Aυτή είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνει ο Μιχάλης Παρασκάκης, ο συνθέτης που ζει µόνιµα στα Χανιά, ερχόµενος από τις µουσικές σπουδές του στην Ολλανδία, και που σήµερα κάνει το µεγάλο βήµα στη µέχρι τώρα πορεία του: Την ανάθεση να µετατρέψει σε όπερα την ταινία «Στρέλλα» του Πάνου Χ. Κούτρα από κοινού µε τον σκηνοθέτη Γιώργο Κουτλή και τη λιµπρετίστα Αλεξάνδρα Κ* για την Εθνική Λυρική Σκηνή. Το εγχείρηµα δεν ήταν καθόλου εύκολο, ειδικά όταν οι δυνατότητες για την εξεύρεση µιας γυναίκας τρανς λυρικής τραγουδίστριας είναι εξαιρετικά περιορισµένες. Προέκυψε σοβαρό θέµα, µάλιστα, από τη στιγµή που η σύµβουλος της παράστασης, Κάθριν Ράιλι, ανακοίνωσε στα social media την παραίτηση της. Κι εκεί επάνω προέκυψε ακόµη ένα πιο σοβαρό θέµα, αυτό της θέσης των τρανς συνανθρώπων µας στους διάφορους χώρους εργασίας και η αντικατάστασής τους από cis ανθρώπους, είτε άνδρες, είτε γυναίκες, που µπορεί να εργάζονται ως drag queens, τρανς πάντως δεν είναι. Ο Παρασκάκης ήταν ιδιαίτερα αγχωµένος για τη συνέντευξή µας που είχε κλειστεί αρκετό καιρό πριν και που τελικά πραγµατοποιήθηκε σε ένα καφέ των Χανίων στα τέλη του περασµένου Οκτώβρη. Εκτός της όπερας «Στρέλλα», βέβαια, είχαµε την ευκαιρία να µιλήσουµε και για αρκετά ακόµα θέµατα γύρω από τη σύγχρονη µουσική και τις επιλογές του από τον χώρο, στον οποίο δρα καλλιτεχνικά ο ίδιος.

– Σας συναντώ στα Χανιά. Ποιος ο λόγος να ζείτε εδώ και όχι στην Αθήνα, που είναι η «καρδιά» των καλλιτεχνικών δρώµενων;

Επειδή είµαι συνθέτης, δεν είναι υποχρεωτικό να βρίσκοµαι στον τόπο που θα γίνει η συγκεκριµένη παράσταση. Κάνω σαν µια δουλειά γραφείου, αλλά από το σπίτι. Επέστρεψα από τις σπουδές µου στη Χάγη, µια µικρή πόλη της Ολλανδίας, και οι διαφορές µε την Αθήνα µου φάνηκαν τεράστιες. Μ’ αρέσει η Αθήνα, αλλά κατάγοµαι από δω κι ερχόµουν τα καλοκαίρια. Το χωριό του πατέρα µου είναι το Μάλεµε κοντά στον Πλατανιά, παραθαλάσσιο.

– Οι συνθήκες δουλειάς θα είναι καλύτερες εδώ.

Ισχύει, γιατί είναι εύκολες οι δυνατότητες εξόδου στη φύση συν τον καιρό και το φαγητό. Εδώ θα έλεγα ότι παρασύροµαι πολύ πιο εύκολα να µη δουλεύω και να τεµπελιάζω. Στην Ολλανδία πάλι µε τη βροχή και την κατήφεια για εννιά µήνες το χρόνο, δούλευες συνέχεια.

– Πόσο µείνατε στην Ολλανδία;

Οχτώ χρόνια. Παράτησα τη γραφιστική, τα παράτησα όλα δηλαδή κι έφυγα το 2008 για να σπουδάσω σύνθεση στην Ολλανδία. Έγραφα από πολύ µικρός διάφορα κοµµάτια, µε τα οποία φυσικά γελάµε σήµερα. Έπαιζα πιάνο και ακορντεόν από τα 12, δεν ξεκίνησα και πολύ µικρός, οπότε υπήρχε το µικρόβιο.

– Που το κολλήσατε απ’ την οικογένεια;

Και οι δύο γονείς µου έχουν σχέση µε τη µουσική. Η µητέρα µου ως ακροάτρια άκουγε πολλά πράγµατα. Ο πατέρας µου έπαιζε κιθάρα ως γρατζουνιάρης. Έχω κι ένα δικό του διαλυµένο µαντολίνο. ∆εν ήταν µουσικός, αν και τον θυµάµαι να παίζει φυσαρµόνικα.

– Ήταν ρίσκο απ’ τη γραφιστική να πάτε στη µουσική;

Τεράστιο, γιατί είχα ήδη µια καλή θέση στη γραφιστική. Πληρωνόµουν καλά κι έβλεπα ότι το πράγµα πήγαινε κάπου παραπέρα. Στα τρία χρόνια πάνω είπα ότι δεν ήταν αυτό για µένα, δεν µου άρεσε και ο κόσµος της διαφήµισης, ενώ ο κόσµος του πιο δηµιουργικού design µου άρεσε περισσότερο και ακόµα µου αρέσει. Είχα και κάποιες τραυµατικές εµπειρίες µε τους εργοδότες µου και αποφάσισα να τα παρατήσω.

– Η Ολλανδία µε τα κονσερβατόριά της είναι µια κοιτίδα της ευρωπαϊκής σύγχρονης µουσικής. Μ’ αυτό το σκεπτικό την επιλέξατε;

Την επέλεξα για ένα µόνο λόγο: Είναι ανοιχτή σε πολλά διαφορετικά στυλ και δεν είναι µονοκόµµατη, όπως η Γερµανία και η Γαλλία. Οι χώρες αυτές κουβαλούν παράδοση και θέλουν να είναι µπροστά πάντα απ’ τις άλλες χώρες. Σου δείχνουν κατευθείαν το δρόµο και δεν σ’ αφήνουν να τον βρεις. Έµαθα, λοιπόν, λίγα ολλανδικά, αλλά ευτυχώς οι σπουδές ήταν στα αγγλικά. Ήξερα ότι δεν θα έµενα µόνιµα και δεν είχα την ώθηση να  µάθω τα ολλανδικά. Έλεγα ότι θα φύγω και ότι δεν θα χρειαστεί να µιλήσω ολλανδικά σε κάποια άλλη χώρα.

– Σπουδάζοντας εκεί, γνωρίζατε ότι στην Ελλάδα η σύγχρονη µουσική θεωρείται κάτι πολύ εξειδικευµένο;

Σπάνιο πουλί, ναι! ∆εν ξέρω να το εντοπίσω γιατί πήγα στη σύγχρονη µουσική. Αν η απόφασή µου ήταν πρακτική, σίγουρα δεν θα είχα ασχοληθεί µε τη σύγχρονη µουσική. Προφανώς, εφόσον παράτησα και τη γραφιστική, δεν ήταν µόνο πρακτικοί – βιοποριστικοί λόγοι. Το να πάω κάπου να ζω από επιδόµατα και να δουλεύω, σπουδάζοντας στα 32 µου παράλληλα, ήταν µια αρκετά βαριά απόφαση. Από την εφηβεία µου είχε φανεί ότι το αυτί µου ζητάει πιο περίεργα πράγµατα.

– Οι επιρροές σας από Έλληνες συνθέτες;

Εννοείται ο Xenakis! Τεράστιο κεφάλαιο! Ο Γιώργος Απέργης επίσης! Από ξένους, ο Μεσιάν, ο Βαρέζ, ο Τακεµίτσου για την κινηµατογραφική µουσική του, ο Σέλσι κ.α. ∆εν είµαι ο one of the kind για την Ελλάδα, απλά οι πιο πολλοί σηµερινοί συνθέτες δεν είναι στην Ελλάδα. Έχουµε δυο-τρεις που επιµένουν να κάνουν σύγχρονη µουσική εδώ και όλοι οι άλλοι, πολύ ταλαντούχα παιδιά, ζουν έξω. Αποκλείεται να µη θέλουν να δουλέψουν στην Ελλάδα – το ξέρω, γιατί συζητάω µε πολλούς – αλλά δεν τους δίνεται η ευκαιρία.

– Ποιοι λόγοι έκαναν εσάς, λοιπόν, να γυρίσετε στην Ελλάδα;

Είναι πολλοί. Στην Ολλανδία άρχισα να νιώθω ότι δεν ανήκα εκεί, ούτε µουσικά, ούτε σαν άνθρωπος. Σαν να µη µε χωρούσε πια ο τόπος και εκείνη την περίοδο, που σκεφτόµουν αν θα φύγω ή όχι, πέθανε η αδερφή µου. Έλεγα γιατί να µείνω εδώ και να βασανίζοµαι αντί να γυρίσω στη χώρα µου κι ας βασανίζοµαι  εκεί…

– Συνοπτικά διαλέξατε ένα δύσκολο αντικείµενο.

∆εν είναι δηµοφιλής η σκηνή αυτή, ακόµη και στις χώρες που τη σπουδάζουν και την παράγουν. Παντού δύσκολα είναι, γιατί δεν µιλάµε για ποπ, δεν είναι ποπ.

– Μιλήστε µου για τους δασκάλους που είχατε.

Οι δάσκαλοι µου στην Ολλανδία, µε πιο γνωστό τον Αγγλοκύπριο Γιάννη Κυριακίδη, σε άφηναν στο δρόµο σου χωρίς ποτέ να σε πιέσουν. ∆εν θα σου έλεγαν ποτέ «γράψε µια φούγκα µε τον τάδε τρόπο» και θα σου έδιναν απόλυτη ελευθερία. Έγραφες ότι ήθελες και πάνω σ’ αυτό κρινόσουν.

– Είναι πιο εγκεφαλική παρά συναισθηµατική η σύγχρονη µουσική; Σαφώς και είναι αξιοσέβαστη η µουσική του Γιάννη Χρήστου, αλλά δεν θα την άκουγες σπίτι σου, καταλαβαίνετε τι λέω.

Σίγουρα, αλλά αν κάποιος σκεφτόταν κάθε δύσκολο παρακλάδι της τέχνης, θα έκανε ότι ήταν δυνατό για να του αποκαλυφτούν συναισθήµατα, που δεν µπορούν άλλα είδη να του τα φανερώσουν. Ο καθένας ακούει ότι περιµένει ν’ ακούσει αντί γι’ αυτό που θα µπορούσε να λάβει αν ήταν ανοιχτός. Αν κάποιος δηλαδή διακατέχεται µόνο από συναισθήµατα χαράς ή ερωτικής απόρριψης κλπ., εννοείται πως κι εγώ θ’ ακούσω πράγµατα σχετικά, δεν θα ανακάλυπτε όµως άλλες πτυχές, όπως τη νοσταλγία µέσα από τον τρόµο. ∆εν είµαστε µόνο έξι βασικά συναισθήµατα, η γκάµα είναι πιο πολυεπίπεδη και ευρεία.

– Τώρα που το λέτε, η σύγχρονη µουσική εµπεριέχει έντονο το στοιχείο του τρόµου.

Μα έχει χρησιµοποιηθεί σε πολλά θρίλερ και το πιο ενδιαφέρον είναι οι αντιδράσεις κάποιου που δεν είχε έρθει σε επαφή µαζί της ποτέ πριν. Ένας πιο κλειστός ακροατής θα πει κατευθείαν: «Γεια σας, αυτό δεν είναι µουσική, κάψτε το, ξεχάστε το…»

– Με την ίδια λογική που ο Χίτλερ έκαιγε τους σουρεαλιστικούς πίνακες ζωγραφικής.

Ναι, κατά µια έννοια. ∆εν δέχονται µερικοί πως αυτό µπορεί να είναι υπαρκτό στη µορφή ενός έργου τέχνης. Με είχαν καλέσει κάποτε στη ραδιοφωνία της ΕΡΤ για να παίξω τη µουσική µου. Η ηχολήπτρια που έκανε το µοντάζ των κοµµατιών για την εκποµπή, γυρνάει και µου λέει: «Αυτό τώρα εσύ το λες µουσική;» Την έχω ακούσει αυτή την ατάκα πολλές φορές στη ζωή µου και µπορεί να νευρίαζα ή να ένιωθα άσχηµα. Βρήκα την κατάλληλη ατάκα, όµως, αφού της απάντησα: «Μην τα λες παραέξω αυτά, γιατί θα σε περάσουν για αµόρφωτη».

– Το να σχολιαστεί χιουµοριστικά µεταξύ φίλων, είναι κάτι φυσικό, µη σας πω αναµενόµενο.

Μα κι εγώ το σχολιάζω έτσι, αλίµονο, µε τους φίλους µου. «Τι είναι αυτό, κατσαρόλια κοπανάτε;» (γέλια)

– Πιστεύετε ότι θα µπορούσατε να αλλάξετε δρόµο τα επόµενα χρόνια; Να γράφετε, ας πούµε, τραγουδάκια; Πόσο µακριά είστε απ’ αυτό;

∆εν αποποιούµαι τα τραγουδάκια, το έχω σκεφτεί πολλές φορές και µάλιστα όχι µε ψευδώνυµο τύπου Κώστας Γιαννίδης – Γιάννης Κωνσταντινίδης. Σίγουρα δεν θα πήγαινα στο σκυλάδικο, όχι γιατί το σιχαίνοµαι, αλλά γιατί δεν έχω την ικανότητα. Προφανώς θα µε τράβαγε κάτι πιο κοντά στο έντεχνο, τύπου «Τα Παράλογα» του Μάνου Χατζιδάκι.

– Είπατε ένα έργο του Χατζιδάκι, στο οποίο η ενορχήστρωση σχολιάζει τους στίχους του Γκάτσου.

Τροµερό, ναι! Πολλοί συνθέτες που έκαναν σκληροπυρηνική σύγχρονη µουσική, πάτησαν έναν διακόπτη: Ο Πεντερέτσκι, ο Άρβο Περτ και πολλοί άλλοι. Γιατί να µην πω ότι µπορεί να κάνω και κάτι άλλο τα επόµενα δέκα χρόνια; Καταρχάς, αναγκάζεσαι µε το να δουλεύεις στο θέατρο. Υπηρετείς έναν σκηνοθέτη ή το κείµενο, δεν είσαι ελεύθερος να γράψεις ακριβώς αυτό που γράφεις σε κάθε περίπτωση. Αν, π.χ., µου γίνει ανάθεση να γράψω κάτι πολύ συγκεκριµένου στυλ, µάλλον δεν θα την έπαιρνα την ανάθεση. Επειδή αναφέραµε τον Χατζιδάκι, να πούµε και ότι η Ορχήστρα των Χρωµάτων δεν δηµιουργήθηκε για να παίζει τη «Τζοκόντα», ούτε και Μάλερ, αλλά για να παίζει σύγχρονα έργα. Εγώ έχω ακούσει πρώτη φορά στη ζωή µου πάρα πολλά σύγχρονα από την Ορχήστρα των Χρωµάτων: Τακεµίτσου, Λίγκετι και όχι µόνο!

– Προσπαθήσατε να «δικτυωθείτε» µε τον επαναπατρισµό;

Επαγγελµατικά θα µε βοηθούσε πάρα πολύ, αλλά µετανιώνω που δεν το προσπάθησα. ∆εν έχω την ευχέρεια να δικτυώνοµαι πολύ εύκολα. ∆εν το έχω µε τις δηµόσιες σχέσεις, ούτε καν µε τα τηλέφωνα. Ακόµη και συνεργάτη να καλέσω στο τηλέφωνο για να µιλήσουµε, τρέµω! Ειδικά τον πρώτο καιρό, τηλεφωνούσα σε µια φίλη µου φλαουτίστρια και δεν ήξερα πως να εκφράσω µε λόγια αυτό που την ήθελα. Ήταν ένα βουνό µες το κεφάλι µου! Ήµουν καλεσµένος σ’ ένα φεστιβάλ στη Νέα Υόρκη, που παίχτηκε ένα κοµµάτι µου, και είχε έρθει η σύζυγος του Έλληνα πρέσβη. Μου µίλησε η γυναίκα, αλλά ένιωσα τέτοιο τρακ που αναγκάστηκα να της πω στο πεντάλεπτο επάνω: «Με συγχωρείτε, πάω να βάλω ένα ποτό» και εξαφανίστηκα, δεν την ξανάδα.

– Σας αγχώνει κι η συνέντευξη αυτή που κάνουµε;

Ναι, µε αγχώνει. Είχα εφιάλτες χθες βράδυ, δεν θυµάµαι αν σας το είπα.

– Μα γιατί, εφόσον πρέπει κι εσείς να µιλήσετε για τη δουλειά σας;

Συνθέτης είµαι, όχι ηθοποιός ή τραγουδιστής. Έχω µάθει να είµαι λίγο στο καβούκι µου, προστατευµένος, ενώ συχνά µετανιώνω για πράγµατα που λέω. Με φοβίζει λίγο να µιλάω δηµόσια αν και δεν έχω δώσει συνεντεύξεις. Το ίδιο, εννοώ, συµβαίνει και στις διαπροσωπικές µου σχέσεις. Μπορεί να έχω ενοχικά σύνδροµα (γέλια). Πάνω σε µια ένταση, ας πούµε, µου έχει τύχει να πω στον εαυτό µου: «Τώρα αυτό γιατί το είπες, υπήρχε λόγος;» Στη µουσική δεν µετανιώνω ευτυχώς. Έχω µετανιώσει, βέβαια, για δουλειές που έχω αναλάβει αλλά όχι γι’ αυτό που έχω παραδώσει. Φροντίζω να µην το ξανακάνω, παραβλέποντας τη βιοποριστική ανάγκη. Ο λόγος που παράτησα τη γραφιστική ήταν επειδή ένιωθα πολύ περιορισµένος στο τι µπορώ να δηµιουργήσω. Τα τέσσερα χρόνια που σπούδασα ήταν σαν πεταµένα από το παράθυρο για τους πελάτες, οπότε έπρεπε να υποστηρίζω τα αυτονόητα. ∆εν µου έδειχναν την εµπιστοσύνη για κάτι που το είχα σπουδάσει και µε έβαζαν να το κάνω. Ακριβώς αυτό τον όρο έβαλα όταν πήγα στη µουσική: «∆εν θα υποχωρείς αν δεν υπάρχει πραγµατικός λόγος εξ αιτίας των απαιτήσεων κάποιου που δεν ξέρεις». Μία φορά δούλεψα στο θέατρο στα Χανιά. Αµέσως αγχώθηκα. Έκανα µία συζήτηση µε τον σκηνοθέτη του στυλ «Θα µ’ αφήσεις να γράψω ότι µουσική θέλω». Του έγραψα ένα ζεϊµπέκικο! Και το λέω για να δείξω ότι δεν έχω πρόβληµα µε τα είδη και ύφη. Άλλες φορές µε καλούν να δουλέψω για µια παράσταση, µην έχοντας ακούσει τι µουσική γράφω, λες και είµαι ένα µηχάνηµα που µπορεί να γράψει από David Bowie µέχρι Αγγελάκα ένα θριλερίστικο α λα «Ψυχώ». Μου έχει τύχει και κάποια στιγµή ζήτησα να γίνει στυλιστικό ζάπινγκ και στη σκηνοθεσία, όχι µόνο στη µουσική. Σκηνοθέτησε µου εσύ δηλαδή µια σκηνή Μαρµαρινός και την άλλη Καστελούτσι να το πούµε έτσι. Γιατί να κάνω εγώ µόνο στυλιστικό ζάπινγκ; Σου λέει ο άλλος: «Θέλω κάτι σε στυλ David Bowie» χωρίς να ξέρει ότι ο Bowie δούλευε για έξι µήνες ένα κοµµάτι στο στούντιο. ∆ώσε µου, λοιπόν, τα λεφτά για πέντε λεπτά τραγούδι και µετά το συζητάµε.

– Εδώ θίγετε ένα άλλο ακανθώδες θέµα που είναι τα µπάτζετ για τη µουσική. Είναι πιο υψηλών απαιτήσεων στη σύγχρονη µουσική;

Είναι, αλλά οι εργαζόµενοι γύρω απ’ αυτό τελικά κερδίζουν λιγότερα απ’ ότι σε άλλα είδη µουσικής. Τα ποσά µοιράζονται ανάµεσα στα µέλη των συνόλων.

– Ας υποθέσουµε ότι χτυπάει µια µέρα το τηλέφωνό σας και ακούτε το εξής: «Κύριε Παρασκάκη, θέλουµε να γράψετε µε ψευδώνυµο δέκα τραγούδια του Αντώνη Ρέµου µε 5.000 ευρώ το κάθε κοµµάτι». Τι κάνετε;

(γέλια) Το κάνω! Θα µου είναι δύσκολο, αλλά θα κάτσω ν’ ακούσω πολύ γκλάµουρ σκυλάδικο ώστε να πάρω το know how και να µπορέσω να το κάνω.

– ∆εν θα σας πήγαινε πίσω απ’ την αληθινή τέχνη, τη δική σας;

Θα µε πήγαινε, ναι. Επειδή σ’ άλλα είδη έχει τύχει να κάτσω να γράψω ένα σουίνγκ, µου πήρε τρεις µέρες συνεχών ακροάσεων. Θα τα κατάφερνα επειδή πολλά είδη έχουν κανόνες που αναπαράγονται εύκολα. Μόνο, ωστόσο, αν είχα τον απαιτούµενο χρόνο.

– Έχοντας ακούσει µόνο δύο κοµµάτια σας, ακόµη κι αν είναι µικρής διάρκειας, έχω την αίσθηση ότι αντιµετωπίζονται σαν αυτόνοµα µουσικά έργα.

Στη σύγχρονη συµβαίνει αυτό και δεν έχει να κάνει µε τη διάρκεια. Συχνά ο πολύς κόσµος που δεν γνωρίζει αυτή τη µουσική, θα µε ρωτήσει «Τι τραγούδια γράφεις;» κι εγώ πρέπει να µπω σε εξηγήσεις. Πολύς κόσµος δεν καταλαβαίνει ότι υπάρχει µουσική χωρίς λόγια και δεν το λέω τώρα ελιτίστικα.

– Φταίνε κι οι ίδιοι οι δηµιουργοί, όµως. Ο Σαββόπουλος έλεγε για τη «Μαύρη Θάλασσα», όταν είχε παιχτεί instrumental στο Κύτταρο το 1971: «Άλλωστε δεν είχα στίχους. Τι θα έκανα εγώ, τον µαέστρο;»

Συµφωνώ, γι’ αυτό και δεν θέλω να αποφαίνοµαι ελιτιστής απέναντι στο απλό κοινό. Το ευρύ κοινό συνδέεται πιο εύκολα µε στίχο παρά µε pure music, εµείς όµως στη σύγχρονη µουσική έχουµε και µια λατρεία µε τον ήχο αυτό καθαυτό. Με τις ποιότητες που µπορεί να έχουν οι ήχοι, αναπτύσσοντας µια ρητορική αφηρηµένη χωρίς λόγο. Εκεί εγώ βρίσκω περισσότερη ελευθερία παρά στον στίχο.

– Το θρόισµα ενός ορεινού πεύκου είναι ήχος. Είναι και µουσική;

Μπορεί να γίνει. ∆εν χρειάζονται καθόλου αρµονικές µετατροπίες, οι οποίες δεν υπάρχουν ούτως ή άλλως στη σύγχρονη µουσική. Έχουµε δεκάδες απρόβλεπτους ήχους, απ’ αυτούς των οργάνων, τριξίµατα και συρσίµατα, πράγµατα που καταστρέφουν τα όργανα πολλές φορές, µέχρι sound recordings.

– Αν τώρα µπαίναµε σε µια χρονοµηχανή και πηγαίναµε 2.000 χρόνια πίσω, πως φαντάζεστε την παραγόµενη µουσική;

Για κάποιο λόγο, που δεν βασίζεται σε επιστηµονικά ευρήµατα, οι ανακατασκευές της αρχαίας ελληνικής µουσικής που έχουν γίνει, µου φαίνονται αρκετά ξενέρωτες. Κι αυτό σε σχέση µε τον εµπύρετο λόγο των αρχαίων τραγωδιών, όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν σε trance. Μια τόσο µαλθακή η πλευρά του ήχου και τόσο έντονη και σκληρή η πλευρά του λόγου!

– Σωστό! Σκεφτείτε, ας πούµε, τη µουσική για µια θεατροποίηση της «Ιλιάδας» του Οµήρου που είναι γεµάτη από splatter σκηνές.

Ο Xenakis έχει γράψει αριστουργηµατική µουσική για την «Ορέστεια», πολύ πιο ταιριαστή από άλλες µουσικές. Καταλαβαίνω τι λέτε και είναι πάνω στη δική µου σκέψη.

– Ας πάµε στη «Στρέλλα». Πως ξεκίνησαν όλα;

Πριν δυο – τρία χρόνια, µου είχε γίνει µια άλλη ανάθεση.

– Κι ένα απλό – απλούστατο ερώτηµα, που θα το έχετε ακούσει: Νέα µόδα είναι αυτή µε τη θεατροποίηση κινηµατογραφικών ταινιών; Φαντάζεστε, π.χ., όπερα τον «Μελισσοκόµο»;

(γέλια) Ναι, αλλά στη «Στρέλλα» υπήρχε µια διακριτική µουσική από τον Μιχάλη ∆έλτα, απόλυτα λειτουργική για την ταινία. Έλεγα λοιπόν πως µου είχε γίνει µια άλλη ανάθεση, η οποία βάλτωσε για χ-ψ λόγους. Ο διευθυντής της Λυρικής, ο Κουµεντάκης, µου είπε ότι θα ήταν κρίµα να αποσύρει την ανάθεση και µου ζήτησε να σκεφτώ κάτι άλλο. Του αντιπρότεινα τρεις ταινίες: Τους «Τεµπέληδες της εύφορης κοιλάδας», τον «Κυνόδοντα» και τη «Στρέλλα». Επιλέχθηκε η «Στρέλλα» τελικά.

– Τι χρονική δρασκελιά ήταν αυτή, από τους «Τεµπέληδες της εύφορης κοιλάδας» των seventies στη «Στρέλλα», µια σηµερινή ταινία;

∆εν το σκέφτηκα χρονολογικά, πρότεινα τρεις ταινίες που λατρεύω και θαυµάζω. ∆εν θα µπορούσα να προτείνω τον «Θίασο» που επίσης λατρεύω, ούτε την «Αναπαράσταση», αν και η αγαπηµένη µου ταινία από Αγγελόπουλο είναι το «Ταξίδι στα Κύθηρα». Το να πάρεις ταινία και να την κάνεις όπερα…Γιατί όχι; Γιατί να πάρεις ένα βιβλίο ή ένα παραµύθι και µια λαϊκή ιστορία για να τα κάνεις όπερα;

– Γιατί οι ταινίες είναι από µόνες τους ένα οπτικοακουστικό θέαµα. Παγώνουν το χρόνο, αλλά είναι σαν ζωντανοί οργανισµοί.

Το καταλαβαίνω. ∆εν είναι κάτι πρωτότυπο, όµως. Όπερα έχει γίνει η «Χαµένη λεωφόρος» του Λιντς. Το «Σολάρις» του Ταρκόφσκι επίσης, αλλά και το «Brokeback Mountain». Γιατί να γίνει ταινία, ας πούµε, ένα θεατρικό; Γιατί να µη γίνει ταινία ο «Μαγεµένος αυλός», το αντίθετο δηλαδή αυτού που συζητάµε;

– Γιατί ο κινηµατογράφος είναι η πιο πολυσύνθετη τέχνη που τα περιέχει όλα. Η ταινία µένει, το βιβλίο µένει, το θέατρο όµως και η όπερα, αν δεν τα κινηµατογραφήσεις, ζουν για τη στιγµή εκείνη.

Θεωρώ µεγαλύτερο λάθος να έχεις ένα µιούζικαλ – ταινία και να το µεταφέρεις στο Broadway, όπως κάνουν στην Αµερική. Εκεί προσπαθούν να το έχουν ίδιο, αλλά πραγµατικά, ποιος θα ήταν καλύτερος απ’ τον Τιµ Κάρεϊ να κάνει το «Rocky Horror Picture Show»; Όταν πας να κάνεις κάτι ίδιο, αυτή είναι η παγίδα. Τώρα στη «Στρέλλα» έχουµε κρατήσει τη γραµµικότητα της αφήγησης, αλλά έχουµε εκµεταλλευθεί τις δυνατότητες της σκηνής. Στην ταινία π.χ. δε µπορείς να δείχνεις δύο παράλληλες δράσεις. Η Αλεξάνδρα που έγραψε το λιµπρέτο, έχει ανασκευάσει κανονικά το έργο. Κάναµε πολλές συζητήσεις και µε τον σκηνοθέτη, τον Κουτλή.

– Ο ρόλος του Κούτρα ποιος ήταν;

Με τον Κούτρα συναντηθήκαµε για να του πούµε την ιδέα. Του άρεσε και µου είπε µια καταπληκτική ατάκα! «Τι γράφεις, αυτά τα ατονάλ; Θα γράψεις ότι θες! Εγώ θα δώσω τα δικαιώµατα κι εσείς κάντε ότι θέλετε. Μπορείτε να µε ενηµερώνετε, αλλά κατά τα άλλα το έργο είναι δικό σας».

– Σωστός ο Κούτρας.

Πολύ, πάρα πολύ!

– Το τραγικό πρόσωπο στη «Στρέλλα» είναι ο πατέρας ή η Στρέλλα η ίδια;

Χµµ…µάλλον ο πατέρας, θα έλεγα. Θα τον υποδυθεί ο ∆ιονύσης Τσαντίνης, γνωστός στο λυρικό χώρο.

– Ας συζητήσουµε τώρα το θέµα που άνοιξε σχετικά µε τη συµµετοχή τρανς ερµηνεύτριας και όχι ενός cis άνδρα drag queen.

Τον Ιατρού, που επρόκειτο να παίξει τη Στρέλλα, εγώ τον γνώρισα µέσα από τη διαδικασία, δεν τον ήξερα πριν. Εξαιρετικό παιδί. Όταν ξεκίνησε η όλη παραγωγή, είχε ειπωθεί πως το ιδανικό θα ήταν να παιχτούν από τρανς οι ρόλοι. Ο χώρος δεν είναι τεράστιος, οι λυρικοί τραγουδιστές δεν είναι πολλοί, ως γνωστόν.

Μα είναι δύσκολο να βρεθεί τρανς γυναίκα – λυρική τραγουδίστρια µε τις απαιτήσεις µιας όπερας. Ειδικά η όπερα, όµως, ανέκαθεν έπαιζε πολύ µε τα φύλα.

Είναι ένα πολύ δύσκολο ζήτηµα από πολλές πλευρές. Από την αρχή όλοι µας νιώθαµε ότι έπρεπε να γίνει ποσόστωση. «Εφόσον δε µπορούµε να βρούµε τρανς λυρική τραγουδίστρια, πρέπει να µπουν έστω στην παραγωγή», αυτό σκεφτήκαµε. Σαν σύµβουλοι για να µη βγουν οι τρανς σαν εξωτικά πουλιά ή κάτι αξιοπερίεργο και προσβλητικό; Να µας βοηθήσουν µε ορολογίες στο λιµπρέτο; Και αυτό, διότι – κακά τα ψέµατα – εµείς δεν τις γνωρίζουµε τις ορολογίες.

– Αναφέρεστε στα καλιαρντά;

Όχι, µιλάω για ορολογίες του τύπου «Ο τρανς» που το έχω δει γραµµένο. Για γυναίκα, όµως!

– Μπορείς να πεις όµως «Ο τρανς συνάνθρωπος µας».

Όλα αυτά είναι µπερδεµένα και δεν θέλαµε να προσβληθεί κανένας. Εκεί είπαµε πήραµε σύµβουλο την Κάθριν Ράιλι. Θέλαµε να είναι τρανς και η κινησιολόγος, την οποία βρήκαµε και θα ανακοινωθεί σύντοµα. Το ζητούµενο πάνω απ’ όλα ήταν να βγει κάτι άρτιο κάτι που απαιτεί ακαδηµαϊκή εκπαίδευση σχεδόν απ’ όλους τους συντελεστές εξ ου και θέλαµε επαγγελµατίες. Ναι, είναι περιθωριοποιηµένες οι τρανς, ναι, είναι πολύ δύσκολο να σπουδάσουν, αλλά δεν ξέραµε καµία στο χώρο που να είναι τρανς. Επίσης, η µουσική αυτού του είδους ακόµη και για επαγγελµατίες ερµηνευτές. Οπότε δεν µιλάµε απλά για επαγγελµατίες, αλλά για επαγγελµατίες εξειδικευµένους στη σύγχρονη µουσική ώστε να µπορούν να το κάνουν.

– Κάτι πολύ δύσκολο εκ των πραγµάτων.

Ακριβώς.

– Η Πάολα Ρεβενιώτη έγραψε «τότε ας κάνουν άλλη ταινία και όχι τη ‘’Στρέλλα’’».

Είναι κι αυτή µια άποψη, αλλά γιατί; Στην όπερα – εσείς το είπατε πριν – έχουν γραφτεί ρόλοι για τα αντίθετα φύλα. Όταν µιλάµε για ένα µέσο, που έχει πάρει από τη γέννηση του διαζύγιο µε τον ρεαλισµό, όταν οι άνθρωποι τραγουδάνε αντί να µιλάνε, όλα είναι στην υπερβολή τους, άλλοτε σχηµατικά και άλλοτε υπερβολικά. Ένας, π.χ., µπορεί να τραγουδάει για το φίλτρο που θα πάρει και θα πεθάνει, επί 20 λεπτά. Και δεν το παίρνει στο τέλος. Και οι θεατές λένε «Πάρ’ το να τελειώνουµε να φύγουµε από την αίθουσα, δεν αντέχουµε άλλο».

– «Τριστάνος και Ιζόλδη», αυτό λέτε.

(γέλια) Ναι, τη σκηνή στο τέλος. Όλα λειτουργούν διαστρεβλωµένα στην όπερα, είναι άλλος ο κώδικας.

– Πιστεύετε ότι το θέµα που προέκυψε, θα µας απασχολούσε πριν από 20 χρόνια;

Όχι, αλλά θα ήταν και άλλες οι εποχές. Σωστά και ξέσπασε σήµερα, αλλά είναι καλύτερο να µας απασχολεί µέσα στο context. Είναι καλύτερο για τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα να µη γίνει τίποτα από το να γίνει ένα άρτιο έργο; ∆εν ξέρω, δεν έχω απάντηση…Για µένα το βίωµα στην όπερα δεν έχει θέση. Στην ταινία, το ότι τη διεµφυλική Στρέλλα την έπαιξε µία διεµφυλική, ήταν αυτό που χρειαζόταν το ίδιο το έργο. Στην όπερα αυτό δεν είναι απαραίτητο. Εσείς, ας πούµε, γράψατε ένα έργο για την Εύα Κουµαριανού. Εκεί είναι το απόλυτο βίωµα, αφού παίζει η ίδια στη σκηνή. ∆εν βάλατε καν µια άλλη τρανς. Το µόνο valid επιχείρηµα που µας προσάπτουν ως κατηγορία είναι η περιθωριοποίηση των τρανς και η έλλειψη θέσεων εργασίας. Έτσι θέλαµε να µπουν τρανς σε διάφορα πόστα της παραγωγής.

– Πρόσφατα είδα τα «Κόκκινα φανάρια» του Μπισµπίκη και η µόνη τρανς που έπαιζε ήταν η Μπέττυ Βακαλίδου. Όλοι οι άλλοι ρόλοι των διεµφυλικών γυναικών δόθηκαν σε άνδρες και σε γυναίκες. Προσωπικά, σε καλλιτεχνικό επίπεδο δεν µε ξένισε, η Βακαλίδου, όµως, πραγµατικά ξεχώρισε µε την παρουσία και µε τον λόγο της. Καµία διαµαρτυρία δεν ακούστηκε για την εν λόγω παράσταση, που ήταν και άκρως εµπορική απ’ την άποψη των εισιτηρίων.

Ίσως µε εµάς ξέσπασε θόρυβος µε τον τρόπο που παραιτήθηκε η Κάθριν Ράιλι, η σύµβουλος µας. ∆εν αποκλείεται να µη «χτυπήθηκε» ο Μπισµπίκης, ένα τροµερά δηµοφιλές πρόσωπο, επειδή έκανε ένα άκρως επιτυχηµένο εµπορικά λαϊκό θέαµα. Καταλαβαίνω τι λέτε. Υπάρχει η αίσθηση µιας καλλιτεχνικής ιδιοποίησης, ένα πολύ δυνατό επιχείρηµα, που έχει µεταφερθεί σε οποιαδήποτε προσπάθεια. Απ’ την άλλη, γιατί να µη µπορείς να διαλέξεις κάτι που εκ των πραγµάτων θα δηµιουργήσει θόρυβο; Η Ράιλι κοινοποίησε την παραίτηση της µέσω social media, όπου συνήθως γίνεται ένας χαµός. Μετά απ’ αυτό το συµβάν, είδα κι εγώ ιδίοις όµµασι πόσος κόσµος µιλάει για πράγµατα που δεν γνωρίζει. Ακόµη και όταν η Ράιλι είπε ότι θα παραιτηθεί, εγώ ειλικρινά δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είχε συµβεί. Ούτε η ίδια η Ράιλι θα το είχε καταλάβει, ένιωσε ότι την εξαπατήσαµε και φυσικά της εξήγησα ότι δεν έχει γίνει καθόλου κάτι τέτοιο. Ακόµη τα λέµε µε την Κάθριν και θυµάµαι ότι της είχα πει να κάνει αυτό που πιστεύει καλύτερο για εκείνην. ∆εν ήταν δηλαδή ότι παραιτήθηκε και το έµαθα από τα social media, αλλά µου το’χε πει. Νοµίζω τελικά ότι όλο το θέµα ήταν ζήτηµα συνεννόησης. Ποτέ δεν της κρύψαµε ότι θα έπαιζε τη Στρέλλα ένα άτοµο drag queen ίσως γιατί της είχα πει µόνο «drag» και στο δικό µου µυαλό, ο draq είναι άνδρας που κάνει τη γυναίκα. ∆εν είχαµε προλάβει να κάνουµε συναντήσεις µε τη Ράιλι για να µπούµε σ’ αυτά τα ζητήµατα σε βάθος. Κάπου εκεί ίσως, στη συνεννόηση, χάσαµε το δρόµο. Η Ράιλι, να το πω απλά, άκουσε «drag» και για τη Ράιλι µια «drag» είναι µια τρανς. Άλλωστε κάναµε πολύ καιρό να µιλήσουµε µε τη Ράιλι για την παράσταση απ’ τη στιγµή που ορίστηκε σύµβουλος της παράστασης. ∆εν υπήρχε, όµως, καµία πρόθεση να εξαπατηθεί κανένας. Θα δηµοσίευε άλλωστε ο Ιατρού ότι πήρε το ρόλο αν το κρύβαµε από τη Ράιλι; Όλων µας κόστισε αυτό που έγινε και εγώ προσωπικά δεν έχω ξαναβρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση.

– Λογικό. Εδώ χάσατε τον ύπνο σας γι’ αυτή τη συνέντευξη, όπως µου είπατε.

Ναι, ειδικά εκείνες τις µέρες το στοµάχι µου πονούσε φρικτά. Για µια βδοµάδα µε τα απανωτά δηµοσιεύµατα και τα τηλεφωνήµατα…Κι ένα άλλο ζήτηµα που είχε προκύψει ήταν γιατί  έγραφα για βαρύτονο. Ας αφήσουµε όλα αυτά που λέγαµε περί όπερας και µη ρεαλισµού, αλλά εµένα µε ενδιέφερε ο πατέρας και η κόρη να έχουν την ίδια τεσιτούρα, την ίδια φωνή, καθαρά από καλλιτεχνική άποψη. Ήξερα ότι υπάρχει όντως η δυνατότητα για κάποιον βαρύτονο, όπως έχει γίνει στο εξωτερικό. Είναι µια υπαρκτή φωνή και γι’ αυτήν έγραφα, γνωρίζοντας ότι υπάρχει τρανς βαρύτονος.

– Κύριε Παρασκάκη, σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη συνοµιλία και εύχοµαι κάθε επιτυχία. Βάλτε εσείς τον επίλογο στη συζήτηση µας.

Με τροµάζει το να µη βρούµε τρανς λυρική τραγουδίστρια, γιατί µετά θα έχουµε πολύ λίγο χρόνο µέχρι την πρεµιέρα. Ήδη κατέβασα το βαθµό δυσκολίας του έργου, κάτι που µου τρώει ακόµη πολύ χρόνο, αναλόγως της φωνής που θα βρεθεί. Σκεφτείτε, ας πούµε, να βρούµε µια µέτζο σοπράνο. Θα πρέπει να ξαναλλάξω πράγµατα. Θα πορευτώ µε ότι καλύτερο βρούµε και όχι µε ότι έχω γράψει αυτή τη στιγµή στην παρτιτούρα. Αν οι τρεις καλύτερες φωνές που θα βρούµε, θα είναι µέτζο σοπράνο, τότε θ’αλλάξει και η δική µου παρτιτούρα για µέτζο σοπράνο. ∆εν µ’ αρέσει να έχουµε τρεις µέτζο σοπράνο αποκλειστικά, αλλά θα είναι η ύστατη λύση. Κατά τα άλλα, σας ευχαριστώ κι εγώ γι’ αυτή τη συζήτηση. Ας πάνε όλα καλά και έχω την αίσθηση ότι θα πάνε καλά. Αυτό θέλω µόνο.