Δεν μπορείς να παίξεις εύκολα «μπάλα» δίπλα στη Μαρίζα Ρίζου.

Το ταμπεραμέντο της – τόσο το προσωπικό, όσο και το καλλιτεχνικό – είναι τόσο έντονο και η πληθωρικότητα των χαρακτηριστικών που την συγκροτούν – το τρανταχτό της γέλιο, οι χειρονομίες της, το ενίοτε βιτριολικό της χιούμορ, φυσικά ο πανταχού παρόν αυτοσαρκασμός της – είναι τόσο καθηλωτική, ώστε ως συνομιλητής της το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αράξεις πίσω και απλά να την απολαύσεις εν είδη ενός ανθρώπινου «οδοστρωτήρα» αισιόδοξης εξωστρέφειας και εξωστρεφούς αισιοδοξίας.

Και, πρωτίστως, παρατηρώντας την να «παίζει» διαρκώς με το βλέμμα της για το κάτι άλλο, το κάτι διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει την δεδομένη στιγμή, τα μάτια της να φλέγονται σαν δυο φλεγόμενοι δίσκοι από μπαρούτι, το μυαλό της να δουλεύει διαρκώς όχι στα 95, αλλά στα 100 οκτάνια και τελικά το προβλέψιμο δίπλα στη Μαρίζα να γίνεται ο ορισμός του απρόβλεπτου -όπως οι συναυλίες της, δηλαδή, σαν και αυτή που θα δώσει στις 18 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», σε μια εμφάνιση που για την ίδια αποτελεί, ταυτόχρονα, προσωπικό στοίχημα και τέράστια πρόκληση.

Πάρτε για παράδειγμα την συνάντησή μας, ένα καταμεσήμερο Σαββάτου στην Πλάκα. Για καφέ και μια φωτογράφηση ξεκινήσαμε, για μερικές απλές και τυπικές «περιοδικίστικες» πόζες δίπλα στα σκαλάκια της οδού Λυσίου και της Θέσπιδος, μέχρι που η Μαρίζα αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της.

Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, χωρίς καν να το έχουμε προσυνεννοηθεί μεταξύ μας ή να έχουμε κάνει κάποιου είδους προετοιμασία, ένα τραπεζάκι ταβέρνας στήνεται σε έναν πεζόδρομο και στις τρεις καρέκλες του κάθονται ισάριθμοι άνθρωποι παραγγέλνοντας μια μερίδα πατάτες και μια χωριάτικη σαλάτα «για το παρεάκι, βρε αδελφέ, κάτι να τσιμπάμε, ενόσω μιλάμε».

Και έτσι ξαφνικά, μεταξύ τύρου και αχλαδιού ή ντομάτας και ριγανάτης πατάτας, κάθεσαι αραχτός πίσω, με την ράχη σου να ακουμπάει στην πλάτη της καρέκλας και γίνεσαι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του «οδοστρωτήρα Μαρίζα».

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

– Μαρίζα, έχεις δηλώσει ότι αναζητάς «μάτια να φλέγονται, να εννοούν τα τραγούδια, να λένε την ιστορία». Ποιος ήταν αυτός που διέκρινε πρώτος τα δικά σου μάτια «να φλέγονται»;
Η Ειρήνη Σαντοριναίου, η δασκάλα μου της μουσικής όταν ήμουν ΣΤ’ δημοτικού. Την αγαπώ πολύ. Είναι υπέροχη γυναίκα με δύο γλυκά, πανέμορφα πράσινα μάτια.

– Μου βγάζεις ότι ενώ είσαι πληθωρική σε όλα ως παρουσία και προσωπικότητα, στο πολύ βάθος της καθημερινότητας σου, όταν τα φώτα σβήσουν, κινείσαι πολύ σε μινόρε κλίμακες, πολύ λιγότερο «ηχηρές». Ισχύει; Είναι η εξωστρέφεια το έξυπνο παιχνίδι ενός ευφυούς ανθρώπου προκειμένου να ξορκίσει την εσωστρέφειά του;
Είμαι όλα. Το καλό είναι ότι πια το έχω αποδεχτεί και μου αρέσει. Χαίρομαι ακόμα που το χιούμορ – αυτό το σπουδαίο εργαλείο – το χρησιμοποιώ πλέον όταν το επιθυμώ και όχι για να κρύψω τη θλίψη μου. Οπότε το απολαμβάνω και περισσότερο. Πάντως όχι, δε θα έλεγα ότι κινούμαι κυρίως σε μινόρε μονοπάτια. Μάλλον σε ματζόρε με πινελιές μινόρε.

– Αλήθεια, θυμάσαι ποια είναι η πρώτη πρώτη ανάμνησή σου από την μουσική;
Πρώτη φορά τραγούδησα σόλο στη χορωδία του σχολείου στην ΣΤ’ δημοτικού. Με θυμάμαι να νιώθω ευτυχία. Μετά ήρθαν κάποιοι δάσκαλοι και με αγκάλιαζαν συγκινημένοι. Δεν καταλάβαινα γιατί, αλλά αισθανόμουν όμορφα. Ακόμα νιώθω αυτήν την “αγκαλιά” στα λάιβ ή όταν κάποιος έρχεται με πολύ σεβασμό και αγάπη να μου μιλήσει. Μεγάλο δώρο.

– Και μετά; Ποια είναι η πρώτη συναυλία που πήγες στη ζωή σου;
Απ όσο θυμάμαι η αδερφή μου με είχε πάει σε συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ενώ ήμουν στην εφηβεία και άκουγα Britney Spears. Λάθος. Πολύ μεγάλο λάθος. Της έκανα τη βραδιά κόλαση. Προσπαθούσε να με βάλει στον ίσιο δρόμο, αλλά φύγαμε μια ώρα πριν τελειώσει η συναυλία. Με εκδικήθηκε με ποικίλους τρόπους μέσα στα χρόνια, αλλά μου έπρεπε!

– Τι μπορεί να σε φέρει στα όριά σου ως άνθρωπο ή ως καλλιτέχνιδα;
Η αγένεια και η έλλειψη σεβασμού. Γενικά δεν είμαι καθόλου πολεμοχαρής, ούτε τσακώνομαι εύκολα. Δεν μου αρέσουν οι εντάσεις. Ωστόσο μπορώ να πάω 0-100 με κάποιον που παρκάρει σε θέση αναπήρων, που πετάει ή χώνει με πάθος το τσιγάρο του στην άμμο ή που περνάει με το αμάξι του από πεζόδρομο. Γενικά τέτοια μου τη δίνουν πάρα πολύ. Και το χειρότερο μου είναι όταν τους λες κάτι και η απάντηση είναι «Οι άλλοι γιατί το κάνουν;». Αυτή η απάντηση θεωρώ ότι είναι δείγμα πολύ πολύ χαμηλής αντιληπτικής ικανότητας.

– Άρα, είναι ένα ευγένεια κάτι «που δεν κοστίζει τίποτα, αλλά μπορεί να αγοράσει τα πάντα;»
Είναι δείγμα μιας καλής σχέσης με τον εαυτό μας.

– Που είναι «το φως», κατά την Μαρίζα; Που έγκειται, που ενυπάρχει;
Λέει ο Χόρχε Μπουκάι στο βιβλίο του «Από την Άγνοια στη Σοφία»: «μην ψάχνεις έξω αυτό που έχασες μέσα».

– Αυτό που λες, δίνει «φως» και ταυτόχρονα ανάσα σε ανθρώπους λιγότερο προνομιούχους από εμάς. Και η πρωτοβουλία σου για την προβολή της επικείμενης συναυλίας σου στο Θέατρο Βράχων και στην ελληνική νοηματική είναι αξιέπαινη. Πώς προέκυψε η ιδέα – συνεργασία;
Επιθυμώ όλες οι συναυλίες και όλοι οι χώροι που παίζουμε να είναι προσβάσιμοι για όλους τους ανθρώπους. Αυτό ονειρεύομαι.

– Εντέλει, τι είναι το σανίδι και η σκηνή για σένα;
Σπίτι. Από την πρώτη στιγμή ένιωθα τρομερή οικειότητα.

– Νιώθεις όμως τυχόν πίεση μέσα σου κάθε φορά που ετοιμάζεσαι για ένα λάιβ; Είναι όλα σαν την πρώτη φορά που πάτησες το πόδι σου πάνω σε μια σκηνή;
Τις προσδοκίες και την πίεση δεν τις θέλω. Με πιέζουν. Θέλω παρουσία, ομορφιά, αγκάλιασμα του σκοταδιού, ησυχία, γέλιο και σύνδεση.

– Άρα, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που περνάει από το μυαλό σου όταν αντικρίζεις το κοινό σε μια συναυλία;
Καλησπέρα στα ομορφόπαιδα! Και μετά μυρίζω την ατμόσφαιρα και αποφασίζω εκείνη τη στιγμή πως θα το πάω. Κάθε λάιβ, κάθε σύνολο ανθρώπων, κάθε βράδυ είναι διαφορετικό. Αυτή είναι η ομορφιά του!

– Υπάρχει κάποιο ελληνικό ή κάποιο ξένο τραγούδι που θα ήθελες να διασκευάσεις, αλλά δεν το έχεις κάνει ακόμη;
Από ελληνικά τα «Διόδια» και θα το κάνω του χρόνου στο λάιβ μου. Από ξένα δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι αυτή τη στιγμή.

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

«Ψάχνω τον εαυτό μου μέσα στα βιβλία που διαβάζω»

Μεσολαβεί ένα διάλειμμα μερικών λεπτών για μερικές αυθόρμητες – αλλά και λιγότερο αυθόρμητες – πόζες στα πέριξ γύρω από την ταβέρνα. Η φωτογράφηση διακόπτεται απο τρανταχτά γέλια, είτε επειδή η Μαρίζα είπε μόλις ακόμη ένα αστείο που (συνήθως) αφορά τον εαυτό της, είτε επειδή οι ανυποψίαστοι τουρίστες που περνάνε από δίπλα της, κοντοστέκονται για να τραβήξουν λίγες οπτικοακουστικές ρουφηξιές από το ταμπεραμέντο της.

Άλλοι πάλι, με έναν χάρτη της Πλάκας στα χέρια περπατάνε από μπροστά της με σκυμμένο το κεφάλι ή παίρνουν την τελευταία στιγμή χαμπάρι τι συμβαίνει, εκεί μπροστά σε αυτόν τον γραφικό πεζόδρομο με τα στενά σοκάκια. «Please, please, go on», τους λέει η Μαρίζα χαμογελώντας και αυτοί όντως συνεχίζουν την πορεία τους προς τον προορισμό τους – και η Μαρίζα, αντίστοιχα, την δική της προς την κορυφή της εγχώριας μουσικής.

Με όποιο τρόπο και αν το εννοεί ή το οριοθετεί η ίδια για την πάρτη της.

– Τι είναι αυτό που σε κινητοποιεί καθημερινά ως μουσικό και σε αναγκάζει να μην το βάλεις κάτω;
Γιατί να το βάλω κάτω; Νιώθω ευγνώμων. Τα πράγματα έγιναν πολύ αργά και στην ώρα τους. Αυτό ήθελα και αυτόν τον τρόπο εμπιστευόμουν πάντα. Δεν ένιωσα ποτέ ότι κάποιος με αδικεί στα επαγγελματικά μου και μάλιστα ήταν υπέρ μου το ότι στην αρχή δεν με ήθελε καμία δισκογραφική. Σπουδαία ευκαιρία για να δημιουργηθεί μια πραγματικά προσωπική σχέση με τους ανθρώπους τους οποίους αφορώ μουσικά.

– Τις στιγμές που νιώθεις ανέμπνευστη, τι είναι αυτό που βάζει ξανά το μυαλό και την δημιουργικότητά σου στο σωστό δρόμο;
Τις στιγμές που νιώθω ανέμπνευστη, απλά δεν πειράζει. Είναι φυσικό το να μη βρίσκεσαι όλη την ώρα σε δημιουργική διαδικασία. Και γιατί να βρίσκεσαι δηλαδή; Ζεις, γράφεις, ξαναζεις, ξαναγράφεις και πάει λέγοντας.

– Έχεις χρόνο για να δεις ξένες σειρές ή ταινίες ή να διαβάσεις ένα βιβλίο; Και πώς περνάνε όλα αυτά στην μουσική σου;

Δεν έχω ιδέα. Αυτά γίνονται μάλλον σε μη συνειδητό επίπεδο. Ωστόσο προσέχω αρκετά σε τι εκτίθεμαι. Εάν ξέρω, ας πούμε, ότι ένας σκηνοθέτης είναι νοσηρός, δεν θα πάω να δω τι νέο δημιούργησε. Δεν με αφορά ο τρόπος που βλέπει τη ζωή και την τέχνη. Επίσης, διαβάζω κυρίως βιβλία που, με κάποιο τρόπο, με εξηγούν και που μπορώ να βρω κάπου μέσα τους τον εαυτό μου και να καταλάβω κάτι.

Φωτ.: Κική Παπαδοπούλου / Olafaq

– Ποιο είναι το καλύτερο στοιχείο της καθημερινότητας ως μουσικός και ποιο το χειρότερο;
Η αβεβαιότητα και η έλλειψη προγράμματος και η αβεβαιότητα και η έλλειψη προγράμματος. Εάν μάθεις πως να τα διαχειρίζεσαι είναι υπέροχα και αν όχι, μπορούν να γίνουν σκέτη κόλαση.

– Ποια είναι η καλύτερη μουσική συμβουλή που έλαβες ποτέ και ποια είναι η καλύτερη που θα έδινες εσύ;
Δεν θα πω μουσική, θα πω μια πιο γενική. Ο μπαμπάς μου έλεγε συνεχώς «διάλεξε κάτι που αν το κάνεις για 30 χρόνια θα χαίρεσαι να πηγαίνεις στη δουλειά και θα χαμογελάς». Ήταν ένας πολύ απλός και σημαντικός οδηγός ζωής. Διαφωνώ βέβαια με το ότι κάτι πρέπει να το κάνεις για 30 χρόνια. Δεν είμαστε αναγκασμένοι να μένουμε κάπου εάν δεν μας δίνει χαρά. Οι φυλακές είναι μόνο μέσα στο μυαλό μας, αλλά είναι πολύ γερές οι άτιμες.

– Έχεις κάτσει ποτέ σου να σκεφτείς το πώς και το πόσο έχει αλλάξει το μουσικό σου γούστο μέσα στα χρόνια;
Δεν ξέρω, πάντως θέλω σίγουρα να παραμένω ανοιχτή απέναντι στην μουσική και στη ζωή γενικά. Ακούω πολλά διαφορετικά είδη και διασκεδάζω όπου και να με πας αν έχω καλή παρέα. Στο σπίτι μου συνήθως ακούω jazz. Άμα μου τη βαρέσει όμως ή έχω κανέναν νταλκά, βάζω την «Κόκκινη γραμμή» και το Έσπασε η νύχτα δυο κομμάτια». Αυτά τα δύο εναλλάξ.

– Ποιον ή ποια μουσικό θα είχες πρωτοφανές άγχος αν τον συναντούσες από κοντά;
Τον Michael Buble. Δεν ξέρω αν το έχω καταστήσει πολλάκις ξεκάθαρο οτι μου αρέσει πολύ ο Michael Buble. Μπορώ να πω το όνομά του άλλη μια φορά για να γίνει λίγο πιο καθαρό. Να: ο Michael Buble.

– Ποιος μουσικός, νεκρός ή ζωντανός, ήταν αυτός που είχε «όλο το πακέτο»;
Τι πάει να πει πακέτο; Οι ρωγμές σχηματίζουν το ολόκληρο και το γοητευτικό και αυτό είναι ωραίο. Χωρίς αυτές θα ήμασταν βαρετοί. Ο ένας μουσικός έχει το τάδε προτέρημα, ο άλλος το άλλο. Μετά έχει να κάνει με το τι αρέσει στον καθένα. Μανιωδώς ψάχνουμε μια αντικειμενική αλήθεια, ενώ είναι οξύμωρη η φράση από μόνη της. Η Ella Fitzgerald είναι χάδι στην ψυχή μου και ο Sinatra γοητευτικός και πολύ αστείος. Και οι δύο είχαν το πακέτο. Απλώς, διαφορετικό.

– Περίγραψέ μου την ζωή σου μέχρι σήμερα χρησιμοποιώντας τον τίτλο μιας ταινίας.
Α, είναι πολύ δύσκολο αυτό. Θα διαλέξω την «Amelie». Έχει τραύματα, έχει χιούμορ, έχει ρομαντισμό, έχει γλύκα, έχει κλείσιμο του ματιού στο σκοτάδι. Και έχει – κατά τη γνώμη μου – ένα απ τα καλυτερα soundtrack όλων των εποχών.

– Αλήθεια, ποιο είναι το πιο «κουλό» ή περίεργο ταλέντο που έχεις;
Κάνω εξαιρετικά νύχια, πολύ καλά γεμιστά και θυμάμαι για χρόνια τετραψήφιους αριθμούς (αυτοκινήτων δηλαδή).

*Η Μαρίζα Ρίζου εμφανίζεται την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Βράχων – Μελίνα Μερκούρη.

*Ευχαριστούμε την ταβέρνα «Θέσπις» (Θέσπιδος 18, Πλάκα) για την ξαφνική και απρόβλεπτη φιλοξενία της.