρίως κοινωνικού τύπου και όχι πολιτικού που έχει άμεσο αντίκτυπο με τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα. Με την έννοια της άμεσης και πραγματικής επέμβασης σε αυτά, σε πρακτικό και όχι μόνο θεωρητικό επίπεδο.

Φωτ.: Αλεξάνδρα Ρίμπα / Olafaq

– Εσύ υποδύεσαι μία θεούσα μητέρα. Ποιος είναι ο ρόλος της σε σχέση με τον γιο της; Ποια χαρακτηριστικά θα της έδινες στο σήμερα;
Η κυρία Αριστέα που υποδύομαι, υπάρχει και σήμερα. Το συστηματάκι στο οποίο ζούμε είναι θεοκρατούμενο, με την εκκλησία να διατηρεί τον συντηρητισμό. Νομίζω ότι η Αριστέα υπάρχει στην κοινωνία, την έχω δει. Την εχω δει να επεμβαίνει στα πράγματα και να εκφράζει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Η Αριστέα είναι θεούσα, μία συντηρητική κυρία που είναι πλήρως απογοητευμένη από τη ζωή της. Αν και είναι 36 χρόνων, έχει βάλει μαύρα ρούχα γιατί μεγάλωσε σε μία κοινωνία που μία χήρα κλείνει ως γυναίκα. Η γυναικεία χειραφέτηση δεν υπήρχε ως πραγματικό ιστορικοκοινωνικό φαινόμενο, τουλάχιστον στο μυαλό της, αφού οι γυναίκες ψηφίζανε εκείνη την εποχή. Η Αριστέα, βέβαια, δεν έχει επηρεαστεί από αυτό. Υπάρχει ο συντηρητισμός του εσύ έχασες τον άνδρα σου, φοράς τα μαύρα, έχεις το γιο σου, θα κάνεις ό,τι μπορείς με αυτά που έχεις, χωρίς να προκαλείς. Οπότε είναι μία γυναίκα 36 χρονών, η οποία ζει σα να είναι 70+. Έχει απαρνηθεί τη νεότητά της, τη γυναικεία της φύση, τη πολιτική της υπόσταση. Αυτό που πιστεύω ότι θίγει η Αριστέα ως χαρακτήρας είναι η ταξικότητα. Είναι μία πάρα πολύ φτωχιά γυναίκα, που αναγκάζεται να πλένει. Είναι αυτό που λέμε “λεκαναντζού”, καθαρίζει τα πανιά και τα σεντονιά από τα πορνεία στο Μεταξουργείο, έχει ρόλο υπηρέτριας και καθαρίστριας. Δεν έχει την πολυτέλεια να ψάξει κάτι περισσότερο για τον εαυτό της. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να φοβάται για τον γιο της, διότι έχει ζήσει τον εμφύλιο και έχει επαφές με ηττημένους αριστερούς. Ζει στην εποχή που θεωρεί ότι το παιδί δεν πρέπει να ανακατευέται με αυτά, γιατί θα πεθάνει. Παλεύει να μη διαβρωθεί το παιδί της από τη σεξουαλικότητα των γυναικών της Χαβάης και να μην μπει σε κάποια πολιτική συγκυρία, που μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο. Αυτό προσπαθεί η Αριστέα, ως μία φτωχιά, μεροκαματιάρα, χήρα στα 36, που βρήκε απάγκιο και απανέμι στη θρησκεία.

– Τον Ιούλιο θα δούμε τις Σπυριδουλες, που έχεις γράψει, στο Πειραιώς 260. Μία παράσταση βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια;
Το κείμενο της παράστασης είναι βασισμένο στην ιστορία της Σπυριδούλας, της υπηρέτριας – ψυχοκόρης που σιδερώσαν το ‘55 στον Πειραιά, το ζεύγος Βεϊζαδέ. Η Σπυριδούλα Ράπτη, που είναι μία μεγάλη κυρία πια, έχει δώσει κάποιες συνεντεύξεις. Μία από αυτές ήταν στον Φρέντι Γερμανό, που περιέγραψε όλη τη μαρτυρική κατάσταση που βίωσε σε ηλικία 12 χρονών. Το έργο βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Σπυριδούλας. Υπάρχουν κομμάτια των αφηγήσεών της, πολύ πειραγμένα, αλλά είναι σαφέστατη η αναφορά. Με αφετηρία τη Σπυριδούλα, αναφερόμαστε σε ένα ολόκληρο κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο εκείνης της εποχής εκείνης, αυτό της ψυχοκόρης. Πάρα πολλά νεαρά κορίτσια μετά τον εμφύλιο, από την επαρχία ή τα νησιά, “υιοθετήθηκαν” από αστούς ή μεσοαστούς. Κάποιες είχαν καλές τύχες και κάποιες πολύ κακές. Στη δεύτερη περίπτωση, ήταν αυτονόητα το ξύλο και η παιδική εργασία. Ένα παιδί που δουλεύει από τα 7, δεν πάει σχολείο, του βάζουν κάποια πολύ λίγα λεφτά στο λογαριασμό του, σε κάποια τράπεζα στο ταμιευτήριο, για να τα πάρει μετά από 20 – 25 χρόνια, αν έχει καταφέρει να φύγει από το σπίτι. Δεν ζει με τους γονείς του, δεν έχει κανένα δικαίωμα, παρά μόνο υποχρεώσεις. Αυτές είναι πολλές γενιές γυναικών. Το πολύ ενδιαφέρον με αυτό το υλικό, είναι ότι μπαίνοντας στην έρευνα, γιατί η πρόταση που κάναμε περιελάμβανε την εύρεση ερευνητικού υλικού και από άλλες γυναίκες, στην αναζήτησή μας είδαμε ότι είναι πάρα πολλές. Γυναίκες που έχουν υπάρξει ψυχοκόρες την περίοδο ‘50 – ‘60- ‘70. Πάρα πολύ ενδιαφέρον, επίσης, είναι κάθε φορά που ανοίγω αυτό το θέμα σε παρέες, πάντα υπάρχει κάποιος που ξέρει μία ιστορία που την έχει ακούσει από το χωριό του ή από κάποιο κοντινό του πρόσωπο. Αυτό, από μόνο του, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μία ολόκληρη γενιά ελληνίδων, έγιναν ψυχοκόρες – υπηρέτριες. Αυτό το κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο θίγουμε, αλλά και τον τρόπο που προέκυψαν οι τάξεις στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, μετά το τέλος του εμφυλίου. Τότε, άρχισαν να υπάρχουν οι πολύ φτωχοί και οι πολύ πλούσιοι. Η αλήθεια είναι ότι η αναφορά με το σήμερα γίνεται στην ευθεία. Αναφερόμαστε και στις γυναίκες που υπάρχουν ως εσωτερικές σε σπίτια σήμερα, γιατί υπάρχουν γυναίκες που έχουν πάρει τη θέση αυτών των κοριτσιών. Γυναίκες που είναι πάρα πολλές, είτε ενήλικες είτε ανήλικες, από χώρες που συνήθως έχουν χειρότερη τύχη από τη δική μας, που έχουν ελάχιστα δικαιώματα. Είναι μία κατάσταση χωρίς πολιτική ορθότητα, γιατί υπάρχουν γυναίκες που δεν έχουν χαρτιά και υπομένουν πολλά υπό την απειλή της καταγγελίας. Αυτές είναι οι δυναμικές της παράστασης. Αυτά θέλουμε να δείξουμε και να πούμε με τη Σπυριδούλα στο επίκεντρο.  

– Πιστεύεις ότι οι γυναίκες έχουν βρει τη φωνή τους σήμερα;
Γίνονται πολλά βήματα, αλλά δεν πιστεύω ότι την έχουν βρει. Πρέπει να συμβούν και άλλα βήματα. Είχα μία συζήτηση με τα παιδιά για το αν η παράσταση στην οποία δείχνουμε αγόρια που είναι ντυμένα κορίτσια είναι mainstream ή εμπορική. Μπορεί και να είναι. Ή αν μία παράσταση για τη γυναικεία χειραφέτηση είναι εμπορική. Μπορεί, επίσης, να είναι. Ακόμα και αν θεωρείται εμπορικό, μακάρι να γίνονται συνεχώς τέτοιες παραστάσεις μέχρι να πούμε ότι μπουχτίσαμε με τη γυναικεία χειραφέτηση και την lgbtq κοινότητα. Μακάρι να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, αλλά η κοινωνία δεν έχει φτάσει εκεί. Σε ένα χωριό ή σε ένα νησί ο κόσμος είναι βαθιά συντηρητικός, ακόμα και στις λέξεις που χρησιμοποιεί. Ένα παιδί είναι πάρα πολύ εύκολο στο σχολείο να είναι gay, όμως δεν είναι έυκολο στην πραγματικότητα, γιατί δεν το βοηθάει κανείς. Δεν θα μιλήσω για κάποιο σχολείο στην Αγία Παρασκευή, θα μιλήσω για το σχολείο στην πλατεία Βάθυς ή στον Κολωνό ή στην επαρχία, γιατί είναι διαφορετικά τα δεδομένα. Μην ξεχνάμε, ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που δολοφονήθηκε ο Ζακ, πριν λίγα χρόνια. Πρέπει να γίνεται λόγος για τη γυναικεία χειραφέτηση και τις γυναικοκτονίες και ας φτάσουμε και στο άλλο άκρο (της υπερπληροφόρησης). Όταν επιτευχθεί ο στόχος και σταματήσει να είναι σεξιστικό το περιβάλλον στο οποίο υπάρχουμε, τότε θα πάμε παραπέρα. Δεν πιστεύω ότι το mainstream περιβάλλον της ελληνικής τηλεόρασης έχει πάψει να είναι σεξιστικό. Η γυναίκα, για τον μέσο όρο, γίνεται σεξουαλικό προϊόν, είναι στην κουζίνα της, μεγαλώνει τα παιδιά, εργάζεται και έχει χιλιάδες ρόλους. Η γυναίκα, θεωρείται, ότι είναι αυτή που θα πλύνει. Στις διαφημίσεις με απορριπαντικά βλέπω κυρίως γυναίκες και όχι άνδρες. Δεν βλέπεις πραγματική ισότητα σε αυτό. Νομίζω ότι το μάτι κάνει πολύ δουλειά. Ο τρόπος που συνηθίζει το ανθρώπινο μάτι είναι πολύ σημαντικός, όπως και σε τι συνηθίζει το παιδί στο σχολείο. Αυτό φτιάχνει τον μέσο όρο. Συνήθως ρωτάνε τι μαγείρεψε η μαμά σου, όχι τι μαγείρεψαν οι γονείς σου. Ακόμα και στη δουλειά, διαφορετικά αντιμετωπίζεται μία γυναίκα από έναν άνδρα. Δεν την κοιτάνε με τον ίδιο τρόπο. Κοιτάνε τα ρούχα που φοράει, ενώ θεωρείται από κάποιους ότι αν είναι όμορφη, σημαίνει ότι θα είναι πιο πεταχτούλα ή χαζούλα. Αυτό ως γυναίκα το αισθάνομαι και εγώ, είναι καθημερινό φαινόμενο. Δεν θεωρώ αστεία τη χρήση του σεξισμού σε παραστάσεις ή στην τηλεόραση. Νομίζω ότι είναι στοχευμένο, να υποβαθμίσει το κίνημα. Εγώ ως γυναίκα και ως νέα καλλιτέχνης στον χώρο, θεωρώ ότι έχω ευθύνη να μιλάω και να γράφω έργα για αυτό. Μου είναι δυσκολότερο να γράψω ένα έργο για μία τρανς περσόνα, γιατί δεν είμαι τρανς περσόνα, που τις θαυμάζω και τις σέβομαι στο έπακρο. Μου είναι πιο εύκολο να κάνω διασκευή σε ένα έργο που έχει γράψει κάποιος άλλος για αυτό. Μπορώ, όμως, να μιλήσω από πρώτο χέρι για το πως είναι να είσαι γυναίκα σε έναν κόσμο ο οποίος έχει, καλώς ή κακώς, κατασκευαστεί από ανδρικά μυαλά. Αυτό φαίνεται σε κάθε έκφανση αυτού του κόσμου, όσο και αν κάνουμε βήματα για να το αλλάξουμε. Είναι φτιαγμένος σεξιστικά ο κόσμος, για αυτό και θέλει δομικά γκρέμισμα το μυαλό των ανθρώπων.

➸ Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το Zatopek book cafe.