Στις 29 Νοεμβρίου του 1964 η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου αποφάσισε να γιορτάσει την επέτειο της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Με 171 έδρες το κόμμα της Ένωσης Κεντρώων θεωρεί πως μπορεί να ελέγξει το παρακράτος που εκείνη την εποχή είχε τον πρώτο λόγο. Χύτες, ρουφιάνοι, δωσίλογοι και ό,τι είχε απομείνει από τη βρώμα της ακροδεξιάς. Πάνω από 20.000 άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί εκείνη την ημέρα. Λίγο μετά τη μία το μεσημέρι μια έκρηξη διέκοψε τα επεισόδια μεταξύ αντιστασιακών και χωροφυλάκων που είχαν λάβει ρητές εντολές να μην επιτρέψουν στους πρώτους να καταθέσουν στεφάνια. Το πόρισμα της 8μελούς επιτροπής αξιωματικών έκλεισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε την υπόθεση κάνοντας λόγο για μια ξεχασμένη νάρκη. Επειδή, όμως οι 13 νεκροί ήταν “γρουσούζικος” αριθμός για την κυβέρνηση και οι ισορροπίες έπρεπε να κρατηθούν το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας έστησε ένα δικαστήριο παρωδία που κατέληξε ακόμα και σε ποινές φυλάκισης. Ο Στρατής Τσίρκας περιγράφει με λεπτομέρειες την αμερικάνικη προβοκάτσια στο βιβλίο του “Χαμένη Άνοιξη”. Το κατηγορητήριο βασίστηκε στον Αναγκαστικό Νόμο 375/1936 “περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπείας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας”, που θέσπισε ο Μεταξάς και βάση αυτού είχαν εκτελεστεί ήδη ο Νίκος Πλουμίδης και ο Νίκος Μπελογιάννης. Ένας νόμος που αποτελούσε εμπόδιο στη δίκαιη αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου.

Όλα τα βήματα που οδήγησαν στη Δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 και ό,τι αυτή έφερε μαζί της καθρεφτίζονται στο υπόγειο του θεάτρου Περοκέ που στεγαζόταν η Χαβάη. Οι ήρωες του ομότιτλου βιβλίου του Θανάση Σκρουμπέλου γίνονται μάρτυρες της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Στο Folie-Bergère “Κόρες φυλακισμένες σε σώματα γιών” έγραφαν τη δική τους ιστορία. Από τον χύτη κυρ-Χρήστο μέχρι τη Βουγιούκλω και από τη Βασίλω μέχρι τα Αμερικανάκια το παρακράτος και οι διασυνδέσεις με τη CIA καθόριζαν τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της εποχής. Από την άλλη πλευρά οι Λαμπράκηδες και οι κουμουνιστές διεκδικούσαν αυτό που είχαν κερδίσει με αγώνες και αίμα. Στον κινηματογράφο παιζόταν το Ζ του Γαβρά και τα Χτυποκάρδια στο θρανίο. Αφύπνιση και αποβλάκωση τη στιγμή που το παλάτι ξεπουλούσε τη χώρα. Ο κόσμος άλλαζε και οι ήρωες της Χαβάης με τη μυρωδιά από χλωρίνη και τα λεκιασμένα από σπέρμα σεντόνια περίμεναν την Άνοιξη που τόσο άδικα τους στέρησαν.

Οι 4Frontal φορούν ένα ζευγάρι Μπλε Καστόρινα Παπούτσια και διασκευάζουν με τόλμη ένα αιχμηρό -για πολλούς λόγους- μυθιστόρημα στη σκηνή του Θεάτρου Μπέλλος. Ο Θανάσης Ζερίτης κάνει βουτιά σε μια από τις επιδραστικότερες δεκαετίες της νεότερης ιστορίας. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει από την πρώτη στιγμή να διαχειριστεί ένα δύσκολο υλικό ισορροπώντας το κωμικό με το δραματικό στοιχείο. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη με καταιγιστικό ρυθμό, οι ερμηνείες είναι παράλληλες και η αφήγηση κλιμακώνεται με τρόπο συγκλονιστικό. Η Νεφέλη Μαϊστράλη με χειρουργική ακρίβεια διεισδύει στο κείμενο του Θανάση Σκρουμπέλου και χωρίς να περισσεύει τίποτα κρατάει όλα όσα χρειάζονται. Όλα αυτά που πρέπει να ακουστούν. Βρήκα αρκετά εύστοχες κάποιες δραματουργικές αλλαγές. Κάποια από τα ιστορικά πρόσωπα του βιβλίου απουσιάζουν ή έχουν “κρυφτεί” σε νέους χαρακτήρες εξασφαλίζοντας την αθανασία τους. Ενώ ο βασικός χαρακτήρας, ο Λάζαρος πρόκειται για ένα φανταστικό πρόσωπο. Ένα σύμβολο καθαρότητας που πρέπει πάση θυσία να θυσιαστεί. Δεν αντέχουν οι εποχές, ακόμη και σήμερα, τους ελεύθερους Γαζούρηδες αυτού του κόσμου.

Πάντα οι ερμηνείες των ηθοποιών της ομάδας 4Frontal είναι ένα στοίχημα κερδισμένο. Και εδώ έρχεται να επιβεβαιωθεί η προσεγμένη σκηνοθεσία και δραματουργία. Οι Σταύρος Γιαννουλάδης, Χάρης Κρεμμύδας, Γιάννης Λατουσάκης, Νεφέλη Μαϊστράλη, Διονύσης Πιφέας και Πάνος Τοψίδης μεταμορφώνονται στα πολλά πρόσωπα του έργου με απόλυτη φυσικότητα. Ακούραστοι και συνεπείς καταφέρνουν έναν μικρό άθλο. Οι χαρακτήρες που έχουν να διαχειριστούν έχουν στοιχεία υπερβολής. Παρόλα αυτά αποφεύγουν κάθε επιθεωρησιακή μανιέρα και κομπασμό χωρίς όμως να θολώνουν τους ήρωες. Η δε ταχεία εναλλαγή των ρόλων απαιτεί άμεση ερμηνευτική κλιμάκωση και συγχρόνως αποδέσμευση.

Το σκηνικό και τα κουστούμια της Γεωργίας Μπούρδα υπογραμμίζουν τον πλουραλισμό της εποχής. Οι φούστες κονταίνουν, τα μαλλιά των αγοριών μακραίνουν, η ταπετσαρία αγκομαχά να δώσει περισσότερο φως σε στριμωγμένα σπίτια και όλα φωνάζουν “Αφήστε μας να ξεχάσουμε”. Το ίδιο ισχύει και για το μακιγιάζ και τις περούκες της Ρούλας Λιανού. Στις μουσικές του Σταύρου Γιαννουλάδη και του Γιάννη Λατουσάκη ακούμε rock’n’roll και Μίκη Θεοδωράκη. Ενώ, από τη Γαλλία και τη Nouvelle Vague έρχεται το Νέο Κύμα!